ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D556
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 161/2018)
21 Δεκεμβρίου, 2018
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018 (5/2018)
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ XXXX ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΚΑΙ DOMINIUM SERVICES LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΑΡΑΚΟΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18/10/18 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 109/15 ΕΝΩΠΙΩΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΙ 14/12/2018 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕ ΤΟΥΣ ΑΙΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
----------
Α. Γεωργίου, για τους Αιτητές.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές αξιώνουν άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition, με τα οποία:
«Α. Να ακυρώνει και να κρίνει παράνομη και/ή καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και/ή απόφαση που εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της αρχής της αμεροληψίας του Δικαστηρίου και/ή απόφαση που εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της δίκαιης δίκης και του άρθρου 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας την απόφαση του Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 14/12/2018 με την οποία έκρινε ένοχους τους αιτητές για περιφρόνηση του Δικαστηρίου.
Β. Να απαγορεύει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να προχωρήσει στην εκδίκαση της αίτησης παρακοής ημερομηνίας 18/10/18 στα πλαίσια της γενικής αίτησης 109/15 και να το απαγορεύει από το να προχωρήσει και να επιβάλει ποινή στους αιτητές.
Γ. Να ακυρώνει και να κρίνει παράνομη και/ή καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και/ή απόφαση που εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της αρχής της αμεροληψίας του Δικαστηρίου και/ή απόφαση που εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της δίκαιης δίκης και του άρθρου 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας την απόφαση του Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 14/12/2018 με την οποία έκδωσε αριθμό διαταγμάτων σε αίτηση πώλησης μετοχών από τον αιτητή στην γενική αίτηση 109/15 ημερομηνίας 12/9/18.
Δ. Να απαγορεύει στον Δικαστή κ. Παπαμιχαήλ από το να συνεχίσει να εκδικάζει την γενική αίτηση 109/15 λόγω μεροληπτικής συμπεριφοράς.»
Περαιτέρω, αξιώνεται η έκδοση προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου, με τα οποία να αναστέλλεται η εκδίκαση της αίτησης παρακοής και να απαγορεύεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο από του να επιληφθεί της υπόθεσης κατά τις 8.1.2019, που είναι ορισμένη για επιβολή ποινής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης τέθηκαν ενώπιόν μου με την έκθεση και την ένορκη δήλωση του XXXX Μιχαηλίδη, αιτητή και διοικητικού συμβούλου της αιτήτριας εταιρείας και συνοψίζονται ως ακολούθως:
Ο ενόρκως δηλών, δικηγόρος στο επάγγελμα, είναι καθ΄ου η αίτηση 8 στη Γενική Αίτηση υπ΄ αρ. 109/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και διοικητικός σύμβουλος των καθ΄ων η αίτηση 5 και 6. Υπήρξε δε διοικητικός σύμβουλος των καθ΄ων η αίτηση 2 μέχρι της αντικατάστασής του. Περαιτέρω, στα αρχικά στάδια της διαδικασίας ενήργησε ως δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση 2, 5, 6 και 7.
Tο 2015 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας Γενική Αίτηση με αρ. 109/2015, με την οποία ζητείται η εγγραφή αλλοδαπής απόφασης εναντίον του XXXXX Gitelson, καθ΄ου η αίτηση.
