ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
MILTIADOUS ν. MILTIADOUS (1982) 1 CLR 797
Κωνσταντίνου ν. Δημοσθένους (1992) 1 ΑΑΔ 621
Xαραλαμπίδης Παντελής ν. Γεωργίου Aνδρέα Kωνσταντίνου και Άλλου (1996) 1 ΑΑΔ 709
Oρφανίδης Aνδρέας Στέλιου ν. Nίκης Aνδρέα Oρφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.48
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ΚΕΦ.189 - Administration of Estates Law
ΚΕΦ.224 - Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Law
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A520
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 220/2012)
27 Νοεμβρίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ xxx ΗΛΙΑΔΗ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ
1. xxx ΗΛΙΑΔΗΣ
2. xxx xxx ΗΛΙΑΔΗ
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
xxx ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ xxx ΗΛΙΑΔΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 464/10
Εφεσίβλητος
ΚΑΙ ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/1/2016
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ xxx ΗΛΙΑΔΗ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ xxx ΒΑΚΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17/12/2015, ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 464/10 ΓΙΑ ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 53 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 189
---------
Α. Χαβιαράς, για τους εφεσείοντες.
Χρ. Φρακάλας για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους.
Παρών επίσης ο κ. xxx Βάκης, διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος.
---------
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στις 8.8.2005, καταρτίστηκε έγγραφο αμετακλήτου εμπιστεύματος (irrevocable trust), προς όφελος του ιδρυτή και ιδιοκτήτη του μεριδίου σε ακίνητη περιουσία στη Λευκωσία, με δικαιούχους τον ίδιο, τη σύζυγο του και τους εγγονούς του. Μετά την κατάρτιση του εμπιστεύματος, ο ιδρυτής αποτάθηκε στη Λαϊκή Τράπεζα (η Τράπεζα), ως η ενυπόθηκος δανειστής του εν λόγω ακινήτου, ζητώντας τη συγκατάθεση της για εγγραφή του εμπιστεύματος στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο, άδεια την οποία η Τράπεζα αρνήθηκε, κρίνοντας ότι κάτι τέτοιο δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της.
Μετά το θάνατο του ιδρυτή, προέκυψαν διαφορές μεταξύ των κληρονόμων αναφορικά με το κληρονομικό τους μερίδιο εξ ου και καταχωρήθηκαν δύο αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Ακολούθως, ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος, αποτάθηκε στο Δικαστήριο με αίτηση, καλώντας το Δικαστήριο να αποφασίσει «κατά πόσο η περιουσία του εμπιστεύματος (trust) ημερ. 8.8.2005 που είχε δημιουργήσει ο αποβιώσας ιδρυτής, αποτελεί μέρος της περιουσίας του ή όχι». Νομική βάση της αίτησης τα άρθρα 53(Ι)(Ε)(2)(3) και 55 του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, ΚΕΦ. 189, οι περί Διαχείρισης Κληρονομιών Κανονισμοί του 1954 και η Δ.48 θ.θ.1 και 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Το Δικαστήριο, στη βάση των εκατέρωθεν αναπτυχθέντων λόγων, τις ενόρκους δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση και τις ενστάσεις των καθ΄ ων, έκρινε ότι είχε εξουσία και δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση εν μέρει, ορίζοντας, ως μόνο επίδικο ζήτημα, την έκδοση οδηγιών προς το διαχειριστή, άρθρο 53(Ι)(Ε), «έκδοση διαταγών προς τους εκτελεστές ή τους διαχειριστές για να διαπράξουν ή να απέχουν από τη διάπραξη οποιασδήποτε συγκεκριμένης πράξης υπό την ιδιότητα τους ως εκτελεστών ή διαχειριστών.»
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, κατέληξε στα ακόλουθα:
«Πιστεύω ότι με τα πιο πάνω το Δικαστήριο έχει εξουσία και δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση και απαντήσει Δικαστικά στο ερώτημα, όχι όμως τους ισχυρισμούς που προβάλλονται με την ένσταση των Καθ΄ ων η αίτηση 3 και 4 περί Ψυχικής πίεσης, εξαναγκασμό, δόλου κλ.π. Αυτά θα πρέπει να επιλυθούν με αγωγή και όχι στα στενά πλαίσια αυτής της διαδικασίας.
Είναι παραδεκτό από όλους τους διαδίκους ότι περιουσία του εμπιστεύματος είναι το μερίδιο του αποβιώσαντα κατά 1/8 στο ακίνητο με αρ. εγγρ. 3xx5, Φ/Σχ ΧΧΙ/54.3.1, Τμήμα 25 Τεμ. 2xx9 στη Λεωφ. Μ.., ενορία Τρυπιώτη Λευκωσία. Αυτό επίσης αναφέρεται στο άρθρο 1 του εγγράφου εμπιστεύματος. Κατά συνέπεια εφαρμόζεται το Μέρος V - εγγραφή εμπιστευμάτων του Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου ΚΕΦ. 224. Το άρθρο 65ΙΕ έχει ως ακολούθως:-
«65ΙΕ (1) Κανένα εμπίστευμα το οποίο αφορά ακίνητη ιδιοκτησία δεν θεωρείται έγκυρο εκτός αν αυτό ιδρύεται με έγγραφο (trust deed) υπογραμμένο από το πρόσωπο που δικαιούται σε αυτό ή με διαθήκη.
(2) Το ιδρυτικό έγγραφο του εμπιστεύματος (trust deed) ή η διαθήκη ανάλογα με την περίπτωση, καταχωρίζονται στο Μητρώο Εγγραφής του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου.»
Η έκταση και εφαρμογή του άρθρου αυτού υπήρξε αντικείμενο νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εις την Χαραλαμπίδης ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ 709, 717, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Το Άρθρο 65ΙΕ του ΚΕΦ. 224, (όπως διαμορφώθηκε από το Ν.2/78), δεν περιορίζει τον ορισμό του όρου " εμπίστευμα» στο Άρθρο 4, ούτε έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία του. Προβλέπει τη σύσταση εμπιστεύματος και την εγγραφή του στο Κτηματολογικό Μητρώο για τη δέσμευση της περιουσίας και για τους σκοπούς του εμπιστεύματος. Μόνο εμπιστεύματα τα οποία καταρτίζονται με τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 65ΙΕ θεωρούνται έγκυρα και μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο εγγραφής....»
Τα ίδια στην Πίριλλος ν. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ 1153, 1179:-
"Στην Κύπρο το θέμα της δημιουργίας έγκυρου εμπιστεύματος διέπεται από ειδική νομοθετική διάταξη - το άρθρο 65ΙΕ του Κεφ. 224, το οποίο προβλέπει για ίδρυση εμπιστεύματος με ιδρυτικό έγγραφο (trust deed) και για κατάθεση του στο μητρώο εγγραφής του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου. Στην Χαραλαμπίδης ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ 709, υποδεικνύεται ότι το άρθρο 65 ΙΕ προβλέπει "τη σύσταση εμπιστεύματος δια εγγράφου και την εγγραφή του στο Κτηματολογικό Μητρώο για τη δέσμευση της περιουσίας και για τους σκοπούς του εμπιστεύματος». Υποδεικνύεται, επίσης, ότι «μόνο εμπιστεύματα τα οποία καταρτίζονται με τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 65 ΙΕ θεωρούνται έγκυρα και μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο εγγραφής»."
Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης εφόσον το εμπίστευμα δεν ενεγράφη στο Κτηματολογικό Μητρώο όπως η προσαχθείσα μαρτυρία καταδεικνύει, δεν τίθεται θέμα δέσμευσης της περιουσίας του για τους σκοπούς του εμπιστεύματος. Συνεπώς το ακίνητο υπό αναφορά αποτελεί μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντα και ως τέτοια ο αιτητής θα πρέπει να την μεταχειριστεί.»
Οι εφεσίβλητοι-καθ΄ ων η αίτηση, υποστηρίζουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ιδιαιτέρως τον σκληρό πυρήνα της συλλογιστικής που οδήγησε στην τελική κατάληξη του Δικαστηρίου: εφόσον το επίδικο εμπίστευμα δεν ενεγράφη στο Κτηματολογικό Μητρώο δεν ετίθετο θέμα δέσμευσης της περιουσίας του αποβιώσαντος για τους σκοπούς του εμπιστεύματος και συνεπώς, το εν λόγω ακίνητο, το οποίο αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του εμπιστεύματος συνιστά μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντος.
Θεωρούν οι εφεσίβλητοι, ότι με το θάνατο του ιδρυτή το ακίνητο περιήλθε στους κληρονόμους του τελευταίου, περιλαμβανομένων των καθ΄ ων η αίτηση, ως νομίμων εξ αδιαθέτου κληρονόμων και δικαιούχων της περιουσίας του αποβιώσαντος, το δε εμπίστευμα, δια της παράλειψης εγγραφής του στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο, κατέστη αναποτελεσματικό και άκυρο και ως αδύνατον να αναβιώσει.
Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 65ΙΕ του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, ΚΕΦ. 224 (ο Νόμος) και ότι λανθασμένα κατέληξε ότι η καταχώριση του εγγράφου στο Κτηματολογικό Μητρώο συνιστά προαπαιτούμενο για την εγκυρότητα του, παρερμηνεύοντας το ratio decidendi και τις νομικές αρχές που προσδιορίζονται στις Χαραλαμπίδης ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 709, 711 και Πίριλλος ν. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1153, 1179.
Στα καθ΄ ημάς, η δημιουργία εγκύρου εμπιστεύματος, προϋποθέτει την τήρηση του προβλεπόμενου υπό του Νόμου τύπου: ιδρυτικό έγγραφο (trust deed), άρθρο 65ΙΕ του Νόμου, όπως διαμορφώθηκε από το Ν. 2/78, Χαραλαμπίδης (ανωτέρω) και Πίριλλος (ανωτέρω).
Το Εφετείο στην Πίριλλου (ανωτέρω) εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, ότι εκείνο που δημιουργήθηκε ήταν συμβατικό προσωπικό δικαίωμα, τοποθετήθηκε ως ακολούθως:
«Στην Χαραλαμπίδης ν. Κωνσταντίνου κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 8573/28.6.1996 υποδεικνύεται ότι το άρθρο 65ΙΕ προβλέπει "τη σύσταση εμπιστεύματος δια εγγράφου και την εγγραφή του στο Κτηματολογικό Μητρώο για τη δέσμευση της περιουσίας για τους σκοπούς του εμπιστεύματος". Υποδεικνύεται, επίσης, ότι "μόνο εμπιστεύματα τα οποία καταρτίζονται με τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 65ΙΕ θεωρούνται έγκυρα και μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο εγγραφής".
Ανεξάρτητα λοιπόν από τα κρατούντα στην Αγγλία στην Κύπρο το θέμα του τί αποτελεί έγκυρο εμπίστευμα ρυθμίζεται από το πιο πάνω άρθρο 65ΙΕ. Για να μπορούσε να εγγραφεί το τεκμήριο 12 στο Μητρώο Εγγραφής του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου αυτό έπρεπε να είχε καταρτιστεί με τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 65ΙΕ. Το άρθρο αυτό δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι για να θεωρηθεί ένα έγγραφο ως εμπίστευμα πρέπει σ΄ αυτό να αναφέρεται ρητά ότι με αυτό δημιουργείται εμπίστευμα. Η αναγκαιότητα αυτή προκύπτει από το λεκτικό των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 65ΙΕ. Και τα δύο εδάφια ομιλούν για έγγραφο του εμπιστεύματος (trust deed).
