ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A508
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 188/2012
20 Νοεμβρίου, 2018.
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]
ΚΡΙΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ
EUROCYPRIA AIRLINES LTD,
Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση
- ΚΑΙ -
χχχχχ ΣΟΥΡΟΥΛΛΑ,
Εφεσίβλητου/Αιτητή.
------------------------
Πόλυς Πολυβίου μαζί με Μαρία Αντωνίου (κα), για Εφεσείοντες.
Πάρης Σπανός, για τον Εφεσίβλητο.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου ως προς το αποτέλεσμα είναι ομόφωνη, όχι όμως ως προς το σκεπτικό. Θα απαγγελθεί απόφαση από την Π. Παναγή, Δ, με την οποία συμφωνεί ο Γ. Ν. Γιασεμής, Δ. Ο Μ. Χριστοδούλου, Δ. θα δώσει δική του απόφαση, με διαφορετικό σκεπτικό.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε την 1.8.2000 από την αεροπορική εταιρεία Eurocypria Airlines Ltd (στο εξής «η εταιρεία»), στη θέση του Γενικού Διευθυντή, δυνάμει πενταετούς συμβολαίου, το οποίο ανανεώθηκε μέχρι τις 31.7.2010 με κάποιους διαφοροποιημένους όρους. Κατείχε τη θέση αυτή μέχρι την απόλυση του στις 20.2.2009, άνευ προειδοποιήσεως.
Ο εφεσίβλητος, θεωρώντας την απόλυση του παράνομη, καταχώρησε Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διεκδικώντας από την εταιρεία «αποζημιώσεις και/ή αυξημένες αποζημιώσεις για παράνομη και/ή κακόπιστη και/ή εκδικητική απόλυση» και άλλες θεραπείες στις οποίες δεν χρειάζεται να γίνει ειδική αναφορά.
Εκκρεμούσης της διαδικασίας η εταιρεία τέθηκε υπό εκκαθάριση και αντικαταστάθηκε, κατόπιν σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου, από τον εκκαθαριστή της ως καθ΄ ου η αίτηση.
Για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα όσα θα απασχολήσουν στο πλαίσιο εξέτασης της έφεσης, επιβάλλεται η παράθεση του ιστορικού, όπως προκύπτει από τα παραδεκτά ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης και τα ευρήματα του Δικαστηρίου.
Την 5.1.2009, η Κυπριακή Δημοκρατία, αποκλειστική μέτοχος της εταιρείας, διόρισε τον κ. χχχχχ Ιωάννου ως εκτελεστικό Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της. Προηγουμένως, το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας δεν είχε εκτελεστικό Πρόεδρο. Ο κ. Ιωάννου είχε διατελέσει και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας την περίοδο 1993-2003.
Με επιστολή του ημερομηνίας 20.2.2009, ο κ. Ιωάννου ανακοίνωσε στον εφεσίβλητο την ομόφωνη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου «να τερματίσει άμεσα, και χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση ή αποζημίωση» την εργοδότησή του, για τους λόγους που αναφέρονται εκτενώς σε αυτή.
Της απόλυσης είχε προηγηθεί συνάντηση του εφεσίβλητου με τον κ. Ιωάννου στις 26.1.2009, κατά την οποία ο τελευταίος ζήτησε από τον εφεσίβλητο να αποχωρήσει με υποχρεωτική άδεια, όπως και έπραξε. Ακολούθως, ο κ. Ιωάννου πληροφόρησε τον εφεσίβλητο με επιστολή του, «κατηγορητήριο», ημερομηνίας 5.2.2009, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο εξέτασε την κατάσταση της εταιρείας και άλλα θέματα, για τα οποία εκ πρώτης όψεως αυτός θεωρείτο υπεύθυνος, ενόψει των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του ως Γενικού Διευθυντή, και καλείτο να παρουσιαστεί ενώπιον του Συμβουλίου στις 11.2.2009 για να προβεί σε παραστάσεις υποβάλλοντας μέχρι τότε, αν το επιθυμούσε, σχετικό υπόμνημα. Ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε ενώπιον του Συμβουλίου και απάντησε στις κατηγορίες που του είχαν προσαφθεί με τη σχετική επιστολή, καταθέτοντας και τις δικές του θέσεις. Μετά την απόλυση του εφεσίβλητου, δεν προσελήφθη άλλος Γενικός Διευθυντής από την εταιρεία και τα καθήκοντά του ανέλαβε ο κ. Ιωάννου.
