ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Εφεσείοντα. Θ. Παπακυριάκου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο. Α. Αιμιλιανίδης, για τον εφεσείοντα εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-11-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΔΟΚΑ , Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2017, 14/11/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A500

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2017)

 

 

14 Νοεμβρίου, 2018

 

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxxxx ΕΥΔΟΚΑ ΑΠΟ ΤΗ xxxxx  ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΔΕΙΑ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 29/12/2016 ΣΤΗΝ                        ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΜΕ ΑΡ. 219/2015

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 13/7/2015 ΓΙΑ               ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ Ή ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ,                        xxxxx

 

......

 

Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Εφεσείοντα.

Θ. Παπακυριάκου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.

......

 

 

 

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση μας δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Παναγή, Σταματίου και Γιασεμή, θα δοθεί από τον υποφαινόμενο. Ο Δικαστής Χριστοδούλου θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.

......

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στη βάση αναρτήσεως σε ιστοσελίδα, ημερ.                11 Ιουλίου 2015, που διαχειριζόταν ο εφεσείων, ο τότε Υπουργός Υγείας παραιτήθηκε από τη θέση του καθότι δεν συμφωνούσε με την κυβερνητική πολιτική για τη μη χρήση από ασθενείς της κάνναβης για θεραπευτικούς σκοπούς.

 

Είχε δημοσιευθεί σε ιστοσελίδες και άλλα έντυπα, προγενέστερα της πιο πάνω αναρτήσεως, και συγκεκριμένα στις 9 Ιουλίου 2015, ότι ο εν λόγω Υπουργός υπέβαλε την παραίτηση του για προσωπικούς λόγους.

 

Στις 13 Ιουλίου 2015, υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας της κατοικίας του εφεσείοντος,

 

″. με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση ηλεκτρονικού(ων) υπολογιστή(ων) ή και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων.″

 

 

Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης που αφορούσε αδικήματα πλαστογραφίας, καταρτισμού πλαστού εγγράφου και κυκλοφορίας του ιδίου. Η βάση της καταγγελίας ήταν ο προβληθείς ισχυρισμός από τον πρώην Υπουργό xxxxx, ότι ουδέποτε ο ίδιος ετοίμασε επιστολή με περιεχόμενο, όπως περιέγραφε η ιστοσελίδα και τούτο ήταν ψευδές.

 

Από την έρευνα του αστυφύλακα χχχχχ, του Γραφείου Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, που συνόδευε την αίτηση για έκδοση του πιο πάνω αναφερόμενου εντάλματος έρευνας, διαχειριστής της σελίδας, όπως προέκυψε από τις διαδικτυακές εξετάσεις, στην οποία αναρτήθηκε η επιστολή παραίτησης του Υπουργού, ήταν ο εφεσείων.

 

Στις 13 Ιουλίου 2015 εκδόθηκε το αιτηθέν ένταλμα έρευνας και εξουσιοδοτήθηκε η αστυνομία να εισέλθει στην οικία και υποστατικά του εφεσείοντα, να προβεί σε έρευνα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων και να τα κατάσχει. Το ένταλμα εκτελέστηκε.

 

Ο εφεσείων, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, υπέβαλε, στις                     20 Ιουλίου 2015, αίτηση (Πολ. Αίτ. Αρ. 100/2015) για τη χορήγηση αδείας με σκοπό την καταχώριση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ώστε ν' αμφισβητήσει τη νομιμότητα του εκτελεσθέντος εντάλματος έρευνας.

 

Η πιο πάνω αίτηση απορρίφθηκε στις 22 Ιουλίου 2017. Η καταχωρηθείσα έφεση επί του θέματος ήταν επιτυχής και η Ολομέλεια δικαίωσε τον αιτητή, κατά πλειοψηφία, στη βάση των στοιχείων που έχει επικαλεσθεί, ότι υπήρξε υπέρβαση της δικαιοδοσίας του επαρχιακού δικαστηρίου και ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. (Βλ. Πέτρος Ευδόκας, Πολ. Έφ. 219/2015, ημερ. 29 Δεκεμβρίου 2016).

