ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A405
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 35/2014
(Σχετ. με 251/2014)
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
18 Σεπτεμβρίου, 2018
XXXXX ΚΟΝΝΑΡΗ
Εφεσείοντας - Ενάγοντας
και
XXXXX ΛΟΥΚΑΙΔΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ
Εφεσίβλητη - Εναγόμενη
***************
Αίτηση ημερομηνίας 9/5/2018 για συνένωση των πολιτικών εφέσεων 35/2014 και 251/2014
****************
Ελένη Προδρόμου (κα) για Γ. Ζ. Γεωργίου και Κυριάκο Μιχαηλίδη για Εφεσείοντα/Αιτητή στην 35/2014 και Εφεσίβλητο 2 στην 251/2014
Αρίστη Κορακίδου (κα) για Εφεσίβλητη στην 35/2014 και Εφεσείουσα στην 251/2014
Μαρία - Νικόλ Γεωργίου (κα) για Λεωνίδα Γεωργίου, για Εφεσίβλητο 1 στην 251/2014.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Με την υπό κρίση αίτηση ο εφεσείοντας/αιτητής αιτείται διάταγμα για συνένωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεσης με την Πολιτική Έφεση με αρ. 251/2014 και επιπλέον οδηγίες συναφείς με τη συνένωση. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα, που συνοδεύει την αίτηση, εκτός από εφεσείων στην Πολιτική Έφεση 35/2014 είναι επιπρόσθετα και ο εφεσίβλητος 2 στην Πολιτική Έφεση 251/2014 που προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερομηνίας 9/4/2014 στην αγωγή με αρ. 2303/2001 που καταχωρήθηκε από μέρους του XXXXX Γεωργίου που είναι ο εφεσίβλητος 1. Στην ένορκη του δήλωση ο εφεσείων προβαίνει σε μια συνοπτική παράθεση του ιστορικού της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων που είχε ως αποτέλεσμα την καταχώρηση εναντίον της XXXXX Θεοφάνους της αγωγής 2303/2001 από τον XXXXX Γεωργίου και της 2093/2003 από τον εφεσείοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Το ιστορικό ξεκινά με την ίδρυση από τον εφεσείοντα, τον XXXXX Γεωργίου και την XXXXX Θεοφάνους ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία Θεοφάνους, Κονναρής και Γεωργίου και Σία με σκοπό την προσφορά νομικών υπηρεσιών στην πόλη και επαρχία της Πάφου που ενεγράφη στις 16/9/1993 στον Έφορο Εταιρειών. Ο συνεταιρισμός εξακολουθεί μέχρι σήμερα να παραμένει εγγεγραμμένος στον Έφορο. Περί τα τέλη του 2000 η Θεοφάνους εκδήλωσε την πρόθεση της για διάλυση του συνεταιρισμού από τις 17/1/2001. Ως αποτέλεσμα, ο Γεωργίου, ένας εκ των συνεταίρων, καταχώρησε την αγωγή με αριθμό 2303/2001 εναντίον της με την οποία αξίωνε, μεταξύ άλλων, την απόδοση λογαριασμών για όλο το χρονικό διάστημα του συνεταιρισμού καθώς και την καταβολή του μεριδίου του επί των κερδών που του αναλογούσαν. Ο εφεσείων/αιτητής από την άλλη καταχώρησε την αγωγή 2093/2003 εναντίον της Θεοφάνους διεκδικώντας μεταξύ άλλων την απόδοση λογαριασμών για όλη τη χρονική διάρκεια του συνεταιρισμού, την καταβολή του 1/3 μεριδίου των κερδών του συνεταιρισμού και το 1/3 από την πώληση των μετοχών της ΜΙΝΕΡΒΑ Ασφαλιστικής που ήταν περιουσία του συνεταιρισμού. Στα πλαίσια της αγωγής 2303/2001 ο Γεωργίου εξασφάλισε διάταγμα προσθήκης του εφεσείοντα ως τυπικού εναγόμενου 2, χωρίς να διεκδικά οτιδήποτε εναντίον του, εξού και ο εφεσείων δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία της αγωγής. Κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας των δύο Αγωγών επιχειρήθηκε από πλευράς εφεσίβλητης στα πλαίσια της Αγωγής 2303/01 η συνένωση της με την Αγωγή 2093/2003 αλλ' όμως η σχετική αίτηση απορρίφθηκε από το Δικαστήριο κατόπιν απόσυρσης της. Στις 18/1/2007 το Δικαστήριο εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφαση του στην αγωγή 2303/2001 η οποία στις 6/11/2011 ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της αγωγής καθώς και η ανταλλαγή εγγράφων προτάσεων μεταξύ της Θεοφάνους και του εφεσείοντα που είχε προστεθεί ως εναγόμενος 2. Στην απόφαση του το Εφετείο επισημαίνει ότι «δοθέντος ότι τελικώς καταχωρήθηκαν δύο αγωγές, το ορθό θα ήταν πλέον η συνένωση τους ώστε όλα τα θέματα τα οποία αφορούσαν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πρώην συνεταίρων περιλαμβανομένων των απαιτήσεων ως προς το μερίδιο εκάστου, τα λοιπά συμφωνηθέντα την αποχώρηση ή όχι του εφεσίβλητου 2 στα τέλη του 1997 και την απόδοση λογαριασμών, να αποφασίζοντο ενιαίως και οριστικώς». Για τη σημασία της ανταλλαγής δικογράφων μεταξύ των εναγομένων στην Αγωγή 2303/01 το Εφετείο αναφέρει στη συνέχεια στην απόφαση του «Αν αυτό εγίνετο, τότε όλες οι διαφορές μεταξύ όλων των συνεταίρων θα αποφασίζοντο ενιαίως και οριστικώς και όχι αποσπασματικώς και κεχωρισμένως σε δύο αγωγές με όλες τις περιπλοκές ως προς θέματα μαρτυρίας, δεδικασμένου και άλλα που πιθανώς να προέκυπταν».
Μετά την πιο πάνω εξέλιξη συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων όπως όλα τα επίδικα θέματα τεθούν στην αγωγή 2303/2001, ενώ η αγωγή 2093/2003 και η Ανταπαίτηση της εφεσίβλητης στην Αγωγή αυτή αποσυρθούν μετά την ολοκλήρωση της καταχώρησης των δικογράφων στην αγωγή 2303/2001. Αφού καταχωρήθηκε στην Αγωγή 2303/01 η Έκθεση Απαίτησης της Θεοφάνους εναντίον του εφεσείοντα/συνεναγόμενου της, στην οποία οι θεραπείες είναι σχεδόν οι ίδιες που είχεν προωθήσει εναντίον του εφεσείοντα μέσω της Ανταπαίτησης της στην αγωγή 2093/2003 και στη συνέχεια η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του εφεσείοντα εναντίον τόσο της Θεοφάνους όσο και εναντίον του Γεωργίου, στις 24/2/2012 η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε τον αποκλεισμό της Ανταπαίτησης του εφεσείοντα εναντίον της. Σημειώνει στην ένορκη του δήλωση ο εφεσείων ότι οι αξιώσεις του στην Ανταπαίτηση του στην Αγωγή 2303/01 ήταν οι ίδιες με τις αξιώσεις του στην Αγωγή 2093/03. Το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 2/7/2012 απέρριψε την αίτηση αυτή της Θεοφάνους. Ενόψει της πιο πάνω συμπεριφοράς της, ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για διακοπή της αγωγής 2093/2003 με σκοπό την οριστική επίλυση των διαφορών μεταξύ των τριών συνεταίρων στην αγωγή 2303/2001. Κατόπιν ακρόασης, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για διακοπή της αγωγής, γεγονός που ανάγκασε τον εφεσείοντα να συμμετάσχει στην ακρόαση της αγωγής 2093/2003 που διεξάγετο παράλληλα με την ακρόαση της Αγωγής 2303/01, ενώπιον διαφορετικού βεβαίως Δικαστή. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι τα επίδικα θέματα και των δύο αγωγών ήταν ουσιαστικά τα ίδια εφόσον προέκυπταν από τον μεταξύ των διαδίκων συνεταιρισμό. Το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 30/10/2013 απέρριψε, κατόπιν ακρόασης, την αγωγή 2093/2003 του εφεσείοντα και εξέδωσε απόφαση υπέρ της Θεοφάνους για μέρος των θεραπειών της Ανταπαίτησης της. Η απόφαση αυτή είναι το αντικείμενο της πολιτικής έφεσης Αρ. 35/2014. Επίσης άλλος Δικαστής στις 9/4/2014 εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφαση του στην αγωγή 2303/2001 με την οποία απέρριψε τις δικογραφημένες αξιώσεις της εφεσίβλητης εναντίον του εφεσείοντα και εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και του Γεωργίου για μέρος των θεραπειών που ζητούσαν στην Αγωγή. Η απόφαση στην Αγωγή 2303/03 είναι το αντικείμενο της πολιτικής έφεσης Αρ. 251/2014 της οποίας ζητείται η συνένωση της με την 35/14. Οι δύο εφέσεις δηλαδή η 35/2014 και η 251/2014 βρίσκονται στο ίδιο διαδικαστικό σημείο και δεν έχουν ακόμη οριστεί για προδικασία. Ο εφεσείων είναι της γνώμης ότι τα γεγονότα είναι τέτοια ώστε δεν είναι εφικτός ο διαχωρισμός της πορείας των δύο δικαστικών διαδικασιών κατ' έφεση εφόσον η πορεία τους είχεν καθορισθεί με την απόφαση του Εφετείου ημερομηνίας 6/6/2011 στην Πολιτική Έφεση 38/07 κατά τρόπο ώστε η διαδικασία της μιας Αγωγής να καθορίζει την πορεία της άλλης. Πρόταξε ότι τυχόν εξέταση των λόγων έφεσης στην κάθε έφεση ξεχωριστά ενδέχεται να οδηγήσει το Εφετείο σε αντιφατικές αποφάσεις όπως έγινε πρωτόδικα στις Αγωγές 2303/01 και 2093/03 κατά τρόπο που οι διάδικοι να μην είναι σε θέση να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Καταλήγοντας ισχυρίζεται ότι με τη συνένωση των δύο εφέσεων το Εφετείο θα έχει μια σφαιρική κατανόηση των επίδικων θεμάτων, θα περισωθούν χρόνος και δαπάνες και θα αποφευχθούν επαναλήψεις εξού και είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης η έγκριση της αίτησης.
Η αίτηση για συνένωση προσέκρουσε στην ένσταση της εφεσίβλητης ενώ ο Γεωργίου - εφεσίβλητος 1 στην έφεση 251/14 συγκατατέθηκε στην αίτηση. Η ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση της ίδιας της Θεοφάνους/εφεσείουσας στην 251/14 στην οποία επαναλαμβάνει και αναπτύσσει ουσιαστικά τους λόγους ένστασης. Η Θεοφάνους υπέβαλε συνολικά 34 λόγους ένστασης που αφορούν κυρίως στη μη νομιμοποίηση του εφεσείοντα, στην απουσία των προϋποθέσεων του Νόμου και της νομολογίας για συνένωση των δύο εφέσεων, στην αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης, καθώς και στην συμπεριφορά του εφεσείοντα που συνηγορούν, κατά την άποψη της, υπέρ της απόρριψης της αίτησης.
Οι δικηγόροι κατά την ακρόαση υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων, η δε κα Κορακίδου για την πλευρά της Θεοφάνους υποστήριξε και προφορικά το αδικαιολόγητο της αίτησης τονίζοντας το γεγονός ότι δεν υπάρχει ταύτιση των διαδίκων στις δύο εφέσεις.
Η νομική βάση της αίτησης είναι η Δ.35 θ.28, Δ.48 θ.θ.1-9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, το άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου, οι συμφυείς εξουσίες και η Γενική Πρακτική του Δικαστηρίου.
Η Δ.35 θ.28 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών επί της οποίας βασίζεται κυρίως η αίτηση προνοεί τα εξής:
«The Court of Appeal or a Judge thereof may by order consolidate appeals at any stage if it appears convenient that they should be heard together."
Οι αρχές για συνένωση και συνεκδίκαση εφέσεων που τέθηκαν από τη νομολογία έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 416 οι οποίες υιοθετήθηκαν στη συνέχεια στην Κωμιάτη ν. Πόλισου κ.α. (2001) 1 (Α) ΑΑΔ 226. Λέχθηκε στην απόφαση ότι το αποφασιστικό κριτήριο είναι η ευκολία η οποία μπορεί να προκύψει στην απονομή της δικαιοσύνης, θέμα που ανάγεται κατ' εξοχήν στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Εφετείου. Άλλος παράγοντας που άπτεται του ίδιου θέματος, όχι ήσσονος σημασίας είναι η σφαιρική κατανόηση των επίδικων θεμάτων. Όπως αναφέρεται περαιτέρω στην απόφαση στη σελ. 416:
«Η συνένωση για τους σκοπούς της Δ.35 κ.28 δε συνεπάγεται ούτε τη συγχώνευση, ούτε την εξομοίωση των επίδικων θεμάτων που εγείρονται σε κάθε μια από τις εφέσεις που θα συνεκδικαστούν. Τα επίδικα θέματα της κάθε έφεσης διατηρούν την αυτοτέλεια τους. Η περίσωση χρόνου και δαπάνης, η αποφυγή επαναλήψεων καθώς και η ευχερέστερη κατανόηση των επίδικων θεμάτων με τον αποκλεισμό κάθε δυσχέρειας που θα μπορούσε να προκύψει από το διαχωρισμό τους, αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να διατάξει τη συνεκδίκαση εφέσεων».
Στην υπόθεση Γεωργίου ν. Δήμου Λ/σού (Αρ. 4) 4 Α.Α.Δ. 3225, αναφέρεται (σε σχέση με συνεκδίκαση προσφυγών):
«Οι σχετικές δικονομικές διατάξεις δε συναρτούν τη συνεκδίκαση με την ιδιαίτερη φύση ή χαρακτήρα των επίδικων θεμάτων αλλά με τη συνάφεια του νομικού και πραγματικού βάθρου στο οποίο στηρίζονται. Εφόσον διαπιστώνεται ότι τα κοινά σημεία, νομικά και πραγματικά, μεταξύ των προτεινόμενων για συνεκδίκαση προσφυγών είναι, σε σύγκριση με τις διαφορές, τέτοιας σημασίας και έκτασης που να στοιχειοθετούν ουσιώδη συνάφεια μεταξύ των επίδικων θεμάτων μπορεί να διαταχθεί η συνένωσή τους χάριν της καλής απονομής της δικαιοσύνης:»
Στην υπόθεση Fruit and Vegetables Industry Etc v. Halco Ltd and Another (1975) 11 J.S.C. 1611 τονίστηκε ότι αίτηση για τη συνεκδίκαση εφέσεων μπορεί να υποβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μας με την αίτηση και ένσταση και τις ενόρκους δηλώσεις που τις συνοδεύουν καθίσταται εμφανής η συνάφεια των γεγονότων στις δύο εφέσεις σε βαθμό μάλιστα που να μην ενδείκνυται η ξεχωριστή εκδίκαση τους. Όλα τα επίδικα θέματα προκύπτουν από τη λειτουργία του συνεταιρισμού που ιδρύθηκε μεταξύ του εφεσείοντα, της Θεοφάνους και του Γεωργίου το 1993 και αφορούν κυρίως σε χρηματικές και άλλες αξιώσεις του ενός συνεταίρου έναντι των άλλων καθώς και σε διαταγή για απόδοση λογαριασμών μεταξύ τους. Οι δύο εφέσεις περιέχουν τόσο κοινά νομικά σημεία όσο και πραγματικά. Αυτό είχε εντοπίσει και το Εφετείο στην απόφαση του ημερομηνίας 6/6/2011 στην Πολιτική Έφεση 38/07. Σημειώνεται ότι οι πλείστες αξιώσεις της Θεοφάνους στην αγωγή Αρ. 2303/2001 με την Έκθεση Απαίτησης της εναντίον του εφεσείοντα, είναι ταυτόσημες με εκείνες της Ανταπαίτησης της στην αγωγή Αρ. 2093/2003 εναντίον του εφεσείοντα. Στην μεν αγωγή Αρ. 2093/03 το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της για ορισμένες εκ των αξιώσεων της Ανταπαίτησης απορρίπτοντας την Αγωγή του εφεσείοντα ενώ στην άλλη δηλ. στην 2303/01 το Δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση στη βάση ουσιαστικά των ίδιων γεγονότων απέρριψε όλες τις αξιώσεις της εναντίον των δύο συνεταίρων και εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα. Το γεγονός αυτό συνιστά ισχυρό λόγο για συνένωση των δύο εφέσεων, διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκδοθούν από το Εφετείο δύο αντιφατικές αποφάσεις όπως έγινε πρωτόδικα επί των ιδίων μάλιστα γεγονότων. Σημειώνεται ότι εκτός του ότι οι αξιώσεις της Θεοφάνους στις αγωγές 2303/2003 και 2093/2003 εναντίον του εφεσείοντα είναι οι ίδιες ακόμη και η μαρτυρία που δόθηκε ήταν σχεδόν η ίδια. Το γεγονός ότι ο Γεωργίου δεν ήταν διάδικος στην αγωγή 2093/2003 δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για απόρριψη της αίτησης για συνένωση των δύο εφέσεων εφόσον πρωταρχικό στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της συνεκδίκασης είναι η ευκολία που προκύπτει στον χειρισμό των δύο εφέσεων. Σημειώνεται δε ότι μέσω του δικηγόρου του ο Γεωργίου συγκατατέθηκε στην συνένωση των δύο εφέσεων.
Ενόψει όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι η αίτηση θα πρέπει να πετύχει εφόσον με τη συνεκδίκαση των δύο εφέσεων θα περισωθούν έξοδα, θα αποφευχθεί πολλαπλότητα της διαδικασίας και επαναλήψεις καθώς και τυχόν δυσχέρεια κατά τη ξεχωριστή εκδίκαση τους, θα εξοικονομηθεί δικαστικός χρόνος και τέλος θα επιλυθεί τελειωτικά το θέμα της ύπαρξης δύο αντιφατικών πρωτόδικων δικαστικών αποφάσεων .
Ένας από τους λόγους ένστασης αναφέρεται στην καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης. Στην παρούσα περίπτωση δεν θεωρούμε ότι η καθυστέρηση είναι καταλυτική για την τύχη της αίτησης. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη Δ.35 θ.28 και νομολογία η αίτηση μπορεί να υποβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (βλ. Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (ανωτέρω)), ακόμη και μετά την έναρξη της ακρόασης της μιας εκ των εφέσεων. Στην παρούσα περίπτωση και οι δύο εφέσεις βρίσκονται στο αρχικό στάδιο οπότε η συνένωση τους δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν ή επηρεάζει δυσμενώς την Θεοφάνους στο χειρισμό τους.
Ένας μεγάλος αριθμός λόγων ένστασης αναφέρεται στη συμπεριφορά του εφεσείοντα καταλογίζοντας του αλλότρια κίνητρα. Δεν κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε στην εξέταση του κάθε ενός λόγου ξεχωριστά ενόψει της κρίσης μας ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας και νομολογίας για συνεκδίκαση των δύο εφέσεων. Εξάλλου κάθε λόγος έφεσης διατηρεί την αυτοτέλεια του (βλ. Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (ανωτέρω)).
Για τους πιο πάνω λόγους η διακριτική μας εξουσία θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης της αίτησης.
Η αίτηση για συνεκδίκαση εγκρίνεται. Τα έξοδα της αίτησης να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα των εφέσεων, αλλά σε καμιά περίπτωση να είναι σε βάρος του εφεσείοντα.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/Α.Λ.Ο