ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A356
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E229/2014)
10 Ιουλίου, 2018
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ,
2. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ,
ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ
ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ.
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Μ. Αναστασίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για
τον Εφεσείοντα.
Π. Κυριακίδου (κα) για Κυριακίδου, Λαμάρη ΔΕΠΕ, για τους
Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, στην Αγωγή υπ. αρ. 4164/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αξιώνουν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για απώλειες και/ή ζημιές τις οποίες υπέστησαν συνεπεία παράβασης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΕΕ»).
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, οι εφεσίβλητοι, διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα Φωτόπουλου, ο οποίος τραυματίστηκε θανάσιμα σε τροχαίο ατύχημα που επεσυνέβη στις 31.7.2005, καταχώρησαν την Αγωγή υπ΄ αριθμό 1957/2006 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του οδηγού του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε ο αποβιώσας κατά το χρόνο του ατυχήματος. Στην εν λόγω αγωγή εκδόθηκε απόφαση για το ποσό των €104.301,57, πλέον τόκους και έξοδα. Ακολούθως, στις 26.1.2007, η Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία (Δημόσια) Λτδ καταχώρισε την Αγωγή υπ΄ αριθμό 472/2007 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με την οποία αξίωσε, μεταξύ άλλων, την έκδοση αναγνωριστικής και/ή δηλωτικής απόφασης ότι δικαιούται να μην παράσχει ασφαλιστική κάλυψη και/ή να μην ικανοποιήσει τη δικαστική απόφαση στην Αγωγή υπ΄ αρ. 1957/2006. Στα πλαίσια της Αγωγής αυτής εκδόθηκε απόφαση στις 19.8.2008 υπέρ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και εναντίον των εφεσιβλήτων. Η εν λόγω απόφαση εφεσιβλήθηκε με την Πολιτική Έφεση 277/2008 και στις 13.7.2011 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.
Οι εφεσίβλητοι, με την παράγραφο 9 της έκθεσης απαίτησης, ισχυρίζονται ότι η απόφαση στην Πολιτική Έφεση 277/2008 παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ. Την παραθέτουμε αυτούσια:
«9. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πολιτική έφεση υπ΄ αριθμό 277/2008 ημερομηνίας 13/7/2011, παραβιάζει και/ή αντίκειται και/ή δεν εφάρμοσε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή τις οδηγίες 72/166/ΕΟΚ, 84/5/ΕΟΚ, 90/232/EOK, 2000/232, 2005/14/ΕΚ και/ή τις ερμηνείες και/ή την νομολογία και/ή τις αρχές που εφάρμοσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικώς και/ή την οδηγία 2009/103/ΕΚ, αναφορικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρέωσης προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής.»
Περαιτέρω, προβάλλεται ότι στην παρούσα περίπτωση εφαρμόζεται το δόγμα το οποίο είναι γνωστό ως «state liability for infringement of EU law» (ευθύνη του κράτους για παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ). Προς θεμελίωση της ευθύνης του κράτους σε τέτοια περίπτωση, οι εφεσίβλητοι επικαλούνται τρεις προϋποθέσεις, ήτοι: «(α) ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου πρέπει να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, (β) η παράβαση πρέπει να είναι κατάφωρη, (γ) πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους και της βλάβης που υπέστηκαν οι ζημιωθέντες.» .
Ακολούθως, με την παράγραφο 13 της έκθεσης απαίτησης, ισχυρίζονται τα ακόλουθα:
«13. Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι συνεπεία της πιο πάνω κατάφωρης παράβασης έχουν υποστεί ζημία, απώλεια και έξοδα πέραν των €210.000, λόγω της μη καταβολής σε αυτούς του ποσού που επιδικάστηκε προς όφελος τους στην πρώτη αγωγή.»
Ο εφεσείων απέστειλε επιστολή στις 14.3.2014, με την οποία ζητούντο περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες των παραγράφων 9 και 13 της έκθεσης απαίτησης (πιο πάνω). Ακολούθησε αίτηση με την οποία ζητούντο οι εν λόγω λεπτομέρειες που περιλαμβάνονταν στην επιστολή, αναστολή της διαδικασίας μέχρι να δοθούν αυτές και παράταση του χρόνου καταχώρησης υπεράσπισης σε χρόνο μετά την παράδοση των αιτουμένων λεπτομερειών.