 

 

 

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εφέσεως και της χορήγησης αδείας καταχωρήθηκε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ημερ. 10 Ιανουαρίου 2017.

 

Ο αδελφός Δικαστής, ενώπιον του οποίου είχε τεθεί η εν λόγω υπόθεση, αποφάνθηκε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και ως αποτέλεσμα τούτου, η αίτηση απορρίφθηκε με το εξής αιτιολογικό:

 

«Από τη στιγμή όμως που ένας πολίτης της Δημοκρατίας, όπως ο αιτητής, αποφασίζει να ασχοληθεί διαδικτυακά με ζήτημα που τον ενδιαφέρει, υπόκειται και στις επιπτώσεις του νόμου. Το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε στο πλαίσιο της νομιμότητας και η μη ένθεση οποιουδήποτε όρου στο ένταλμα έρευνας, που εν πάση περιπτώσει δεν επιβάλλεται, ούτε προνοείται νομοθετικά, δεν έχει στις περιστάσεις παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας η οποία πρέπει να οριοθετείται εντός λογικών όρων και όχι ακραίων όρων..»

 

 

Σ' άλλο σημείο της απόφασης αποφασίστηκε ότι δεν ήταν αναγκαίο να τεθεί οποιοσδήποτε όρος για τον τρόπο με τον οποίο θα αναζητείτο το συγκεκριμένο υπό διερεύνηση έγγραφο και το δικαστήριο κατέληξε: «Αν ο νομοθέτης θέλει να θέσει ασφαλιστικές δικλείδες στην έκδοση τέτοιων ενταλμάτων πρέπει να το πράξει, αλλά η μη ένθεση όρου ή όρων από το Δικαστήριο, δεν καθιστά το ένταλμα μη νόμιμο. Στην εξισορρόπηση των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη, βαρύνει η διερεύνηση φερομένων αδικημάτων μετά από παράπονο».

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση αποτελούμενη από δύο λόγους, οι οποίοι επικεντρώνονται αφενός μεν ότι η μη συμπερίληψη όρου για περιορισμό της έρευνας στο επίδικο δημοσίευμα, αποτελεί παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και περαιτέρω, η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν είχε υποχρέωση το κατώτερο δικαστήριο να θέσει ασφαλιστικό επί τούτου όρο, ήταν λανθασμένη.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος τόσο μέσα από το περίγραμμα αγόρευσης του, όσο και ενώπιον μας, αναφερόμενος σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ, εισηγήθηκε ότι η αφαίρεση και η κατακράτηση του ηλεκτρονικού υπολογιστή του εφεσείοντα με σκοπό και μόνο την αναζήτηση ενός συγκεκριμένου δημοσιεύματος, ήταν δυσανάλογη με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη πληθώρας προσωπικών και άλλων επαγγελματικών δεδομένων του εφεσείοντα θα έπρεπε να είχε ενεργοποιήσει τη δυνάμει νομολογίας υποχρέωση επιβολής ασφαλιστικών δικλείδων, έτσι ώστε οι αστυνομικές αρχές να μην έχουν τη δυνατότητα παρέμβασης σε άλλα έγγραφα ή ηλεκτρονικά δεδομένα, τα οποία προστατεύονται από το απόρρητο της επικοινωνίας.

 

Ένα ένταλμα έρευνας έχει σήμερα, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, καταστεί δυσκολότερο, καθότι το υπό έρευνα υλικό πολλές φορές βρίσκεται αποθηκευμένο σε ηλεκτρονική μορφή. Έτσι ήταν και η παρούσα υπόθεση. Το ζήτημα είναι κατά πόσο οι διωκτικές αρχές έχουν προβεί στα αναγκαία προαπαιτούμενα, έτσι ώστε να βεβαιωθούν για την απρόσκοπτη δυνατότητα διερεύνησης και από την άλλη, να προστατευθεί η προσωπική περιουσία και ελευθερία ενός ατόμου μέσα από την αναγκαιότητα προσαρμογής του ισοζυγίου μεταξύ των δύο.