Ως έχει αναφερθεί, οι λόγοι απόλυσης εκτίθενται εκτενώς στην επιστολή του Εκτελεστικού Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας προς τον εφεσίβλητο, ημερομηνίας 20.2.2009. Πρόκειται για λόγους, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, που σχετίζονται με την μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του εφεσίβλητου και αφορούν, ουσιαστικά:
(1) σε κακή διαχείριση, ιδιαίτερα από την παράλειψη του εφεσίβλητου να καλύψει τους συναλλαγματικούς και πετρελαϊκούς κινδύνους σχετικά με τα συμβόλαια του 2008 όταν οι εξελίξεις έκδηλα το απαιτούσαν, συνεπεία της οποίας η εταιρεία πραγματοποίησε σοβαρές ζημιές˙
(2) σε έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των αξιωματούχων της εταιρείας, κατάσταση για την οποία ο εφεσίβλητος, ως Γενικός Διευθυντής, είχε πρωταρχική ευθύνη˙
(3) σε διαπίστωση από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας σοβαρών αδυναμιών στην εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας, μία κατάσταση πραγμάτων που οδήγησε την εταιρεία στην απαλλαγή του εφεσίβλητου από τα καθήκοντά του ως Υπόλογου Διευθυντή (Accountable Manager)˙
(4) στη σύναψη από την εταιρεία, κατά τη διάρκεια της θητείας του εφεσίβλητου ως Γενικού Διευθυντή, της «άκρως» ζημιογόνας, αόριστης και απαράδεκτης συμφωνίας με την Olympic Holidays, την ανεπαρκέστατη διαχείριση του εν λόγω συμβολαίου και τη μη γνωστοποίηση στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας του ζημιογόνου και, ιδιαίτερα, της έκτασης της ζημιάς από την εκτέλεση του προγράμματος που διαλαμβανόταν στο εν λόγω συμβόλαιο˙
(5) σε αμέλεια και παράλειψη του εφεσίβλητου να εκτελέσει τα καθήκοντα και υποχρεώσεις της θέσης του ιδιαίτερα τα όσα καταγράφονται στις υποπαραγράφους (b), (c), (d) και (e) του συμβολαίου εργοδότησης του και, γενικά, στη «σοβαρά πλημμελής» εκτέλεση των καθηκόντων του, οδηγώντας την εταιρεία «στο χείλος της πτώχευσης και σε πλήρη ανυποληψία».
Σύμφωνα με την ίδια επιστολή, το Διοικητικού Συμβούλιο της εταιρείας έχοντας μελετήσει προσεκτικά όλα τα ενώπιον του στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των παραστάσεων του εφεσίβλητου, έκρινε ομόφωνα πως αυτός είχε διαπράξει πολύ σοβαρά παραπτώματα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και είχε υποπέσει σε σοβαρές και επαναλαμβανόμενες παραβάσεις των όρων εργασίας του.
Οι εφεσείοντες πρωτοδίκως αρνήθηκαν ότι η απόλυση του εφεσίβλητου ήταν παράνομη και αντέταξαν ότι ήταν καθόλα νόμιμη για τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή του Εκτελεστικού Προέδρου της εταιρείας ημερομηνίας 20.2.2009.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί σε σχέση με κάθε προβαλλόμενο από τους εφεσείοντες λόγο απόλυσης, αποδέχτηκε ως αληθινή τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του μάρτυρά του, για τους λόγους που εξήγησε. Θεώρησε δε ότι οι εφεσείοντες δεν έθεσαν ενώπιον του την καλύτερη δυνατή μαρτυρία που είχαν στη διάθεσή τους, αφού ο κ. Ιωάννου ο οποίος είχε καταθέσει ως βασικός μάρτυρας των εφεσειόντων, δεν είχε προσωπική γνώση των κατ' ισχυρισμόν γεγονότων τα οποία συνέβησαν πριν από το διορισμό του στη θέση του Εκτελεστικού Προέδρου και πως τα όσα σχετικά ανέφερε αποτελούσαν εικασίες και εξ ακοής μαρτυρία. Το Δικαστήριο έθεσε συναφώς το ερώτημα, γιατί οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν τη μαρτυρία του τότε Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου στο οποίο είχε ανατεθεί η εξέταση των γεγονότων και της διαδικασίας συνομολόγησης της συμφωνίας μεταξύ της εταιρείας και της Olympic Holidays, την έρευνα του οποίου ο κ. Ιωάννου επικαλείτο συνεχώς προς στήριξη των θέσεων του.
Συνεπακόλουθα της αξιολόγησης, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν με σαφή, πειστική και αποδεκτή μαρτυρία τα όσα καταλόγισαν στον εφεσίβλητο με την επιστολή απόλυσης. Ακόμη, όμως, και αν αποδεικνυόταν οποιοσδήποτε από τους λόγους που αυτοί επικαλέστηκαν για την απόλυση του εφεσίβλητου, κάτι που δεν είχε διαπιστώσει το Δικαστήριο, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε «από την εμφάνιση των κατ' ισχυρισμό γεγονότων» μέχρι την απόλυσή του, ήταν αρκετό για να απωλέσουν οι εφεσείοντες το δικαίωμα απόλυσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην επιφύλαξη του άρθρου 5(ε) περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/67) (στο εξής «ο Νόμος»)[1]. Καταλήγοντας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες παράνομα και αδικαιολόγητα τερμάτισαν την απασχόληση του εφεσίβλητου και επιδίκασε προς αυτόν το συνολικό ποσό των 127.172,33 με νόμιμο τόκο, ως αποζημίωση για παράνομο τερματισμό απασχόλησης και πληρωμή αντί προειδοποίησης.
Με την έφεση που ασκήθηκε κατά της πρωτόδικης απόφασης διατυπώνονται οκτώ λόγοι έφεσης. Με το περίγραμμα αγόρευσής τους, οι εφεσείοντες προωθούν δύο, κυρίως, λόγους. Αφενός, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το ορθό νομικό κριτήριο στην υπόθεση, το οποίο καθιερώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Κακοφεγγίτου ν Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 1478. Αφετέρου, ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο πως το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την απόλυση ήταν αρκετό για να απωλέσουν οι εφεσείοντες το δικαίωμα προς τούτο. Θέματα τα οποία συνδέονται, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων.