Στις 16.6.2016, αφού ενεγράφη η αλλοδαπή απόφαση, καταχωρήθηκε αίτηση καταδολίευσης, με βάση το Κεφ. 62, στην οποία προσετέθηκαν άλλα επτά πρόσωπα, νομικά και φυσικά, μεταξύ των οποίων και ο ενόρκως δηλών. Η αίτηση ουδέποτε επιδόθηκε προσωπικά στον αιτητή (προφανώς εννοείται στον καθ΄ου η αίτηση) και δόθηκε άδεια για υποκατάστατη επίδοση μέσω δημοσίευσης σε Αγγλική και Ρωσική εφημερίδα. Όταν οι αιτητές (και εδώ προφανώς εννοείται καθ΄ων η αίτηση) ανακάλυψαν την ύπαρξη της αίτησης προχώρησαν σε αίτηση για διαγραφή της αίτησης καταδολίευσης, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, με απόφαση από την έδρα στις 25.5.2018. Ζητήθηκε, ακολούθως, άδεια για καταχώρηση ένστασης στην αίτηση καταδολίευσης, αίτημα που απορρίφθηκε, αφού το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι είχε επιφυλάξει απόφαση στην εν λόγω αίτηση, η οποία δόθηκε στις 8.6.2018, χωρίς να δοθεί ευκαιρία στους αιτητές να καταχωρήσουν ένσταση. Ζητήθηκε προνομιακό ένταλμα, το οποίο απερρίφθη, επειδή δεν προσκομίστηκε αντίγραφο της απόφασης. Καταχωρήθηκε, επίσης, έφεση στην απόφαση ημερομηνίας 8.6.2018, καθώς και αίτηση παραμερισμού της απόφασης και αίτηση αναστολής εντάλματος μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης. Οι δύο αιτήσεις απορρίφθηκαν με απόφαση από την έδρα στις 16.11.2018. Το κύριο επιχείρημα των αιτητών ήταν ότι εναντίον του αιτητή στη Γενική Αίτηση 109/2015 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής από Ρωσικό Δικαστήριο το Μάρτιο του 2018.
Στις 14.12.2018 εξεδόθη απόφαση σε αίτηση παρακοής, ημερομηνίας 18.10.2018, στην οποία καταδικάστηκαν οι αιτητές σε περιφρόνηση Δικαστηρίου. Την ίδια ημέρα εξεδόθη απόφαση σε αίτηση πώλησης μετοχών των καθ΄ων η αίτηση 2.
Περί τα τέλη Νοεμβρίου το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση και διάταγμα εκκαθάρισης της καθ΄ης η αίτηση 2, μετά που το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η εταιρεία δεν μπορούσε να αποπληρώσει τα χρέη της προς την καθ΄ης η αίτηση 5. Τα χρέη παρουσιάζονται στους ελεγμένους λογαριασμούς της εταιρείας, οι οποίοι καταχωρήθηκαν στον Έφορο Εταιρειών. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας προβαίνει σε συμπεράσματα στην απόφασή του για παρακοή ημερομηνίας 14.12.2018, ότι το διάταγμα εκκαθάρισης εκδόθηκε δόλια και μετά από κατασκευασμένες και απατηλές διαδικασίες, κάτι το οποίο δεν ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να αναθεωρήσει, ούτε αποτελούσε επίδικο θέμα στην αίτηση παρακοής.
Επίσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και διεύρυνε διάταγμα που το ίδιο εξέδωσε στις 8.6.2018, με τρόπο που επιβάλλει επιπρόσθετες υποχρεώσεις στους ώμους του αιτητή Μιχαηλίδη, που δεν υπάρχουν με την απλή και λογική ερμηνεία των διαταγμάτων. Επισυνάπτονται προς τούτο τα διατάγματα που εκδόθηκαν από το Δικαστήριο στις 8.6.2018 και επισύρεται η προσοχή του Δικαστηρίου στο διάταγμα 4, το οποίο ακυρώνει μεταβίβαση 2.501 μετοχών, οι οποίες, με την ακύρωσή τους, επιστρέφονται στον καθ΄ου η αίτηση 3, χωρίς να υπάρχει διαταγή του Δικαστηρίου για εγγραφή αυτών των μετοχών επ΄ ονόματι του καθ΄ου η αίτηση 1, ούτε δήλωση ή αναγνώριση του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω μετοχές κατέχονται από τον καθ΄ου η αίτηση 3 για λογαριασμό του καθ΄ου η αίτηση 1.