 

Όπως αναλύθηκε στην υπόθεση του ΕΔΑΔ, KS and MS v. Germany (2016) App. No. 33696/11, αναφύεται το ερώτημα, πότε είναι δυνατό να εξεταστεί το απαραίτητο επίπεδο επέμβασης σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το δικαστήριο έθεσε ως προϋπόθεση ότι το δικαστήριο, που εξετάζει αιτήματα αυτής της μορφής, θα πρέπει πρώτον, να εξετάσει αν υπάρχει νομοθεσία ή πρακτική που να διασφαλίζει την αποφυγή κατάχρησης. Κατά δεύτερο, το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης και μέσα από το στοιχείο της αναλογικότητας να εξετάσει το σκοπό για τον οποίο εκδίδεται ένα διάταγμα. Τα κριτήρια πρέπει να είναι, μεταξύ άλλων, η σοβαρότητα του αδικήματος, για το οποίο επιζητείται το διάταγμα, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το διάταγμα έχει εκδοθεί, κατά πόσο υπήρχαν άλλοι μέθοδοι λιγότερο επαχθείς για τον παραπονούμενο και τέλος, τι αντίκτυπο θα                  έχει το συγκεκριμένο διάταγμα στην προσωπική ζωή του παραπονουμένου. Είχε περαιτέρω συζητηθεί ότι, σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να παρίσταται και ανεξάρτητος παρατηρητής κατά το στάδιο της έρευνας του συγκεκριμένου υλικού που είναι το αντικείμενο του εντάλματος έρευνας.

 

Στην υπόθεση R (Cronin) v. Sheffield Magistrates' Court (2003) WLR 752 τονίστηκε ότι για να αποφασιστεί κατά πόσο ένα ένταλμα έρευνας παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, χρειάζεται να εξεταστεί η νομοθεσία και η πρακτική που προσφέρει ασφάλεια εναντίον κατάχρησης αφενός και αφετέρου, τα μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί σε κάθε περίπτωση, κατά πόσο είναι ανάλογα με το σκοπό εμπόδισης μιας εγκληματικής πράξης. Είναι, δηλαδή, όπως τονίστηκε, η σχολαστική εξέταση των γεγονότων κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Τούτο θα καταδείξει κατά πόσο υπάρχει ή υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Για να υπάρξει συμμόρφωση με το εν λόγω άρθρο, ο Δικαστής θα πρέπει από τη μια να εξετάσει κατά πόσο το ένταλμα ήταν απαραίτητο και πληρεί την αρχή της αναλογικότητας τόσο όσον αφορά τον τρόπο έκδοσης του, αλλά και εκτέλεσης. (Βλ. R (Energy Financing Team Ltd) v. Bow Street Magistrates' Court (2006) 1 WLR 1316).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το στοιχείο της αναλογικότητας αναφύεται και εξετάζεται κατά πόσο το δικαστήριο έχει εξετάσει το ισοζύγιο μεταξύ της παρεχόμενης δυνατότητας για αποτελεσματική έρευνα και καταπολέμηση του εγκλήματος και από την άλλη, της προστασίας της ιδιωτικής ζωής.

 

Επανερχόμενοι στο θέμα των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η αστυνομία αναζητούσε συγκεκριμένο και προσδιοριστέο έγγραφο, το οποίο παρουσιαζόταν ως επιστολή του τότε Υπουργού Υγείας. Άνευ οποιουδήποτε άλλου περιορισμού, το δικαστήριο εξουσιοδότησε την αστυνομία να εισέλθει στο υποστατικό του εφεσείοντα «. με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση ηλεκτρονικού (ών) υπολογιστή (ών) ή και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη .». Τούτο βεβαίως, είχε ως στόχο την εξασφάλιση μαρτυρίας αναφορικά με τα εξεταζόμενα αδικήματα του καταρτισμού και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.

