ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D439
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 123/2018)
11 Οκτωβρίου, 2018
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30.2, 30.3 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 31 ΚΑΙ 32 ΤΟΥ Ν.14/60, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΚΕΦ. 6, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30.20 ΚΑΙ 30.3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXXXX ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 1137/2018 Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΟΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION.
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΛΟΙΖΟΥ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΟΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 3.10.2018, Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΤΗΝ 5.10.2018 ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΛΗΦΘΗΚΕ ΠΑΡΑΝΟΜΑ, ΠΑΡΑΤΥΠΑ, ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ, ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 30.2 ΚΑΙ 30.3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 31 ΚΑΙ 32 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 14/60 ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 6 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΚΕΦ. 6, ΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΑΡΧΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ.
----------
Γ. Ζαχαρίου (κα), για τον Αιτητή.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής αξιώνει την ακόλουθη θεραπεία:
«Α. Παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος που λήφθηκε την 3.10.2018, η οποία δεν παραδόθηκε στην πλευρά του ενάγοντα παρά μόνο την 5.10.2018 και μετά από γραπτές παραστάσεις προς τον Πρωτοκολλητή, με την οποία απέρριψε στο στάδιο μονομερούς εξέτασης αίτημα για έκδοση προσωρινού διατάγματος, η οποία λήφθηκε παράνομα, παράτυπα, κατά παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης, των αρχών της επιείκειας, των αρχών δίκαιης δίκης, και των άρθρων 30(2) και 30(3) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, των άρθρων 31 και 32 του Νόμου 14/60 και των άρθρων 6 και 9 του Κεφ. 6, ως επίσης και της σχετικής νομολογίας και κάθε αρχής δικαίου.»
Ο αιτητής είναι ενάγων στην Αγωγή 1137/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και ενοικιαστής μίας αποθήκης στην Αραδίππου, ιδιοκτησίας των εναγομένων στην ίδια αγωγή, δυνάμει προφορικής συμφωνίας ενοικίασης. Σύμφωνα με τα όσα προβάλλονται, τόσο στην έκθεση, όσο και στην ένορκη δήλωση του αιτητή, αυτός οφείλει κάποια ενοίκια και, ενώ προσέγγισε το Διευθυντή των εναγομένων, με στόχο να τα καταβάλει, αυτός δεν αποδέχθηκε με το δικαιολογητικό ότι οι εναγόμενοι επιθυμούσαν να αποχωρήσει από το υποστατικό. Ακολούθησε επιστολή, μέσω του δικηγόρου των εναγομένων, η οποία επεδόθη στον αιτητή στις 12.9.2018, με την οποία του γνωστοποιούσαν ότι, αν δεν κατέβαλλε εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, το υπόλοιπο που οι ίδιοι θεωρούσαν ότι όφειλε - το οποίο είναι διαφορετικό από αυτό που ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οφείλει - η ενοικίαση θα τερματιζόταν και θα λάμβαναν δικαστικά μέτρα. Την επόμενη μέρα διακόπηκε η παροχή υδατοπρομήθειας, μετά από αίτημα των εναγομένων, που ήταν οι εγγεγραμμένοι καταναλωτές, και στις 26.9.2018 διακόπηκε από τους εναγομένους και η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο για τον αιτητή να εργαστεί στο υποστατικό το οποίο ενοικίασε και χρησιμοποιεί ως γκαράζ αυτοκινήτων. Λόγω των γεγονότων αυτών, ο αιτητής καταχώρησε την πιο πάνω αγωγή και μονομερή αίτηση, ημερομηνίας 28.9.2018, για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, με τα οποία να διατάσσονται οι εναγόμενοι να αιτηθούν επανασύνδεση της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, καθώς και οποιασδήποτε άλλης υπηρεσίας έχει αποσυνδεθεί στο υποστατικό που ενοικιάζει ο αιτητής.