Αποτελεί θέση των αιτητών ότι η συμπεριφορά και ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης από το Δικαστή δημιουργεί εύλογα την εντύπωση ότι το Δικαστήριο είναι μεροληπτικό και έχει προ πολλού επιλέξει μεριά. Συγκεκριμένα, προβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία που δείχνουν τη μεροληψία του Δικαστηρίου:
(α) Δεν έδωσε δικαίωμα ακρόασης στους καθ΄ων η αίτηση 1 και 5 και έδειξε έντονη προκατάληψη εναντίον τους καθ΄ όλη τη διαδικασία. Ως ενδεικτικό αναφέρεται το γεγονός ότι επέτρεψε επίδοση εκτός της δικαιοδοσίας, με δημοσίευση σε Ρωσική εφημερίδα, ενώ στις αποφάσεις του αναγνωρίζει ότι ο καθ΄ου η αίτηση 1 είναι διεθνώς καταζητούμενο πρόσωπο, το οποίο δε διαμένει πλέον στη Ρωσική Ομοσπονδία.
(β) Παραγνώρισε και δεν έλαβε καθόλου υπόψη το γεγονός ότι ο αιτητής στη Γενική Αίτηση 109/2015 ήταν και εξακολουθεί να είναι σε πτώχευση από το Μάρτιο του 2018, προτού καν ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία για την αίτηση καταδολίευσης και χωρίς να παρουσιαστεί οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα από τον αιτητή.
(γ) Στις αποφάσεις του ημερομηνίας 14.12.2018 ενήργησε ως Εφετείο, κρίνοντας ότι απόφαση άλλου Επαρχιακού Δικαστή είναι προϊόν απάτης και άρα λανθασμένη, υπερβαίνοντας με αυτό τον τρόπο τη δικαιοδοσία του και εκδίδοντας αποφάσεις που είναι αντίθετες με απόφαση άλλου Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ως αποτέλεσμα, εξέδωσε απόφαση και διατάγματα στις 14.12.2018 σε αίτηση πώλησης μετοχών της καθ΄ης η αίτηση 2, η οποία πλέον ευρίσκεται υπό εκκαθάριση, απόφαση που είναι άνευ αντικειμένου, αφού η αξία των μετοχών της καθ΄ης η αίτηση 2 είναι μηδενική μετά που περιήλθε σε πτώχευση.
(δ) Στις αποφάσεις ημερομηνίας 14.12.2018 και με εμμονή να ικανοποιήσει τον αιτητή αναγκάστηκε να διορθώσει λάθος στα διατάγματα που ο ίδιος εξέδωσε για να ικανοποιήσει με αυτό τον τρόπο αίτημα του αιτητή σε αίτηση πώλησης μετοχών της καθ΄ης η αίτηση 2.
(ε) Έδειξε υπέρμετρο ζήλο να εκδικάσει κάθε υπόθεση που καταχωρήθηκε στην υπόθεση, εκδικάζοντας τέσσερις αιτήσεις από το Σεπτέμβριο του 2018 μέχρι σήμερα, εκδίδοντας σε όλες απόφαση υπέρ του αιτητή. Η δε αίτηση παρακοής δικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και από προσεκτική μελέτη της απόφαση δείχνει εμφανές μένος απέναντι στον αιτητή Μιχαηλίδη.
(ζ) Παραγνώρισε εντελώς σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση In Re Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος (1993) 1 ΑΑΔ 961, η οποία αναφέρει ότι δεν καταδικάζεται για παρακοή τρίτο πρόσωπο το οποίο δεν είναι διάδικος. Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια εταιρεία, η οποία κρίθηκε ένοχη σε παρακοή, είναι τρίτο μέρος της διαδικασίας. Επιπρόσθετα, ενώ ο αιτητής Μιχαηλίδης αντεξετάστηκε χωρίς να ερωτηθεί σχετικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έκανε όλες τις απαραίτητες ενέργειες με τον Έφορο Εταιρειών για να εκτελέσει το διάταγμα του Δικαστηρίου. Και αυτό ενώ ο ίδιος εξήγησε στο Δικαστήριο μέσω της ένορκής του δήλωσης ότι μετέβη στον Έφορο Εταιρειών αλλά επειδή δεν είχε διεύθυνση του καθ΄ου η αίτηση 1 δεν μπορούσε ο Έφορος να προχωρήσει σε μεταβίβαση των μετοχών επ΄ ονόματί του.
