ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2018:10
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 30/2014
19 Οκτωβρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΧΧ Τ.
Εφεσείοντα/Καθ΄ ου η Αίτηση
ΚΑΙ
Μ. Α.
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας
........
Α. Παπαχαραλάμπους, για εφεσείοντα
Χρ. Αδάμου, για Εφεσίβλητη
.....
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά από ακροαματική διαδικασία, στις 30.10.2014, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού αποδέχτηκε αίτηση της 24χρονης (τότε) εφεσίβλητης δυνάμει των άρθρων 21(2) και 22(3) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Nομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 (Ν.187/91 ως έχει τροποποιηθεί, στο εξής ο Νόμος) εκδίδοντας διάταγμα αναγνώρισης της ως θυγατέρας του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, την οποία και προσέβαλε με τέσσερις (4) λόγους έφεσης[1]. Προτού όμως προχωρήσουμε στην εξέταση τους, θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε το αδιαμφισβήτητο πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης, τις εκατέρωθεν διιστάμενες εκδοχές και ποια εν τέλει εκδοχή αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει σε έκδοση διατάγματος αναγνώρισης δυνάμει του Νόμου.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι τέλος της δεκαετίας του 1980 ο εφεσείων και η μητέρα της εφεσίβλητης (στο εξής η μητέρα), η οποία ήταν διαζευγμένη από το 1985, είχαν συνάψει ερωτικές σχέσεις και οι συνευρέσεις τους γίνονταν σε διαμέρισμα πολυκατοικίας της οδού XXX XXX, στην ενορία Αγ. Ανδρέα Λευκωσίας (στο εξής, το διαμέρισμα). Με μόνη, αλλά ουσιώδη διαφορά, τον χρόνο έναρξης και λήξης της ερωτικής σχέσης.
Επί του προκειμένου, η μητέρα της εφεσίβλητης (ΜΑ1 πρωτοδίκως) ισχυρίστηκε ότι γνώρισε τον εφεσείοντα στη Λευκωσία αρχές του 1989 και όπως της ανέφερε εργαζόταν στην XXX XXX και XXX (XXX). Λίγο αργότερα, η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε ερωτική και συνευρέθονταν στο διαμέρισμα. Με τον εφεσείοντα να αντιτείνει ότι γνωρίστηκαν μέσα στο 1988 και η ερωτική τους σχέση διήρκησε 1-2 μήνες και διεκόπη τον Αύγουστο του 1988 όταν πληροφορήθηκε πως ήταν παντρεμένη. Μάλιστα, ανέφερε, το διαμέρισμα το εγκατέλειψε στις 31.8.1988 γιατί τότε εγκαταστάθηκε στη γενέτειρα του XXX και προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού του κατέθεσε σχετικό πιστοποιητικό του XXX, με το οποίο βεβαιώνεται ότι όντως η εργασιακή τους σχέση διεκόπη στις 31.8.1988. Επιπρόσθετα, κατέθεσε και υπεύθυνη δήλωση του Κοινοτάρχη XXX, με την οποία βεβαίωνε πως από το τέλος του 1988 ο εφεσείων είχε ανοίξει λογιστικό γραφείο στο XXX, όπου διέμενε μόνιμα.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εφεσίβλητη γεννήθηκε στις 17.3.1990 στην Αθήνα και στη βάση των προνοιών του άρθρου 9[2] του Νόμου - όπως ορθώς απεφάνθη και το πρωτόδικο Δικαστήριο - το κρίσιμο διάστημα σύλληψης της είναι αυτό που περιλαμβάνεται μεταξύ της 19ης Μαΐου και της 17ης Σεπτεμβρίου 1989. Με αυτό ως δεδομένο το πρώτο ερώτημα για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο μέσα στο διάστημα αυτό οι δύο εραστές είχαν ερωτικές συνευρέσεις, ερώτημα το οποίο απάντησε θετικά απορρίπτοντας τη θέση του εφεσείοντα ότι η ερωτική τους σχέση διεκόπη μέσα στο 1988 και δεχόμενο τη θέση της ΜΑ1 ότι η ερωτική τους σχέση διεκόπη στις 24.8.1989. Και αυτό όταν του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και αρνήθηκε να προβεί σε έκτρωση όπως ήταν η εισήγησή του, την οποία συνόδευσε με προσφορά Λ.Κ.70 για «το μερίδιο του στα έξοδα».
