ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2018:13
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 19/2016)
12 Νοεμβρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
Ι. Μ.,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
ν.
Ρ. Μ.,
Εφεσίβλητης/Καθ'ης η αίτηση.
Κ. Πόλεος με Κ. Λούτσιου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Μ. Χατζηκωνσταντή (κα) με Μ. Μαρκουλλή για Γ. Πιττάτζιη, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος παρακοής ενός, εκ συμφώνου, εκδοθέντος διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, ημερ. 7 Φεβρουαρίου 2013, δυνάμει του οποίου είχαν ρυθμιστεί θέματα γονικής μέριμνας των δύο ανήλικων τότε τέκνων των διαδίκων.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, ο εφεσείων κρίθηκε ότι ηθελημένα «παρέλειψε να παραδώσει τα ανήλικα τέκνα Γ. και Μ. στην εφεσίβλητη στις 6.1.2014, ως όφειλε με βάση το διάταγμα ημερομηνίας 7.2.2013».
Με την έφεση καταχωρήθηκε μόνο ένας λόγος έφεσης στη βάση ότι η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Παρατίθενται 18 παράγραφοι ως αιτιολογία του λόγου έφεσης, πλην, όμως, με το περίγραμμα αγόρευσης του και τελικώς την προφορική αγόρευση του συνηγόρου του, ο εφεσείων περιόρισε ουσιαστικώς το παράπονο του στο βάρος απόδειξης το οποίο θα έπρεπε, όπως προβλήθηκε, να ισχύσει επί του προκειμένου για να τεκμηριωθεί η διαδικασία παρακοής δικαστικού διατάγματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος παραδέχθηκε ότι όντως ο εφεσείων είχε παραβεί το δικαστικό διάταγμα, όπως προσδιορίστηκε με το εκ συμφώνου εκδοθέν διάταγμα ημερ. 7 Φεβρουαρίου 2013, πλην, όμως, όπως ανέφερε, αυτή η μη τήρηση του διατάγματος δεν ήταν ηθελημένη. Σε κανένα σημείο, πρόσθεσε ο κ. Πόλεος, το βάρος απόδειξης δεν μετατοπίζεται στους ώμους του εφεσείοντα. Το «ηθελημένο» αποτελεί συστατικό στοιχείο της κατηγορίας και με βάση το άρθρο 42 του Νόμου 14/60, ο κατήγορος, επί του προκειμένου η εφεσίβλητη, θα έπρεπε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αυτό το συστατικό.
Από τα γεγονότα τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, όπως είπε ο συνήγορος, είχε καταδειχθεί ότι ο εφεσείων δεν ήταν υπαίτιος για τη «μη παράδοση των παιδιών» στην εφεσίβλητη. Περαιτέρω, ο συνήγορος αναφέρθηκε στην υπόθεση Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1 Α.Α.Δ. 293 για να καταδείξει ότι «η παράδοση» δεν πρέπει να αντικρίζεται ως μια μηχανιστική ενέργεια, αλλά ως υποχρέωση θετικής ενέργειας που επέβαλλε ενθάρρυνση και προτροπή, έτσι ώστε να υλοποιηθεί το διάταγμα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα υπακοής και τήρησης των δικαστικών διαταγμάτων, καθότι τούτα αποτελούν το θεμέλιο του κράτους δικαίου. (Βλ. Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1(E) A.Α.Δ. 750). Ταυτοχρόνως, το δικαστήριο αναφέρθηκε στη συνέπεια που θα επέφερε μια αναποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών διαταγμάτων, τόσο στα θεμελιώδη δικαιώματα τρίτων, όσο και στη δημοκρατική κοινωνία γενικότερα. (Βλ. Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (ανωτέρω)).
Το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60, όντας δικαιοδοτικό άρθρο, προσδιορίζει την τιμωρία των προσώπων που παραβαίνουν δικαστικά διατάγματα. Οι προϋποθέσεις για τεκμηρίωση αίτησης παρακοής ρυθμίζονται από τον Καν. 42Α των περί Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ήτοι, η ύπαρξη διατάγματος, η ύπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης, η προσωπική επίδοση του διατάγματος και τέλος, η προσωπική επίδοση της αίτησης παρακοής.