Οι λεπτομέρειες που ζητήθηκαν έχουν ως ακολούθως:
«(α) Να εξηγήσετε τον τρόπο με τον οποίο και τους λόγους για τους οποίους ισχυρίζεστε στην παράγραφο 9 ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικατηρίου στην Πολιτική Έφεση 277/2008 παραβιάζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(β) Να καθορίσετε ποιες διατάξεις των αναφερομένων στην παράγραφο 9 οδηγιών ισχυρίζεστε ότι παραβιάζει η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση 277/2008.
(γ) Να καθορίσετε σε ποιες ερμηνείες και/ή νομολογία και/ή αρχές του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρεστε στην παράγραφο 9 και οι οποίες κατ΄ ισχυρισμό σας παραβιάζονται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση 277/2008.
(δ) Να εξηγήσετε συγκεκριμένα σε τι συνίσταται η κατ΄ ισχυρισμό σας στην παράγραφο 13 κατάφωρη παραβίαση.»
Η πλευρά των εφεσιβλήτων καταχώρησε ένσταση και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των αγορεύσεων των δύο πλευρών, εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία απέρριψε το αίτημα για παραχώρηση περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών σε συνάρτηση με τα στοιχεία (β), (γ) και (δ), στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«. πως οι αιτούμενες λεπτομέρειες, υπό τα στοιχεία β, γ και δ αντανακλούν σε παραχώρηση ή διατύπωση νομικών διατάξεων όπως είναι οι ευρωπαϊκές οδηγίες (οι οποίες ειρίσθω εν παρόδων δίδονται στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησης). Δε είναι επιτρεπτό να ζητείται να εξειδικευθεί το άρθρο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας επί της οποίας θα στηριχθεί η πλευρά των Εναγόντων. Περαιτέρω το αίτημα για καθορισμό και νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που, κατά τη θέση των Εναγόντων, παραβιάστηκαν από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ομοίως δεν αφορά ισχυριζόμενα γεγονότα αλλά νομικές διατάξεις ή κανόνες δικαίου στοιχεία τα οποία αναμένονται να προωθηθούν κατά τις αγορεύσεις στο τέλος της δίκης. Ομοίως, κρίνεται ότι το αίτημα του Αιτητή για να του εξηγηθεί σε τι συνίσταται η κατάφωρη παραβίαση σχετίζεται με επιχείρημα ή προώθηση θέσης η οποία θα αποκρυσταλλωθεί μετά την προσκόμιση μαρτυρίας, στο τέλος της δίκης. Θα πρέπει εδώ να τονισθεί ότι το Ευρωπαϊκό Δίκαιο είναι μέρος της Κυπριακής έννομης τάξης και δεν είναι ωσάν να πρόκειται για αλλοδαπό δίκαιο το οποίο αποδεικνύεται με μαρτυρία οπότε θα ήταν ίσως αναγκαίο να δοθούν λεπτομέρειες γι΄ αυτό.»
Αναφορικά με τις λεπτομέρειες που περιλαμβάνονται στην παράγραφο (α), εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διατάσσονται οι εφεσίβλητοι όπως «παράσχουν στον Εναγόμενο - Αιτητή καλύτερες και περαιτέρω λεπτομέρειες, εντός 30 ημερών από σήμερα, σε τι συνίσταται η παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Πολιτική Έφεση 277/08 ημερομηνίας 13.07.2011». Περαιτέρω, ανέστειλε την εκτέλεση της διαδικασίας μέχρι να δοθούν οι λεπτομέρειες.
Με δύο λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της ενδιάμεσης αυτής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως ακολούθως:
«Λόγος Έφεσης 1.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι οι Καθ΄ων η Αίτηση-Ενάγοντες δεν πρέπει να παράσχουν στον Αιτητή - Εναγόμενο τις αιτούμενες υπό στοιχεία (β), (γ) και (δ) της επιστολής του Εναγομένου ημερ. 14.3.2014 λεπτομέρειες θεωρώντας ότι αυτές αντανακλούν σε παραχώρηση ή διατύπωση νομικών διατάξεων που δεν είναι επιτρεπτό να ζητείται η εξειδίκευση τους στην Έκθεση Απαίτησης.
Λόγος Έφεσης 2.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέδωσε διάταγμα για παροχή λεπτομερειών ως οι αιτούμενες υπό στοιχείο (α) της επιστολής του Εναγόμενου ημερ. 14.3.2014 λεπτομέρειες.»