Είναι επίσης παραδεκτό ότι η μητέρα επέλεξε να μεταβεί στην Αθήνα να γεννήσει γιατί φοβόταν τα σχόλια του κοινωνικού και του εργασιακού της περιβάλλοντος, αλλά δεν είναι παραδεκτό από τον εφεσείοντα ότι του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ότι θα μετέβαινε στην Αθήνα να γεννήσει.
Σύμφωνα με σημεία της μαρτυρίας του αδελφού της μητέρας (ΜΑ3) - τα οποία όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο έγιναν παραδεκτά από τον εφεσείοντα - όταν η μητέρα βρισκόταν στην Αθήνα, και πριν γεννήσει την εφεσίβλητη, επισκέφθηκε με την αδελφή του και τον γαμπρό του τον εφεσίβλητο στο XXX με σκοπό να τον πείσει να αναγνωρίσει το παιδί που θα γεννιόταν. Χωρίς όμως να το κατορθώσει και τρία χρόνια μετά τη γέννηση της εφεσίβλητης, το 1993, ο εφεσείων του επέστρεψε ταχυδρομικώς ευχετήρια κάρτα που του είχε στείλει η μητέρα εξ ονόματος της ιδίας και της εφεσίβλητης με την επεξήγηση «Η ΚΟΡΗ ΣΟΥ». Περαιτέρω προσπάθεια του αδελφού της μητέρας, η οποία έγινε με επιστολή ημερ. 6.9.2006, για αναγνώριση της εφεσίβλητης αφού προηγηθούν «οι αναγκαίες αιματολογικές και/ή γενετικές εξετάσεις», επίσης δεν απέδωσε.
Η εφεσίβλητη (ΜΑ2) έμαθε από τη μητέρα της ότι ο βιολογικός της πατέρας ήταν ο εφεσείοντας όταν φοιτούσε στο Γυμνάσιο και άσκησε το δικαίωμα που της αναγνωρίζει ο Νόμος[3] για δικαστική αναγνώριση, ένα μήνα και λίγες ημέρες πριν αυτό παραγραφεί. Στο πλαίσιο δε της διαδικασίας, στις 30.5.2012, καταχώρισε δυνάμει του άρθρου 24Α[4] του Νόμου και αίτηση για διεξαγωγή αιματολογικών ή γενετικών εξετάσεων η οποία και εγκρίθηκε με την έκδοση σχετικού διατάγματος ημερ. 27.9.2012.
Τέλος αποτελεί γεγονός ότι ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε στο διάταγμα για διενέργεια DNA καθότι, όπως εξήγησε κατά την αντεξέτασή του, ο αδελφός της μητέρας «Είναι άξιος να λαδώσει δημόσιο λειτουργό για να μου δημιουργήσει πρόβλημα. Αυτό το πράγμα γιατί να μην το επεκτείνω και τους ιατρικούς λειτουργούς και να υποθέσω ότι μπορεί να λαδώσει ιατρικό λειτουργό για να βγάλει μία απόφαση DNA για να ικανοποιήσει το εγώ του. Και κλείνω με αυτό που είχα πει προηγουμένως. Απολογούμαι προς το Δικαστήριο αλλά θα πρέπει να αποφασίσει όχι με την εξέταση DNA αλλά με τα γεγονότα και τα τεκμήρια που έχει ενώπιον του». Δεν απέκλεισε όμως να υποβληθεί σε τέτοια εξέταση σε μεταγενέστερο στάδιο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα στα ουσιώδη για την υπόθεση σημεία. Δέχθηκε επί του προκειμένου ότι (α) παρά τη διακοπή της εργασιακής του σχέσης με την XXX τον Αύγουστο του 1988 και παρά τη βεβαίωση του Κοινοτάρχη XXX, διατήρησε και το διαμέρισμα στη Λευκωσία όπου και συνευρέθονταν με τη μητέρα και (β) η διακοπή της ερωτικής σχέσης έγινε όταν η μητέρα του ανακοίνωσε πως σύμφωνα με υπερηχογράφημα που της έγινε στις 24.8.1989 ήταν έγκυος δέκα εβδομάδων και απέρριψε εισήγηση του για έκτρωση.
Τα πιο πάνω ευρήματα είχαν για το πρωτόδικο Δικαστήριο ιδιαίτερη σημασία αφού τόνισε τα ακόλουθα:-
«Αποκάλυψη της κύησης, εισήγηση για έκτρωση, απόρριψη της εισήγησης, διακοπή της σχέσης είναι τέσσερα γεγονότα με αιτιώδη και χρονική συνάφεια∙ ό,τι ακριβώς στην ελληνική γλώσσα αποκαλείται αλληλουχία. Αυτή η αλληλουχία δεν αλλοιώνεται με το γεγονός ότι ο Καθ΄ ου η αίτηση ανέφερε στη μητέρα πως εργαζόταν στην XXX, ενώ από 31.08.88 έπαυσε να εργάζεται» (σελ. 23 της πρωτόδικης απόφασης). Και συνεχίζει στη σελ. 25:-
«Στην αντεξέταση του ο Καθ΄ ου η αίτηση με κάλεσε να αποφασίσω με τα γεγονότα και τα τεκμήρια και όχι στη βάση της άρνησης του να συμμορφωθεί με τις οδηγίες για DNA. To έπραξα και αποφάσισα ήδη∙ είναι ο πατέρας της Αιτήτριας». Και εξηγεί στη σελίδα 28: «Είναι η κατάληξη μου πως ο Καθ΄ου η αίτηση δεν είχε κανένα λόγο να αρνηθεί να συμμορφωθεί με τις οδηγίες για DNA της 27.09.12 (τεκμήριο 11).»
Ενώ σε άλλο σημείο της απόφασής του (σελ. 31) απευθυνόμενο στον εφεσείοντα, αναφέρει τα ακόλουθα:-
«Θα προσπαθήσω να γίνουν απόλυτα κατανοητά στον Καθ'ου η αίτηση όσα στη συνέχεια θα πω τοποθετώντας τον σε ό,τι αφορά την αίτηση για DNA στη θέση της Αιτήτριας και την τελευταία στη δική του. Ας σημειωθεί πως είχε τέτοιο δικαίωμα, εφόσο το εδάφιο (I) του άρθρου 24Α αναφέρεται σε οδηγίες του Δικαστηρίου «μετά από αίτηση από οποιοδήποτε από τα μέρη στη διαδικασία». Με δεδομένη τη θέση του ότι δεν είναι ο πατέρας της Αιτήτριας, εάν η Αιτήτρια αρνείτο ή παρέλειπε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία ήταν αναγκαία για την υλοποίηση των οδηγιών αυτών, ποιο εύλογο συμπέρασμα θ' ανέμενε να εξάξει το Δικαστήριο; Ότι είναι ή ότι δεν είναι ο πατέρας; Το δεύτερο βεβαίως. Λοιπόν, τώρα που εκείνος είναι το μέρος που αρνήθηκε ή παρέλειψε να προβεί στην αναγκαία ενέργεια για την υλοποίηση των οδηγιών αυτών, ενώ επιμένει πως δεν ο πατέρας της Αιτήτριας, ποιο εύλογο συμπέρασμα αναμένει από το Δικαστήριο να εξάξει; Ότι είναι ή ότι δεν είναι ο πατέρας; Το πρώτο βεβαίως.»
Έχοντας καταγράψει τα (κατά τη γνώμη μας) πλέον σημαντικά από την πρωτόδικη απόφαση, προχωρούμε να εξετάσουμε πρώτα τους Λόγους Έφεσης 1, 3 και 4 οι οποίοι έχουν στο στόχαστρο τους το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης ο εφεσείων διατηρούσε το διαμέρισμα, όπου και οι συνευρέσεις του με τη μητέρα.
Με δεδομένο, ισχυρίστηκε ο εφεσείων, ότι όλες οι συνευρέσεις του με τη μητέρα ελάμβαναν χώρα στο διαμέρισμα, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή αγνόησε τις βεβαιώσεις της XXX και του Κοινοτάρχη XXX από τις οποίες προκύπτει με βεβαιότητα ότι από το τέλος Αυγούστου 1988 εγκατέλειψε το διαμέρισμα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο XXX, όπου μάλιστα λειτουργούσε και λογιστικό γραφείο. Επιπροσθέτως τούτων επικαλέστηκε και συμφωνία δανεισμού ημερ. 1.11.1988 και άλλα έγγραφα του καταστήματος της Ελληνικής Τράπεζας Παραλιμνίου (τεκμ. 16-19) ως και αποδείξεις πληρωμής ηλεκτρικού ρεύματος ημερ. 20.1 και 20.4.1989 (τεκμ. 21 και 22) για το γραφείο του στο XXX, για να εισηγηθεί ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία τόσο του ιδίου όσο και της μητέρας.
Αντίθετες βεβαίως είναι οι θέσεις της εφεσίβλητης, η οποία υποστήριξε την ορθότητα του προσβαλλόμενου ευρήματος ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης μαρτυρίας που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Έχουμε διεξέλθει την αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο για να εξάξει το προσβαλλόμενο - κρίσιμο κατά τον εφεσείοντα - εύρημα εφόσον απόρριψη του ως εσφαλμένου εκθεμελιώνει το τελικό συμπέρασμα ότι βιολογικός πατέρας της εφεσίβλητης είναι ο εφεσείων. Όπως έχει τονιστεί κατ΄ επανάληψη (βλ. ενδεικτικά Μαρίνου ν. Σοφοκλέους, Πολ. Εφ. 151/11 ημερ. 12.4.2016, ECLI:CY:AD:2016:A192, Τριφταρίδης ν. Liu, Εφ. Αρ. 13/15 ημερ. 5.10.2016, Λεοντίου ν. Καραγιώργη, Πολ. Εφ. 189/12 ημερ. 12.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A360 και Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιάραος Λτδ ν. Mikeilov, Πολ. Εφ. 173/12 ημερ. 28.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A421 που παραπέμπουν και σε προηγούμενη νομολογία επί του θέματος), το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός και εάν αυτά δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα.
Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να λεχθεί βάσιμα ότι δεν έλαβε υπόψη και/ή αγνόησε τις βεβαιώσεις της XXX και του Κοινοτάρχη XXX ως και τα τεκμήρια 16 έως 19, 21 και 22. Αντίθετα, όπως προκύπτει από την πολυσέλιδη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα αποδέχτηκε ότι όντως η εργασιακή του σχέση με την XXX διεκόπη στις 31.8.1988 και έκτοτε άνοιξε δικό του λογιστικό γραφείο στο XXX, όπου και διέμενε. Αποδεχόμενο όμως τη μαρτυρία της μητέρας και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα στα ουσιώδη σημεία, παρατήρησε ότι «. μήτε μετά την 31.08.88, που ο Καθ΄ ου η αίτηση έπαυσε να εργάζεται στην XXX, μήτε μετά το τέλος του 1988, που ο Κοινοτάρχης τον τοποθετεί στο XXX η Λευκωσία αποτελούσε άβατο για τον ίδιο. Η κατάληξη αυτή πέραν του ότι συμβαδίζει με τη λογική είναι και παρακολούθημα μιας άλλης κατάληξης μου∙ το διαμέρισμα στην οδό XXX XXX XXX το διατήρησε και μετά την 31.08.88». Υπ΄ αυτά τα δεδομένα το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο το υπό αναφορά εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτό ή δεν δικαιολογείτο από τη μαρτυρία ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατο. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική. Συμφωνώντας πλήρως με το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι αρκετό να πούμε πως τόσο η διακοπή της εργασιακής του σχέσης με την XXX όσο και η λειτουργία γραφείου στο XXX δεν ισοδυναμεί με το ότι «η Λευκωσία αποτελούσε άβατο για τον ίδιο».
Για τους πιο πάνω λόγους οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 4 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Με τον εναπομείναντα Λόγο Έφεσης αρ. 2, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα «αποφάσισε ότι ο πατέρας της εφεσίβλητης είναι ο εφεσείων αφού δεν αιτιολόγησε την απόφαση του και το πώς κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό». Τούτο γιατί, στη σελ. 25 της απόφασης του αναφέρει αόριστα ότι «το έπραξα και αποφάσισα ήδη∙ είναι ο πατέρας της εφεσίβλητης», αλλά δεν αιτιολογεί το εύρημα του και σε ποια βάση το αποφάσισε.
Ο Λόγος Έφεσης στερείται παντελώς ερείσματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πριν καταλήξει στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα κατέληξε σε εύρημα ότι η ενώπιον του μαρτυρία παρουσίαζε μια αλληλουχία 4 γεγονότων:- Την αποκάλυψη της κύησης ως αποτέλεσμα των συνευρέσεων των δύο εραστών στο διαμέρισμα, την εισήγηση του εφεσείοντα για έκτρωση, την απόρριψη της εισήγησης από τη μητέρα και τη διακοπή της σχέσης που συσχετίζονταν με αιτιώδη και χρονική συνάφεια. Με αυτά ως ευρήματα επί γεγονότων και σε συσχετισμό με την άρνηση του εφεσείοντα να υποβληθεί σε εξετάσεις DNA κάθε άλλο συμπέρασμα όχι μόνο δεν θα ήταν εύλογο, αλλά θα ήταν και παράλογο. Επί του προκειμένου παραπέμπουμε στην ανάλυση που γίνεται στην Τριφταρίδης (ανωτέρω) όπου τονίστηκε πως ναι μεν το άρθρο 24Α[5] του Νόμου δεν εξαναγκάζει το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνονται σχετικές οδηγίες να προβεί σε εξετάσεις DNA, αλλά η μη συγκατάθεση του δικαιολογεί το Δικαστήριο - υπό τα περιστατικά της υπόθεσης - να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα τα οποία μπορεί να είναι και αναπόφευκτα (In re A (A Minor) (Paternity: Refusal of Blood Test (1994) 2 F.L.R. 465). Στην υπό κρίση περίπτωση, πέραν του ότι οι δικαιολογίες που πρόβαλε ο εφεσείων για την άρνηση του να υποβληθεί σε εξετάσεις DNA έπλητταν καίρια την αξιοπιστία του ως προς το ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης δεν είχε ερωτικές σχέσεις με τη μητέρα, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτός ήταν ο βιολογικός πατέρας της εφεσίβλητης ήταν ως θέμα λογικής αναπόφευκτο εφόσον αν όντως δεν είχε ερωτικές συνευρέσεις με τη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης το (λογικά) αναμενόμενο θα ήταν ο ίδιος να επιδιώξει τη διενέργεια τέτοιων εξετάσεων.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη, με €2.500 πλέον ΦΠΑ έξοδα, αν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα και προς όφελος της εφεσίβλητης.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/κβπ
[1] O 5ος λόγος έφεσης αποσύρθηκε και απορρίφθηκε κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.
