ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Κρίνου Ζ. Μακρίδη και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1218
Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας ν. Ανδρέα Αναστάση Μιχαήλ και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1604
Κτωρίδης Γιαννάκης ν. Alpha Bank Cyprus Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 1173, ECLI:CY:AD:2014:A407
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A11
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 367/2012)
17 Iανουαρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Μεταξύ:
xxx xxx ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ, το γένος xxx xxx
Εφεσείουσα/Καθ΄ης η αίτηση αρ.4,
και
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ( δυνάμει τροποποίησης ημερ. 18.6.2018, πρώην MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD)
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.
_ _ _ _ _ _
Ολ.Λάμπρου, (κα), για Α.Μαθηκολώνη, για την εφεσείουσα
Α.Κλεάνθους, για Ν.Κ.Κλεάνθους & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη Τράπεζα αιτήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας διάταγμα που να επιτρέπει την ανανέωση και εκτέλεση της απόφασης. Η απόφαση είχε εκδοθεί στις 28.5.1996 εναντίον 4 εναγομένων ομού και κεχωρισμένως για το ποσό των ΛΚ79.056,85 ή το ισάξιο ποσό σε ευρώ €135.076,65 με τόκο 9% ετησίως από 1.1.1993 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Στην απόφαση επίσης συμπεριλαμβάνετο διάταγμα εκποίησης ενυποθήκων κτημάτων. Η εφεσείουσα υπήρξε μία εκ των εναγομένων, εγείρουσα ένσταση στο αίτημα ανανέωσης της απόφασης.
Είχε προηγηθεί διάταγμα ανανέωσης, στις 16.6.2004, ενώ στις 24.5.2012 η εφεσίβλητη επανήλθε με το ως άνω νέο αίτημα ανανέωσης της απόφασης. Δέον να σημειωθεί πως κατά το πρώτο αίτημα ανανέωσης και το σχετικό εκδοθέν διάταγμα ημερ.16.6.2004 δεν καθοριζόταν οποιοσδήποτε χρόνος, κατά τον οποίο θα ίσχυε η ανανέωση της απόφασης.
Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι κατά το 2004 η ισχύς της απόφασης σύμφωνα με τη Δ.40 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ήταν για 6 χρόνια. Με βάση αυτά τα δεδομένα η ανανέωση της απόφασης στις 16.6.2004 δυνάμει της Δ.40 θ.8 θα ίσχυε μέχρι της 16.6.2010.
Η Δ.40 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας τροποποιήθηκε στις 9.9.2011 ώστε η ανανέωση να είναι αναγκαία πλέον στα 10 έτη αντί 6 έτη, όπως προνοείτο προηγουμένως. Ενόψει του ότι η τροποποίηση επήλθε μετά την εκπνοή των πρώτων 6 χρόνων από την πρώτη ανανέωση, η εφεσίβλητη επανήλθε επί του αιτήματος για δεύτερη ανανέωση, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το 2012.
Είναι σημαντικό να αναφερθούν τα διαβήματα τα οποία ακολούθησε η πλευρά της εφεσίβλητης ως προς την εκτέλεση της απόφασης, πέραν της πιο πάνω πρώτης ανανέωσης. Αυτά αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση και είναι τα ακόλουθα:
«Aπό την έκδοση της απόφασης και συγκεκριμένα τις 30.7.1996, εκδόθηκε εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση 3 και 4 ένταλμα κινητής περιουσίας, το οποίο τελικά αποσύρθηκε λόγω συμφωνίας για αποπληρωμή του χρέους, η οποία συμφωνία τελικά δεν τηρήθηκε. Στις 04/02/1999 καταχωρήθηκε δεύτερο ένταλμα κινητής περιουσίας εναντίον των Εναγομένων 3 και 4 και εισπράχθηκε το ποσό των ΛΚ2.357,72 από τον Εναγόμενο 3. Στις 12.5.1993 εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης εναντίον της εναγομένης εταιρείας 1, ενώ στις 12.12.1994 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του Εναγομένου 2. Ακολούθησε, στις 14.8.1996, καταχώρηση αίτησης εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε λόγω του ότι είχε εισπραχθεί το ποσό των ΛΚ60.000. Καταλήγει, ότι υπάρχει κατατεθειμένο εναντίον της περιουσίας της Εναγομένης 4 το memo με αριθμό ΕΒxxx/1996 του Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού. Το σημερινό υπόλοιπο ανέρχεται στα €43.348,64»
Μετά την παράθεση και των θέσεων της ενιστάμενης καθ΄ης η αίτηση/εφεσείουσας, το Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις της Δ.40 θ.8 και με αναφορά στη σχετική νομολογία θεώρησε πως η αίτηση έπρεπε να επιτύχει και εξεδόθη σχετικό διάταγμα ανανέωσης και εκτέλεσης της απόφασης αναφορικά με την εφεσείουσα. Σημαντικό κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη είχε αιτηθεί την ανανέωση, ως πιο πάνω, το 2004 αλλά και ότι memo εναντίον της περιουσίας της εφεσείουσας ήταν κατατεθειμένο και σχετικά ανανεώνετο, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σύμφωνα με το Νόμο.
΄Ολοι οι λόγοι έφεσης αφορούν στην ουσία τους την άσκηση της ευχέρειας του Δικαστηρίου καθώς και την πρωτόδικη θεώρηση πως πληρούνται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια της εφαρμογής της Δ.40 θ.8.
Η ως άνω διαταγή έχει ως εξής:
«Όταν παρέλθουν δέκα έτη από την απόφαση ή την ημερομηνία του διατάγματος, ή όταν έχει γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στους διαδίκους οι οποίοι δικαιούνται ή υπόκεινται σε εκτέλεση, ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται ότι δικαιούται σε εκτέλεση μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο ή το Δικαστή για άδεια να εκτελέσει ανάλογα. Και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής εάν ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος, ο οποίος υποβάλλει την αίτηση αυτή, δικαιούται να εκτελέσει, μπορεί να εκδώσει διάταγμα προς αυτό το σκοπό, ή μπορεί να διατάξει όπως οποιοδήποτε επίδικο θέμα ή ζήτημα αναγκαίο για να αποφασιστούν τα δικαιώματα των διαδίκων εκδικαστεί με οποιοδήποτε από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκδικαστεί οποιοδήποτε ζήτημα σε αγωγή. Και σε κάθε μια από τις περιπτώσεις το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να επιβάλει τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή διαφορετικά, οι οποίοι θα είναι δίκαιοι».
Αναφορικά με τη νομολογιακή προσέγγιση σε συνάρτηση με τη Διαταγή αυτή πρέπει να αναφερθεί ότι εκ των ιδίων των θεσμών προκύπτει πως η αίτηση για ανανέωση απόφασης μπορεί να γίνει και μονομερώς (βλ. Δ.48 θ.8(ι)(κκ) και Ανδρέα Τρύφωνος ν. Τράπεζας Κύπρου πολ.εφ.206/2012, 26.10.2017), ECLI:CY:AD:2017:A373. Κατ΄αρχήν βεβαίως πρέπει να καταχωρείται δια κλήσεως και μόνο κατ΄εξαίρεση μονομερώς σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48 θ.8(ι)(κκ) δηλαδή:
"if the Court or Judge is satisfied that it is impracticable to serve a summons or give notice thereof and the property on which it is desired to levy execution has devolved by death"
Είναι επίσης θεμελιωμένο πως, είτε μονομερώς καταχωρηθεί η αίτηση είτε δια κλήσεως, ο αιτητής δέον να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δη στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση πρέπει να προσδιορίζεται η ημερομηνία και το αρχικό ποσό της απόφασης καθώς και το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο. Περαιτέρω πρέπει να τεκμηριώνεται ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης. Προσθέτως δέον να αιτιολογείται η καθυστέρηση και να διαφαίνεται πως δεν επηρεάζεται δυσμενώς ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης. (Βλ. Biochemie Rose Ltd κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Πολ.εφ.11/2013, 1.6.2018), ECLI:CY:AD:2018:A264.