Εφόσον το τεκμήριο 12 δεν αναφέρεται ρητά στη δημιουργία εμπιστεύματος έπεται πως αυτό δεν έχει καταρτιστεί με τον τρόπο που προβλέπεται από το άρθρο 65ΙΕ του Κεφ. 224. Δεν θα μπορούσε, επομένως, να εγγραφεί στο Μητρώο που καθορίζεται από το άρθρο 65ΙΕ (2). Ακολουθεί πως η περί του αντιθέτου εισήγηση του εφεσείοντα δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.»
Καθίσταται σαφές ότι η εφαρμογή του άρθρου 65ΙΕ (2) προϋποθέτει την τήρηση του τύπου ώστε το εμπίστευμα να είναι δεκτικό εγγραφής στο Κτηματολόγιο (Πίριλλου (ανωτέρω)). Ήδη με την Χαραλαμπίδης (ανωτέρω), ο τότε Πρόεδρος Πικής, που εξέδωσε την απόφαση της πλειοψηφίας, έδωσε την απάντηση:
«Το Άρθρο 65IE του ΚΕΦ. 224, (όπως διαμορφώθηκε από το Ν. 2/78), δεν περιορίζει τον ορισμό του όρου "εμπίστευμα" στο Άρθρο 4, ούτε έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία του. Προβλέπει τη σύσταση εμπιστεύματος διά εγγράφου και την εγγραφή του στο Κτηματολογικό Μητρώο για τη δέσμευση της περιουσίας για τους σκοπούς του εμπιστεύματος. Μόνο εμπιστεύματα τα οποία καταρτίζονται με τον τρόπο που προβλέπει το Άρθρο 65IE θεωρούνται έγκυρα και μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο εγγραφής. .»
Θεωρούμε, ότι οι πρόνοιες του εν λόγω άρθρου είναι σαφείς. Βασική προϋπόθεση, για να κριθεί έγκυρο έγγραφο εμπιστεύματος, που αφορά σε ακίνητη ιδιοκτησία, συνιστά η ύπαρξη ιδρυτικού εγγράφου ή διαθήκης που φέρει την υπογραφή του ιδρυτή ή του διαθέτη, αναλόγως της περίπτωσης. Η καταχώριση του ιδρυτικού εγγράφου στο Κτηματολογικό Γραφείο, δεν συνιστά συστατικό στοιχείο ή προϋπόθεση της εγκυρότητας του εμπιστεύματος ώστε να μην επιφέρει τις έννομες συνέπειες που ηθέλησε ο ιδρυτής του ή ακυρότητα της δικαιοπραξίας.
Δυνάμει του εδ. (2) του άρθρου 65ΙΕ, παρέχεται μόνο η δυνατότητα καταχώρισης του εγγράφου στο Μητρώο Εγγραφής του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου για τους όποιους σκοπούς κρίνει ως αναγκαίους ο ιδρυτής του: για τους σκοπούς του εμπιστεύματος και/ή για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.
Το παράπονο των εφεσειόντων, ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε τις Χαραλαμπίδης και Πίριλλου (ανωτέρω) είναι βάσιμο. Το Δικαστήριο περιορίζεται σε παράθεση αποσπασμάτων από την Χαραλαμπίδης και Πίριλλου (ανωτέρω), του διαφεύγει όμως ότι στο απόσπασμα που ακολουθεί από την Πίριλλου το Εφετείο προχωρεί στη διαπίστωση ότι:
«Έχει, επομένως, δημιουργηθεί εμπίστευμα με το τεκμήριο 12. Έπεται πως η επί του προκειμένου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Αυτή η κατάληξη προσφέρει και την απάντηση στη θέση που έχει προβάλει ο εφεσείοντας με το δεύτερο σκέλος των πιο πάνω λόγων της έφεσης - ότι το τεκμήριο 12 δεν δημιούργησε σύμβαση ειδικά εκτελεστή.
[.]
