ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A516
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 384/2012)
23 Νοεμβρίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. xxx ΒΥΡΙΔΟΥ,
2. xxx ΒΥΡΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι/Εξ Ανταπαιτήσεως Ενάγοντες,
ΚΑΙ
1. ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα/Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενη,
2. EMF INVESTORS LTD,
3. CLR ASSET MANAGEMENT,
4. CLR STOCKBROKERS LTD,
Εφεσίβλητοι/Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι.
_ _ _ _ _ _
Δ. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσείοντες.
Θ. Κορφιώτης, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Καμία εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους 3 και 4.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η Euroinvestment and Finance Public Ltd αξίωσε εναντίον των εφεσειόντων ποσό €122.897,47, πλέον τόκους προς 10.5% από 20.10.2005. Η αξίωση στηρίχθηκε σε συμφωνία παραχώρησης δανείου και πιστωτικών διευκολύνσεων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για αγορά αξιών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), η οποία υπεγράφη από την εφεσείουσα 1 την 1.12.1999 (Τεκμ. 8). Τις υποχρεώσεις της εφεσείουσας 1 εγγυήθηκε ο σύζυγός της, εφεσείων 2. Λόγω εξαγοράς του ενεργητικού της Euroinvestment από την Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, η τελευταία προώθησε την επίδικη αγωγή με την οποία αξιώνετο το πιο πάνω ποσό ως υπόλοιπο του λογαριασμού των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ανταπαίτηση εναντίον της Euroinvestment, της θυγατρικής εταιρείας EMF Investors Ltd, επ΄ ονόματι της οποίας εγγράφονταν οι αξίες που αγοράζονταν, της χρηματιστηριακής εταιρείας CLR Stockbrokers Ltd προς την οποία η εφεσείουσα 1 παραχώρησε πληρεξούσιο για αγοραπωλησία μετοχών και της εταιρείας CLR Asset Management Ltd, η οποία ανέλαβε τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου της εφεσείουσας 1. Με την ανταπαίτηση διεκδικούνται αποζημιώσεις ύψους €177.911,44 και συναφείς άλλες θεραπείες για τη ζημιά που υπέστησαν οι εφεσείοντες από ισχυριζόμενες παραβιάσεις της συμφωνίας από την εφεσίβλητη 1 και την έλλειψη επιμέλειας και καθήκοντος που επέδειξαν οι εφεσίβλητοι 3 και 4, που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια τόσο του χρηματοδοτηθέντος κεφαλαίου τους, όσο και τις αξίες που αρχικά τοποθέτησαν ως εγγύηση, δυνάμει του Τεκμ. 8.
Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις πιο πάνω βασικές θέσεις των δικογράφων, και ονομαστικά στους μάρτυρες που η κάθε πλευρά κάλεσε κατά την ακροαματική διαδικασία, παρέθεσε σε επτά παραγράφους (α) μέχρι (ζ) τα γεγονότα που θεώρησε ότι ήταν μη αμφισβητούμενα και παραδεκτά, ως ακολούθως:
«Από την ενώπιον μου μαρτυρία προκύπτουν τα ακόλουθα μη αμφισβητούμενα και παραδεκτά γεγονότα:
(α) Η υπογραφή την 1η Δεκεμβρίου του 1999 της συμφωνίας τεκμήριο 8 για την παραχώρηση από τους ενάγοντες του δανείου των ΛΚ50.000 προς την εναγόμενη 1 με την εγγύηση του εναγομένου 2 για την αγορά εισηγμένων αξιών στο Χ.Α.Κ. (margin account).
(β) Στους ενάγοντες τους εναγομένους συνέστησαν για παραχώρηση του επενδυτικού δανείου οι κ. xxx Παναγιώτου και xxx Παναγιωτίδης εκ των ιδρυτών των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων 4.
(γ) Παράλληλα με την υπογραφή του τεκμηρίου 8 η εναγόμενη 1 υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο (τεκμήριο 9) προς το χρηματιστηριακό γραφείο CLR Stockbrokers Ltd προκειμένου να προβαίνει σε αγοραπωλησίες εισηγμένων αξιών από το Χ.Α.Κ. οι οποίες εγγράφονταν δυνάμει των προνοιών του τεκμηρίου 8 επ΄ ονόματι των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων 2.