Από την άλλη πλευρά, ο εφεσίβλητος υποστηρίζει πως το κριτήριο της Κακοφεγγίτου δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση αφού εφαρμόζεται μόνο όταν τα αποκρυσταλλωμένα γεγονότα, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Δικαστήριο, καταδεικνύουν μεμπτή συμπεριφορά εκ μέρους του εργοδοτούμενου. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν τους ισχυρισμούς τους περί μεμπτής συμπεριφοράς του εφεσίβλητου και, επομένως εξέλιπε η πραγματική βάση επί της οποίας θα μπορούσε να εφαρμοστεί το εν λόγω κριτήριο.
Το ουσιαστικό ερώτημα που απασχόλησε στην Κακοφεγγίτου ήταν κατά πόσο, ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτούμενου έγινε για λόγο που εκτίθεται στο άρθρο 5 του Νόμου, ιδιαίτερα στα εδάφια (ε) και (στ). Το ίδιο ερώτημα τίθεται και εδώ. Σε σχέση με το θέμα αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι προσεγγίζοντας την νομική πτυχή της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, αρχικά, πως οι λόγοι που οδήγησαν τους εφεσείοντες στην απόλυση του εφεσίβλητου, «σχετίζονται με την μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του [άρθρο 5(α) του Νόμου]». Έκρινε δε, συμφωνώντας με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσίβλητου, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούσε να γίνει επίκληση της πρόνοιας εκείνης «για νομιμοποίηση της απόλυσης», αφού η απόλυση του εφεσίβλητου ήταν άμεση, δηλαδή άνευ προειδοποιήσεως. Το Δικαστήριο δεν παρέμεινε μέχρι εκεί. Κατέληξε στη συνέχεια ότι επειδή η απόλυση ήταν άμεση και οι εφεσείοντες αναφέρονταν με την επιστολή απόλυσης στη διάπραξη πολύ σοβαρών παραπτωμάτων από τον εφεσίβλητο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, «για να κριθεί η νομιμότητα της απόλυσης θα πρέπει να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των εδαφίων (ε) και (στ) του Νόμου». Παραθέτοντας δε στη συνέχεια το άρθρο 5(ε) του Νόμου, το Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα εάν οι εφεσείοντες άσκησαν το δικαίωμα τους να απολύσουν τον εφεσίβλητο εντός λογικού διαστήματος από το γεγονός που οι ίδιοι επικαλέστηκαν ως παρέχον τέτοιο δικαίωμα. Ερώτημα το οποίο θα μπορούσε να τεθεί μόνο στο πλαίσιο της επιφύλαξης του άρθρου 5(ε) του Νόμου. Έδωσε αρνητική απάντηση, ως έχει αναφερθεί, μετά από συζήτηση του θέματος στη βάση των ενώπιον του δεδομένων και αναφορά σε νομολογία.
Επανερχόμαστε στην υπόθεση Κακοφεγγίτου. Απαντώντας στο θεμελιακό ερώτημα, που είχε ενώπιον του το Εφετείο, αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση British Leyland (UK) Limited v Swift [1981] 1 R.L.R. 91, η οποία εφαρμόστηκε και σε πιο πρόσφατες υποθέσεις, (βλ., μεταξύ άλλων, Iceland Frozen Foods Limited v Jones (1983) I.C.R. 17, Boys and Girls Welfare Society v McDonald [1997] 1.C.R. 693 και Wilson Devonauld Limited v Suckling (2010) 107(35) L.S.G. 21):
«The correct test is: Was it reasonable for the employers to dismiss him? If no reasonable employer would have dismissed him, then the dismissal was unfair. But if a reasonable employer might reasonably have dismissed him, then the dismissal was fair. It must be remembered that in all these cases there is a band of reasonableness, within which one employer might reasonably take one view: another quite reasonably take a different view. One would quite reasonably dismiss the man. The other would quite reasonably keep him on. Both views may be quite reasonable. If it was quite reasonable to dismiss him, then the dismissal must be upheld as fair: even though some other employers may not have dismissed him.»
Το Εφετείο διατύπωσε τελικά ότι κριτήριο:
«.είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη, ως λογικού εργοδότη υπό τις περιστάσεις, να προβεί σε τερματισμό της εργοδότησης στη βάση των ενώπιον του στοιχείων και πάντοτε, βεβαίως, έχοντας υπ' όψη ότι το βάρος στον εργοδότη είναι να αποδείξει τούτο επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Στη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7[2], καθ' όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία. Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες. Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας. Και ως προς τούτο δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η Εφεσίβλητη, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, συνεμορφώθη με την υποχρέωση της και κατέληξε σε απόφαση το εύλογο της οποίας δεν ανατρέπετο από τα ενώπιον του στοιχεία.»
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Το κριτήριο, έχει στον πυρήνα του τις αντιδράσεις του λογικού εργοδότη και δεν κρίνεται με βάση το τι το δικάσαν Δικαστήριο θα έκαμνε αν ήταν στη θέση του εργοδότη.
Με βάση τη νομολογία, λοιπόν, το εύλογο ή όχι της κατάληξης του εργοδότη, ο οποίος φέρει το βάρος να αποδείξει το δικαιολογημένο της απόλυσης επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, συναρτάται με τα στοιχεία που αυτός είχε ενώπιον του κατά το χρόνο της απόλυσης, στα οποία θα πρέπει να περιλαμβάνονται και οι όποιες θέσεις του αιτητή. Να αναφέρουμε εδώ, παρενθετικά, ότι για τον κανόνα αναφορικά με την αξιολόγηση του εύλογου της έρευνας του εργοδότη και της κατάληξης του περί ύπαρξης μεμπτής συμπεριφοράς, σχετική είναι η υπόθεση British Home Stores Ltd v Burchell [1978] IRLR 379, EAT.
Η εστίαση της νομολογίας στην απόφαση απόλυσης που λαμβάνει ο εργοδότης κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπό το φως των περιστάσεων που έχει υπόψη του, σημαίνει ότι στοιχεία που έρχονται στο φως μετά την απόλυση δεν μπορούν να επηρεάσουν το ζήτημα της νομιμότητας της. Έτσι, λοιπόν, απόλυση η οποία είναι δίκαια και δικαιολογημένη και, επομένως, νόμιμη επειδή ο εργοδότης εύλογα πίστευε στη βάση των ενώπιον του στοιχείων κατά τον ουσιώδη χρόνο ότι ο εργοδοτούμενος ήταν ένοχος μεμπτής συμπεριφοράς, θα εξακολουθήσει να θεωρείται δίκαιη και δικαιολογημένη ακόμα και αν μετά την απόλυση έρθουν στο φως στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο εργοδοτούμενος δεν ήταν ένοχος μεμπτής συμπεριφοράς, (Βλ. Devis & Sons Ltd v Atkins [1977] AC 931και Polkey v AE Dayton Services Ltd [1988] AC 344). Επισημαίνεται δε στην Beedell v West Ferry Printers Ltd [2001] EWCA Civ 400, στην οποία εφαρμόστηκαν η Swift και Iceland Frozen Foods Ltd (ανωτέρω), ότι δεν είναι για το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να επανεκδικάσει τα πραγματικά ζητήματα τα οποία ήταν ενώπιον του εργοδότη κατά το χρόνο της απόλυσης (".it is not for the employment tribunal to retry the factual issues before the employer at the dismissal (including appeal) stage"). Ούτε μπορεί το Δικαστήριο να υποκαταστήσει τη δική του αξιολόγηση ενός μάρτυρα με εκείνη του εργοδότη, ("an ET.may not substitute its own evaluation of a witness for that of the employer at the time of its investigation and dismissal", Orr v Milton Keynes Council [2011] EWCA Civ 62[3]). Δηλαδή, το Δικαστήριο επικεντρώνεται στο εύλογο της διαδικασίας της έρευνας που διεξήγαγε ο εργοδότης σε σχέση με την κατ' ισχυρισμό μεμπτή συμπεριφορά του εργοδοτουμένου και στο εύλογο των πεποιθήσεων του (beliefs) κατά το χρόνο της απόλυσης και όχι στο κατά πόσο η συμπεριφορά του εργοδοτούμενου ήταν πράγματι μεμπτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το κριτήριο που υιοθετήθηκε στην Κακοφεγγίτου, αλλά μετετράπη το ίδιο σε κριτή πρωτογενών γεγονότων. Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι το παράπονο των εφεσειόντων πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το ορθό νομικό κριτήριο είναι βάσιμο. Η διαπίστωση αυτή, όμως, δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε επιτυχία την έφεση, ενόψει του πρόσθετου λόγου επί του οποίου επίσης στηρίχθηκε η πρωτόδικη απόφαση, δηλαδή της απώλειας από τους εφεσείοντες του δικαιώματος απόλυσης του εφεσίβλητου λόγω του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε από την εμφάνιση των γεγονότων που αυτοί επικαλέστηκαν προς τούτο μέχρι την απόλυσή του. Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα γεγονότα αυτά «ανάγονται αρκετούς μήνες πριν από την απόλυση του Αιτητή και δη πριν το Μάιο του 2008, οι δε κακές σχέσεις μεταξύ των διευθυντικών στελεχών προϋπήρχαν της προσλήψεως του Αιτητή».
Οι εφεσείοντες, με τον 8ο λόγο έφεσης διατείνονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι έστω και αν οποιοσδήποτε λόγος απόλυσης ευσταθούσε, «το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε . μέχρι την απόλυση του ήταν αρκετό για να τους απωλέσει ένα τέτοιο δικαίωμα απόλυσης». Θέση η οποία αιτιολογείται στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε πως διεξήχθη έρευνα από την οποία προέκυψαν οι πλείστοι λόγοι απόλυσης και εν πάση περιπτώσει οι «επιπτώσεις» της υπόθεσης με την Olympic Holidays «ουδόλως έλαβαν χώρα πολύ πριν την απόλυση». Αιτιολογία η οποία απολήγει σε αμφισβήτηση του ευρήματος του Δικαστηρίου αναφορικά με το χρόνο που προέκυψαν οι λόγοι απόλυσης.
Κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, αναγνώρισε με ειλικρίνεια ότι η εταιρεία «έκαμνε ζημιές για πάρα πολλά χρόνια» και υπήρχαν ενδείξεις για σοβαρή κακοδιαχείριση, όμως τα υπεύθυνα Διοικητικά Συμβούλια δεν έκαμναν οτιδήποτε, μέχρι που «ήλθε το σημείο της κρίσης» και ο μοναδικός μέτοχος της εταιρείας, το κράτος, διόρισε τον κ. Ιωάννου ως Εκτελεστικό Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου. Οι σοβαρές καταστάσεις και ατασθαλίες, υποστήριξε, ήρθαν στο φως, στην ορθή τους διάσταση, με την έρευνα που διενήργησε ο κ. Ιωάννου. Προς επίρρωση της θέσης των εφεσειόντων σε σχέση με τη συμφωνία της εταιρείας με την Olympic Holidays, ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε σε έκθεση ημερομηνίας 3.2.2009 (Τεκμήριο 13) που ετοίμασε ο Κ. Ιακώβου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, για τα γεγονότα και τη διαδικασία συνομολόγησης της, επισημαίνοντας ότι αφορά σε γεγονότα μέχρι το Δεκέμβριο 2008.
Απαντώντας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου διερωτήθηκε ποιος θα καθορίσει ποια είναι η ορθή διάσταση των «παραπτωμάτων» αυτών. Για το ζήτημα που εδώ απασχολεί παρέπεμψε στο περίγραμμα αγόρευσης του όπου αναπτύσσεται το θέμα με αναφορά σε νομολογία και επισημαίνεται σε σχέση με τη συμφωνία με την Olympic Holidays πως η διαπραγμάτευση της άρχισε τον Οκτώβρη 2007 και υπεγράφη τον Απρίλιο του 2007, ενώ το Διοικητικό Συμβούλιο ήταν ενήμερο.
Η παράλειψη εργοδότη να ασκήσει το δικαίωμα απόλυσης μετά από παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος αφότου περιέλθει εις γνώση του το γεγονός που επικαλείται για την απόλυση, δικαιολογείται μόνο αν συντρέχουν ειδικές συνθήκες και περιστάσεις. Όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα Ζερδελή «Η αποδυνάμωση δικαιώματος στο εργατικό δίκαιο» (1992) (σχετική παραπομπή γίνεται εις την πρωτόδικη απόφαση) «από τη στιγμή που το γεγονός περιέλθει εις γνώσιν του εργοδότη αυτός θα πρέπει το συντομότερο να λάβει την τελική του απόφαση». Στη Thanos Hotels Ltd v Ανδρέου (2002) 1 ΑΑΔ 1000, η πάροδος 5 μηνών περίπου από το τελευταίο κατ' ισχυρισμό παράπτωμα μέχρι τον τερματισμό της απασχόλησης, κρίθηκε από το Εφετείο ως μη λογικό χρονικό διάστημα για την άσκηση του δικαιώματος απόλυσης κατά τα προβλεπόμενα στην επιφύλαξη του άρθρου 5(ε) του Νόμου. Στην L' Union National (Tourism & Sea Resorts) Ltd v Αγαθοκλέους (2000) 1 ΑΑΔ 2117, το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση ότι η πάροδος ενός μηνός από την επίδειξη απρεπούς συμπεριφοράς μέχρι την απόλυση ήταν πέραν του λογικού χρόνου εντός του οποίου η εφεσείουσα εργοδότρια εταιρεία θα έπρεπε να ασκήσει το δικαίωμα απόλυσης του εφεσίβλητου.
Θεωρούμε κατάλληλο το σημείο να υπενθυμίσουμε τη θεμελιώδη αρχή ότι έφεση από απόφαση Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών χωρεί μόνο επί νομικών σημείων, (άρθρο 12(11Α) του Νόμου). Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Δέσπω Αντωνίου Σάββα ν Α. Τσόκκος Hotel (Public) Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ.248/2010, ημερ. 3.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:A507, με αναφορά στην εν λόγω νομοθετική διάταξη: «.δεδομένων των προνοιών του, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα, σχετικά, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου λαμβάνονται ως δεδομένα».
Εν προκειμένω, το προαναφερθέν συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πραγματικό και βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία. Δεν παραγνωρίζουμε, βέβαια, το παράπονο των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τη μαρτυρία του κ. Ιωάννου, για λανθασμένους, κατά τους εφεσείοντες λόγους, καθώς επίσης την «καταπελτική» μαρτυρία εναντίον του εφεσίβλητου, η οποία προέκυψε από τη διερευνητική διαδικασία που διεξήγαγαν οι εφεσείοντες και την έκθεση του Κ. Ιακώβου (Τεκμήριο 13) την οποία οι εφεσείοντες θεωρούν ιδιαίτερα σημαντική με τον 4ο λόγο έφεσης. Αναδεικνύοντας, έτσι, το ζήτημα που εδώ απασχολεί ως νομικό και δυνάμενο, ως τέτοιο, να απασχολήσει το Εφετείο.
Παρατηρούμε, όμως, εν πρώτοις ότι εκτός από τις κατ' ισχυρισμό επιπτώσεις που προέκυψαν από την εφαρμογή του προγράμματος του συμβολαίου με την Olympic Holidays, οι εφεσείοντες δεν προσδιορίζουν με τον 8ο λόγο έφεσης ή με το περίγραμμα αγόρευσης τους ποιοι είναι οι «πλείστοι λόγοι απόλυσης» που ισχυρίζονται ότι προέκυψαν με την έρευνα. Αφήνοντας έτσι τον ισχυρισμό τους, στο βαθμό που αφορά τους λόγους απόλυσης εξαιρουμένου του λόγου που αφορούσε στην Olympic Holidays, μετέωρο.