Τονίζεται ότι η υπόθεση είναι ορισμένη για γεγονότα και ποινή στις 8.1.2019 και αν δεν δοθούν οι αιτούμενες θεραπείες, τότε το Δικαστήριο θα προχωρήσει να επιβάλει ποινή.
Προβάλλεται ότι υπάρχει συζητήσιμη και εκ πρώτης όψεως υπόθεση ότι η επίδικη απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, με τρόπο που παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως αυτές αποτυπώνονται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στη σχετική νομολογία για τη θεμελιώδη αρχή της αμεροληψίας του Δικαστηρίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, στην ικανή αγόρευσή του, προς υποστήριξη της αίτησης, ανέπτυξε τις θέσεις του με παραπομπή σε νομολογία, καθώς και στο σύγγραμμα του κ. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα». Ο κ. Γεωργίου τόνισε ότι υπάρχει δικαιοδοτική βάση για απόδοση των αιτουμένων θεραπειών σε περίπτωση που καταδεικνύεται αμεροληψία και αντικειμενική προκατάληψη του Δικαστηρίου που έχει εκδικάσει μία υπόθεση. Στην προκείμενη περίπτωση, ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με τέτοια προκατάληψη. Τόνισε το σφάλμα του Δικαστηρίου να καταδικάσει την αιτήτρια εταιρεία, χωρίς να είναι μέρος της διαδικασίας από την οποία προέκυψαν τα διατάγματα. Καθ΄ υπέρβαση εξουσίας στην απόφασή του ημερομηνίας 14.12.2018 έκρινε ότι η απόφαση άλλου Επαρχιακού Δικαστή αφορούσε κατασκευασμένες διαδικασίες, χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός ή γεγονός ότι ήταν επίδικο θέμα η εγκυρότητα ή μη της εν λόγω απόφασης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε, περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επανερμήνευσε διατάγματα που εξέδωσε προηγουμένως, με αποτέλεσμα να τα διευρύνει εις βάρος των αιτητών.
Πρόβαλε, περαιτέρω, ο συνήγορος ότι στην παρούσα υπόθεση υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, έτσι ώστε η έφεση να μην αποτελεί κατάλληλη θεραπεία για τους αιτητές, ενόψει του γεγονότος ότι η αίτηση παρακοής είναι ορισμένη για γεγονότα και ποινή στις 8.1.2019, όπου ο αιτητής Μιχαηλίδης αντιμετωπίζει την πιθανότητα σ΄ αυτόν ποινή φυλάκισης μέχρι δύο μηνών. Συνεπώς, υπάρχουν εξαιρετικά ασφυκτικά χρονικά περιθώρια που δεν θα επέτρεπαν την άσκηση έφεσης και την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης.
Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας, στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά. Πολιτική Έφεση 321/2017, ημερομηνίας 2.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A145, επαναδιατυπώθηκαν οι αρχές της νομολογίας σε τέτοιου είδους περιπτώσεις. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων είναι αποκρυσταλλωμένη. Η εξουσία του Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις αφορά στο κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης. Στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Develpments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535 συνοψίστηκαν οι αρχές της νομολογίας ότι «. άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.» Ακόμα, σε περιπτώσεις όπου είναι εμφανές ότι ως αποτέλεσμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου παραβιάζονται συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή, ο τρόπος άσκησής της ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα μόνο όταν ο αιτητής δεν έχει εναλλακτική θεραπεία ή σε περιπτώσεις όπου υπάρχει άλλη θεραπεία διαπιστώνεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας.»
Όπως ορθά ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση προνομιακού εντάλματος όταν καταδεικνύεται προκατάληψη από το Δικαστήριο που εκδίδει την απόφαση.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση της αδελφού Δικαστή Παναγή, Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Πέτσα, Πολιτική Αίτηση 157/2018, ημερομηνίας 17.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:D541, αναφέρθηκε πως «προκειμένου να δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για certiorari, ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Η διαφύλαξη της αρχής της αντικειμενικής αμεροληψίας είναι αναγκαία, προς διασφάλιση του θεμελιακού δικαιώματος κάθε προσώπου να τυγχάνει δίκαιης δίκης. Η έλλειψη αμεροληψίας δικαστή αποτελεί λόγο για την έκδοση εντάλματος certiorari προς ακύρωση απόφασης ή διατάγματός του.»
