ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Επί τοις αφορώσι τον Παναγιώτη Μ. Σταυρινίδη ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ. (2000) 1 ΑΑΔ 645
Παπαδόπουλος Ιωάννης ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 1716
Νεοκλέους Γεώργιος ν. Alpha Bank Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 1700, ECLI:CY:AD:2014:A538
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:A392
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 264/2011
10 Σεπτεμβρίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ALPHA BANK CYPRUS LTD (πρώην ALPHA BANK LTD)
Εφεσείουσα - Αιτήτρια
και
ΕΝ ΠΤΩΧΕΥΣΕΙ : XXXXX ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Εφεσίβλητος - Καθ' ου η Αίτηση
.........
Γ. Ζαχαρίου , για τον εφεσείοντα
Α. Μαθηκολώνη, για τον εφεσίβλητο
...........................
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Οικονόμου, Δ.
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Η εφεσείουσα Τράπεζα είχε στο παρελθόν εξασφαλίσει ερήμην διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσίβλητου το οποίο αργότερα, κατόπιν αίτησης του τελευταίου παραμερίστηκε.
Στην απόφαση για παραμερισμό, το Δικαστήριο έχοντας διαπιστώσει ότι η αίτηση της Τράπεζας για διάταγμα παραλαβής υπολειπόταν των προϋποθέσεων του άρθρου 5(2) του περί Πτώχευσης Νόμου Κεφ. 5[1] επί τω ότι η Τράπεζα ως εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δήλωσε στην αίτηση της ότι προτίθετο να παραιτηθεί από την εξασφάλιση της ή δεν έδωσε εκτίμηση της εξασφάλισης της, προχώρησε και εξέδωσε, πέραν του διατάγματος για παραμερισμό του διατάγματος παραλαβής που ήταν το αντικείμενο της διαδικασίας και διάταγμα για τροποποίηση της αίτησης πτώχευσης ώστε να εναρμονισθεί με τις πρόνοιες του άρθρου 5(2).
Ακολούθησε τροποποιημένη αίτηση πτώχευσης στην οποία προστέθηκε αναφορά σε δύο ΜΕΜΟ συνολικής εξασφάλισης €217.000, ενώ το χρέος ήταν, χωρίς τόκους και έξοδα, €543.000.
Στο τέλος όμως, όταν περατώθηκε η εκδίκαση της αίτησης πτώχευσης το Δικαστήριο, χωρίς να κάνει αναφορά στα ποσά που η Τράπεζα παρουσίασε ως τα καθ' υπολογισμό ποσά των εξασφαλίσεων, θεώρησε ότι δεν έδωσε «ένα υπολογισμό της αξίας τους».
Η Τράπεζα με την παρούσα έφεση προβάλλει ότι με την τροποποιημένη αίτηση της είχε καλύψει το ζήτημα και ότι, περαιτέρω, προσφέρθηκε μαρτυρία για το ύψος των εξασφαλίσεων, ώστε, ακόμα κι αν επρόκειτο για δικογραφική, τρόπον τινά, ατέλεια, να μην προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά.
Υπήρξε και αντέφεση με την οποία προσβάλλεται η πράξη του Δικαστηρίου να διατάξει τότε την τροποποίηση της αίτησης. Εγείρεται επίσης με την αντέφεση ότι η συμπεριφορά των εφεσειόντων ήταν καταχρηστική διότι ενώ γνώριζαν την ύπαρξη των εξασφαλίσεων, κακόπιστα, όπως τους αποδίδεται, απέκρυψαν το γεγονός αυτό με αποτέλεσμα να εξασφαλίσουν διάταγμα παραλαβής. Όπως υποδείξαμε στο κ. Μαθηκολώνη κατά την ακρόαση της υπόθεσης αυτά δεν είναι του παρόντος. Είναι ζητήματα που θα μπορούσαν να εγερθούν με έφεση σε σχέση με την απόφαση του Δικαστηρίου να διατάξει τότε τροποποίηση. Η απόφαση εκείνη δεν είναι μέρος της προσβαλλόμενης τώρα απόφασης ώστε να ήταν δυνατή η προσβολή τους με αντέφεση.
Τέθηκε περαιτέρω με την αντέφεση ότι η τροποποιηθείσα αίτηση είναι ανυπόστατη γιατί συνοδευόταν από νέα ένορκη δήλωση χωρίς να είχε προηγηθεί διάταγμα που να το επιτρέπει. Το διάταγμα όμως του Δικαστηρίου για τροποποίηση είχε αυτονόητα αυτή την έννοια.
Η ουσία έγκειται στο κατά πόσο η αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν δόθηκε εκτίμηση της εξασφάλισης που κατείχαν οι εφεσείοντες είναι ορθή ή όχι.
Κατ' αρχάς, από το γεγονός ότι το Δικαστήριο διέταξε την τροποποίηση της αρχικής αίτησης προκύπτει η αντίληψη του ότι επρόκειτο για καλόπιστη παράλειψη, κρίση που όπως προαναφέραμε, δεν έχει προσβληθεί δεόντως.
Ακολούθησε η τροποποιημένη αίτηση με αναφορά σε καθ' υπολογισμόν ποσά, αλλά, ως άνω, και μαρτυρία ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ύπαρξη και την αξία των εξασφαλίσεων και για το σημαντικό ποσό του χρέους μετά την αφαίρεση των εξασφαλίσεων. Η υποχρέωση του αιτητή στα πλαίσια του άρθρου 5(2) είναι να δώσει κάποιο υπολογισμό της αξίας της εξασφάλισης του (Νεοκλέους ν. Alpha Bank Limited, Πολ. Έφεση Αρ. 233/2011, ημερ. 17.7.2014), ECLI:CY:AD:2014:A538. Το γεγονός ότι η αξία των ακινήτων μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερη της απαίτησης δεν επηρεάζει το νομικό δικαίωμα της εφεσείουσας να καταχωρίσει διαδικασία πτώχευσης. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσον η εκτίμηση είναι πραγματική και όχι εικονική, χωρίς υποχρέωση να ασχοληθεί εκτενέστερα με το θέμα στην περίπτωση που ο χρεώστης αμφισβητεί τον υπολογισμό της αξίας που ετοίμασε ο πιστωτής (Σταυρινίδης ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 645). Το όλο ευρύ πνεύμα υπό το οποίο ερμηνεύεται το άρθρο 5(2) φαίνεται στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμός Χρηματοδότησης Παγκυπριακή Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 1716.
Υπό το φως των ανωτέρω η έφεση επιτρέπεται.
Εκδίδεται διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσίβλητου. Προσωρινός παραλήπτης διορίζεται ο Επίσημος Παραλήπτης. Ο εφεσίβλητος διατάσσεται να εμφανιστεί στο γραφείο του Επίσημου Παραλήπτη στη Λευκωσία αμέσως μετά την προς αυτόν επίδοση του παρόντος διατάγματος.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, να βαρύνουν την περιουσία.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.
[1] 5(2) Αν ο αιτητής πιστωτής είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, οφείλει στην αίτηση του είτε να δηλώσει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την εξασφάλιση του προς όφελος των πιστωτών σε περίπτωση που ο χρεώστης κηρυχτεί σε πτώχευση, ή να δώση εκτίμηση της εξασφάλισής του του. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να γίνει δεκτός ως αιτητής πιστωτής στην έκταση του υπόλοιπου του προς αυτόν οφειλόμενου χρέους, που προκύπτει μετά την αφαίρεση της εκτιμημένης αξίας, κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν να ήταν μη εξασφαλισμένος πιστωτής.