ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D413
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 112/2018)
24 Σεπτεμβρίου, 2018
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 11, 33-35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 4, 5, 102, 103, 112, 118, 119, 120, 121, 127, 128, 129, 130, 131, 138 ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ 1964 (40/1964), ΤΑ ΑΡΘΡΑ 4, 5, 9, 13, 18-21 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXXXX ΜΟΥΖΟΥΡΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ - ΑΙΤΗΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/8/2018 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ.
_ _ _ _ _ _
Α. Χαραλάμπους, για Chrysses Demetriades & Co LLC.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα ζητείται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari προς ακύρωση και/ή παραμερισμό του εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του αιτητή από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις 20.8.2018.
Όπως προκύπτει από την έκθεση και ένορκη δήλωση του Μάριου Χαραλάμπους, δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία των δικηγόρων του αιτητή, τα γεγονότα της υπόθεσης συνοπτικά έχουν ως ακολούθως:
Ο αιτητής είναι Μόνιμος Αρχιλοχίας στην Εθνική Φρουρά και κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στο στρατόπεδο Στέλιου Μαυρομμάτη, στο Σταυροβούνι, της επαρχίας Λάρνακας.
Στις 20.8.2018 ζητήθηκε από τον Α/Λοχ.1418 Χρ. Παναγιώτου του ΤΑΕ Λάρνακας ένταλμα σύλληψης εναντίον του αιτητή για διερευνόμενη υπόθεση παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β΄, παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυρομαχικών πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β΄, παράνομης κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών χωρίς την άδεια του επιθεωρητή εκρηκτικών υλών και κλοπή από δημόσιους λειτουργούς, κατά παράβαση της σχετικής με το κάθε αδίκημα νομοθεσίας.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του Α/Λοχ.1418, τα εν λόγω αδικήματα διεπράχθησαν στην περιοχή Σταυροβουνίου της επαρχίας Λάρνακας. Την ίδια ημέρα, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εξέδωσε το εν λόγω ένταλμα σύλληψης εναντίον του αιτητή, ο οποίος συνελήφθη την επόμενη ημέρα από αστυνομικό του ΤΑΕ Λάρνακας ενώ βρισκόταν στο πιο πάνω αναφερόμενο στρατόπεδο και, ακολούθως, ο Α/Λοχ.1418 τον παρουσίασε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ζητώντας την οκταήμερη κράτησή του. Αφού υποβλήθηκε ένσταση εκ μέρους του δικηγόρου του αιτητή, το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα κράτησης για περίοδο έξι ημερών.
Αποτελεί θέση του αιτητή ότι η έκδοση του εν λόγω εντάλματος σύλληψης είναι νομικά εσφαλμένη και/ή εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και/ή ελλείψει δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος, καθότι η διάπραξη των ισχυριζόμενων αδικημάτων έγινε εντός στρατοπέδου και ο αιτητής είναι μόνιμος στρατιωτικός που υπηρετεί στο εν λόγω στρατόπεδο, ως Μόνιμος Αρχιλοχίας της Εθνικής Φρουράς. Επομένως, αρμοδιότητα για να επιληφθεί της έκδοσης εντάλματος σύλληψης εναντίον του αιτητή ήταν το Στρατιωτικό Δικαστήριο και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.
Επιπρόσθετα, προβάλλεται ότι ο εν λόγω Α/Λοχ.1418 δεν δικαιούτο να ζητήσει την έκδοση του επίδικου εντάλματος σύλληψης δυνάμει των προνοιών του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155(Α18-20), λόγω του ότι ο ίδιος δεν είχε εξουσία να διεξαγάγει ανάκριση δυνάμει των άρθρων 118 και 119 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου του 1964 (Ν. 40/1964) και του άρθρου 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καθότι ο εν λόγω αστυφύλακας δεν είχε την αναγκαία εξουσιοδότηση είτε από το Υπουργικό Συμβούλιο είτε από το Γενικό Εισαγγελέα ή τουλάχιστον, αν όντως την είχε, όφειλε να την αποκαλύψει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, κάτι που δεν έπραξε. Περαιτέρω, υπήρχε απόκρυψη στοιχείων εκ μέρους του, ήτοι δεν έθεσε υπόψη του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ότι τα αδικήματα ενέπιπταν στον όρο «στρατιωτικό αδίκημα», βάσει του σχετικού Νόμου, και ότι ο Α/Λοχ.1418 δεν μπορούσε να διεξάγει ανάκριση.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω παραλείψεων, ο Δικαστής που επιλήφθηκε του αιτήματος σύλληψης παραπλανήθηκε, θεωρώντας ότι είχε ενώπιόν του ένα σύνηθες ένταλμα σύλληψης που μπορούσε να εκδοθεί δυνάμει του Κεφ. 155 και διέλαθε της προσοχής του ότι εφαρμοζόταν ο περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμος.