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέτασε τελικά την αίτηση το μεσημέρι της ίδιας ημέρας και επεφύλαξε απόφαση την οποία εξέδωσε στις 3.10.2018, με την οποία απέρριψε την αίτηση, χωρίς να δώσει αντίγραφο της απόφασης, το οποίο λήφθηκε στις 5.10.2018, μετά από παραστάσεις του συνηγόρου του αιτητή. Ο αιτητής θεωρεί ότι το Δικαστήριο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση και/ή με κατάχρηση και/ή με έλλειψη δικαιοδοσίας, αρμοδιότητας και τελώντας υπό έκδηλη νομική πλάνη. Ο αιτητής παραθέτει σφάλματα στα οποία υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση της μονομερούς αίτησης. Περαιτέρω, προβάλλει ότι το Δικαστήριο ενήργησε αυθαίρετα, παραβιάζοντας κατάφωρα τις βασικές αρχές φυσικής δικαιοσύνης, της επιείκειας και των αρχών δίκαιης δίκης, καθυστερώντας την έκδοση της απόφασης και, αφού τελικά την εξέδωσε, παρέλειψε να παραδώσει στους δικηγόρους του αιτητή αντίγραφο. Τυχόν μη παραχώρηση της αιτούμενης θεραπείας δημιουργεί αδικία στον αιτητή και στον κάθε ενοικιαστή, αφού ουσιαστικά επιτρέπει στον κάθε ιδιοκτήτη να ενεργεί αυθαίρετα. Περαιτέρω, ο αιτητής προβάλλει ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο αμφισβήτησης της απόφασης, ότι, εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που επιβάλλουν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και πως η προώθηση τυχόν έφεσης θα είναι παντελώς αναποτελεσματικό μέτρο.
Αγορεύοντας προς υποστήριξη της αίτησης η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή αναγνώρισε ότι, με βάση τη νομολογία, εντάλματα τύπου certiorari δεν αποσκοπούν στην αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης, αλλά μόνο της νομιμότητάς της, όπου καταδεικνύεται ότι το Δικαστήριο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας ή όπου υπάρχει νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με την εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη την δικαιοδοσία του και προέβη σε σοβαρό νομικό σφάλμα, καθότι προχώρησε και αποφάσισε θέματα που αφορούν την ουσία της αγωγής, κάτι που δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση certiorari. Προς τούτο παρέπεμψε στην πρόσφατη απόφαση που δόθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 92/2018, ημερομηνίας 20.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:D412. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, η κα Ζαχαρίου ότι ο αιτητής δεν έχει δικαίωμα έφεσης κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, παρά μόνο στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής, με αποτέλεσμα να πρόκειται για αναποτελεσματικό μέτρο ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης. Συνακόλουθα, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για να δοθεί η αιτούμενη άδεια.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692 στη σελ. 701:
"Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος Certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του 'πρακτικού' της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας."
Περαιτέρω, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535).
Είναι νομολογημένο ότι αντικείμενο της διαδικασίας για έκδοση διαταγμάτων Certiorari δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μίας απόφασης, αλλά της νομιμότητάς της. Όπως τονίστηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση της Μarewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116, στη σελ. 121:
"Δεν είναι ... επιτρεπτό να εκδίδεται διάταγμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία."
Εκεί όπου το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα ή ακόμα αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία (Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 ΑΑΔ 398), ή, τέλος, αν παραπλανήθηκε ως προς τα γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση το ένταλμα τύπου Certiorari δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της κρίσης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στα πλαίσια της προνομιακής δικαιοδοσίας του το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ενεργεί ως Εφετείο.
Εξέτασα την αίτηση υπό το φως των πιο πάνω αρχών και αφού έλαβα υπόψη μου όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου με την Έκθεση και την ένορκη δήλωση. Δεν αμφισβητήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τη μονομερή αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα. Κατά την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του Ν.14/60 ανέφερε τα ακόλουθα:
«Κρίνω ότι ο Αιτητής δεν παρέθεσε εκείνη τη μαρτυρία που απαιτείται σε αυτό το στάδιο, η οποία θα αποδείκνυε, έστω και στο χαμηλό επίπεδο απόδειξης που απαιτεί η δεύτερη πιο πάνω προϋπόθεση, ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή του. Και εξηγώ:
Αφού είναι παραδεκτό από τον Αιτητή ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των μερών ως προς το καταβλητέο ενοίκιο, απαιτείται μαρτυρία που να υποδηλώνει, σε επίπεδο βεβαίως κάτω του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η μονομερής ενέργεια των Εναγομένων να κόψουν το ρεύμα και το νερό για να εξαναγκάσουν τον Αιτητή να παραδώσει σε αυτούς κενή κατοχή της ενοικιαζόμενης αποθήκης ήταν αντισυμβατική και κατ΄ επέκταση παράνομη. Ποιοι είναι οι όροι της προφορικής αυτής συμφωνίας ενοικίασης που οι Εναγόμενοι κατ΄ ισχυρισμό παραβιάζουν, ώστε η συμπεριφορά τους να κόψουν τους λογαριασμούς ρεύματος και νερού καθίσταται αντισυμβατική; Τέτοια μαρτυρία ελλείπει παντελώς από την Ένορκη Δήλωση του Αιτητή. Μάλιστα, αφού οι λογαριασμοί ρεύματος και νερού είναι επ΄ ονόματι των Εναγομένων (Τεκμήρια Ε και Στ) και αφού είναι παραδεκτό από τον Ενάγοντα ότι οι Εναγόμενοι τους πλήρωναν κατ΄ αποκοπή από το εκάστοτε πληρωθέν ενοίκιο, για το οποίο παραδεκτά υπάρχει διαφορά, η ανάγκη για την ελλείπουσα αυτή μαρτυρία καθίσταται μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη. Η δε, αναφορά του Αιτητή στο ότι τον Ιούνιο του 2018 ο XXXXX Φωτίου αρνήθηκε να λάβει τα οφειλόμενα ενοίκια από τον Αιτητή, παραμένει νεφελώδης και χωρίς την απαραίτητη τεκμηρίωση. Έρχεται, δε, σε αντίθεση με το περιεχόμενο της επιστολής Τεκμήριο Δ, ημερομηνίας 06.09.2018.»
Με όλο το σεβασμό προς τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου, δεν θεωρώ ότι από το απόσπασμα αυτό θεμελιώνεται συζητήσιμη υπόθεση υπέρβασης εξουσίας του Δικαστηρίου. Χωρίς να αποφαίνομαι καθ΄ οιονδήποτε τρόπο για την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, κάτι άλλωστε που δεν είναι επιτρεπτό στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, θεωρώ, εκ πρώτης όψεως, ότι τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω αφορούν την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32, τους προβληματισμούς του Δικαστηρίου και τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι δεν πληρείτο αυτή η προϋπόθεση. Εφόσον δε, κρίθηκε ότι δεν πληρείτο η δεύτερη προϋπόθεση, η αίτηση ήταν έκθετη σε απόρριψη και δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί είτε η τρίτη προϋπόθεση είτε το ισοζύγιο της ευχέρειας. Συνεπώς, τα όσα αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, σε συνάρτηση με αυτά τα θέματα, δεν μπορούν να θεμελιώσουν συζητήσιμο θέμα για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, ο αιτητής έχει την υπαλλακτική θεραπεία της έφεσης την οποία θα μπορούσε να ασκήσει εναντίον της επίδικης απόφασης, χωρίς να αναμένει την πλήρη εκδίκαση της αγωγής. Σύμφωνα με τη Δ.35 Θ.17, σε περίπτωση που απορριφθεί μονομερής αίτηση, μπορεί να καταχωρηθεί έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός τεσσάρων ημερών ή εντός τέτοιας προθεσμίας που θα επέτρεπε ο πρωτόδικος δικαστής ή ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Cyprus Sulphur and Copper Co Ltd κά ν. Παραρλάμα Λτδ κά (1990) 1 ΑΑΔ 1040).
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