Σύμφωνα με τη νομολογία, ζητήματα προκατάληψης δικαστών πρέπει να θεμελιώνονται με ιδιαίτερη ακρίβεια και να προωθούνται με επίγνωση της σοβαρότητάς τους (Αχτάρ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 397, Dora Holdings Ltd κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ.2) (2010) 1 ΑΑΔ 1605 και Αναφορικά με το αίτημα της Amsteco Electric Ltd, Πολιτική Αίτηση Αρ. 177/2014, ημερομηνίας 7.11.2014, ECLI:CY:AD:2014:D854).
Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν μου και τα τεκμήρια που επισυνάπτονται, προκύπτει ότι η διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορά τη Γενική Αίτηση 109/2015 ξεκίνησε από το 2015 με την καταχώρηση αίτησης για εγγραφή αλλοδαπής απόφασης και, στα πλαίσια αυτής, ακολούθησαν διάφορες αιτήσεις και διαδικασίες μέχρι την έκδοση των δύο αποφάσεων ημερομηνίας 14.12.2018, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Προηγήθηκε της παρούσας και άλλη αίτηση για προνομιακό ένταλμα, καθώς και καταχώρηση έφεσης. Περαιτέρω, οι επίδικες αποφάσεις, καθώς και η απόφαση ημερομηνίας 8.6.2018, που προηγήθηκε και επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση, είναι πολυσέλιδες. Συνεπώς, δεν πρόκειται για απλές διαδικασίες με αναφορά σε διάφορα επί μέρους γεγονότα.
Έχω εξετάσει τους λόγους για τους οποίους οι αιτητές επικαλούνται έλλειψη αμεροληψίας του Δικαστηρίου. Διαπιστώνεται ότι τα ζητήματα που εγείρονται στις παραγράφους (α) και (β), πιο πάνω, αφορούν ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο έφεσης που εκκρεμεί και δε θα μπορούσαν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Στην προέκτασή τους οι λόγοι που επικαλούνται οι αιτητές στις παραγράφους (γ) μέχρι (ζ), πιο πάνω, ως προς τη μεροληψία του Δικαστηρίου, θεωρώ ότι προβάλλονται με γενικότητα, σε βαθμό που από μόνοι τους δεν τεκμηριώνουν μεροληπτική συμπεριφορά, η οποία απαιτείται για τη θεμελίωση των αυστηρών κριτηρίων περί μεροληπτικής συμπεριφοράς που απαιτείται για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Οι αιτιάσεις που προβάλλονται περί έλλειψης αμεροληψίας απαιτούν λεπτομερή εξέταση των γεγονότων και των αποφάσεων και, ενδεχομένως, διερεύνηση εκατέρωθεν ισχυρισμών. Σημειώνω ότι τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο (γ), πιο πάνω, παραπέμπουν σε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με τον δέοντα τρόπο προσαγωγής μαρτυρίας και είναι αμφίβολο αν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που ουσιαστικά επιδιώκουν οι αιτητές, με την παρούσα αίτηση, είναι η αναθεώρηση των δύο αποφάσεων κρινομένων ως λανθασμένων νομικά. Η υπέρβαση εξουσίας που προβάλλεται ως αιτιολογικό, δεν μπορεί να κριθεί παρά μόνο αν είναι εμφανής από το πρακτικό του Δικαστηρίου, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν ισχύει. Οι αποφάσεις ήταν πολυσέλιδες και αντικείμενο άσκησης διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Αυτό εκθεμελιώνει τη δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων προνομιακής φύσης.
Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο συνήγορος αναγνωρίζει, υπάρχει η δυνατότητα έφεσης. Οι λόγοι που προβάλλονταν αναφορικά με τα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια μέχρι την επιβολή ποινής, δεν μπορούν από μόνα τους να τεκμηριώσουν εξαιρετικές περιστάσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