(δ) Στις 13.9.2000 η εναγόμενη 1 υπέγραψε συμφωνία διαχείρισης του χαρτοφυλακίου της υπό την εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενη 3 η οποία συστάθηκε αποκλειστικά για το σκοπό αυτό, δηλαδή τη διαχείριση χαρτοφυλακίων και ήταν θυγατρική της εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενης 4 (Fund Management Agreement - Τεκμήριο 37).
(ε) Εντός 6 μηνών από την υπογραφή της συμφωνίας διαχείρισης (τεκμήριο 37) η αξία του χαρτοφυλακίου της εναγόμενης 1 μειώθηκε κατά 75% με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να ζητούν επανειλημμένα και φορτικά από την εναγόμενη 1 να ενεχυριάσει μετοχές ή να καταθέσει μετρητά για να είναι εξασφαλισμένο το όριο της η οποία αρνείτο λέγοντας ότι υπεύθυνη για τη διαχείριση ήταν η εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενη 3 και πιέζοντας τον κ. xxx Παναγιωτίδη, μεγαλομέτοχο των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων 4 να κάνει «κάτι για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου της».
(στ) Τον Οκτώβριο του 2002 η κα xxx Τουμπουρή, αδελφή του κ. Παναγιωτίδη και επίσης μέτοχος του ομίλου CLR (εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενης 4) ενεχυρίασε προς όφελος των εναγόντων 255.000 μετοχές της CLR με αποτέλεσμα το έλλειμμα στο λογαριασμό της εναγομένης 1 να καλυφθεί προσωρινά. Η εναγόμενη 1 μάλιστα είχε ενημερωθεί από τον κ. Παναγιωτίδη ότι είχε διευθετηθεί το θέμα και να μην ανησυχεί. Η ίδια τη διευθέτηση αντελήφθη όταν προσήλθε στο Δικαστήριο αφού δεν εγνώριζε την κα χχχ. Τουμπουρή.
(ζ) Το 2005 η Euroinvestment ετερμάτισε τη συμφωνία και ρευστοποίησε το χαρτοφυλάκιο της εναγομένης 1 (πλην των 255.000 ενεχυριασθέντων από την κα Τουμπουρή μετοχών προς εξασφάλιση του ορίου) με αποτέλεσμα το οφειλόμενο υπόλοιπο στο λογαριασμό να μειωθεί από ΛΚ72.950 σε ΛΚ71.926,94.»
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι «είναι η άποψή μου, μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας και εξετάζοντας τις νομικές υπερασπίσεις των εναγομένων, ότι αυτές δεν μπορούν να επιτύχουν έναντι των εναγόντων.». Παραθέτει την «ξεκάθαρη», κατά την κρίση του, νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προς υποστήριξη της θέσης ότι η εφεσίβλητη 1 είχε δικαίωμα και όχι υποχρέωση, όπως διατείνονται οι εφεσείοντες, να πωλήσει τις εξασφαλίσεις, με βάση τον όρο 5 της συμφωνίας (Τεκμ. 8), και απέρριψε την εισήγηση των εφεσειόντων ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφοροποιείται από τις συνήθεις υποθέσεις του Χρηματιστηρίου.
Εξετάζοντας στην πορεία τη θέση που προβλήθηκε από τους εφεσείοντες περί ύπαρξης τριγώνου συνεργασίας των δανειστών (εναγόντων), των χρηματιστών (εξ απαιτήσεως εναγομένων 4) και των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων 2, με σκοπό να εγκλωβίσουν και να ζημιώσουν την εναγόμενη 1, χρησιμοποιώντας και την εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενη 3, για να μην πωλήσουν τις μετοχές κατά την ανατροπή του περιθωρίου εξασφάλισης και να καρπώνονται τόκους, καθώς επίσης να μην έχουν κανένα λόγο οι εναγόμενοι στις επενδυτικές τους αποφάσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι παρέμεινε γενική και αόριστη αναφορά και εντελώς ατεκμηρίωτη. Προχώρησε δε, αναφέροντας ότι «επί του προκειμένου πρέπει να ξεκαθαριστούν ορισμένα θέματα» και παραθέτει σε έξι παραγράφους τα συμπεράσματα και ευρήματά του. Καταληκτικά, αναφέρει ότι «η μαρτυρία των εφεσειόντων που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο ως τα θύματα του τριγώνου συνεργασίας χρηματιστών και εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενων 2 επ΄ ονόματι των οποίων εγγράφοντο οι μετοχές και οι οποίοι ακολουθούσαν τυφλά τις οδηγίες του κ. Παναγιωτίδη ελέγχεται ως μη ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Οι εναγόμενοι όπως και τόσοι άλλοι επενδυτές την επίδικη περίοδο επροσδοκούσαν σε κέρδη μέσω αξιών εισηγμένων στο Χ.Α.Κ. παραγνωρίζοντας τους εγγενείς και συναφείς κινδύνους από τέτοιου είδους επενδύσεις».
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την υπό κρίση έφεση, τόσο εναντίον της ενάγουσας - εξ ανταπαιτήσεως εναγομένης - όσο και εναντίον των υπολοίπων τριών εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων. Οι εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενοι 3 και 4 δεν εμφανίστηκαν στην εφετειακή διαδικασία, ούτε καταχώρησαν περίγραμμα αγόρευσης.
Με τους ακόλουθους λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης:
(α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε, δε σχολίασε τη μαρτυρία και δεν προέβηκε σε σχετικά ευρήματα.
(β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένα ή/και αυθαίρετα νομικά συμπεράσματα, τα οποία δεν τύγχαναν εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης.
(γ) Λανθασμένα θεώρησε ότι οι συνήγοροι των εφεσειόντων στήριξαν την επιχειρηματολογία τους στην υπόθεση China and South Sea Bank v. Tan (1983) 3 All E.R. 389, ενώ η θέση που αναπτύχθηκε ήταν ακριβώς αντίθετη.
(δ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στο αυθαίρετο ή/και λανθασμένο συμπέρασμα ότι η σχέση της εφεσείουσας 1 με την EMF Investors Ltd δεν ήταν συμβατική, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση ή και ανάλυση ή και να περιγράψει τη φύση της σχέσης.
(ε) Εξεδόθη απόφαση εναντίον του εφεσείοντα 2, χαρακτηρίζοντάς τον ως επενδυτή και/ή ότι ασχολείται με το Χρηματιστήριο, χωρίς να ξεκαθαρίσει τους λόγους για τους οποίους κατέληξε ως ανωτέρω, αποφεύγοντας να σχολιάσει το γεγονός ότι ήταν εγγυητής των υποχρεώσεων της συζύγου του.
(στ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στη θεώρηση ως παραδεκτού γεγονότος των όσων αναφέρονται στην παράγραφο (στ) των όσων κατέγραψε στην απόφαση ως μη αμφισβητούμενων και παραδεκτών γεγονότων.
(ζ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αξιολόγησε καθόλου ή/και δεν έδωσε οποιανδήποτε βαρύτητα στο γεγονός ότι ο κυρίως εμπλεκόμενος από πλευράς εφεσιβλήτων 3 και 4, κ. Παναγιωτίδης δεν προσήλθε στο Δικαστήριο να μαρτυρήσει.
(η) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ή/και σχολίασε καθόλου το γεγονός ή/και αγνόησε ότι η εφεσίβλητη 3 διαχειριζόταν αποκλειστικά το χαρτοφυλάκιο της εφεσείουσας 1.
(θ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν σχολίασε καθόλου και δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι η κα Τουμπουρή, διευθύνων σύμβουλος της CLR, είχε ενεχυριάσει προς όφελος της εφεσίβλητης 1 αριθμό μετοχών με σκοπό την εξασφάλιση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας 1, οι οποίες δεν εκποιήθηκαν ποτέ, πράγμα που φανερώνει την ύπαρξη συνεργασίας μεταξύ Euroinvestment και CLR.
(ι) Λανθασμένα δεν θεώρησε το Δικαστήριο την ενεχυρίαση των μετοχών της κας Τουμπουρή προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας 1 προς την εφεσίβλητη 1 ως ένδειξη παραδοχής αμέλειας, αλλά ότι η στάση αυτή κινήθηκε σε πνεύμα ανθρωπισμού για άτομο το οποίο η κα Τουμπουρή παραδέχθηκε ότι πρώτη φορά γνώρισε στο Δικαστήριο.
(κ) Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι το χαρτοφυλάκιο της εφεσείουσας 1 κατά την πτώση του Χρηματιστηρίου την περίοδο του 1999-2000 είχε κατά 4.77% καλύτερη απόδοση από την πορεία του γενικού δείχτη του Χρηματιστηρίου και άρα δεν μπορεί η συγκεκριμένη ζημιά να αποδοθεί σε αμέλεια της εφεσίβλητης 3 είναι αυθαίρετο και δεν έχει νομική βάση.
(λ) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπεράσματα σχετικά με την απόδειξη της αμέλειας των εφεσίβλητων 3 και 4, χωρίς να λάβει υπόψη ή έστω να αναφερθεί στη μαρτυρία του κ. Ολύμπιου, εμπειρογνώμονα εκ μέρους των εφεσειόντων, στην οποία γίνεται σαφής αναφορά στις παραλείψεις των πιο πάνω.
(μ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα την υπόθεση Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 2229.
(ν) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξή του ότι δεν μπορούν να επιτύχουν οι νομικές υπερασπίσεις των εφεσειόντων 1 και των εφεσιβλήτων, καθότι επικεντρώθηκε σε μία μόνο από τις υπερασπίσεις, χωρίς να λάβει υπόψη τις υπόλοιπες θέσεις τους.
Οι εφεσείοντες, με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε, δε σχολίασε τη μαρτυρία και δεν προέβηκε σε σχετικά ευρήματα. Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης διευκρινίζεται ότι καμία αναφορά δεν έγινε στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα κ. xxx Ολύμπιου, ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους των εφεσειόντων. Πουθενά δεν υπάρχει αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε, ιδιαίτερα με αναφορά στο μοναδικό μάρτυρα της ενάγουσας κ. Σαββίδη, για την οποία δε γίνεται αναφορά στη μαρτυρία ή την αντεξέτασή του.
Η μοναδική αναφορά σε αξιολόγηση είναι ότι η μαρτυρία των εναγομένων ελέγχεται ως μη ανταποκρινόμενη στην αλήθεια (παραθέσαμε πιο πάνω το ακριβές λεκτικό από την απόφαση). Δε δίδει, όμως, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, οποιονδήποτε λόγο, ούτε αξιολογεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τη μαρτυρία. Επίσης, ενώ η μαρτυρία του κ. Ολύμπιου καταλαμβάνει ογδόντα σελίδες των πρακτικών και, ενώ ο μάρτυρας υπέστη εκτενή αντεξέταση και από τους δύο συνηγόρους των εφεσιβλήτων, δε γίνεται καμία αναφορά σ΄ αυτή, ενώ είναι απόλυτα σχετική με το θέμα της αμέλειας των εφεσιβλήτων 3 και 4. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι, ενώ οι ενάγοντες είχαν το βάρος απόδειξης της απαίτησής τους έναντι των εναγομένων και όχι το αντίστροφο, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του: «Είναι η άποψη μου μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας και εξετάζοντας τις νομικές υπερασπίσεις των εναγομένων ότι αυτές δεν μπορούν να επιτύχουν έναντι των εναγόντων.».
Προβλήθηκε εκ μέρους του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσίβλητων 1 και 2, κατά τη συζήτηση της έφεσης, ότι υπάρχει πλέον ξεκάθαρη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με την αξίωση της εφεσίβλητης 1 και, ειδικότερα, ως προς το ότι η εφεσίβλητη 1 δεν είχε υποχρέωση να πωλήσει τις μετοχές σε συγκεκριμένο χρόνο. Τα γεγονότα, σε συνάρτηση με την απαίτηση, ήταν ξεκαθαρισμένα και παραδεκτά, εισηγήθηκε ο συνήγορος. Ακόμα, η αμφισβήτηση της παραγράφου (στ) της απόφασης δεν έχει οποιανδήποτε επίπτωση στην υπόθεση της εφεσίβλητης 1. Το θέμα της σχέσης του επενδυτή με το χρηματιστή δεν αφορά την τράπεζα, ενόψει των προνοιών της συμφωνίας οι οποίες είναι παραδεκτές.
Το γεγονός ότι η νομολογία έχει ξεκαθαρίσει διάφορα ζητήματα, όπως αυτό της δυνατότητας και όχι υποχρέωσης πώλησης των μετοχών σε συγκεκριμένο χρόνο, είναι παραδεκτό και από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων. Όμως, όπως τόνισε ο συνήγορος, αυτό δεν είναι το μόνο ζήτημα προς εκδίκαση, ούτε υπάρχει προηγούμενη υπόθεση όπου στη διαδικασία εμπλέκεται και εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του εναγομένου, όπως η παρούσα.
Στην υπόθεση Γεώργιος Κάτσου κ.ά. ν. Global Capital Ltd, Πολιτική Έφεση 119/2011, ημερομηνίας 12.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A546, όπου εξετάστηκε πανομοιότυπο θέμα, συνοψίστηκαν με σαφήνεια οι αρχές που διέπουν τον τρόπο συγγραφής μίας απόφασης και της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων, υποχρέωσης που επιβάλλεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος:
«Όπως είναι γνωστό και έχει αναφερθεί πλειστάκις, δεν υπάρχει στο δικαστικό σύστημα της Κύπρου στερεότυπος τρόπος συγγραφής μιας απόφασης. Η δικαστική απόφαση παραμένει έτσι ένας ζωντανός τρόπος έκφρασης της νομικής σκέψης του συγγραφέα της. Αποτελεί μια δυναμική προέκταση των ενώπιον του Δικαστή δεδομένων, νομικών και πραγματικών, όπως γίνονται αντιληπτά μέσα από το δικό του δικαστικό φιλτράρισμα και την κατανόηση της υπόθεσης.
Η καταγραφή από ένα πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας έστω κατά συνοπτικό τρόπο και η επ΄ αυτής κατάληξη σε συμπεράσματα και ευρήματα αποτελεί την πεμπτουσία του δικαστικού έργου. Αυτό γιατί η αξιολόγηση και η καταγραφή ευρημάτων, υπό το φως πάντοτε και σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις, παρέχει κατά αντικειμενικό τρόπο εκείνη την αξιολογική κρίση του Δικαστηρίου που απευθύνεται στους διαδίκους, στους συνηγόρους τους και, σε περίπτωση έφεσης, στο ίδιο το Εφετείο.
Η αποτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο γίνεται πάντοτε υπό το ευεργέτημα της παρακολούθησης των πρωταγωνιστών της υπόθεσης στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης με όλες τις εκφάνσεις και παραμέτρους της. Η αξιολόγηση αποτελεί ουσιαστικότατο δικαστικό έργο γιατί ενσωματώνει την αμερόληπτη και λογική κρίση του Δικαστή που αντανακλά στην ουσία το κοινό μέτρο λογικής στην κοινωνία, με πρόσθετη βοήθεια τη νομική κατάρτιση, (δέστε, μεταξύ άλλων, 1. P. & Chr. Seafood Express Ltd v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και όπως τροποποιήθηκε 1. P. & Chr. Seafood Express Ltd κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Πολ.Εφ. αρ. 277/2009, ημερ. 10.9.2014), ECLI:CY:AD:2014:A661. Στην υπόθεση Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. ν. Α.Ν. Στασής Εστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916, λέχθηκε με αναφορά στις αποφάσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255 και Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, ότι υπάρχει υποχρέωση για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, υποχρέωση που είναι αναπόστατη πτυχή της δικαστικής λειτουργίας, αλλά και του καθήκοντος που επιβάλλει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Αιτιολογημένη απόφαση σημαίνει ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επιδίκων θεμάτων και τη δικογραφία και βεβαίως την κατάληξη του Δικαστηρίου επί της πραγματικής και νομικής πτυχής της υπόθεσης. Όπως περαιτέρω λέχθηκε στην πιο πάνω αυθεντία, απόφαση που δεν παρέχει ανάλυση της μαρτυρίας και αιτιολογία είναι, «... παράδειγμα δικαστικής απόφασης προς αποφυγή.».»
Στην υπό κρίση απόφαση διαπιστώνουμε ότι η δομή και το περιεχόμενο της απέχουν κατά πολύ από το επιθυμητό. Ελλείπει η αξιολόγηση των μαρτύρων με πειστική αιτιολογία που να δικαιολογεί τις επιλογές του Δικαστηρίου και στη βάση της αξιολόγησης και των δικογράφων η εξαγωγή ευρημάτων και η υπαγωγή τους στη νομική βάση της υπόθεσης. Υπάρχει στην απόφαση καταγραφή παραδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων, η οποία όμως δεν καλύπτει όλο το φάσμα της υπόθεσης έτσι ώστε να μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν απαιτείτο περαιτέρω αξιολόγηση. Και αυτό πέραν του ότι υπάρχει αμφισβήτηση από πλευράς εφεσειόντων ως προς την ορθότητα μίας εκ των παραγράφων που καταγράφονται σ΄αυτά.
Τα πρακτικά της υπόθεσης υπερβαίνουν τις 280 σελίδες και η μαρτυρία ενός εκ των μαρτύρων των εφεσείοντων που κλήθηκε να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας καταλαμβάνει 80 σελίδες, χωρίς να γίνει οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία του, ούτε βεβαίως να τύχει αξιολόγησης, παρά το ότι και οι δύο συνήγοροι των εφεσιβλήτων προέβησαν σε εκτεταμένη αντεξέτασή του. Όπως ορθά ανέφερε ο κ. Παπαδόπουλος κατά τη συζήτηση της έφεσης υπήρξε μία συμπερασματική προσέγγιση της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο καταληκτικό μέρος της απόφασης στο οποίο αναφερθήκαμε και πιο πάνω, ότι «η μαρτυρία των εφεσειόντων που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο . ελέγχεται ως μη ανταποκρινόμενη στην αλήθεια», χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω επεξήγηση. Αυτό, όμως, αναπόδραστα δεν επιτρέπει στο Εφετείο, να αναθεωρήσει την ορθότητα των συμπερασμάτων του.
Η επισήμανση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσίβλητων 1 και 2 ότι υπάρχει νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τη δυνατότητα του δανειστή σε τέτοιου είδους υποθέσεις για πώληση των μετοχών σε καθορισμένο χρόνο σε αντιπαραβολή με την ισχυριζόμενη υποχρέωσή του να προβεί σε τέτοια πώληση είναι ορθό. Όμως, η κάθε περίπτωση αποφασίζεται στη βάση των γεγονότων που την περιβάλλουν και απαιτείται αξιολόγηση της μαρτυρίας σε κάθε περίπτωση, έτσι ώστε το Δικαστήριο να καταλήξει σε σαφή ευρήματα ως προς το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης. Στην απουσία τέτοιας αξιολόγησης τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητα. Πέραν τούτου, όμως, στην παρούσα περίπτωση, παρουσιάζεται μια ιδιαιτερότητα, εφόσον οι μετοχές εγγράφοντο επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης 2 και υπήρχε συμφωνία διαχείρισης του χαρτοφυλακίου από τους εφεσίβλητους 3, η οποία δεν επέτρεπε στους εφεσείοντες να έχουν οι ίδιοι διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους. Προς τούτο υπήρχε ανταπαίτηση, τόσο εναντίον των δανειστών και της θυγατρικής αυτών εταιρείας, όσο και εναντίον του χρηματιστηριακού γραφείου το οποίο προέβαινε σε αγοραπωλησίες μετοχών από το ΧΑΚ, και εναντίον της εταιρείας που ανέλαβε τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου, στη βάση αμέλειας και παράβασης συμβατικών υποχρεώσεων. Η απόρριψη της ανταπαίτησης, ιδιαίτερα εναντίον των εφεσίβλητων 3 και 4, στηρίχθηκε σε συμπεράσματα στα οποία οδηγήθηκε το Δικαστήριο, χωρίς οποιανδήποτε επεξήγηση ή ανάλυση της μαρτυρίας που να δικαιολογεί την κατάληξή του.
Η έλλειψη σαφούς αιτιολογίας των συμπερασμάτων, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο, οδηγεί αναπόδραστα σε αδυναμία ελέγχου της ορθότητάς της που δεν μπορεί, βεβαίως, να θεραπευθεί με την εκ νέου θεώρηση της υπόθεσης από το Εφετείο, με αποτέλεσμα να πρέπει να διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης, οι οποίοι αφορούν επιμέρους ζητήματα, τα οποία άπτονται ουσιαστικά, στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον, των λόγων για τους οποίους επιτυγχάνει ο πρώτος λόγος έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται επανεκδίκασή της από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ανάλογης δικαιοδοσίας. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι στην πορεία της αγωγής. Περαιτέρω, επιδικάζονται €2.500 έξοδα για την έφεση, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