Σε ό, τι αφορά δε το λόγο απόλυσης που αφορούσε στο συμβόλαιο με την Olympic Holidays, δεν συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι αγνοήθηκε η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες και ειδικότερα η έκθεση του Κ. Ιακώβου, στη βάση ότι δεν κλήθηκε να την καταθέσει ο ίδιος. Το Δικαστήριο όντως παρατήρησε, στην απόφαση του, ότι ο κ. Ιακώβου δεν κλήθηκε στο Δικαστήριο για να υποστηρίξει τα ευρήματα και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε μέσα από την έρευνα του, την οποία ο κ. Ιωάννου επικαλείτο συνεχώς όταν κατάθετε ενόρκως «μη έχοντας ιδίαν γνώση των γεγονότων». Δεν αγνόησε, όμως, τη σχετική μαρτυρία του κ. Ιωάννου, όπως προκύπτει από τα όσα το Δικαστήριο διατύπωσε στη συνέχεια της παρατήρησης του, τα οποία παραθέτουμε:
«Εξετάζοντας λοιπόν τις θέσεις και των δύο πλευρών, διαπιστώνουμε ότι τα όσα ο κ. Ιωάννου κατέθεσε ενώπιον μας περί διαπραγματεύσεως της συμφωνίας από τον ίδιο τον Αιτητή, μη λήψεως υπόψη των παρατηρήσεων που εξέφρασε ο εσωτερικός νομικός σύμβουλος κ. Γ. Σπύρου για το περιεχόμενο του προσχεδίου της συμφωνίας και μη σωστής ενημέρωσης του Δ.Σ., ευρίσκονται σε πλήρη διάσταση με το περιεχόμενο των πρακτικών του Δ.Σ., τα οποία ο Αιτητής επικαλέστηκε για να υποστηρίξει τη θέση του και τα οποία ο κ. Ιωάννου δεν μπόρεσε να αντικρούσει κατά την αντεξέταση του».
Πέραν τούτου, παρατηρούμε και το εξής. Δεν έχει υποδειχθεί οτιδήποτε στην έκθεση του Κ. Ιακώβου το οποίο να καλύπτεται από τον 8ο λόγο έφεσης, όπως αυτός αιτιολογείται. Λόγος για επιπτώσεις σε σχέση με το συμβόλαιο της Olympic Holidays γίνεται τόσο στην αιτιολογία του 8ου λόγου έφεσης όσο και στην έκθεση του Κ. Ιακώβου (Τεκμήριο 13) με διαφορετική, όμως, προβολή θέσεων. Ενώ ο 8ος λόγος αιτιολογείται στη βάση επιπτώσεων οι οποίες «ουδόλως έλαβαν χώρα πολύ πριν την απόλυση» - κατά τρόπο αόριστο, παρατηρούμε, χωρίς αναφορά στο χρόνο που αυτές εκδηλώθηκαν - η έκθεση και ο σχετικός λόγος απόλυσης αναφέρονται στο ζημιογόνο από την εκτέλεση του προγράμματος Olympic Holidays και ιδιαίτερα την έκταση της ζημιάς, τα οποία «ουδέποτε τέθηκαν ούτε γνωστοποιήθηκαν» από τον εφεσίβλητο στο Διοικητικό Συμβούλιο, εκφεύγοντας έτσι του πλαισίου της αιτιολογίας του λόγου έφεσης. Υπενθυμίζουμε ότι το Εφετείο δεν μπορεί να εξετάσει θέμα που δεν περιλαμβάνεται σε λόγο έφεσης, περιλαμβανομένης της αιτιολογίας του. Βέβαια, παρόλο που οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση παρέλκει ενόψει των παρατηρήσεων μας, δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι στο Τεκμήριο 13 παρουσιάζεται πως το ζημιογόνο της εφαρμογής της συμφωνίας με την Olympic Holidays, ήταν υπόψη του Διοικητικού Συμβουλίου τουλάχιστον από το Σεπτέμβριο 2008 όταν φέρεται να ζήτησε την «αποτίμηση της εφαρμογής της συμφωνίας για να γνωρίζει η εταιρεία τις πραγματικές της ζημιές από το συμβόλαιο», όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Η αδράνεια του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας να ασκήσει έγκαιρη και αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο σε σχέση με τα θέματα που είχαν τεθεί υπόψη του και, ειδικότερα, τα γεγονότα που εκτίθενται στην επιστολή του ημερομηνίας 20.2.2009 προς τον εφεσίβλητο, διεξάγοντας και έρευνα, δεν μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος των εφεσειόντων ώστε να μεταβληθεί η αφετηρία του χρόνου για τους σκοπούς της επιφύλαξης του άρθρου 5(ε) του Νόμου στη λήξη της έρευνας που διενεργήθηκε από τον Εκτελεστικό Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, κ. Ιωάννου με το διορισμό του.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την εμφάνιση των κατ' ισχυρισμό γεγονότων μέχρι και την απόλυση του εφεσίβλητου ήταν αρκετό για να απωλέσουν οι εφεσείοντες το δικαίωμα απόλυσης, παραμένει αλώβητο σφραγίζοντας ταυτόχρονα και την τύχη της έφεσης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 188/2012
20 Νοεμβρίου, 2018
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΡΙΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ
ΕUROCYPRIA AIRLINES LTD
Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση
και
xxxxxx ΣΟΥΡΟΥΛΑ
Εφεσίβλητου/Αιτητή
-----------------
Π. Πολυβίου μαζί με Μ. Αντωνίου (κα), για Εφεσείοντες
Π. Σπανός, για Εφεσίβλητο
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφίας)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η τελική κατάληξη της Πλειοψηφίας πως οι εφεσείοντες απώλεσαν το δικαίωμα απόλυσης του εφεσίβλητου λόγω του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε από την εμφάνιση των κατ΄ ισχυρισμό γεγονότων μέχρι και την απόλυση του, με βρίσκει σύμφωνο. Με κάθε όμως εκτίμηση, δεν συμφωνώ ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης τύγχανε εφαρμογής το κριτήριο που υιοθετήθηκε στην Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1478.
Το προαναφερθέν κριτήριο, κατά την άποψή μου, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η απόλυση ενός εργοδοτουμένου γίνεται δυνάμει του άρθρου 5(ε) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/1967 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος) και επί τούτου παραθέτω αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Κακοφεγγίτου:
«Το ουσιαστικό ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσο ο τερματισμός της απασχόλησης έγινε για λόγο που εκτίθεται στο άρθρο 5 (ενδιαφέρουν, όπως είναι κοινό έδαφος, ιδιαίτερα τα εδάφια (ε) και (στ) (i)(ii)), με δεδομένο πάντοτε ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 6(1), το βάρος απόδειξης τούτου φέρει ο εργοδότης. Το άρθρο 5(ε)(στ)(i)(ii) προνοεί:
5. Τερματισμός απασχολήσεως δι΄ οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:
...........................
(ε) όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύει τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:
Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίωμα του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμα του να απολύση τον εργοδοτούμενον∙
(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ΄ όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:
(i) Διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή∙
(ii) Διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του∙»
Στην παρούσα όμως περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τους λόγους που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες για να τερματίσουν άμεσα και χωρίς αποζημίωση την εργοδότηση του εφεσίβλητου, αποφάνθηκε πως όλοι οι λόγοι σχετίζονται με τη μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρο 5(α) του Νόμου) και το συμπέρασμα αυτό δεν εφεσιβλήθηκε.
Το άρθρο 5(α) εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, στις Paphos Stone C. Estates Ltd v. Νεοπτόλεμου, Πολ. Εφ. 361/2009 ημερ. 3.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A457, Bouygues Batiment International v. Σταυρινίδη, Πολ. Εφ. 98/2011 ημερ. 7.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:A253 και Antonis Askanis Ltd v. Aυγουστή, Πολ. Εφ. 265/2012 ημερ. 2.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A54. Όπως δε τονίστηκε, το βάρος απόδειξης του τερματισμού της εργοδότησης το φέρει ο εργοδότης (άρθρο 6(1))[4]. Επ΄ αυτού δεν χωρεί καμιά αμφιβολία και όπως είναι αυτονόητο το βάρος αυτό αποσείεται με μαρτυρία που προσκομίζεται από τον εργοδότη ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι το τι είχε ενώπιον του ο εργοδότης όταν αποφάσιζε τον τερματισμό της απασχόλησης του εργοδοτουμένου. Όπως δε έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αιτιολογώντας επί τούτου την κρίση του μετά από αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, οι εφεσείοντες δεν απέσεισαν το υπό αναφορά βάρος και η απόρριψη της μαρτυρίας τους - ως προϊόν αξιολόγησης - δεν είναι εφέσιμη. Παραθέτω σχετικά το πιο κάτω απόσπασμα από την Antonis Askanis Ltd (ανωτέρω):
«Η απόρριψη της μαρτυρίας της, η οποία αφορούσε την κατ΄ ισχυρισμό μειωμένη απόδοση του εφεσίβλητου και της εν γένει συμπεριφοράς του, ήταν προϊόν αξιολόγησης της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως δε τονίστηκε στη The United Automotive Dealers Ltd v. Πέτρου, Πολ. Εφ. 442/11 ημερ. 25.10.17, η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Εργατικό Δικαστήριο ανάγεται στο πλαίσιο της αποκλειστικής του αρμοδιότητας και επί τούτου δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου, εκτός όπου η αξιολόγηση είναι προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/1967, όπως τροποποιήθηκε) οι αποφάσεις του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι εφέσιμες για νομικό σημείο μόνο. Στην παρούσα όμως περίπτωση, δεν εντοπίζουμε ότι στην πρωτόδικη απόφαση έχει εμφιλοχωρήσει εσφαλμένη νομική καθοδήγηση σ΄ ό,τι αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.»
Παρά όμως την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου «ότι όλοι οι λόγοι που οδήγησαν τους καθ΄ ων η αίτηση στην απόλυση του αιτητή σχετίζονται με τη μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρο 5(α) του Νόμου)», εντούτοις εξέτασε παρεμπιπτόντως και το ζήτημα κατά πόσο ικανοποιούνταν και οι προϋποθέσεις των εδαφίων (ε) και (στ) του άρθρου 5 λόγω του ότι οι εφεσείοντες - με την επιστολή απόλυσης του εφεσίβλητου - επικαλέστηκαν την «διάπραξη πολύ σοβαρών παραπτωμάτων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του». Το συμπέρασμα του επί τούτου ήταν ότι δεν ικανοποιούνταν εφόσον οι εφεσείοντες «δεν άσκησαν το δικαίωμα τους να απολύσουν τον αιτητή εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος που οι ίδιοι επικαλούνται ότι τους παρέσχε το εν λόγω δικαίωμα». Το ότι έτσι προσέγγισε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρέει με κάθε σαφήνεια και από το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασής του:-
«Σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, σε μια τέτοια περίπτωση ο εργοδότης ενεργώντας εντός των πλαισίων της αρχής της λογικότητας, θα πρέπει οπωσδήποτε να γνωστοποιήσει στον εργοδοτούμενο τις παρατηρήσεις του και να δώσει μία λογική ευκαιρία να συμμορφωθεί. Τερματίζοντας δε την απασχόληση του με βάση το άρθρο 5(α), οφείλει να δώσει στον εργοδοτούμενο την υπό του Νόμου προβλεπόμενη προειδοποίηση.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο Αιτητής στα οκτώμισι χρόνια της υπηρεσίας του[5] δεν δέχθηκε την παραμικρή παρατήρηση από Πρόεδρο ή μέλος του Δ.Σ. των Καθ΄ ων η αίτηση. Ούτε του δόθηκε η προβλεπόμενη από τον Νόμο προειδοποίηση των οκτώ εβδομάδων πριν την απόλυση του. Με βάση το Τεκμ. 10 η απόλυση του ήταν άμεση και όπως πολύ σωστά υποστήριξε ο κ. Σπανός δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 5(α) για νομιμοποίηση της απόλυσης.»
Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμη και να γίνει δεκτό πως το κριτήριο της Κακοφεγγίτου εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου 5 του Νόμου, έχω την άποψη ότι το βάρος απόδειξης που φέρει ο εργοδότης δυνάμει του άρθρου 6(1) του Νόμου δεν ατονεί. Αυτό το τονίζει εξάλλου και η Κακοφεγγίτου, επισημαίνοντας ότι «. είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη, ως λογικού εργοδότη υπό τις περιστάσεις, να προβεί στη βάση των ενώπιον του στοιχείων και πάντοτε, βεβαίως, έχοντας υπόψη ότι το βάρος του εργοδότη είναι να αποδείξει τούτο επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων». Κατά συνέπεια θεωρώ ότι η φράση «στη βάση των ενώπιον του στοιχείων» εξυπακούει ότι τα στοιχεία που είχε ενώπιον του αποδεικνύονται ότι ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα με μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε, εντέλει, να κριθεί το εύλογο ή μη της απόλυσης στη βάση αποκρυσταλλωμένου με μαρτυρία πραγματικού υπόβαθρου. Δηλαδή το κριτήριο εφαρμόζεται μετά την αποκρυστάλλωση ενώπιον του Δικαστηρίου των γεγονότων, διαφορετικά δεν θα είχε ουσία και νόημα το βάρος απόδειξης που προβλέπεται από το άρθρο 6(1) του Νόμου.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω θεωρώ πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το τεκμήριο που υιοθετήθηκε από την Κακοφεγγίτου (ανωτέρω), εφόσον το πραγματικό υπόβαθρο για εφαρμογή του κριτηρίου είχε εκθεμελιωθεί με την απόρριψη της μαρτυρίας των εφεσειόντων.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ενδιαφέρει το άρθρο 5(ε) και (στ):
«5. Τερ΅ατισ΅ός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίω΅α εις αποζη΅ίωσιν:
[..]
(ε) όταν ο εργοδοτού΅ενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκεί΅ενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:
Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίω΅ά του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστή΅ατος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίω΅α τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίω΅ά του να απολύση τον εργοδοτού΅ενον·
(στ) άνευ επηρεασ΅ού της γενικότητος της α΅έσως προηγου΅ένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, ΅εταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λα΅βανο΅ένων υπ' όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:
(i)διαγωγή εκ ΅έρους του εργοδοτου΅ένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτου΅ένου δεν δύναται ευλόγως να ανα΅ένηται όπως συνεχισθή·
(ii) διάπραξις σοβαρού παραπτώ΅ατος υπό του εργοδοτου΅ένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·
[..]»
[2] Η αναφορά είναι στο άρθρο 7 του περί της Συ΅βάσεως περί του Τερ΅ατισ΅ού της Απασχολήσεως (Κυρωτικού) Νό΅ου του 1985, Ν.45/1985 το οποίο προνοεί ότι:
«Η απασχόληση εργαζο΅ένου δεν πρέπει να τερ΅ατίζεται για λόγους σχετιζό΅ενους ΅ε τη συ΅περιφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν ΅πορεί λογικά να ανα΅ένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα».
[3] Per Aikens, L.J. Βλ. επίσης Morgan v Electrolux Ltd [1991] 1.C.R. 369, Linfood Cash & Carry Ltd v Thomson [1989] I.C.R. 518 και London Ambulance Service NHS Trust v Small [2009] IRLR 563
[4] 6.-(1) Καθ΄ οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.
[5] Η σύμβαση εργοδότησης του έληγε 31.7.10.