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι οι αιτούμενες υπό στοιχεία (β), (γ) και (δ) λεπτομέρειες αποτελούν τις λεπτομέρειες της ισχυριζόμενης παράβασης και θα πρέπει να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα συγκεκριμένα άρθρα και διατάξεις των σχετικών οδηγιών και τις συγκεκριμένες ερμηνείες, νομολογία και αρχές του ΔΕΕ, που κατ΄ ισχυρισμό των εναγόντων παραβιάζονται με την απόφαση του Εφετείου.
Η μη παραχώρηση των αιτούμενων λεπτομερειών θα στερήσει από τον εφεσείοντα τη δυνατότητα να υπερασπιστεί στην αγωγή εφόσον, ενόψει της θέσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Ευρωπαϊκό δίκαιο είναι μέρος της Κυπριακής έννομης τάξης και δεν απαιτείται η απόδειξή του με μαρτυρία, να μην προσκομιστεί μαρτυρία για τις λεπτομέρειες της ισχυριζόμενης παραβίασης. Ο εφεσείων, ο οποίος προτίθεται να προσκομίσει μαρτυρία που σχετίζεται με την Πολιτική Έφεση 277/2008, θα κληθεί να αγορεύσει πρώτος για το κατά πόσο παραβιάστηκε ή όχι το Ευρωπαϊκό δίκαιο, χωρίς να γνωρίζει ούτε κατ΄ ελάχιστο τις συγκεκριμένες πρόνοιες του Ευρωπαϊκού δικαίου που κατ΄ ισχυρισμό παραβίασε η εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ θα στερηθεί της δυνατότητας να προσκομίσει οποιανδήποτε τυχόν αναγκαία μαρτυρία για κάποιο ζήτημα, το οποίο οι εφεσίβλητοι θα μπορούν να εγείρουν στην αγόρευσή τους, θέτοντας τον εφεσείοντα προ τετελεσμένων γεγονότων. Περαιτέρω, παρέπεμψε στην απόφαση C-224/01 Gerhard Köbler v. Republik Österreich, ημερομηνίας 30.9.2003, παράγραφοι 51-56, όπου η διαπίστωση κατά πόσο ένα εθνικό δικαστήριο προέβη σε «κατάφωρη παραβίαση» του Ευρωπαϊκού δικαίου, προϋποθέτει την εξέταση του βαθμού σαφήνειας του κατ΄ ισχυρισμό παραβιασθέντος κανόνα. Συνακόλουθα, προβάλλεται ότι οι εφεσίβλητοι θα πρέπει να παραπέμψουν το Δικαστήριο σε συγκεκριμένες πρόνοιες των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να στοιχειοθετήσουν την υπόθεσή τους. Ο εφεσείων, περαιτέρω, εισηγείται ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος γιατί δεν πρέπει να δοθούν οι αιτούμενες λεπτομέρειες, ούτε ότι προκαλείται οποιαδήποτε ζημιά σ΄ αυτούς από την παροχή των εν λόγω λεπτομερειών. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, κατά τη συζήτηση της έφεσης, οι συγκεκριμένες πρόνοιες των Οδηγιών που καταγράφονται στην παράγραφο 9 και οι αποφάσεις του ΔΕΕ αποτελούν μέρος των γεγονότων.
Σε συνάρτηση με τις υπό στοιχείο (α) λεπτομέρειες, αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι δεν είναι αρκετό να καθοριστεί σε τι συνίσταται η παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφαση του Εφετείου. Απαιτείται όπως δοθούν λεπτομέρειες για τους λόγους που η απόφαση του Εφετείου παραβιάζει το Ευρωπαϊκό δίκαιο.
Από την άλλη, η πλευρά των εφεσιβλήτων προβάλλει ότι οι λεπτομέρειες που επιζητούνται αποσκοπούν στην άντληση μαρτυρίας. Η εφεσείουσα γνωρίζει τόσο από το κλητήριο ένταλμα όσο και από την έκθεση απαίτησης τη φύση και την έκταση της υπόθεσης που αντιμετωπίζει και δε θα βρεθεί προ εκπλήξεως. Περαιτέρω, η συνήγορος των εφεσιβλήτων έχει παραδώσει ολόκληρο φάκελο στο γραφείο της Νομικής Υπηρεσίας που περιείχε όλες τις σχετικές οδηγίες, καθώς και τη νομολογία επί του θέματος, έτσι ώστε να γνωρίζει η Δημοκρατία κανονικά θέματα που εγείρονται.
