ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ο εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως. Κ. Παπασάββας για Κώστα Π. Χατζηκωστή amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-11-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΡΓΑΤΙΔΗΣ ν. ΕΡΓΑΤΙΔΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. 409/2012, 7/11/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A483

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 409/2012)

 

7 Νοεμβρίου, 2018

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

XXXXX ΕΡΓΑΤΙΔΗΣ

Εφεσείων

 

ΚΑΙ

 

XXXXX ΕΡΓΑΤΙΔΗ

Εφεσίβλητη

 

---------

 

Ο εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Κ. Παπασάββας για Κώστα Π. Χατζηκωστή & Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη.

---------

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

---------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Στις 27.9.2005, η εναγόμενη-εφεσίβλητη κατήγγειλε τον ενάγοντα-εφεσείοντα στην Αστυνομία για πλαστογραφία της υπογραφής της, σε έγγραφο καταπιστεύματος ημερ. 7.3.2005.  Ο εφεσείων κλήθηκε από την Αστυνομία και έδωσε σχετική γραπτή κατάθεση, ενώ  γραφολογική εξέταση που διενεργήθηκε στα πλαίσια της διερεύνησης της καταγγελίας, πιστοποιούσε ότι το έγγραφο, έφερε τη γνήσια υπογραφή της εφεσίβλητης.  Η υπόθεση σταμάτησε εδώ χωρίς να παρθούν άλλα μέτρα ή να ξεκινήσει δικαστική διαδικασία εκ μέρους της Αστυνομίας ή της εφεσίβλητης. 

 

Τα ανωτέρω γεγονότα απετέλεσαν και τελικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε αγωγή που καταχώρισε ο εφεσείων εναντίον της εφεσίβλητης αξιώνοντας αποζημιώσεις για κακόβουλη δίωξη.  Στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας, αυτή του εφεσείοντος, το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο τα δεδομένα της υπόθεσης μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης, άρθρο 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148,[1] για να καταλήξει, με παραπομπή σε νομολογία,[2] να απορρίψει την αγωγή με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Ιδιαίτερα σημαντικό για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι το δεύτερο ήμισυ της παραγράφου 19.  Καθίσταται εκεί σαφές ότι ακόμα και όπου η καταγγελία τέθηκε ενώπιον αρμόδιας δικαστικής αρχής για εξέταση, αυτό από μόνο του δεν σηματοδοτεί την έναρξη δίωξης.  Αν υπήρξε απόρριψη καταγγελίας, χωρίς δικαστική διερεύνηση η οποία να ενέπλεκε το πρόσωπο εναντίον του οποίου έγινε η καταγγελία, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δίωξη, παρά μόνο για μια αποτυχημένη προσπάθεια δίωξης.  Το πιο αξιοσημείωτο, σε ό,τι αφορά την προκειμένη περίπτωση, είναι το ότι η καταγγελία η οποία έγινε στην αστυνομία ποτέ δεν άχθηκε ενώπιον δικαστικής αρχής ακόμα και σε σχέση με προκαταρκτικά δικονομικά ζητήματα.  Η αστυνομία δεν ζήτησε από το δικαστήριο την έκδοση εναντίον του ενάγοντα οποιουδήποτε είδους εντάλματος και δεν έθεσε σε κίνηση οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.  Σε κανένα στάδιο δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανάμειξη δικαστικής αρχής.  Η υπόθεση έκλεισε ενώ ακόμα παρέμενε αποκλειστικά στα χέρια της αστυνομίας.  Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Mohamed Amin,[3] το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης έχει ως θεμέλιο την κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου όπου αδίκως τίθεται σε κίνηση ο νόμος.  Εδώ ο νόμος τέθηκε σε κίνηση σε σχέση μόνο με τις αρμοδιότητες της αστυνομίας. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαδικασία δικαστηρίου ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι έγινε κατάχρηση τέτοιας διαδικασίας. Για να υπάρξει κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου χρειάζεται διάβημα προς το δικαστήριο ή προς δικαστικό λειτουργό ή δικαστικό σώμα: βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδ. τόμος 45, σελ. 612, παρα. 1340-1342 όπου, σε σχέση με αυτή την πτυχή, γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Austin ν. Dowling (1870) L.R. 5 C.P. 534.

Καταλήγω ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε δίωξη υπό οποιαδήποτε μορφή.  Είναι, επομένως, προφανές ότι ελλείπει το πλέον βασικό συστατικό στοιχείο του υπό συζήτηση αστικού αδικήματος. .»

 

O εφεσείων, ο οποίος σημειώνουμε ότι παρουσιάζεται προσωπικά, με το μοναδικό λόγο έφεσης, θεωρεί, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα και χωρίς να αξιολογήσει τη μαρτυρία και/ή χωρίς να ερμηνεύσει ορθά τον όρο «κακόβουλη δίωξη» ή το αποτέλεσμα της γραφολογικής εξέτασης, απέρριψε την αξίωση του για αποζημιώσεις, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης. 

 

Εδώ, ανοίγουμε μια παρένθεση για να παρατηρήσουμε ότι με το περίγραμμα γραπτής αγόρευσης του, ο εφεσείων λανθασμένα αναφέρεται σε οκτώ λόγους έφεσης, εκλαμβάνοντας και ως λόγους έφεσης την αιτιολογία: η ειδοποίηση έφεσης αδιαμφισβήτητα περιλαμβάνει ένα και μοναδικό λόγο με εννέα παραγράφους αιτιολογίας (Α - Ι). 