Τελικά, καταχωρήθηκε υπόθεση εναντίον του αιτητή στο Στρατιωτικό Δικαστήριο που συνεδριάζει στη Λευκωσία.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή κατέθεσε εμπεριστατωμένη, γραπτή αγόρευση, στην οποία αναπτύσσει τις θέσεις του με παραπομπή σε άρθρα του σχετικού Νόμου και σε νομολογία, τις οποίες εξέτασα.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ.2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Ο περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμος του 1964, Ν.40/1964 (στο εξής «ο Νόμος»), εφαρμόζεται σε στρατιωτικά αδικήματα οπουδήποτε έχουν τελεσθεί (άρθρο 4). Σημειώνεται ότι ο Νόμος δεν αποτελεί αυτοτελές νομοθέτημα ενόψει του άρθρου 138, όπου παραπέμπει στις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και κάθε άλλου ειδικού για κάθε περίπτωση νόμου και κανονισμού, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ειδική πρόνοια.
Με βάση το άρθρο 5 του Νόμου, στρατιωτικός ο οποίος διαπράττει αδίκημα κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου θεωρείται ένοχος στρατιωτικού αδικήματος.
Το άρθρο 102 του Νόμου προνοεί ότι η ποινική δικαιοδοσία στο Στρατό απονέμεται σε πρώτο βαθμό από το Στρατιωτικό Δικαστήριο, στη δικαιοδοσία του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 112(1), υπάγονται, μεταξύ άλλων, «(α) οι εν ενεργεία στρατιωτικοί και οι εξομοιούμενοι με νόμο προς αυτούς». Σημειώνεται ότι, με βάση τα άρθρα 114 και 114Α, προνοείται και δικαιοδοσία στα κοινά ποινικά δικαστήρια, στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζονται οι πρόνοιες των εν λόγω άρθρων, που δεν είναι η παρούσα περίπτωση.
Το άρθρο 119 προνοεί πότε και από ποίους διεξάγεται ανάκριση, ως ακολούθως:
«119.(1) Η ανάκριση, που ενεργείται δυνάμει του παρόντος Νόμου, τελεί υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και διεξάγεται, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν διαταγής του προσώπου που έχει δικαίωμα προς τούτο, όπως καθορίζεται στα εδάφια (2), (3) και (4).
(2) Δικαίωμα διεξαγωγής ανάκρισης έχουν─
(α) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Υπουργού Άμυνας, ο Διοικητής·
(β) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Διοικητή, οι διοικητές Μεραρχιών, Ταξιαρχιών, Συνταγμάτων και Τακτικών Διοικήσεων, οι φρούραρχοι, οι στρατοπεδάρχες, οι διοικητές μονάδων, οι διοικητές ανεξάρτητων υπομονάδων και οι διευθυντές στρατιωτικών υπηρεσιών και καταστημάτων·
(γ) τα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται ως ανακριτές δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού.
(3) Ο Διοικητής, όταν αποφασίζει τη διεξαγωγή ανάκρισης δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), δύναται να αναθέτει τη διεξαγωγή της σ' οποιονδήποτε αξιωματικό που θεωρεί κατάλληλο για το σκοπό αυτό.
(4) Καθένας από τους αναφερόμενους στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) δύναται, είτε να διεξάγει την ανάκριση ο ίδιος, είτε να αναθέτει τη διεξαγωγή της σ' οποιονδήποτε αξιωματικό που τελεί υπό τις διαταγές του.
(5) Κάθε ανακριτής, κατά τη διεξαγωγή της ανάκρισης, εφαρμόζει όλες τις σχετικές με το θέμα διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.»
Στην προκείμενη περίπτωση, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 119(2)(γ), το οποίο παραπέμπει στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο. Το άρθρο 4 του εν λόγω περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου προνοεί ως ακολούθως:
«4.-(1) Οποιοσδήποτε αστυνομικός δύναται να διεξάγει ανάκριση σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο ή ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε πρόσωπο, με το όνομα ή το αξίωμα του, το οποίο θεωρεί κατάλληλο για το σκοπό, να διεξάγει ανακρίσεις σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος.
(3) Αστυνομικός ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο δυνάμει του εδαφίου (2) που διεξάγει ανάκριση σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος στο εξής στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως "ανακριτής".»
Ως εκ των ανωτέρω, ανάκριση για σκοπούς διερεύνησης αδικημάτων που κατ΄ ισχυρισμό έχουν διαπραχθεί από στρατιωτικό μπορεί να διεξαχθεί και από «οποιονδήποτε αστυνομικό», όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση, χωρίς να απαιτείται εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου ή του Γενικού Εισαγγελέα. Συνεπώς, υπήρχε εκ του νόμου η εξουσία για διεξαγωγή ανάκρισης. Απόκρυψη στοιχείων και γεγονότων από πλευράς του Α/Λοχ., ως εισηγείται ο αιτητής, δεν κρίνω ότι υπήρχε. Στον όρκο που δόθηκε για έκδοση εντάλματος σύλληψης περιλαμβάνονται τα γεγονότα στη βάση των οποίων ζητήθηκε το ένταλμα. Δεν αποτελεί απόκρυψη το γεγονός ότι ο αστυφύλακας δεν ενέταξε τα γεγονότα στις πρόνοιες του Νόμου.
Το ερώτημα που παραμένει προς εξέταση είναι κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το επίδικο ένταλμα σύλληψης. Ως προς τη σύλληψη και προφυλάκιση το άρθρο 120(1) του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, προνοεί ως ακολούθως:
«120.-(1) Οι αξιωματικοί που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, δικαιούνται να αιτήσωνται παρά του δικαστηρίου την σύλληψιν και προφυλάκισιν του υπό κατηγορίαν προσώπου. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο ενεργών την σύλληψιν και προφυλάκισιν οφείλει όπως εντός είκοσι τεσσάρων ωρών υποβάλη συνοπτικήν έκθεσιν ενώπιον του προέδρου του στρατιωτικού δικαστηρίου διά την έκδοσιν του σχετικού εντάλματος προφυλακίσεως.»
Στην παρούσα περίπτωση, η ανάκριση διεξήχθη από την Αστυνομία και θεωρώ ότι δεν εφαρμόζεται το εν λόγω άρθρο το οποίο δίδει το δικαίωμα σε «αξιωματικούς» να ζητήσουν από το Στρατιωτικό Δικαστήριο τη σύλληψη και προφυλάκιση του υπό κατηγορία προσώπου. Επειδή, όμως, με βάση το άρθρο 138 εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, η Αστυνομία μπορεί, στη βάση του Κεφ. 155, να αιτηθεί τη σύλληψη, καθώς και την προσωποκράτηση υπόπτου, προς διευκόλυνση των ανακρίσεων.
Σχετικό είναι και το άρθρο 121(1) του Νόμου, το οποίο προνοεί ως ακολούθως:
«121.-(1) Τα πρόσωπα που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, επιχειρούσιν έκαστος, εντός της αρμοδιότητος του και άνευ αναβολής, πάσας τας αναγκαίας προς βεβαίωσιν του αδικήματος και των υπαιτίων ανακριτικάς πράξεις κατά τας σχετικάς διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.»
Παραπέμπω σχετικά με τα εγειρόμενα θέματα στην απόφαση Nicolettides and another ν. The Police (1973) 2 CLR 222. Έχω, επίσης, μελετήσει την απόφαση του Χριστοδούλου Δ., στην Αίτηση του Κωνσταντίνου Μούζουρα, Πολιτική Αίτηση 114/2018, ημερομηνίας 18.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:D404, επί πανομοιότυπων θεμάτων, με την οποία συμφωνώ.
Ως προς τη σύλληψη, σχετικό είναι το άρθρο 129 του Νόμου το οποίο προνοεί ως ακολούθως:
«129.-(1) Στρατιωτικός διαπράττων οιονδήποτε επ' αυτοφώρω αδίκημα συλλαμβάνεται υπό οιουδήποτε παρόντος στρατιωτικού ανωτέρου βαθμού ή στρατιωτικού εις ον ο Διοικητής ανέθεσε στρατιωτικά αστυνομικά καθήκοντα ή οιουδήποτε αστυνομικού συμφώνως προς το άρθρον 14 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή ατόμου συμφώνως προς το άρθρον 15 του αυτού νόμου.
(2) Εις οιανδήποτε άλλην περίπτωσιν η σύλληψις στρατιωτικού ενεργείται εις εκτέλεσιν του παρ' οιουδήποτε δικαστηρίου εκδιδομένου σχετικού εντάλματος κατόπιν εντολής του Διοικητού είτε υπό στρατιωτικού εις ον ο Διοικητής ανέθεσε την εκτέλεσιν τοιούτου εντάλματος είτε υπό μέλους της Αστυνομίας της Δημοκρατίας εξουσιοδοτημένου προς τούτο υπό του Αρχηγού της Αστυνομίας.»
Στην παρούσα περίπτωση δεν επρόκειτο περί αυτόφορου αδικήματος, με αποτέλεσμα να ισχύει το εδάφιο (2) του άρθρου 229, το οποίο επιτρέπει τη σύλληψη στρατιωτικού προς εκτέλεση εντάλματος που εκδόθηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο από μέλος της Αστυνομίας που έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από τον Αρχηγό Αστυνομίας. Το επίδικο ένταλμα σύλληψης απευθύνεται προς τον Αρχηγό Αστυνομίας και εκτελέστηκε από τον Α/Λοχ. Στην απουσία οποιασδήποτε ένδειξης περί έλλειψης εξουσιοδότησης του Αρχηγού Αστυνομίας ισχύει το τεκμήριο της κανονικότητας.
Για τους πιο πάνω λόγους, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι θεμελιώθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
/ΧΤΘ Δ.