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 293:
"Όπως επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier KG (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 750, το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν.14/60), ως δικαιοδοτικό, προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για τη τιμωρία προσώπων, φυσικών ή νομικών, για την παρακοή διαταγμάτων. Προϋπόθεση ενεργοποίησης της πιο πάνω δικαιοδοσίας είναι η τήρηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που τίθενται με τις πρόνοιες της Δ.42 Α(1) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών. (Οικονομίδου v. Ph. Economides Estates Ltd (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1145.)"
Από την ιδία τη φύση της διαδικασίας παρακοής ως οιονεί ποινικής (βλ. Halin v. Timur (2005) 1(Α) A.A.Δ. 424), αναφύεται η ανάγκη πλήρους και αποτελεσματικής διαπίστωσης ύπαρξης των πιο κάτω προϋποθέσεων, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, (Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401):
α. Ύπαρξη διατάγματος.
β. Ύπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης.
γ. Προσωπική επίδοση του διατάγματος.
δ. Προσωπική επίδοση της αιτήσεως παρακοής.
Σχετική επί του θέματος της ικανοποίησης των προϋποθέσεων για απόδειξη παρακοής είναι η υπόθεση Ονουφρίου v. Bye (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 371.″
Η ύπαρξη των τριών προϋποθέσεων δεν έχει αμφισβητηθεί ότι υφίστατο και για το θέμα της προσωπικής επίδοσης του διατάγματος, για το οποίο γίνεται αναφορά στο περίγραμμα αγόρευσης, ο εφεσείων, όπως σημειώνεται πρωτοδίκως, είχε αναφέρει ότι τέθηκε «απλώς» στην ένσταση από το συνήγορο του, ενώ ο ίδιος το είχε όντως παραλάβει.
Μετά τη διαπίστωση ύπαρξης των τεσσάρων πιο πάνω προϋποθέσεων, το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της καταφρόνησης του δικαστηρίου. Αναγνωρίστηκε ότι η φύση της διαδικασίας, όντας οιονεί ποινική, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η παρακοή διατάγματος είναι ηθελημένη και να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. (Βλ. Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309).
Η απόδειξη της ηθελημένης ανυπακοής, είναι προαπαιτούμενο για στοιχειοθέτηση της καταφρόνησης σε διάταγμα δικαστηρίου (βλ. Mouzouris a.ο. v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, Παπαχρυσοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 και Sazen Fast Food Ltd v. X. Λειβαδ. & Σία Λτδ κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 472). Το ίδιο το αποτέλεσμα της ανυπακοής από μόνο του δεν είναι αρκετό. Θα πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου. (Έφεση Αρ. 4/2014, Ιακώβου ν. Γεωργίου, ημερ. 2 Ιουνίου 2017).
Στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Poliakova (Αρ. 1) (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 256 τονίστηκε το εξής στη σελ. 369:
″Όσον αφορά το «mens rea» που πρέπει να διαπιστώνεται, αρκεί να λεχθεί ότι η ένοχη διάνοια ως προς το ηθελημένο της παρακοής εξάγεται από όλα τα περιστατικά της υπόθεσης . Η αναγκαία πρόθεση δύναται να εξαχθεί από όλα τα στοιχεία και όσο πιο εμφανής η απείθεια στο Διάταγμα, τόσο πιο εύκολα καταλογίζεται ένοχη «διάνοια».″
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Ιακώβου (ανωτέρω):
"Το αποδεικτικό βάρος το φέρει ο αιτητής, ο οποίος έχει την υποχρέωση να αποδείξει τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση του και να ικανοποιήσει το Δικαστήριο, στον απαιτούμενο βαθμό και στη διαπίστωση της βεβαιότητας της ενοχής του καθ΄ου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (David Bean Injunctions, 8η έκδοση, σ.90.1, παρ. 6.18 και 6.19 και Μιχαηλίδης (ανωτέρω)).
.......
Δεν είναι όμως αρκετή η αρνητική στάση και οι δηλώσεις του ανηλίκου, το ίδιο Δικαστήριο οφείλει να ενδιατρίψει και να διαπιστώσει τα αίτια μιας τέτοιας στάσης και απόφασης και κατά πόσο η άρνηση του μορφώθηκε εξ ιδίων ή ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον εφεσείοντα, Κωνσταντίνου ν. Ξιούρου, Έφεση Αρ. 2/12, 9.5.2014:
«Τα διατάγματα αυτά εκδίδονται κατά κύριο λόγο προς όφελος των ανηλίκων τέκνων εφόσον αναγνωρίζεται η μεγάλη σημασία της επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων και με τους δύο γονείς τους, παρά το χωρισμό των γονέων. Σε περίπτωση που ο γονέας, που διατάσσεται να συμμορφωθεί με διάταγμα επικοινωνίας του ανήλικου τέκνου του με τον άλλο γονέα, προβάλλει κάποια δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του, το βάρος το έχει εκείνος που προβάλλει τη δικαιολογία να αποδείξει ότι αυτή είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Αυτό, αντίθετα με τον αιτητή που ισχυρίζεται παρακοή διατάγματος του δικαστηρίου, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει τον ισχυρισμό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας .»″
Απαιτείται επομένως η απόδειξη ηθελημένης παράλειψης συμμόρφωσης με το διάταγμα, η οποία δεν οφείλεται σε αδυναμία εκτέλεσης. Εφόσον προβάλλεται ως υπεράσπιση η αδυναμία συμμόρφωσης, η αδυναμία αυτή απαραιτήτως πρέπει να διαπιστώνεται ως πραγματικό γεγονός. (Έπαρχος Πάφου ν. Κωνσταντίνου (2009) 2 Α.Α.Δ. 594). To βάρος απόδειξης της αδυναμίας αυτής βαρύνει αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται το διάταγμα και ο οποίος προβάλλει το γεγονός της εν λόγω αδυναμίας. (Yugos Finance BV v. Halebay Holdings Limited (2009) 1 A.A.Δ. 569).
Στο σύγγραμμα The Law of Contempt, Borrie and Lowe, στη σελίδα 322 αναφέρεται ότι: "it is the duty of the defendants to find out the proper means of obeying the order and although it may be a defence to show that compliance with the order was impossible, the burden of proving such impossibility is upon the defendants".
Είχε καταστεί, ως εκ τούτου, πρωταρχικής σημασίας να αποφασιστεί, στη βάση της προσαχθείσας και αξιολογηθείσας μαρτυρίας επί τούτου, ο λόγος για τον οποίο δεν είχε καταστεί δυνατή η εκτέλεση του δικαστικού διατάγματος.
Πρωτοδίκως, μετά από αξιολόγηση, για την οποία δεν υπάρχει αμφισβήτηση, το δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία που η εφεσίβλητη προσκόμισε και αντιθέτως, απέρριψε, για λόγους που εξηγήθηκαν επαρκώς, τη μαρτυρία του εφεσείοντα.
Ορθώς, κατά τη γνώμη μας, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων «.. είχε το βάρος να αποδείξει ότι τα παιδιά με δική τους βούληση δεν ήθελαν να πάνε με τη μητέρα τους, το οποίο απέτυχε να αποσείσει».
Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι βρισκόταν σε πραγματική αντικειμενική αδυναμία να συμμορφωθεί με το διάταγμα του δικαστηρίου. Αντιθέτως, στη μαρτυρία του ανέφερε ότι στις 22 Δεκεμβρίου 2013 είχε μεταφέρει τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας τους αλλά αυτή απουσίαζε, καθώς επίσης ότι στις 27 Δεκεμβρίου 2013 όταν έπρεπε να επιστρέψει τα παιδιά είχε κανονίσει συνάντηση για υποβολή καταγγελίας στην αστυνομία.
Κατά τη γνώμη μας, ορθώς το δικαστήριο κατέληξε ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας «ο εφεσείοντας ηθελημένα, όχι μόνο δεν συνέβαλλε θετικά στη τήρηση του διατάγματος αλλά αντίθετα προσχεδίασε τη μη εφαρμογή του».
Με βάση τα ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΔΓ