ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2018:9
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(΄Εφεση Αρ. 18/2014)
19 Οκτωβρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
XXXXX ΣΑΛΑΤΑΣ,
Εφεσείων-Καθ' ου η Αίτηση,
ν.
XXXXX ΑΓΑΠΙΟΥ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
________________________
Ροβέρτος Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Χάρης Τσίγκης, για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι μέχρι το 2013. Η εφεσίβλητη, με τη διάλυση του γάμου τους, το Μάρτιο του έτους εκείνου, καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή αρ. 131/2013, με την οποία αξιώνει συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντος, πρώην συζύγου της. Η αξίωσή της βασίζεται στο άρθρο 14(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν. 232/1991), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο Νόμος»), και κυμαίνεται, αδιακρίτως, μεταξύ των δύο τρίτων και του συνόλου της εν λόγω περιουσίας.
Η εφεσίβλητη, στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, αιτήθηκε, επίσης, από το Δικαστήριο και πέτυχε την έκδοση, μονομερώς, προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος. Με αυτό, εμποδίζεται ο εφεσείων να αποξενώσει, ή να επιβαρύνει, με οποιοδήποτε τρόπο, ή να μεταφέρει εκτός Κύπρου ένα θαλάσσιο σκάφος, ιδιοκτησία του. Σημειώνεται πως, στην πραγματικότητα, αυτό είναι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του εφεσείοντος το οποίο η εφεσίβλητη προσδιορίζει και, με την αξίωσή της, διεκδικεί ολόκληρο.
Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, επιδιώκει την ανατροπή της απόφασης για οριστικοποίηση του εν λόγω προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος∙ τουτέστιν επιδιώκει την ακύρωσή του. Προς το σκοπό αυτό, προβάλλει διάφορους λόγους, οι οποίοι ταυτίζονται με τους λόγους ένστασης που προβλήθηκαν με τη σχετική ειδοποίηση, προσβάλλοντας, έτσι, ως λανθασμένη, την απόρριψή τους από το εκδικάσαν Δικαστήριο. Συγκλίνουν όλοι προς τη βασική θέση ότι αυτό δεν αξιολόγησε ορθά τις αντίστοιχες εκδοχές, ειδικά, αυτήν της εφεσίβλητης, όπου, σε τέτοια περίπτωση, θα διαπίστωνε ότι δεν είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), επί του οποίου είχε στηριχτεί η μονομερής αίτησή της.
Σύμφωνα με τα όσα η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε στην ένορκη δήλωσή της, με την οποία υποστήριξε την εν λόγω μονομερή αίτηση, αυτή και ο εφεσείων συζούσαν από το 2005, με προοπτική το γάμο. Παντρεύτηκαν το 2008, αφού απέκτησαν, στο μεταξύ, ένα παιδί. Από την έναρξη της συμβίωσής τους, το 2005, και κατά το γάμο τους, έμεναν σε ιδιόκτητη κατοικία της ιδίας. ΄Οσον αφορά την οικονομική κατάστασή της, ισχυρίστηκε ότι, κατά τον, ως άνω, ουσιώδη χρόνο, η ίδια εργαζόταν και είχε εισοδήματα από την εργασία της, τα οποία και καθόρισε∙ δεν έχει σημασία να γίνει οποιαδήποτε αναφορά σε αυτά.
Στο επίκεντρο των ισχυρισμών και, γενικά, της προσοχής της εφεσίβλητης, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα ένορκη δήλωσή της, βρισκόταν το υπό αναφορά θαλάσσιο σκάφος του εφεσείοντος και το δάνειο που αυτός είχε συνάψει για την αγορά του, θεωρούμενα, προφανώς, και τα δύο άμεσα σχετικά με την πιο πάνω αξίωσή της. Στην παράγραφο 12 αυτής, αναφέρονται, συγκεκριμένα, σε σχέση με τα πιο πάνω θέματα, τα εξής:-
«Επιπλέον, από αποκλειστικά δική μου συνεισφορά και/ή συμβολή αποκτήσαμε κατά ή περί τον Μάρτιο του 2008 θαλάσσιο σκάφος αξίας €70,000.00, ..., το οποίον κατόπιν πιέσεων, ψευδών παραστάσεων και υποσχέσεων του Καθ' ου η Αίτηση, ενεγράφη επ' ονόματι του. Για την εξασφάλιση δανείου από τον Καθ' ου η Αίτηση προς αγοράν του εν λόγω θαλάσσιου σκάφους, η μητέρα μου παρέσχε υποθήκη με υπό ιδιοκτησίαν της ακίνητο ... και παρείχα προσωπική εγγύηση για ολόκληρο το ποσό του δανείου το οποίο ανήρχετο αρχικά στις €85,000. Ως εγγυήτρια είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι το συγκεκριμένο δάνειο παρουσιάζει καθυστερήσεις €23,000 και πλέον και υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες κινδυνεύει σοβαρά να χαθεί η ακίνητη περιουσία της μητέρας μου και εγώ η ίδια να βρεθώ σε δραματική οικονομική κατάσταση. ...»
Προκύπτει, από τους πιο πάνω ισχυρισμούς, ότι το δάνειο, ύψους €85.000,00, είχε γίνει από τον εφεσείοντα, η δε αξία του θαλάσσιου σκάφους, κατά το χρόνο αγοράς, ήταν €70.000,00.
Ακολούθως, η εφεσίβλητη, στην υπό αναφορά ένορκη δήλωσή της, ισχυρίστηκε ότι η αξία του εν λόγω θαλάσσιου σκάφους, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, εννοώντας το χρόνο διάλυσης του γάμου τους, ανερχόταν, σύμφωνα «με εκτίμηση ειδικού και προσοντούχου εκτιμητή», στις €70.000,00, η δε οφειλή του εφεσείοντος, σε σχέση με το προαναφερθέν δάνειο, προφανώς, κατά τον ίδιο χρόνο, ήταν €55.000,00. Η εφεσίβλητη, τέλος, προς επιβεβαίωση της έκτασης της αξίωσής της εναντίον του εφεσείοντος, δήλωσε, στην παράγραφο 15 της σχετικής ένορκης δήλωσής της, τα εξής:-
«Είναι η θέση μου ότι δικαιούμαι αποκλειστικά την κυριότητα και ιδιοκτησία του ως άνω θαλάσσιου σκάφους ως επίσης τουλάχιστο τα 2/3 από την υπόλοιπη ... περιουσία.»
Ο εφεσείων, στη δική του ένορκη δήλωση, ισχυρίστηκε ότι η αξία του υπό αναφορά σκάφους, το οποίο φέρεται να κατασκευάστηκε το 1985 και, ως εκ τούτου, θεωρείται παλαιό, ανερχόταν, κατά τον προαναφερθέντα ουσιώδη χρόνο, περίπου, στις €40.000,00. ΄Οπως δε εξήγησε, περαιτέρω, ακριβώς, για το λόγο αυτό, είναι μέσα στις προθέσεις του να προβεί στην πώλησή του, προκειμένου να αγοράσει καινούριο.
Το υπό εξέταση προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο, έχον αρμοδιότητα προς τούτο δυνάμει του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960, (βλ. Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168). Η δε έκδοσή του αποσκοπεί στο να καταστεί δυνατή η εκτέλεση τελικής απόφασης, την οποία η εφεσίβλητη τυχόν να λάβει εναντίον του εφεσείοντος. Η δυνατότητα αυτή, δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, δεν έχει αμφισβητηθεί. Πάντως, το υπό αναφορά θαλάσσιο σκάφος αποτελεί περιουσία του εφεσείοντος, επί της οποίας εκτέλεση, ως ανωτέρω, δυνατό να διενεργηθεί. Εν πάση περιπτώσει, η πιο πάνω εξουσία, η οποία είναι διακριτικής φύσεως, ασκείται, εφόσον το δικαστήριο ικανοποιείται ότι συντρέχουν οι απαιτήσεις του εν λόγω άρθρου και με δεδομένη τη νομολογιακή επιταγή ότι, στο πλαίσιο αυτό, δε γίνονται οριστικές διαπιστώσεις επί θεμάτων ουσίας, τα οποία εξετάζονται κατά την κυρίως δίκη, όπου διενεργείται και η αξιολόγηση της μαρτυρίας, προς το σκοπό κατάληξης σε τελικά ευρήματα επί των γεγονότων, (βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, σελίδα 568, και Jonitexo Ltd. v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, σελίδα 268).
Το Δικαστήριο, στην προκειμένη περίπτωση, επισημαίνει στην απόφασή του ότι οι διάδικοι, από το χρόνο της έναρξης της συμβίωσής τους, έμεναν σε ιδιόκτητη κατοικία της εφεσίβλητης, ότι αυτή είχε κάποιο εισόδημα από την εργασία της και ότι, από κάποιο χρόνο και μετά, είχαν και το παιδί τους. Από τη μαρτυρία αυτή, διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη κατέδειξε, εκ πρώτης όψεως, συνεισφορά στην περιουσία του εφεσείοντος, δυνάμει του άρθρου 14(1) του Νόμου. Συμπληρώνει δε πως, ανεξαρτήτως της διαφωνίας τους για το ύψος αυτής, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του προαναφερθέντος άρθρου, η εφεσίβλητη δικαιούται, κατά μαχητό τεκμήριο, στο ένα τρίτο της εν λόγω περιουσίας.
Με βάση το άρθρο 14(1)[1] του Νόμου, η συνεισφορά καθορίζεται σε σχέση με την αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, εφόσον υπάρχει, πράγματι, τέτοια αύξηση, (βλ. Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, σελίδα 187). Στην προκειμένη περίπτωση δε, όπως έχει λεχθεί, αυτή αφορά μόνο στο θαλάσσιο σκάφος του εφεσείοντος. Στην απόφαση, πρωτόδικα, σημειώνεται, συναφώς, πως: «... το Δικαστήριο σε σχέση με τον καθορισμό της αύξησης, λαμβάνει υπόψη την καθαρή τελική περιουσία ενός διαδίκου, αφαιρώντας οποιαδήποτε χρέη και δάνεια, που στην παρούσα υπόθεση, το δάνειο δεν είναι μόνο του Καθ' ου η Αίτηση, αλλά και της Αιτήτριας και της μητέρας της, και το ζήτημα αυτό, αν δηλαδή από την περιουσία του Καθ' ου η αίτηση θα πρέπει να αφαιρεθεί ολόκληρο το ποσό του δανείου ή το 1/3, για να ανευρεθεί η καθαρή αξία της περιουσίας του, είναι θέμα το οποίο το Δικαστήριο θα αποφασίσει στην κυρίως αίτηση.».
Είναι φανερό πως, στη σκέψη του Δικαστηρίου, το δάνειο του εφεσείοντος αποτέλεσε, όντως, κρίσιμο παράγοντα στο θέμα του καθορισμού της αύξησης της περιουσίας του. Η προσέγγισή του, όμως, ότι το δάνειο, ουσιαστικά, ανήκει, κατά το ένα τρίτο, στον ίδιο και στους δύο εγγυητές του και όχι αποκλειστικά στον ίδιο, είναι, καταφανώς, λανθασμένη. Ενέγγυο δάνειο δεν μπορεί να καταμεριστεί εξίσου μεταξύ του πρωτοφειλέτη και των εγγυητών του, προς το σκοπό καθορισμού της αύξησης της περιουσίας του πρώτου. Με βάση γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δάνειο, μέχρις ότου αυτό καταστεί ολόκληρο απαιτητό, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο από τον πρωτοφειλέτη, ο οποίος παραμένει ο κατ' εξοχήν οφειλέτης και στην περίπτωση που οι εγγυητές καταστούν υπόλογοι για την πληρωμή του. Αυτοί δε, αν εξοφλήσουν ό,τι τους αναλογεί, δικαιούνται σε αποζημίωση από τον πρωτοφειλέτη, ώστε ο ίδιος να οφείλει, πλέον, το χρέος του δανείου προς αυτούς, μέχρι την αποκατάστασή τους, με την αποπληρωμή του. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, το χρέος είναι, κατ' εξοχήν, του πρωτοφειλέτη, (άρθρο 98 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149), εν προκειμένω, του εφεσείοντος.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο, δεδομένου και του πιο πάνω νομικού σφάλματος, προφανώς, δεν αντιλήφθηκε ορθά τη νομική και πραγματική διάσταση των παρατεθειμένων, ανωτέρω, ισχυρισμών, οι οποίοι είχαν προβληθεί, κατά κύριο λόγο, από την εφεσίβλητη. Ως αποτέλεσμα, το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου αυτό στηρίχτηκε για οριστικοποίηση του προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος, ιδιαίτερα ως προς την πτυχή που αφορά στην αύξηση της συγκεκριμένης περιουσίας του εφεσείοντος, συστατικό στοιχείο του αγώγιμου δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 14(1) του Νόμου, δεν ήταν, από την άποψη αυτή, αρκούντως, ικανοποιητικό, για να καταδείξει την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης. Αυτό δε, με την αποσαφήνιση ότι η κατάληξη, ανωτέρω, αφορά στην κρίση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960, στην οποία αυτό οδηγήθηκε στη βάση της εσφαλμένης αντίληψής του σε σχέση με το προαναφερθέν δάνειο του εφεσείοντος.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, πλέον Φ.Π.Α.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] «14. - (1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.»