ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D366
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 93/2018)
18 Ιουλίου 2018
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν. 33/1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙAΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤH ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΑΙ/Ή ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 3.7.2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ΄ΑΡ. 5/2018
--------------
Άννα Ματθαίου (κα), για τον αιτητή.
Αντώνης Δημητρίου με Ραφαέλλα Καραμανή (κα) και Μαρίνο Καούλλα, για τον καθ΄ου η αίτηση.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ex tempore
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου επιλήφθηκε στις 3.7.2018 μονομερούς αίτησης της Αστυνομίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης επί τη βάσει του άρθρου 45 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν. 188(Ι)/2007 («ο Νόμος»). Το άρθρο 45(1) προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων αποκάλυψης, κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης, κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης σχετικών αδικημάτων.
Εν προκειμένω, η μονομερής αίτηση αφορούσε τη διερεύνηση υπόθεσης σε σχέση με την ανεύρεση ποσού €216.250 που είχε εντοπιστεί σε μετρητά σε χρηματοκιβώτιο στο σαλόνι της οικίας συγκεκριμένου προσώπου. Ζητήθηκε διάταγμα αποκάλυψης τραπεζικών λογαριασμών και άλλων σχετικών στοιχείων, τόσο του εν λόγω προσώπου, όσο και αριθμού νομικών προσώπων με τα οποία συνδέεται. Το διάταγμα απευθύνεται σε αριθμό διευθυντών τραπεζικών ιδρυμάτων και στο Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Ενώ η αίτηση ήταν μονομερής, ήτοι χωρίς ειδοποίηση και ενώ αφορούσε στο στάδιο των ανακρίσεων, εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δικηγόρος «εκ μέρους των ενδιαφερομένων μερών», ο οποίος, αφού δήλωσε ότι «έλαβε γνώση από μόνος του» και αναφέρθηκε σε μια αίτηση υπ΄αρ. 27/2018, ζήτησε χρόνο για να καταχωρίσει ένσταση. Η εκπρόσωπος της Αστυνομίας δεν έφερε ένσταση.
Η Δικαστής που επιλήφθηκε της υπόθεσης, αφού έλαβε υπόψιν ότι ο δικηγόρος είχε λάβει γνώση και σημειώνοντας ότι «η παρούσα φαίνεται με βάση την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει να σχετίζεται με την αίτηση 1/18 για παραμερισμό του εκδοθέντος από το παρόν Δικαστήριο διατάγματος κατακράτησης ποσού €216.250 του ενδιαφερομένου μέρους στην παρούσα» άσκησε τη «διακριτική ευχέρεια» της, όπως θεώρησε ότι είχε και όρισε την αίτηση για επίδοση στις 11.7.2018 «ούτως ώστε να δοθεί η ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να ακουστούν με βάση τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης».
Στις 11.7.2018 έδωσα άδεια για καταχώριση αίτησης φύσεως certiorari προς ακύρωση της παραπάνω διαταγής/οδηγίας και, παράλληλα, διάταγμα προς αναστολή της μέχρι την εκδίκαση της παρούσας δια κλήσεως αίτησης. Οι λόγοι που επικαλέστηκε ο αιτητής, για τους οποίους δόθηκε άδεια, ήταν ότι ο Νόμος δεν παρέχει τη δυνατότητα σε οποιοδήποτε επηρεαζόμενο πρόσωπο να παρέμβει στη διαδικασία έκδοσης τέτοιου διατάγματος, διαδικασία η οποία διενεργείται ex parte, μονομερώς, χωρίς ειδοποίηση, στα πλαίσια διεξαγόμενης ανάκρισης. Ήταν η θέση του αιτητή ότι σ΄αυτό το αρχικό στάδιο δεν παραβιάζονται οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και συνεπώς δεν υπήρχε διακριτική ευχέρεια για το Δικαστήριο να διατάξει την επίδοση της αίτησης.
Η άδεια και η αναστολή δόθηκαν με το εξής αιτιολογικό:
«Προς τούτο λαμβάνω υπόψιν τις πρόνοιες του άρθρου 72 του Νόμου περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν. 188(Ι)/2007, οι οποίες εξαιρούν την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 9 του Κεφ. 6, περαιτέρω, τις πρόνοιες του άρθρου 46(3)(δ) του ιδίου Νόμου οι οποίες προβλέπουν για την επίδοση του διατάγματος μόνο στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση, περαιτέρω, τις πρόνοιες του άρθρου 48 ότι συνιστά ποινικό αδίκημα η αποκάλυψη πληροφοριών και περαιτέρω, τη φύση της διαδικασίας, στο στάδιο αυτό, ως διερευνητικής και ανακριτικής διαδικασίας.
Αυτό το πλαίσιο δημιουργεί εκ πρώτης όψεως ζήτημα για το οποίο και δίδεται άδεια και αναστολή ως η αίτηση.»