[2] 9. Κρίσιμο διάστημα της σύλληψης θεωρείται το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή δεύτερη και την εκατοστή ογδοηκοστή πρώτη ημέρα πριν από τον τοκετό.
[3] Σύμφωνα με το άρθρο 22(3) του Νόμου, το δικαίωμα του τέκνου να ζητήσει δικαστική αναγνώριση παραγράφεται 3 χρόνια μετά την ενηλικίωσή του.
[4] 24Α.- (1) Σε oπoιαδήπoτε διαδικασία εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ δυvάμει τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς Νόμoυ, τo Δικαστήριo δύvαται, μετά από αίτηση από oπoιoδήπoτε από τα μέρη στη διαδικασία, vα δώσει oδηγίες για τη διεξαγωγή αιματoλoγικώv ή γεvετικώv εξετάσεωv για vα διαπιστωθεί κατά πόσo oπoιoσδήπoτε διάδικoς είvαι ή όχι βιoλoγικός πατέρας τoυ τέκvoυ και για τη λήψη, εvτός της πρoθεσμίας πoυ θα oρίσει τo Δικαστήριo, δείγματoς αίματoς ή άλλoυ γεvετικoύ υλικoύ από τo τέκvo, τη μητέρα τoυ τέκvoυ, και oπoιoδήπoτε διάδικo o oπoίoς, στηv περίπτωση αίτησης για δικαστική αvαγvώριση τέκvoυ φέρεται ως πατέρας τoυ τέκvoυ και στηv περίπτωση αίτησης για πρoσβoλή της πατρότητας είvαι o τεκμαιρόμεvoς πατέρας τoυ τέκvoυ ή από oπoιoδήπoτε από τα πρόσωπα αυτά.
[5] (7)Όταv τo Δικαστήριo δώσει oδηγίες με βάση το εδάφιο (1) αvωτέρω και oπoιoδήπoτε πρόσωπo αρvηθεί ή παραλείψει vα πρoβεί σε oπoιαδήπoτε εvέργεια η oπoία είvαι αvαγκαία για τηv υλoπoίηση τωv oδηγιώv αυτώv, τo Δικαστήριo δύvαται vα εξάγει oπoιoδήπoτε συμπέρασμα από τηv άρvηση ή παράλειψη αυτή τo oπoίo φαίvεται στo Δικαστήριo vα είvαι εύλoγo υπό τις περιστάσεις:
Νoείται ότι, σε περίπτωση που oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo κατovoμάζεται σε oδηγίες πoυ εκδόθηκαv με βάση το εδάφιο (1) αvωτέρω παραλείπει vα συvαιvέσει στη λήψη δείγματoς αίματoς ή άλλoυ γεvετικoύ υλικoύ από τo ίδιo ή σε περίπτωση πoυ oπoιoδήπoτε πρόσωπo αρvείται vα συvαιvέσει στη λήψη δείγματoς αίματoς ή άλλoυ γεvετικoύ υλικoύ από oπoιoδήπoτε αvήλικo τoυ oπoίoυ ασκεί τη γovική μέριμvα και τo oπoίo κατovoμάζεται στις oδηγίες, τo πρόσωπo αυτό θα θεωρείται ότι έχει αρvηθεί ή παραλείψει vα πρoβεί σε εvέργεια αvαγκαία για υλoπoίηση τωv oδηγιώv τoυ Δικαστηρίoυ.