Εν όψει όλων των ανωτέρω θεωρούμε ότι η επίδικη θεραπεία μπορούσε να χορηγηθεί χωρίς να είχε προηγηθεί η κατάθεση της συμφωνίας (τεκμήριο 12) στο Κτηματολόγιο.»
Ό,τι ενδεχομένως εισηγούνται οι εφεσίβλητοι προτείνοντας ότι το επίδικο εμπίστευμα κατέστη, κατά την έκφραση τους, αναποτελεσματικό ή ανενεργό, με παραπομπή στην Αγγλική υπόθεση Milroy v. Lord (1862) 4 De G.F. & J. 264, δεν αφορά τις διαφορές μεταξύ δικαιούχων εκ του εμπιστεύματος και των κληρονόμων του αποβιώσαντος. Συνιστά διαφορά inter partes: του εμπιστεύματος και της Λαϊκής Τράπεζας, η οποία και δεν συγκατατέθηκε στην εγγραφή του στο Κτηματολόγιο και όχι όρο ή προϋπόθεση για τη δημιουργία ή την εγκυρότητα του, όπως θέλουν να θεωρούν οι εφεσίβλητοι.
Η συγκατάθεση οιουδήποτε τρίτου, και εν προκειμένω της Τράπεζας, δεν αποτελεί προαπαιτούμενο της έγκυρης δικαιοπραξίας. Η δημιουργία του εμπιστεύματος ανάγεται στην έκφραση της ιδιωτικής βούλησης του ιδρυτή στην οποία δεν έχει κανένα λόγο οποιοσδήποτε τρίτος. Διακρίνονται οι προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας, οι οποίες πρέπει να συνυπάρχουν, κατά την κατάρτιση της και οι όροι του ενεργού της δικαιοπραξίας, που πρέπει να συντρέξουν μετά την κατάρτιση της, ώστε αυτή να καταστεί ενεργή, σε καμιά περίπτωση όμως αποτελούν αναγκαία στοιχεία του κύρους της.
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαφέρουν από τη Milroy (ανωτέρω) την οποία επικαλούνται οι εφεσίβλητοι, προβάλλοντας ότι δεν υφίσταται αποτελεσματικό και/ή έγκυρο εμπίστευμα. Χωρίς να αμφισβητούμε την αρχή του κοινού δικαίου που καθιερώθηκε στη Milroy (ανωτέρω) ότι η επιείκεια δεν υποβοηθεί τον εθελοντή (equity does not assist a volunteer), δηλαδή το διαθέτη που δεν ολοκλήρωσε τα προαπαιτούμενα για την αποτελεσματικότητα του εμπιστεύματος, τα γεγονότα της Milroy (ανωτέρω) διακρίνονται από την παρούσα. Στη Milroy (ανωτέρω) ό,τι αποφασίστηκε ως ουσιαστικό, ήταν ότι δεν είχε συσταθεί έγκυρο καταπίστευμα επειδή δεν ήταν η πρόθεση του «settlor to constitute himself a trustee of the shares, but to vest the trust in S.L., there was no valid trust of the shares created in the settlor.» Τόσο στη Milroy (ανωτέρω) όσο και σε άλλες αποφάσεις του Εφετείου,[1] ό,τι απετέλεσε επίδικο ζήτημα και έφερνε στο προσκήνιο του ερώτημα της εφαρμογής ή μη του δικαίου της επιείκειας ήταν η ανυπαρξία συστατικού εγγράφου, όρος που δεν συντρέχει στην υπό κρίση.
Εν όψει της περιορισμένης εξουσίας και δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, άρθρο 53 ανωτέρω, και της έκτασης του ζητήματος όπως περιορίζεται από το λόγο έφεσης, θεωρούμε ορθό να μην επεκταθούμε περαιτέρω.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο συναφής λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται, με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/φκ
[1] Miltiadous v. Miltiadous (1982) 1 C.L.R. 797, Κωνσταντίνου ν. Δημοσθένους (1992) 1 Α.Α.Δ. 621, Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 521.