Στη ΣΠΕ Κοντέας v. Mιχαήλ, (2012)1Β Α.Α.Δ.1604 αναφέρθησαν τα ακόλουθα σχετικά:
"Η ίδια η Δ.40 Κ. 8 δεν απαριθμεί τα κριτήρια που το δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη προτού ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να διατάξει την ανανέωση μιας απόφασης. Όμως όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω διάταξης, ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι δικαιούται εκτέλεσης και το όλο πνεύμα της νομολογίας είναι ότι έχει ο αιτητής το βάρος απόδειξης. Επομένως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το βάρος δεν πρέπει να είναι στον αιτητή για ανανέωση της απόφασης (εδώ τους εφεσείοντες) δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Στην υπόθεση Panaou v. Christofi (1963) 2 C.L.R. 19, 23 γενικά με το θέμα εκτέλεσης μιας απόφασης λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«The execution of a judgment is a matter under the Court's supervision and control, and cannot be allowed to be used for purposes of unnecessary oppression as the circumstances of the present case would seem to suggest, or, indeed, for any purpose, other than the proper satisfaction of the Court's judgment, under the Court's control."
Τα κριτήρια που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αναφέρονται σε αγγλικά συγγράμματα όπου ερμηνεύθηκε παρόμοια πρόνοια των αγγλικών θεσμών. (βλ. The Annual Practice 1958 σελ. 1019-1020). Θα πρέπει η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση να περιέχει τα εξής στοιχεία: (α) Την ημερομηνία, το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο ακόμα ποσό, (β) ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης και (γ) να αιτιολογεί την καθυστέρηση.
Από αριθμό αγγλικών αποφάσεων (βλ. μεταξύ άλλων W.T.Lamb & Sons v. Rider [1948] 2 All E.R. 402, Good Challenger Nevugante SA v. Metalexportimport SA [2003] Q.B. 471, Duer v. Frazer (2001) 1 All E.R. 249 και Patel v. Singh [2002] EWCA 1668) φαίνεται ότι ο κανόνας είναι ότι η διακριτική ευχέρεια πρέπει να είναι ενάντια της έγκρισης της αίτησης μετά την παρέλευση των 6 ετών (τώρα 10) εκτός αν υπάρχουν τέτοια γεγονότα που η δικαιοσύνη εξυπηρετείται καλύτερα με την έγκριση της αίτησης.
Στην υπόθεση Pater v. Singh (πιο πάνω) λέχθηκε ότι προτού δοθεί άδεια για εκτέλεση μετά τα 6 χρόνια ο εξ αποφάσεως πιστωτής θα πρέπει να δώσει στο δικαστήριο ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση ενώ αντίθετα ο εξ αποφάσεως χρεώστης δεν έχει υποχρέωση να δείξει δυσμενή επηρεασμό εξαιτίας της καθυστέρησης. Με δεδομένο ότι μετά τα 6 χρόνια δεν επιτρέπεται εκτέλεση χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ο αιτητής υποχρεούται να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις οι οποίες θέτουν την υπόθεση σε ασύνηθες πλαίσιο (take the case out of the ordinary) ούτως ώστε να είναι δίκαιο όπως δοθεί η άδεια για ανανέωση της απόφασης.
Στη δε Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδης κ.ά. (2012)1Β Α.Α.Δ. 1218 ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση ότι οι εφεσείοντες/αιτητές θα έπρεπε να είχαν καταδείξει την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων, παρατηρώντας ότι «κάτι τέτοιο δεν επιβάλλει, ούτε δικαιολογεί τη Δ.40 θ.8 στην οποία αναγράφεται απλώς ότι ο αιτών διάδικος θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δικαιούται να εκτελέσει την υπέρ του απόφαση».