Η ένσταση που καταχωρίστηκε εκ μέρους των ενδιαφερομένων μερών/ καθ΄ων η αίτηση είναι εκτεταμένη και συνοδεύεται από μεγάλο αριθμό εγγράφων ως τεκμήρια. Η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει προέρχεται από το εν λόγω πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρέθηκαν τα χρήματα. Προβάλλεται ότι η αίτηση είναι καταχρηστική και/ή κακόπιστη, ότι με την αιτούμενη θεραπεία παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα των καθ΄ων η αίτηση και ειδικά το δικαίωμά τους για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας, ότι παραβιάζονται οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμά τους να ακουστούν, ότι τα άρθρα 45 και 46 του Νόμου αντιβαίνουν στις πρόνοιες και/ή το πνεύμα της Οδηγίας 2016/680 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Γίνεται ακόμα λόγος για απόκρυψη γεγονότων. Υπεισέρχεται η ένσταση, όπως και η αγόρευση που ακολούθησε, στα γεγονότα που αφορούν αίτηση της Αστυνομίας με αρ. 27/2018 Ε.Δ. Αμμοχώστου στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε μονομερές διάταγμα κατακράτησης ως τεκμήριο του εν λόγω χρηματικού ποσού, η οποία εκδικάστηκε και αναμένεται η έκδοση απόφασης. Η αίτηση 1/2018 στην οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο, ως άνω, αναφέρθηκε, αφορά σε αίτηση της άλλης πλευράς για ακύρωση του διατάγματος κατακράτησης του ποσού. Έγινε επίσης αναφορά από πλευράς καθ΄ων η αίτηση και σε σωρεία άλλων λεπτομερειών σε σχέση με το δικαιολογημένο, όπως είναι ο ισχυρισμός, της ανεύρεσης στην κατοχή του εν λόγω προσώπου του εν λόγω ποσού σε μετρητά.
Με την αγόρευση, επίσης, εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση υποστηρίχθηκε ότι η αίτηση της Αστυνομίας είναι άνευ αντικειμένου διότι το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει ένσταση να παραδώσει στην Αστυνομία κατάλογο οποιωνδήποτε λογαριασμών και οποιεσδήποτε καταστάσεις λογαριασμών.
Έχοντας μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις και έχοντας υπόψιν τις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων δικηγόρων οι οποίοι με αξιέπαινη ετοιμότητα ανταποκρίθηκαν στο πιεστικό χρονοδιάγραμμα που ετέθη ως εκ των πραγμάτων, δεν θεωρώ ότι οι θέσεις των καθ΄ων η αίτηση είναι βάσιμες. Στην πραγματικότητα δεν έχουν σχετικότητα με το ζητούμενο της παρούσας διαδικασίας.
Εν προκειμένω, το άρθρο 45(1) ρητώς αναφέρεται σε μονομερή αίτηση του ανακριτή της υπόθεσης κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων. Ήδη, εξ αυτού, προκύπτει με σαφήνεια ότι ο Νόμος αναφέρεται στο αρχικό στάδιο, στο στάδιο της διερεύνησης του εγκλήματος. Πέραν τούτου, στο άρθρο 72 του Νόμου όπου ορίζονται κατ΄αναλογία εφαρμοστέες οι διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, εξαιρούνται ρητά οι πρόνοιες του άρθρου 9 του Κεφ. 6 που αφορά την έκδοση διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση. Εξαιρείται, έτσι, ακόμα και μετά την έκδοση του διατάγματος, η υποχρέωση για επίδοση ειδοποίησης στα επηρεαζόμενα μέρη (returnable). Περιπλέον, η μυστικότητα που επιβάλλει ο Νόμος στο αρχικό αυτό στάδιο διαφαίνεται και από την απαγόρευση και ποινικοποίηση οποιασδήποτε αποκάλυψης η οποία δυνατό να παρεμποδίσει ή να επηρεάσει δυσμενώς ανακρίσεις και έρευνες που διεξάγονται σχετικά με τη διακρίβωση εσόδων ή με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων, εν γνώσει ή με υποψία ότι διεξάγονται τέτοιες ανακρίσεις και έρευνες (άρθρο 48).
Το πλέγμα των παραπάνω διατάξεων, αλλά και το έκδηλο πνεύμα του Νόμου υποστηρίζει ως απόλυτα εύλογη την παρατήρηση του Ερωτοκρίτου, Δ., στην υπόθεση Edrinotio Ltd (2012) 1 AAΔ 1900, περί του ότι οι πρόνοιες αυτές δεν πρέπει να συγχέονται με το αναφαίρετο δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο. Σημείωσε χαρακτηριστικά ότι το διάταγμα αποκάλυψης «αποτελεί ανακριτικό εργαλείο και χρησιμοποιείται στο στάδιο της διερεύνησης και συλλογής μαρτυρίας από τις ανακριτικές αρχές» και κατέληξε με αναφορά στα προαναφερθέντα άρθρα ότι: «Όλες οι πιο πάνω διατάξεις του Νόμου 188(Ι)/2007 αποβλέπουν, κατά την άποψή μου, στο να μην επηρεάσουν τις έρευνες που διεξάγονται και στο να μην δώσουν την ευκαιρία στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να εξαφανίσει στοιχεία.» Υιοθετώ την προσέγγιση αυτή, όπως και την εκφρασθείσα αντίληψη πως άλλο είναι το ζήτημα της δυνατότητας προσβολής των ανακριτικών πράξεων μετά την περάτωσή τους.
Η Δικαστής δεν είχε διακριτική ευχέρεια, όπως νόμιζε ότι είχε, για να δώσει οδηγίες προς επίδοση της αίτησης. Η ενέργεια της συνιστούσε υπέρβαση εξουσίας και έκδηλο νομικό σφάλμα, τέτοιας σημασίας ώστε να έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ίδιο το σκοπό του Νόμου. Η γνώση του δικηγόρου που εμφανίστηκε, η οποία, ας σημειωθεί, δεν εξηγήθηκε και όλα τα άλλα περιστατικά που αναφέρθηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση, δεν προσέδιδαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο την εξουσία που του έλειπε, ούτε και αναιρούν το έκδηλο νομικό σφάλμα.
Το εν λόγω διάταγμα και/ή οδηγίες και/ή η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου για επίδοση της αίτησης 5/2018 ακυρώνεται με έξοδα τόσο της αίτησης για άδεια όσο και της δια κλήσεως αίτησης υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π