 

Λυπούμαστε να παρατηρήσουμε ότι οι δικηγόροι της εφεσίβλητης, παρά το γεγονός ότι είχαν υπόψη τους το εφετήριο, δεν σχολίασαν ή επέστησαν την προσοχή του Δικαστηρίου στην ανωτέρω πλημμέλεια, παρά μόνο απάντησαν με το περίγραμμα αγόρευσης τους σε όλους, ό,τι θεώρησαν ως «λόγους έφεσης». Οι δικηγόροι λειτουργούν προς υποβοήθηση του δικαστικού έργου και το Δικαστήριο αναμένει την βοήθεια τους προς την επιτέλεση του καθήκοντος του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

 

Επανερχόμενοι επί της ουσίας καταλήγουμε ότι η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι «ελλείπει το πλέον βασικό στοιχείο του αδικήματος»: της παράνομης δίωξης εν προκειμένω και ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου είναι απολύτως αιτιολογημένη και ορθή.  Ο εφεσείων στο τέλος της ημέρας απέτυχε να αποσείσει το βάρος που έφερε ώστε να επιτύχει στην αξίωση του.

 

Η έναρξη της δικαστικής διαδικασίας πρέπει να είναι πραγματική και άμεση.  Η παροχή πληροφοριών ή καταγγελίας προς την αρμόδια Αρχή δεν θεωρείται της δικαστικής διαδικασίας.  Απαιτείται διάβημα προς το Δικαστήριο ή προς δικαστικό λειτουργό, ή δικαστικό σώμα.  Ούτε και η ανεπιτυχής κατάληξη της διαδικασίας συνιστά αναγκαίο συστατικό:  «Το βάρος που φέρει έτσι ο ενάγων για να αποδείξει την υπόθεση του είναι τεράστιο.  Τούτο γιατί ιστορικά τα δικαστήρια δεν ηθέλησαν να αποθαρρύνουν την ποινική δίωξη ύποπτων εγκληματιών».[4]

 

Πριν όμως εγκαταλείψουμε την απόφαση θα θέλαμε να παραπέμψουμε τον εφεσείοντα στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και σε ότι κρίνουμε ουσιαστικό και που ενδεχομένως ο ίδιος δεν έχει αντιληφθεί πλήρως:   

«Στον ισχυρισμό του ενάγοντα για κακόβουλη δίωξη προστίθεται, ανεξάρτητα, και ισχυρισμός για ψευδή κατάθεση εναντίον του.  Θεωρώ ότι αυτός ο δεύτερος ισχυρισμός δεν συνιστά, αυτοτελώς, αστικό αδίκημα και ούτε περιστοιχίζεται από οτιδήποτε άλλο σε συνδυασμό με το οποίο να συνιστά, στο σύνολο του, κάποιο συγκεκριμένο αστικό αδίκημα, όπως π.χ. δυσφήμιση.  Παραμένει λοιπόν για εξέταση μόνο το κατά πόσο τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης μπορούν να στοιχειοθετήσουν το αστικό αδίκημα κακόβολης δίωξης και στην πραγματικότητα, όπως έχω αντιληφθεί, αυτό είναι που βρίσκεται στο επίκεντρο των ισχυρισμών του ενάγοντα.»

 

Ο εφεσείων άλλωστε έχει ικανοποιηθεί για τις δυσμενείς συνέπειες τις οποίες υπέστη από την «κακόβουλη καταγγελία και δίωξη» με την απόφαση του Εφετείου στην Εργατίδη ν. Εργατίδη, Πολ. Έφ. 314/2012, 11.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A9, στην οποία ο ίδιος μας παρέπεμψε, όπου το Εφετείο, ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και την αντικατέστησε με απόφαση υπέρ του εφεσείοντος για το ποσό ύψους €3.500 ως αποζημιώσεις για δυσφήμιση, στη βάση των αυτών γεγονότων που προωθήθηκαν στα πλαίσια της υπό κρίση πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

 

                                                                             Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                             Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                             Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,Δ.

/φκ



[1] 32. Κακόβoυλη δίωξη συvίσταται στηv πραγματική, κακόβoυλη και χωρίς εύλoγη και πιθαvή αιτία έvαρξη ή συvέχιση αvεπιτυχoύς πoιvικής, πτωχευτικής ή για διάλυση εταιρείας διαδικασίας κατά άλλoυ πρoσώπoυ, αv η διαδικασία αυτή-

(α) Πρoκάλεσε σκάvδαλo για τηv πίστη ή τηv υπόληψη τoυ πρoσώπoυ αυτoύ ή πιθαvή απώλεια της ελευθερίας τoυ͘  και

(β) κατέληξε, αv στηv πραγματικότητα μπoρoύσε με τov τρόπo αυτό vα καταλήξει, υπέρ τoυ πρoσώπoυ αυτoύ:

Νoείται ότι καμιά αγωγή για κακόβoυλη δίωξη δεv εγείρεται κατά oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ για μόvo τo λόγo ότι τo πρόσωπo αυτό παρείχε πληρoφoρίες σε κάπoια αρμόδια αρχή η oπoία και άρχισε oπoιαδήπoτε διαδικασία.

[2] Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50, Πίτσιλλος, Αρχηγός Κόμματος Δικαιοσύνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, Κλεάνθους ν. Μιλτιάδους (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1111.

  Βλ. και την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, Φωτίου ν. Ζένιου, Πολ. Έφ. Αρ. 31/09, 10.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A349.

[3] Mohamed Amin v. Jogendra Kumar Bannerji (1947) A.C. 322.

 

[4] Αρτέμης & Ερωτοκρίτου: Κεφάλαιο 148, Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, 2003, τόμος 1, σελ. 106.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο