ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A515
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 332/2012)
23 Νοεμβρίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
xxx ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.
_ _ _ _ _ _
Δ. Μιχαηλίδης για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Χρυσάνθου, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 17.12.2004 οι διάδικοι υπέγραψαν συμφωνία δυνάμει της οποίας ο εφεσείων - εναγόμενος πώλησε στην εφεσίβλητη - ενάγουσα την άδεια λειτουργίας του πρακτορείου ΟΠΑΠ στο xxx έναντι του ποσού των ΛΚ65.000. Αποτελούσε όρο της συμφωνίας ότι θα συστήνετο άτυπος συνεταιρισμός μεταξύ των διαδίκων για τη διαχείριση του πρακτορείου από τον οποίο, μετά από σχετική άδεια του ΟΠΑΠ και λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας του εφεσείοντα, αυτός θα αποχωρούσε από τον εν λόγω άτυπο συνεταιρισμό, το αργότερο μέχρι 30.1.2005. Από το τίμημα πώλησης το ποσό των ΛΚ30.000 είχε καταβληθεί πριν την υπογραφή της συμφωνίας, ενώ το υπόλοιπο ποσό των ΛΚ35.000 θα έπρεπε να καταβληθεί, σύμφωνα με τον όρο 3, μέχρι 30.1.2005. Η εφεσίβλητη, σύμφωνα με τον όρο 4, θα αναλάμβανε την πλήρη διαχείριση του πρακτορείου από 1.12.2004, με όλες τις υποχρεώσεις τόσο έναντι του ΟΠΑΠ, όσο και έναντι τρίτων, να βαρύνουν την ίδια. Ο εφεσείων ανέλαβε όπως σε συνεργασία με την εφεσίβλητη προβεί σε όλες τις νόμιμες διαδικασίες για εγγραφή του πρακτορείου επ΄ ονόματί της. Η ισχύς της συμφωνίας τελούσε υπό την αίρεση της τελικής μεταβίβασης και εγγραφή του πρακτορείου επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης.
Η θέση που προώθησε η εφεσίβλητη πρωτοδίκως με τη μαρτυρία της ίδιας και του συζύγου της ήταν ότι, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 2004, επισκέφθησαν τα γραφεία του ΟΠΑΠ, όπου όμως δεν τους εξήγησαν επαρκώς τη διαδικασία μεταβίβασης. Εν τω μεταξύ, ο εφεσείων είχε μεταβεί στην Αγγλία για θεραπεία απ΄ όπου επέστρεψε μέσα Ιανουαρίου του 2005. Παρά τις προσπάθειες, τόσο της εφεσίβλητης, όσο και του συζύγου της, να τους εξηγήσει τι θα γινόταν με τη μεταβίβαση, αυτός δεν ήταν συνεργάσιμος. Στις 20.1.2005 ο εφεσείων ζήτησε από το σύζυγο της εφεσίβλητης το υπόλοιπο ποσό της συμφωνίας. Σε συνάντηση που ακολούθησε, η εφεσίβλητη του ανέφερε ότι δεν πείσθηκαν ότι το πρακτορείο θα μεταβιβαζόταν στο όνομά της και τότε ο εφεσείων πρότεινε επιστροφή του ποσού των ΛΚ29.000 με δόσεις. Την 1.2.2005 η εφεσίβλητη επέστρεψε τα κλειδιά του πρακτορείου στον εφεσείοντα. Παρά το ότι δόθηκαν οδηγίες σε δικηγόρο για να ετοιμάσει σχετική συμφωνία, ο εφεσείων υπαναχώρησε. Ακολούθησε στις 7.2.2005 συστημένη επιστολή από το δικηγόρο του εφεσείοντα με την οποία ζητούσε την πληρωμή του υπόλοιπου ποσού, δηλώνοντας ότι ο εφεσείων ήταν έτοιμος να συμμορφωθεί με τους όρους της συμφωνίας. Τόσο η δικογραφημένη θέση όσο και η θέση που προωθήθηκε με τη μαρτυρία της πλευράς της εφεσίβλητης ήταν ότι ο εφεσείων τους εξαπάτησε, αφού τους διαβεβαίωνε ότι η άδεια του πρακτορείου ήταν δική του και δεν υπήρχε πρόβλημα να τη μεταβιβάσει.
Ο ΜΕ3, Διευθυντής των πρακτορείων του ΟΠΑΠ, επιβεβαίωσε τη λήψη αίτησης εκ μέρους του εφεσείοντα για συμπρακτόρευση με την εφεσίβλητη, η οποία παρελήφθη στις 14.12.2004. Ο ίδιος ζήτησε από την εφεσίβλητη να προσκομίσει διάφορα δικαιολογητικά, όμως, μέχρι να του τα προσκομίσει, έλαβε επιστολή ημερομηνίας 21.1.2005 (Τεκμ. 7) και σταμάτησε τη διαδικασία. Με την εν λόγω επιστολή, ο εφεσείων ζητούσε όπως σταματήσει άμεσα η διαδικασία έγκρισης συμπρακτόρευσης με την εφεσίβλητη, καθότι έχουν προκύψει σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση του πρακτορείου που τείνουν να δυσφημίσουν και να διαβάλουν τον ΟΠΑΠ και τον ίδιο.
Από την άλλη, ο εφεσείων προώθησε τη θέση ότι, με βάση τη γραπτή συμφωνία, θα υπήρχε «συμπρακτόρευση» για δύο μήνες και, μετά την παρέλευση δύο μηνών, η εφεσίβλητη θα μπορούσε να καταστεί αποκλειστικός πράκτορας του ΟΠΑΠ, αφού ο ίδιος ενημέρωσε για την ασθένειά του σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 6.12.2004, Τεκμ. 6. Απέστειλε δε στον ΟΠΑΠ την επιστολή, Τεκμ. 7, όταν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, η εφεσίβλητη και ο σύζυγός της του είπαν ότι αδυνατούσαν να του δώσουν τα υπόλοιπα χρήματα γιατί δεν πώλησαν το διαμέρισμα στο Παραλίμνι για να καλύψουν το ποσό της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναληθή, ενώ αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων που κλήθηκαν από αυτή. Διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση της συμφωνίας από τον εφεσείοντα, ο οποίος με την επιστολή του, Τεκμ. 7, τερμάτισε με δική του υπαιτιότητα τη συμφωνία, ενώ θα έπρεπε να αναμένει να απαιτήσει το υπόλοιπο ποσό μέχρι 30.1.2005 και, σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής του, να καταγγείλει τη συμφωνία και να αξιώσει αποζημιώσεις για την παράβαση. Συναφώς, εξέδωσε απόφαση για το καταβληθέν από την εφεσίβλητη ποσό των ΛΚ30.000, πλέον ΛΚ1.000 ως την αξία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι εξόφλησης και απέρριψε την ανταπαίτηση λόγω του ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε αποδεχτή μαρτυρία σε συνάρτηση με αυτή.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης με έξι λόγους έφεσης από τους οποίους απέσυρε τον ένα. Τα παράπονα του εφεσείοντα με τους λόγους έφεσης 1, 2, 3 και 6 εστιάζονται στο ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα την ενώπιόν του μαρτυρία και κατέληξε σε αυθαίρετα συμπεράσματα, δεν προέβη σε ερμηνεία των όρων της συμφωνίας και εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσείων με την επιστολή του, Τεκμ. 7, τερμάτισε με δική του υπαιτιότητα τη συμφωνία.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν αμφισβητείται ευθέως με την έφεση. Αποδεχόμενο το Δικαστήριο τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ουσιαστικά απεδέχθη τη θέση της ότι, τόσο η ίδια, όσο και ο σύζυγός της, προσπάθησαν να λάβουν εξηγήσεις από τον εφεσείοντα για τη μεταβίβαση, χωρίς αυτός να είναι συνεργάσιμος. Μετά που απαίτησε τηλεφωνικώς το υπόλοιπο ποσό των ΛΚ35.000, του ανέφεραν ότι δεν πείσθηκαν ότι επρόκειτο να τους μεταβιβάσει το πρακτορείο και τότε ο εφεσείων τους πρότεινε επιστροφή του ποσού που κατέβαλαν. Την ίδια ημέρα ο εφεσείων απέστειλε στον ΟΠΑΠ επιστολή (Τεκμ. 7) που προνοεί ως ακολούθως:
«Λευκωσία, 21.1.2005
Προς Πρόεδρο και διευθύνοντα Σύμβουλο
ΟΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ
Κύριε Πρόεδρε,
Εγώ ο υποφαινόμενος xxx Ξενοφώντος αρ. ταυτ. xxx κάτοχος πρακτορείου xxx που ευρίσκεται στη xxx στο xxx παρακαλώ όπως η διαδικασία έγκρισης συμπρακτόρευσης με τη xxx Αναστασίου σταματήσει άμεσα καθ΄ότι έχουν προκύψει σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση του πρακτορείου μου που τείνουν να δυσφημίσουν και να διαβάλουν τον Οργανισμό σας (ΟΠΑΠ) καθώς και εμένα.
Ευχαριστώ εκ των προτέρων δια την κατανόηση που είμαι σίγουρος ότι θα επιδείξετε.
Ευχαριστώ
xxx Ξενοφώντος.»
Από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο προκύπτει πως η αποστολή του Τεκμ. 7 έγινε πριν συμπληρωθεί ο χρόνος που, με βάση τη συμφωνία, όφειλε να καταβληθεί το υπόλοιπο του τιμήματος από την εφεσίβλητη. Η ενέργεια αυτή του εφεσείοντα θεωρούμε ότι αποτελεί προκαταβολική παραβίαση σύμβασης (anticipatory breach of contract), ήτοι παράβαση σύμβασης η οποία διενεργείται από κάποια πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά, η οποία εκδηλώνεται από ένα μέρος της σύμβασης πριν την προκαθορισμένη με τη σύμβαση ημερομηνία ολοκλήρωσής της (Λενιάνα Τούριστ Σέρβισες Λτδ ν. Ανδρέα Χ. Καρπασίτη & Υιοί (Βιομηχανία) Λτδ (1991) 1 ΑΑΔ 75 και Νεοφύτου ν. Elma Holdings Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 1807). Όπως διαφάνηκε από την όλη μαρτυρία, και στη βάση της συμφωνίας των διαδίκων, η μεταβίβαση της άδειας από τον εφεσείοντα στην εφεσίβλητη, τελούσε υπό την αίρεση της προηγούμενης λήψης άδειας από τον ΟΠΑΠ, για συμπρακτόρευση με την εφεσίβλητη. Με την αποστολή του Τεκμ. 7, ο εφεσείων κατέστησε σαφές ότι δεν προτίθετο πλέον να προχωρήσει τη διαδικασία λήψης της άδειας από τον ΟΠΑΠ, εξ ου και ο ΜΕ3, μάρτυρας εκ μέρους του ΟΠΑΠ, δήλωσε ότι, με την παραλαβή του Τεκμ. 7, σταματούσε την περαιτέρω διαδικασία.
Η εφεσίβλητη όφειλε, με βάση τους όρους της συμφωνίας, να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό στις 30.1.2005. Όμως, με βάση την επιφύλαξη του όρου 6, η συμφωνία τελούσε υπό την αίρεση της προηγούμενης μεταβίβασης και εγγραφής του πρακτορείου στο όνομα της εφεσίβλητης σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία και τους κανονισμούς του ΟΠΑΠ. Όπως λέχθηκε προηγουμένως, η αποστολή της επιστολής Τεκμ. 7 στις 21.1.2005, δηλαδή πριν την προκαθορισμένη από τη συμφωνία ημερομηνία καταβολής του υπόλοιπου ποσού, αποτελούσε προκαταβολική παράβαση της συμφωνίας.
Εφόσον η συμφωνία τελούσε υπό την πιο πάνω αίρεση, η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα είτε να αποδεχθεί την παράβαση και να τερματίσει τη συμφωνία αξιώνοντας αποζημιώσεις, είτε να επιμένει στην εκτέλεση της σύμβασης (Redgewood Properties Group Ltd v. Valero Energy Ltd (2013) 3 WLR 327). Με βάση τη μαρτυρία, όπως έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσίβλητη ουσιαστικά αποδέχθηκε την παράβαση, αφού επέστρεψε τα κλειδιά του πρακτορείου και ζήτησε επιστροφή του ποσού που κατέβαλε στον εφεσείοντα. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων με την επιστολή του Τεκμ. 7 τερμάτισε με δική του υπαιτιότητα τη συμφωνία, ενώ θα έπρεπε να αναμένει μέχρι 30.1.2005 και, σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής του ποσού, να καταγγείλει τη σύμβαση και να αξιώσει αποζημιώσεις. Το γεγονός ότι δε γίνεται αναφορά στα δικόγραφα περί προκαταβολικής παράβασης, ούτε έγινε επίκληση τέτοιας παράβασης από τους συνηγόρους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, δε θεωρούμε ότι έχει καταλυτική επίδραση στην υπόθεση. Από τη στιγμή που η θέση αυτή καλύπτεται από τα γεγονότα που εκτέθηκαν και στοιχειοθετείται από τη δοθείσα μαρτυρία, είναι αρκετό. Όπως τέθηκε στην Αγγλική απόφαση στην υπόθεση Peter Dumeril & Co Ltd v. James Ruddin Ltd (1953) 2 All E.R. 294, στην οποία παρέπεμψε το Εφετείο στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Elma Holdings Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 1807, δυνατότητα διαπίστωσης ύπαρξης προκαταβολικής παράβασης σύμβασης (anticipatory breach) δεν προϋποθέτει όπως αυτός ο ισχυρισμός εγείρεται ρητά στα δικόγραφα, φθάνει να υπάρχουν σ΄ αυτά στοιχεία που να τον καταδεικνύουν. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση xxx Γεωργίου ν. xxx xxx Τηλεμάχου, Πολιτική Έφεση Ε41/2013, ημερομηνίας 18.10.2018, με αναφορά στην υπόθεση Alexandros Evangelou Camera House v. Minerva Finance & Investment Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1734, το Εφετείο τόνισε ότι «το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται με τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και όχι με το χαρακτηρισμό ο οποίος του αποδίδεται από τους διαδίκους.»
Στην παρούσα περίπτωση διαπιστώνουμε ότι η έκθεση απαίτησης δεν είναι διατυπωμένη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όμως, περιέχονται σ΄ αυτήν στοιχεία τα οποία, σε συνδυασμό με την προσαχθείσα μαρτυρία, παραπέμπουν σε προκαταβολική παράβαση σύμβασης από τον εφεσείοντα.
Αναφορικά με τον όρο 7 της συμφωνίας[1], για τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν εφαρμόστηκε στην παρούσα περίπτωση, θεωρούμε ότι δεν προωθεί την υπόθεσή του.
Σύμφωνα με τον όρο αυτό, σε περίπτωση που δεν εκδοθεί η άδεια, ο εφεσείων υποχρεούται να αποδώσει στην εφεσίβλητη οποιοδήποτε ποσό έχει λάβει, ήτοι, το ποσό των ΛΚ30.000. Στην επιφύλαξη του όρου αυτού δίδεται το δικαίωμα στην εφεσίβλητη να λειτουργεί το Πρακτορείο μέχρι την εξόφληση του ποσού, σε περίπτωση αδυναμίας του εφεσείοντα να το αποπληρώσει. Στην παρούσα περίπτωση, όμως, δεν δηλώθηκε αδυναμία του εφεσείοντα να αποδώσει το ποσό που εισέπραξε, έτσι ώστε να τεθεί σε εφαρμογή η επιφύλαξη του όρου αυτού και, εν πάση περιπτώσει, είναι ο ίδιος ο εφεσείων με την επιστολή του, Τεκμ. 7, που ζήτησε να σταματήσει άμεσα η διαδικασία έγκρισης της συμπρακτόρευσης με την εφεσίβλητη.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 6 απορρίπτονται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η απόδοση του ποσού των €1.708 για την αξία του ηλεκτρονικού υπολογιστή, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς εφεσίβλητης ως προς την αξία του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Η μόνη μαρτυρία που δόθηκε σχετικά με αυτό το θέμα είναι της ίδιας της εφεσείουσας ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής που αγόρασε και άφησε στο Πρακτορείο ήταν αξίας ΛΚ1.000, χωρίς να τεκμηριώσει τη θέση της. Σύμφωνα με την παράγραφο 14 της έκθεσης απαίτησης «Η ενάγουσα υποχρεώθηκε να αγοράσει ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή αξίας ΛΚ1.000 για τις εργασίες του πρακτορείου το οποίο ο εναγόμενος κατακρατεί και αρνείται να το επιστρέψει στην ενάγουσα.» Με την υπεράσπιση, ο εφεσείων αρνείται τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην παράγραφο 14 και θέτει την ενάγουσα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της. Η απόδοση της αξίας του ηλεκτρονικού υπολογιστή αποτελεί ειδική αποζημίωση η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, πρέπει να δικογραφείται και να αποδεικνύεται αυστηρά. Η αναφορά και μόνο της εφεσίβλητης περί αγοράς ηλεκτρονικού υπολογιστή αξίας ΛΚ1.000 δεν ανταποκρίνεται στην νομολογιακή επιταγή.
Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει μόνο ως προς το λόγο έφεσης 4, με αποτέλεσμα το ποσό της απόφασης να περιορίζεται σε ποσό €51.258,04 (ΛΚ30.000). Κατά τα λοιπά, η απόφαση παραμένει ως έχει. Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης περιορισμένο ποσό εξόδων ύψους €500.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] «7. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνούν και συναποδέχονται ότι σε περίπτωση κατά την οποία δεν γίνει η τελική μεταβίβαση του Πρακτορείου στο ΜΕΡΟΣ Β και δεν εκδοθεί άδεια του ΟΠΑΠ επ΄ ονόματι τους για λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεως των Συμβαλλομένων τότε η παρούσα Συμφωνία ακυρώνεται και το ΜΕΡΟΣ Α υποχρεούται να αποδώσει στο ΜΕΡΟΣ Β οποιοδήποτε ποσό έχει λάβει σύμφωνα με την παράγραφο 3 ανωτέρω.
Νοείται ότι σε περίπτωση αδυναμίας του ΜΕΡΟΥΣ Α να αποπληρώσει το ποσό αυτό που έχει ήδη λάβει, τότε το ΜΕΡΟΣ Β θα δικαιούται να λειτουργεί το Πρακτορείο και απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη λειτουργία του μέχρι πλήρους εξόφλησης από το ΜΕΡΟΣ Α του ποσού που έχει λάβει.»