Νομικό υπόβαθρο της αίτησης για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες είναι η Δ.19 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας:
«A further and better statement of the nature of the claim or defence, or further and better particulars of any matter stated in any pleading, notice, or written proceeding requiring particulars, may in all cases be ordered, upon such terms, as to costs and otherwise, as may be just.»
Σε μετάφραση:
«Περαιτέρω και καλύτερη έκθεση της φύσης της απαίτησης ή υπεράσπισης ή περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες οιουδήποτε ζητήματος που αναφέρεται σε οιονδήποτε δικόγραφο, ειδοποίηση ή γραπτή διαδικασία που απαιτεί λεπτομέρειες, δύναται σε όλες τις περιπτώσεις να διαταχθεί, με τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως πως, ως ήθελε φανεί δίκαιο.»
Σχετική με το υπό εξέταση θέμα είναι και η Δ.19 θ.4 που προνοεί για το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων.[1]
Τα δικόγραφα πρέπει να περιέχουν όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες ώστε η άλλη πλευρά να μπορεί να σχηματίζει σαφή και πλήρη εικόνα για τη φύση και την έκταση της υπόθεσης που πρόκειται να αντιμετωπίσει στην ακρόαση και να μη βρίσκεται προ εκπλήξεως και τετελεσμένων γεγονότων. Όταν ο κανόνας αυτός παραβιάζεται, η άλλη πλευρά δικαιούται σε αξίωση έκδοσης διατάγματος που να διατάσσει τον αντίδικο να την εφοδιάσει με τις απαιτούμενες κάτω από τις περιστάσεις λεπτομέρειες (Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ και Άλλοι ν. Credit Libanais S.A.L. (1991) 1 Α.Α.Δ. 649, 652).
Περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες ισχυρισμών που αναφέρονται στα δικόγραφα και όχι μαρτυρία δίδονται για σκοπούς διασαφήνισης των γενόμενων ισχυρισμών. Μια τέτοια διασαφήνιση γεγονότων υπαγορεύεται από διάφορους λόγους, όπως για παράδειγμα, η πληρέστερη πληροφόρηση της άλλης πλευράς για τη φύση της υπόθεσης που θα έχει να αντιμετωπίσει, η αποφυγή της έκπληξης κατά την ακρόαση, ο περιορισμός των επιδίκων θεμάτων και ισχυρισμών και η ένδειξη ως προς τη μαρτυρία που θα χρειαστεί η άλλη πλευρά (Ηνωμένη Εκδοτική Εταιρεία Δίας Λτδ ν. Μηνά Χατζηκώστα (1990) 1 ΑΑΔ 244, Χριστοδούλου ν. Μαρνέρος & Σία Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 718).
Όταν προβάλλεται από διάδικο στο δικόγραφο ισχυρισμός κάποιου νομικού αποτελέσματος, που εξαρτάται από την επενέργεια ορισμένων γεγονότων, αυτά πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο. Η αρχή της νομολογίας, ότι νομικά σημεία δεν αναφέρονται στο δικόγραφο, εφαρμόζεται όταν γίνονται νομικές εισηγήσεις. Όπου όμως το ισχυριζόμενο νομικό αποτέλεσμα δημιουργήθηκε εκ της επενέργειας ορισμένων γεγονότων, αυτά πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο (βλ. Μέμνια Τζιακούρα ν. Ευστράτιου Οικονομίδη (1997) 1 ΑΑΔ 669). Λεπτομέρειες μπορεί να ζητηθούν από διάδικο μόνο σε σχέση με ισχυρισμούς, το βάρος απόδειξης των οποίων φέρει ο ίδιος (Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 ΑΑΔ 973).