 

Το κρίσιμο ερώτημα είναι, παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας όταν, αντί του προσδιορισμού του τρόπου εξασφάλισης του συγκεκριμένου εγγράφου, το δικαστήριο διέταξε όπως αφαιρεθεί, και αφαιρέθηκε, από τα υποστατικά του εφεσείοντα ολόκληρος ο ηλεκτρονικός του υπολογιστής, όπου μέσα σ' αυτόν υπήρχε όλη η προσωπική και επαγγελματική του αλληλογραφία;

 

Δεν συμφωνούμε ως αποτέλεσμα τούτου με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και ούτε ήταν απαραίτητο, ως συνέπεια αυτού, να τεθούν ασφαλιστικές δικλείδες για προστασία της προσωπικής ζωής του εφεσείοντα. Επί του προκειμένου θα έπρεπε το επαρχιακό δικαστήριο να θέσει όρο ώστε να διασφαλιστεί η προστασία των υπόλοιπων προσωπικών δεδομένων του εφεσείοντα.

 

 

 

 

 

 

 

Ως εκ τούτου, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Έξοδα €2.500 επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσιβλήτου.

 

 

 

                                      Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

                                      Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                      Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

/ΔΓ

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.51/17

 

 

 14 Νοεμβρίου, 2018

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]

 

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64)

 

 

ΚΑΙ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ χχχχ ΕΥΔΟΚΑ ΑΠΟ ΤΗ χχχχχχχ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΔΕΙΑ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 29/12/2016 ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΜΕ ΑΡ.219/15

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 13.7.2015 ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ Ή ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ,χχχχ

 

......

 

Α. Αιμιλιανίδης, για τον εφεσείοντα

Θ. Παπακυριάκου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

 εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον εφεσίβλητο

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Μειοψηφίας)

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Με κάθε σεβασμό προς την απόφαση της Πλειοψηφίας, θεωρώ πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ως εκ τούτου θα απέρριπτα την έφεση.

 

      Το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε «. Με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση ηλεκτρονικού(ων) υπολογιστή(ων) ή και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη.» των αδικημάτων του καταρτισμού και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, χωρίς οποιοδήποτε όρο για περιορισμό της έρευνας στο επίδικο δημοσίευμα.  Το ερώτημα επομένως για το πρωτόδικο Δικαστήριο - όπως ορθά το έθεσε το ίδιο - ήταν κατά πόσο υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η ανυπαρξία όρου παραβίαζε ή όχι την αρχή της αναλογικότητας.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία[1] και συγγράμματα, προέβη σε εκτεταμένη ανάλυση της αρχής της αναλογικότητας, επισημαίνοντας ότι το κατώτερο Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας - στην έκδοση ή μη του εντάλματος έρευνας - είχε καθήκον αφενός να προστατεύσει την ιδιωτική ζωή του υπό διερεύνηση προσώπου και αφετέρου το δημόσιο συμφέρον για εξιχνίαση και καταστολή του εγκλήματος.  Τόνισε επί του προκειμένου ότι η ζύγιση των υπό αναφορά αντίθετων συμφερόντων είναι δυσχερής και ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο η πλάστιγγα, όταν εμφανώς δεν κλίνει υπέρ της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, κλίνει υπέρ του κράτους.

 

