ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D403
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 111/2018)
13 Σεπτεμβρίου, 2018
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΙΜΙΤΕΔ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ (ΟΔΟΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 21, 6020, ΛΑΡΝΑΚΑ) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ THN ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 17.05.2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 1082/2017 ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΧΧΧΧ ΑΡΓΥΡΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ XXXXX RIZA ΑΛΛΩΣ XXXXX RIZA ΑΛΛΩΣ XXXXX ALTIN.
_ _ _ _ _ _
Κ. Καλλής και για Α. Μαθηκολώνη, για την Αιτήτρια.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex tempore)
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προκειμένου να ακυρωθεί εκ συμφώνου απόφαση, ημερομηνίας 17.5.2018 (η προσβαλλόμενη απόφαση), που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην αγωγή 1082/2017. Ζητείται, επικουρικά, και διάταγμα όπως η ισχύς της εν λόγω απόφασης ανασταλεί μέχρι την έκδοση απόφασης στην αίτηση για προνομιακό ένταλμα Certiorari.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και τα οποία οδήγησαν αρχικά στην έκδοση απόφασης στην αγωγή 3741/11, ημερομηνίας 21.1.2016, πρόδρομο της αγωγής 1082/2017, έχουν, συνοπτικά, ως ακολούθως:
Τουρκοκύπριος, ως εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης κατά το ήμισυ ακίνητης ιδιοκτησίας στην επαρχία Λάρνακας και ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του, καταχώρησε την αγωγή 3741/11 εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Υπουργού Εσωτερικών, υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Αξίωνε, στη βάση αγώγιμου δικαιώματος για παράνομη επέμβαση και παράνομη κατοχή, αναγνωριστικές αποφάσεις και αποζημιώσεις. Η επίδικη περιουσία τέθηκε υπό επίταξη ως Τουρκοκυπριακή περιουσία δυνάμει διατάγματος αρ. 671/75, ημερ. 11.9.1975, που εκδόθηκε στη βάση του περί Επιτάξεως Νόμου του 1962, Ν. 21/1962, όπως τροποποιήθηκε, και που συνεχίστηκε με διαδοχικές Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις και διατάγματα μέχρι τις 30.6.1991. Από τις 1.7.1991 και δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/91, ο Υπουργός Εσωτερικών διορίστηκε ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με αποκλειστική αρμοδιότητα, να διαχειρίζεται ακίνητη ιδιοκτησία που ανήκει σε Τουρκοκύπριους, εντός των ελεγχόμενων από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχών, κατά αποκλεισμό του ιδιοκτήτη από την άσκηση οποιωνδήποτε περιουσιακών δικαιωμάτων, επί της περιουσίας του. Ο ενάγων προώθησε τη θέση ότι η διαδοχική επίταξη του κτήματος, για χρονικό διάστημα περίπου 16 ετών, από τη Δημοκρατία και η αδιάλειπτη και κατ΄ εξακολούθηση διαχείριση της περιουσίας, από τον Υπουργό Εσωτερικών, από το 1991 μέχρι και την καταχώριση της αγωγής, χωρίς τη συγκατάθεση του και χωρίς την καταβολή επαρκούς αποζημίωσης, συνιστούσαν παράνομη επέμβαση και/ή παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Τούτο, στη βάση του ότι η επίδικη περιουσία δεν συνιστά Τουρκοκυπριακή εν τη εννοία του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου, ως ανωτέρω, με δεδομένο ότι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, κατά το 1/2 μερίδιο XXXXX Riza (αποβιώσας), που γεννήθηκε στην Κύπρο στις 20.2.1926, ήταν κάτοχος Βρετανικού διαβατηρίου: μετανάστευσε το 1951 στη Μεγάλη Βρετανία, όπου και εγκαταστάθηκε, διαμένοντας πλέον μόνιμα στο Λονδίνο, μέχρι και το θάνατο του, στις 21.6.2000. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου μεριδίου έγινε παραδεκτό από τους εναγόμενους, τόσον όσον αφορά τον αποβιώσαντα όσο και τον ενάγοντα (από 26.8.2005) και ότι, το άλλο 1/2 μερίδιο ανήκε στον αδελφό του αποβιώσαντος. Πρόβαλαν μόνο οι εναγόμενοι το σύννομο της επίταξης του κτήματος ως Τουρκοκυπριακής περιουσίας και κατ΄ ακολουθίαν τη νομιμότητα της ανάληψης του από τον Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, στη βάση του δικαίου της ανάγκης για λόγους δημοσίου συμφέροντος: προστασία των Τ/Κ περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν στις ελεύθερες περιοχές. Άρνηση προβλήθηκε ως προς τις προσωπικές συνθήκες του αποβιώσαντος. Το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία που προσκόμισε ο ενάγων, καταλήγοντας σε εύρημα ότι ο αποβιώσας, εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του επίδικου μεριδίου, είχε από το 1951 εγκαταλείψει την Κύπρο, διέμενε μονίμως στο Λονδίνο μέχρι το θάνατο του το 2000 και είχε κατά πάντα χρόνο την ιδιότητα του Βρετανού πολίτη, όπως και ο ενάγων. Συνακόλουθα, απέδωσε αποζημιώσεις και εξέδωσε ανάλογα διατάγματα για παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της ακίνητης ιδιοκτησίας, της οποίας ο ενάγων αναγνωρίστηκε ως ο μόνος που δικαιούται σε κατοχή. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα για απομάκρυνση από την ακίνητη ιδιοκτησία οποιωνδήποτε κατασκευών υφίστανται σε αυτή, με αναστολή εκτέλεσης πέντε μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.
Η Αιτήτρια - Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΙΜΙΤΕΔ, δυνάμει σύμβασης μίσθωσης ημερομηνίας 1.6.2014, με τον Κηδεμόνα Τ/Κ περιουσιών, αντί καταβολής μηνιαίου ενοικίου, παρουσιάζεται ως η νόμιμη κάτοχος της υπό αναφορά ακίνητης ιδιοκτησίας, επί της οποίας έχουν ανεγερθεί κτιριακές εγκαταστάσεις, αίθουσα δεξιώσεων γάμων. Προβάλλοντας ότι ήταν πρόσωπο «ενδιαφερόμενο, ζημιωθέν ή επηρεαζόμενο» από την πιο πάνω απόφαση και/ή από τα διατάγματα του Δικαστηρίου, προχώρησε στην καταχώρηση μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 4.3.2016 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αξιώνοντας την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση έφεσης κατά της εν λόγω απόφασης και προωθώντας ως βασική θέση ότι η έκδοση της απόφασης στην απουσία της και χωρίς η ίδια να έχει την ευκαιρία να προβάλει την υπεράσπισή της συνιστούσε παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και επέφερε δυσμενή επηρεασμό των οικονομικών της συμφερόντων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο (Riza v. Δημοκρατίας κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 37/16, ημερ. 18.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B528), απορρίπτοντας το αίτημα για παροχή άδειας προς καταχώρηση έφεσης, έκρινε ως ακολούθως:
«Εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή το αίτημα υπό το πρίσμα της νομολογίας, των ιδιαίτερων νομικών σχέσεων των διαδίκων και των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Θεωρούμε υπό τις περιστάσεις ότι δεν είναι η κατάλληλη περίπτωση για να παραχωρηθεί άδεια: Τα όποια δικαιώματα των αιτητών ως «κατόχων» του επίδικου κτήματος αντλούνταν από τη σύμβαση «Μίσθωση για την εκμίσθωση/Παραχώρηση Τ/Κ περιουσιών» ημερ. 22.9.2014, με ισχύ μέχρι τις 31.5.2017, μεταξύ του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, εναγομένου 2 και αιτήτριας, ανανεώσιμη αυτομάτως από χρόνο σε χρόνο, εκτός, αν οποιαδήποτε από τα δύο μέρη ειδοποιήσει γραπτώς το έτερο, ότι δεν επιθυμεί την περαιτέρω ανανέωση της, οπότε η ισχύς της τερματίζεται χωρίς άλλη ειδοποίηση.
Οι ίδιοι οι εναγόμενοι και/ή ο εναγόμενος 2 δεν αμφισβήτησαν την απόφαση του Δικαστηρίου, δεν καταχώρησαν έφεση, οπότε κατέστη τελεσίδικη και δεσμευτική, μεταξύ των διαδίκων. Ως εκ τούτου, δεν είναι επιτρεπτό, η αιτήτρια, της οποίας τα συμφέροντα απέρρεαν από τη συμβατική της σχέση με τους παρανόμως επεμβαίνοντες εναγόμενους, να επικαλείται τις δυσμενείς αντανακλαστικές συνέπειες του λόγου της απόφασης για το μοναδικό λόγο ότι δεν της είχε ανακοινωθεί η δίκη. Οι αιτητές δεσμεύονται εκ του δεδικασμένου της απόφασης και των δικαιοπλαστικών συνεπειών της, ως πρόσωπα νομικώς ταυτιζόμενα με τους εναγόμενους, οι οποίοι παρανόμως, όπως ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανέλαβαν νομική κατοχή (legal possession) (Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνα των Τ/Κ Περιουσιών ν. Μυλωνά (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 120, 131) και εν συνεχεία παραχώρησαν τη χρήση της στην αιτήτρια. Η φυσική κατοχή κρίθηκε παράνομη, ως παρεπόμενο του παράνομου της νομικής ανάληψης της κατοχής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426). Δεν νοείται λοιπόν να επιδιώκεται η καταχώριση έφεσης εφ΄ όλης της ύλης και μάλιστα με προσβολή του δικαιοδοτικού βάθρου της δίκης, όπως η αιτήτρια επιδιώκει, τόσο εναντίον του ενάγοντα όσο και της Δημοκρατίας, από τρίτο πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα ταυτίζονται με τον παρανομούντα, κατά παράβαση του δεδικασμένου που θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας (Γαβριήλ κ.α. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868). Όπως μάλιστα αναλύθηκε από τον Πική, Δ., στην τελευταία απόφαση με αναφορά στις Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Theori and another v. Djoni and another (1984) 1 C.L.R. 296 και Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670 η ταυτότητα των διαδίκων αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση δεδικασμένου. Η δέσμευση που προκύπτει από τη δικαστική απόφαση βαραίνει, εκτός από τους διαδίκους και τους privies - διαδόχους των διαδίκων. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα των οποίων το συμφέρον στη διαδικασία ταυτίζεται με εκείνο των διαδίκων στην αγωγή. Όπως αναλύεται στο Halsbury's Laws of England, 4th ed. Vol. 16, §990, η κατηγορία των privies, (διαδόχων), για τους σκοπούς του δεδικασμένου περιλαμβάνει προγόνους και κληρονόμους, διαδόχους κατά νόμο, και διαδόχους περιουσίας ή συμφέροντος:
«privies in estate or interest, for example testator and devisee, vendor and purchaser, landlord and tenant, a husband and his wife claiming under his title and e converso, successive incumbents of the same benefice, assignor and assignee of a bond, and the employee of a corporation defending an action of trespass at the cost of his employers and justifying under their title and the corporation itself.»
Η ταυτότητα συμφέροντος προσδιορίζεται με αναφορά στα ουσιώδη γεγονότα που στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα σε συνδυασμό πάντοτε με το δίκαιο της ταύτισης. Πότε υπάρχει ταύτιση συμφέροντος μεταξύ διαδίκων, ώστε η έκβαση προηγούμενης δικαστικής υπόθεσης να δημιουργεί δεδικασμένο, εξετάστηκε σε έκταση στην Carl-Zeiss-Stiftung v. Rayner etc (No. 2) (1966) 2 AllE.R. 536 (Η.L.). Όπως υπογραμμίζεται, αν η δέσμευση δεν βάρυνε και τους διαδόχους, η αρχή του δεδικασμένου θα μπορούσε να παρακαμφθεί κατά βούληση.»
Και όπως ο Ιωσηφίδης, ΠΕΔ, το έθεσε στην απόφαση Boyadji v. Papachristoforou (1958) 23 C.L.R. 299:
«.As regards the question of estoppel raised by the defence the general rule of law undoubtedly is that no person is to be adversely affected by a judgment in an action to which he was not a party, because of the injustice of deciding an issue against him in his absence.
[.]
But this general rule admits of two exceptions: one is that a person who is in privity with the parties, a 'privy' as he is called, is bound equally with the parties, in which case he is estopped by res judicata; the other is that a person may have so acted as to preclude himself from challenging the judgment, in which case he is estopped by his conduct (see Nana Ofori Atta II v. Nana Abu Bonsra II (1957) 3 W.L.R. 830 at p. 834).
A judgment inter partes raises an estoppel only against the parties to the proceeding in which it is given, and their privies, for example, those claiming or deriving title under them. As against all other persons it is res inter alios acta, and with certain exceptions, though conclusive of the fact that the judgment was obtained and of its terms, is not even admissible evidence of the facts established by it. Privies are of three classes, and the relationship of vendor and purchaser is included in the class of "privies in estate" (see 15 Halsbury's Laws, third edition, paragraph 372, p. 196).»
Η αιτήτρια δεν είναι δυνατόν να αντιτάξει οποιαδήποτε ένσταση ή υπεράσπιση στην έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ή για αποζημιώσεις, των οποίων η έκδοση ήταν δυνατή χωρίς να απαιτείται η συνένωση της ως διαδίκου στην αγωγή (Zamir - The Declaratory Judgment, έκδοση 1962, σ.282).
To άλλο ζήτημα που εγείρεται ως υποστηρικτικό του αιτήματος: έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου εφόσον κατά τους αιτητές αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, Άρθρο 146 του Συντάγματος, ομοίως δεν μπορεί να επιτύχει. Το ζήτημα συναρτάται αποκλειστικά και μόνο από το αγώγιμο δικαίωμα και τη μορφοποίηση του δια των εγγράφων προτάσεων. Εδώ επρόκειτο για αξίωση ερειδομένη σε παράνομη κατοχή και επέμβαση στο κτήμα των εναγόντων και όχι απόφαση ή παράλειψη της διοίκησης που σχετίζεται με την εφαρμογή του περί Τ/Κ Περιουσιών Νόμου του 1991. Ζήτημα το οποίο η νομολογία έχει επιλύσει: Zehra Kemal Ahmet ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 135: το κατά πόσον υπάρχει παράνομη επέμβαση από τον Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών σε περιουσία, ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου, αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Οι αιτητές δεν έχουν θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο χρήζει προστασίας δια της καταχώρισης έφεσης. Τα όποια δικαιώματα των αιτητών δυνατόν να διεκδικηθούν και να προστατευθούν αναλόγως, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, με αγωγή για αποζημιώσεις εναντίον της Δημοκρατίας και/ή του εναγόμενου 2 ή άλλου πρόσφορου δικονομικού διαβήματος ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, Δ.43Α, Κ. 1(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Η τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου προσφέρει θεωρούμε το θεμέλιο για τις αξιώσεις της αιτήτριας, για τις όποιες ζημιές η ίδια θεωρεί ότι ενδεχομένως θα υποστεί από τις ενέργειες ή παραλείψεις της Δημοκρατίας.
Η αίτηση απορρίπτεται.»
Μεταγενέστερα, στις 7.8.2017, καταχωρήθηκε η αγωγή 1082/2017 εκ μέρους των ιδιοκτητών του υπόλοιπου ½ μεριδίου του επίδικου κτήματος και με εναγόμενους την Κυπριακή Δημοκρατία και τον Υπουργό Εσωτερικών υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνα Τ/Κ περιουσιών. Η αξίωση ήταν παρόμοια με αυτή της προηγηθείσας αγωγής 3741/2011. Στις 17.5.2018 εκδόθηκε εκ συμφώνου η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση απόφαση, με το ίδιο διατακτικό όπως και η απόφαση ημερομηνίας 21.1.2016 στην προαναφερθείσα αγωγή 3741/2011.
Το ενώπιον του Δικαστηρίου αίτημα για χορήγηση άδειας προς καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος εδράζεται ουσιαστικά στη θέση περί παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, αφού η Αιτήτρια δεν ήταν μέρος της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση απόφασης και ως εκ τούτου δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπισή της.
Η προώθηση της υπό κρίση αίτησης, με βάση τα όσα έχουν ήδη αποφασισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην Πολιτική Αίτηση 37/16, συνιστά, με όλο τον σεβασμό, καταχρηστικό διάβημα. Τα ζητήματα έχουν ήδη κριθεί και έχει ήδη αποφασισθεί ότι δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης ούτε, ως προέκταση, υπήρχε δικαίωμα παρεμβολής στη διαδικασία της αγωγής εκ μέρους της Αιτήτριας. Όπως ορθά σημειώνεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα όποια δικαιώματα της Αιτήτριας είναι δυνατό να διεκδικηθούν και να προστατευθούν αναλόγως, με αγωγή για αποζημιώσεις εις βάρος της Δημοκρατίας.
Δεν εντοπίζεται, με βάση τα πιο πάνω, να συντρέχουν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος.
Το αίτημα απορρίπτεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.