Στην παρούσα υπόθεση η βάση της αξίωσης των εναγόντων είναι η παραβίαση του δικαίου της ΕΕ με την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου. Συνεπώς, το δίκαιο της ΕΕ που κατ΄ισχυρισμόν παραβιάζεται, είναι ουσιώδες στοιχείο της υπόθεσης. Ο εναγόμενος πρέπει να γνωρίζει ποία ήταν η παραβίαση στη βάση της οποίας αξιώνονται αποζημιώσεις. Στην παράγραφο 9 (πιο πάνω) παρατίθενται αριθμητικά οι σχετικές Οδηγίες και με γενικότητα προβάλλεται παραβίαση ή μη εφαρμογή της νομολογίας και των αρχών που εφάρμοσε το ΔΕΕ σχετικώς. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν αυτό είναι αρκετό για να πληροφορηθεί ο εναγόμενος ως προς τη φύση της υπόθεσης που θα αντιμετωπίσει. Σαφέστατα η απάντηση είναι αρνητική. Με τον τρόπο που συντάχθηκε η Έκθεση Απαίτησης και συγκεκριμένα η παράγραφος 9 γίνεται μία νεφελώδης καταγραφή της φύσης της απαίτησης που δεν συνάδει με τις αρχές που διέπουν τη σύνταξη δικογράφων.
Σε υποθέσεις, όπως η παρούσα, όπου η βάση της αξίωσης είναι παραβίαση δικαίου, απαιτείται επακριβής προσδιορισμός των συγκεκριμένων διατάξεων των Οδηγιών που κατ΄ισχυρισμό παραβίασε η απόφαση του Εφετείου και της νομολογίας του ΔΕΕ που δεν εφάρμοσε. Απαιτείται περαιτέρω να επεξηγηθεί συγκεκριμένα σε τι συνίσταται η ισχυριζόμενη κατάφωρη παραβίαση των κανόνων δικαίου που επικαλούνται στην παράγραφο 13. Στην απουσία τέτοιων στοιχείων δεν δίδεται στον εναγόμενο πλήρης πληροφόρηση ως προς τη φύση της υπόθεσης που θα έχει να αντιμετωπίσει. Η έγκριση από το πρωτόδικο Δικαστήριο μόνο μέρους των λεπτομερειών που ζητήθηκαν με την παράγραφο (α) δεν είναι κατά την κρίση μας αρκετή.
Το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό δίκαιο αποτελεί μέρος της Κυπριακής έννομης τάξης δεν αλλοιώνει τα πράγματα. Ακόμα και σε περίπτωση όπου η βάση της αξίωσης ήταν παραβίαση νομοθεσίας της Δημοκρατίας θα απαιτείτο ο προσδιορισμός της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας που κατ΄ισχυρισμό παραβιάστηκε. Ούτε βεβαίως θα μπορούσε το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι παρέδωσαν στη νομική υπηρεσία τις σχετικές Οδηγίες και τη νομολογία επί του θέματος να δικαιολογήσει την ένσταση των εφεσιβλήτων. Ακόμα και εκεί όπου ο αιτητής γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης καλύτερα από τον αντίδικό του, δικαιούται λεπτομέρειες, ώστε να γνωρίζει το περίγραμμα της υπόθεσης που θα αντιμετωπίσει κατά τη δίκη και να δεσμεύσει τον καθ' ου η αίτηση οριστικά (Athina Leathergoods Ltd κ.α. ν. Χαραλάμπους κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 787).
Οι αιτούμενες λεπτομέρειες δεν θεωρούμε ότι αποτελούν αλίευση μαρτυρίας ως ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι, αλλά είναι αναγκαίες για τον προσδιορισμό της υπόθεσης που έχει να αντιμετωπίσει η Δημοκρατία. Περαιτέρω, οι εφεσίβλητοι δεν επικαλούνται οποιαδήποτε ζημιά που θα μπορούσε να υποστούν από την έκδοση διατάγματος παροχής τέτοιων λεπτομερειών.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, εκτός βέβαια από το μέρος της αίτησης που εγκρίθηκε. Εκδίδεται διάταγμα ως η αίτηση της εφεσείουσας ημερομηνίας 21.5.2014 με εξαίρεση το μέρος της αίτησης για το οποίο εκδόθηκε ήδη διάταγμα από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Οι λεπτομέρειες που ζητούνται στην αίτηση να δοθούν από τους εφεσίβλητους εντός 30 ημερών από τη σύνταξη του σχετικού διατάγματος. Τα έξοδα της έφεσης, που καθορίζονται σε €1.500, επιδικάζονται εναντίον των εφεσιβλήτων.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] «Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, but not the evidence by which they are to be proved, and shall, when necessary, be divided into paragraphs, numbered consecutively. Dates, sums and numbers shall be expressed in figures and not in words. The pleadings shall be signed by the advocate, or by the party, if he sues or defends in person.»