Σε μεταγενέστερη υπόθεση Κτωρίδης ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, πολ.εφ.290/10, 19.6.2014, αφού αναφέρθησαν και αναλύθησαν οι προηγούμενες αποφάσεις καθώς και αριθμός αγγλικών αυθεντιών, το Εφετείο κατέληξε πως «η λυδία λίθος για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, και το πιο σημαντικό κριτήριο, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη (βλ. Westacre Investments Inc. v. Yugoimport SDPR [2008] EWHC 801 και Good Challenger Navegante SA v. Mineralexportimport SA [2004] 1 Lloyd΄s Rep. 67)». Ως τέτοιος προσδιορισμός του δυσμενούς επηρεασμού θα πρέπει να θεωρείται πως ο εξ αποφάσεως πιστωτής αφήνει τον εξ αποφάσεως οφειλέτη να πιστεύει πως η απραξία του σημαίνει πως δεν πρόκειται να εκτελέσει.
Με βάση τη δικογραφία της αίτησης παρατηρούμε ότι ορθώς εκρίθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις της σχετικής Διαταγής εφόσον εκ της στηρικτικής της αίτησης ένορκης δήλωσης προσδιορίζεται η ημερομηνία, το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο. Τυχόν διαφωνία του ενιστάμενου ως προς το ακριβές ποσό του υπολοίπου της οφειλής, όπως ετέθη στη νομολογία, μπορεί να εξεταστεί κατά το στάδιο εφαρμογής του εκτελεστικού μέτρου και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να αποτελεί λόγο άρνησης της αίτησης. (Βλ. Biochemie Rose Ltd κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου ανωτέρω).
Περαιτέρω είναι σημαντική η αναφορά στο γεγονός της προηγούμενης ανανέωσης της απόφασης καθώς και των λοιπών παραμέτρων που αφορούσαν την προσπάθεια εκτέλεσης της απόφασης, όπως την έκδοση ενταλμάτων κινητών και την προσπάθεια εκποίησης ενυποθήκου. Ακριβώς από τις προσπάθειες εκτέλεσης της απόφασης προέκυψε και η πληρωμή αρκετά μεγάλου ποσού της οφειλής. Παρατηρούμε ακόμη πως η ίδια δικαιολόγηση της καθυστέρησης διαφαίνεται και από την ανανέωση των memo κατά τακτά διαστήματα.
Στα πλαίσια της θέσης της εφεσείουσας πως δεν καταδείχθηκαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις έχει διατυπωθεί το παράπονο πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει για τη νομιμοποίηση της αιτήτριας ως Marfin Popular Bank Public Ltd αφού ως ενάγουσα στην αγωγή αναγράφεται η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. Θα πρέπει να αναφέρουμε πως συμφωνούμε με τη θέση που διατύπωσε η πλευρά της εφεσίβλητης πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα αφού τούτο δεν εγείρετο με τους λόγους ένστασης. Εν πάση περιπτώσει θα προσθέταμε πως εν προκειμένω η νομιμοποίηση προέκυψε από την ίδια την ταυτόσημη υπόσταση της εφεσίβλητης, αφού η απλή αλλαγή ονόματος δεν αλλοίωνε την υπόσταση της ως διαδίκου, αλλά και το δικαίωμα προς εκτέλεση και είσπραξη, νοουμένου μάλιστα ότι εντός του πρωτοδίκου φακέλου κατεχωρήθη σχετική Ειδοποίηση αλλαγής του ονόματος.
Με βάση τα πιο πάνω θεωρούμε πως η εφεσίβλητη δικαιούμενη σε εκτέλεση, κατέδειξε ακριβώς την προσπάθεια της για εκτέλεση της απόφασης. Δεν στοιχειοθετείται ανενέργεια τέτοια ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε να θεωρηθεί ότι το αίτημα θα έπρεπε να απορριφθεί. Δεν παρατηρείτο δε αδράνεια εκ μέρους της εφεσίβλητης και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη, σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία. Οι προϋποθέσεις της σχετικής Διαταγής ερμηνεύθηκαν και εφαρμόστηκαν ορθά και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε εντός των θεμιτών πλαισίων ώστε να μη στοιχειοθετείται πεδίο επέμβασης μας.
Η έφεση απορρίπτεται με €2,500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.