      Στη βάση της πιο πάνω επισήμανσης είναι  νομίζω προφανές πως, εν τέλει, η συμπερίληψη οποιουδήποτε περιοριστικού όρου στο Ένταλμα από το κατώτερο Δικαστήριο ήταν συνάρτηση του υλικού που οι διωκτικές αρχές έθεσαν ενώπιον του.  Ποιο ήταν όμως αυτό το υλικό;  Δεν ήταν άλλο παρά μαρτυρία πως ο εφεσείων χρησιμοποίησε Η/Υ για ανάρτηση δημοσιεύματος, το οποίο έφερε τον πρώην Υπουργό Υγείας να δημοσιοποιεί (αναληθώς) ότι η παραίτηση του οφειλόταν στη διαφωνία του με την κυβερνητική πολιτική για τη μη χρήση της κάνναβης για θεραπευτικούς σκοπούς.  Ήταν στη βάση αυτής της μαρτυρίας που εξουσιοδοτήθηκε η αστυνομία να εισέλθει στο υποστατικό του εφεσείοντα  «. Με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση ηλεκτρονικού(ων) υπολογιστή(ων) ή και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη.» των αδικημάτων του καταρτισμού και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.  Με αυτό το δεδομένο διερωτώμαι ποιον άλλο ασφαλιστικό όρο θα μπορούσε να θέσει το κατώτερο Δικαστήριο κατά την έκδοση του Εντάλματος, εφόσον με τη συγκεκριμενοποίηση του σκοπού έκδοσης του οριοθετείτο  και η εξουσιοδότηση της αστυνομίας ως προς το πρακτέο.  Δηλαδή να εντοπίσει και κατάσχει Η/Υ που δυνατό να χρησιμοποιήθηκε για καταρτισμό του επίδικου δημοσιεύματος και μόνο, χωρίς να εξουσιοδοτείται η επεξεργασία οποιωνδήποτε άλλων δεδομένων για τα οποία παραπονείται ο εφεσείων.  Ορθώς επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθότι η συγκεκριμενοποίηση του σκοπού συνιστούσε ταυτόχρονα και περιοριστικό όρο ως προς τα όρια εξουσιοδότησης της αστυνομίας.  Κατ΄ ακολουθία τούτου κρίνω ότι η συγκεκριμενοποίηση του σκοπού συνιστούσε, αφ΄ εαυτής, και περιοριστικό όρο ως προς την έκταση της σκοπούμενης έρευνας.  Επομένως μόνο στην περίπτωση που η αστυνομία παραβίαζε τον περιοριστικό αυτό όρο θα είχε έρεισμα το παράπονο του αιτητή.

 

      Επιπροσθέτως των πιο πάνω, η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη καθότι το οποιοδήποτε ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν έχει πρακτική αξία.  Τούτο γιατί, εν τέλει, η καταγγελία του πρώην Υπουργού Υγείας αποσύρθηκε στις 24.7.15 και η αστυνομία επέστρεψε αυθημερόν τον Η/Υ στον εφεσείοντα, χωρίς οποιαδήποτε επεξεργασία των δεδομένων του.  Παραπέμπω συναφώς στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Αναφορικά με την αίτηση της Α. & Π. Φωκάς Λτδ, Πολ. Εφ. 314/2017 ημερ. 1.11.18, ECLI:CY:AD:2018:A474, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:-

 

«Η φύση του εντάλματος certiorari είναι αποκλειστικά ακυρωτική.  Απαιτείται δε, το ακυρωτικό αποτέλεσμα να έχει πρακτική αξία.  Ένα διάταγμα certiorari δεν εκδίδεται για σκοπούς αναγνώρισης νομικού σφάλματος και μόνο.  Ακόμα και αν καταδειχθεί καλός λόγος, η έκδοση του δεν μπορεί να είναι αλυσιτελής, χωρίς συγκεκριμένη πρακτική συνέπεια.  Όπως αναφέρεται στου Halsbury's Laws of England, 3rd Ed. Vol. 11, σελ. 141:

 

«Where grounds are made out upon which the Court might grant the order, it will not do so where no benefit could arise from granting it.»

 

 

      Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση ως αβάσιμη και στερούμενη πρακτικής αξίας.

 

 

 

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

/κβπ

 



[1]  Campbell v. U.K. A 233 (1992), 15 EHRR 137 παρ. 62, Μarckx v. Belgium A 31 (1979) 2 EHRR 330 παρ. 40 PC, Wieser and Bicos Beteiligungen GmbH v. Austria, Appl. no. 74336/01, Copland v. United Kingdom, Appl. no. 62617/2000, ημερ. 3.7.2007, Stefanov v. Bulgaria, Appl. no. 65755/01 ημερ. 22.8.08, Niemietz v. Germany, ημερ. 16.12.1992, Series A no. 251-B

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο