ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A348
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 271/2012)
10 Ιουλίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
CITI PRINCIPAL INVESTMENS LTD,
Εφεσείουσα
- ΚΑΙ -
ΓΙΩΡΓΑΛΛΑ,
Εφεσίβλητης
------------------------------------------
Ντ. Παπαδόπουλος, για την Εφεσείουσα.
Κ. Γεωργιάδου (κα), για την Εφεσίβλητη.
-------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων στη βάση της οποίας η εφεσείουσα επιδίωξε την απόδοση προς αυτή του ποσού των ΛΚ5.550,20 ως υπόλοιπο λογαριασμού και/ή ως ποσό που η εφεσείουσα κατέβαλε εκ μέρους και για λογαριασμό της εφεσίβλητης και για το οποίο η τελευταία επλουτίσθη αδικαιολογήτως, εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αλλά η αγωγή απερρίφθη λόγω του ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε την εκ μέρους της εφεσίβλητης οφειλή.
Η έκθεση απαίτησης, απλή στην ουσία της, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι η εφεσείουσα, χρηματιστηριακή τότε εταιρεία, συμφώνησε με την εφεσίβλητη το Μάρτιο του 1998 όπως προβαίνει ως αντιπρόσωπος της σε αγοραπωλησίες μετοχών για τις οποίες θα τηρείτο χρεωπιστωτικός λογαριασμός. Στη βάση της συμφωνίας αυτής ανοίχθηκε σχετικός λογαριασμός με ανάλογο κωδικό αριθμό, ο οποίος κατά τις 22.1.2000 έδειχνε το αξιούμενο ποσό ως χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο και ουδέποτε η εφεσίβλητη εξόφλησε. Με την υπεράσπιση της, η εφεσίβλητη αφού παραδέχθηκε την ύπαρξη της εν λόγω συμφωνίας συνεργασίας, αρνήθηκε όλους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς χωρίς όμως, ταυτόχρονα, να θέσει τη δική της συγκεκριμένη εκδοχή. Η άρνηση της περιοριζόταν στο να καλέσει την εφεσίβλητη να αποδείξει αυστηρά την υπόθεση της.
Η εφεσείουσα κάλεσε προς απόδειξη των ισχυρισμών της ως μάρτυρες τον Χαραλάμπους, Μ.Ε.1, ο οποίος παρουσίασε την κατάσταση λογαριασμού που αφορούσε την εφεσίβλητη, εξηγώντας ταυτόχρονα ότι η εφεσίβλητη ήταν συνεργάτης της εφεσείουσας και βρισκόταν συνεχώς στο πάτωμα του Χ.Α.Κ. και επομένως γνώριζε ανά πάσα στιγμή τις δοσοληψίες που γίνονταν στο όνομα της και είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει οποιαδήποτε συναλλαγή, πράγμα που ουδέποτε έπραξε, αντιθέτως δε, επιβεβαίωσε την οφειλή σε συνομιλία τους. Ο ίδιος ήταν παλαιότερα διευθυντής της εφεσείουσας και κατά τον ουσιώδη χρόνο της κατάθεσης του, υπεύθυνος του λεγόμενου Back Office ελέγχοντας όλες τις συναλλαγές που διεκπεραιώνονταν. Ο έτερος μάρτυρας Χριστοφόρου, Μ.Ε.2, Λειτουργός του Χ.Α.Κ., κατέθεσε ότι όλες οι συναλλαγές εκτός από μερικές καταρτίσθηκαν από την εφεσείουσα τεκμηριωμένα, οι δε χρηματιστές τότε ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν βιβλία εντολών των συναλλαγών. Επιβεβαίωσε ότι η εφεσίβλητη ήταν συχνά στο πάτωμα του Χ.Α.Κ. στο γραφείο της εφεσείουσας, αλλά δεν γνώριζε αν είχε δώσει εντολές για τις συγκεκριμένες αγοραπωλησίες.
Η ίδια η εφεσίβλητη αρνήθηκε ότι οι συναλλαγές έγιναν εν γνώσει της, ισχυριζόμενη ότι ουδέποτε έδωσε τέτοιες εντολές. Παρά ταύτα όταν έμαθε για την οφειλή της το 2006, δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε καταγγελία στο Χ.Α.Κ., ή, στην αστυνομία, βεβαιώνοντας επίσης ότι ουδέποτε έδωσε εντολές στον αντιπρόσωπο της εφεσείουσας Κοτσώνη που ήταν αρμόδιος για τις αγοραπωλησίες. Η εφεσίβλητη επεκτάθηκε και σε άλλες συναλλαγές που είχε η ίδια και για τις οποίες παρέμειναν διαφορές.
Το ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστη την εφεσίβλητη σε βαθμό που δεν μπορούσε να βασιστεί επί της μαρτυρίας της, δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν άτομο που δεν σεβόταν την αλήθεια, η δε θέση της ότι είχε πλήρη άγνοια των συναλλαγών δεν άντεχε στον έλεγχο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας. Από την άλλη, ενώ δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 ως φιλαλήθη, η μαρτυρία του όμως ότι οι αγοραπωλησίες μετοχών έγιναν μέσω χρηματιστή δεν στηριζόταν από τη δικογράφηση της εφεσείουσας ότι δηλαδή η εφεσίβλητη είχε δώσει τις σχετικές εντολές. Η ουσία, όμως, ήταν ότι δεν δέχθηκε τη βασική μαρτυρία του Μ.Ε.1, με το αιτιολογητικό ότι περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις και ότι η γενική αναφορά στον κατατεθέντα ως τεκμήριο 1 λογαριασμό, δεν απεδείκνυε το αντίστοιχο μέρος της αξίωσης, ακόμη και στην απουσία μαρτυρίας από την άλλη πλευρά. Δεν κατατέθηκαν έγγραφα για να επαληθεύσουν την ορθότητα των εγγραφών του Τεκμηρίου 1, αναμενόταν δε από μια σοβαρή εταιρεία να προσκομίσει μαρτυρία για τα ποσά με τα οποία πιστώθηκε ο λογαριασμός της εφεσίβλητης, το σύνολο των συναλλαγών και τις τιμές των μετοχών.
Η εφεσείουσα προτείνει με την έφεση της την ανατροπή της πρωτόδικής κρίσης. Εισηγείται ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ήταν επαρκής προς απόδειξη της υπόθεσης της, ιδιαιτέρως υπό το φως της καθολικής, αλλά και ατεκμηρίωτης άρνησης όλων των ισχυρισμών στο κλητήριο ένταλμα. Η εφεσίβλητη δεν αντεξέτασε επί της ουσίας τις θέσεις της εφεσείουσας, ενώ παραγνωρίσθηκε και το γεγονός ότι η εφεσείουσα κατέβαλε ποσά εκ μέρους της εφεσίβλητης τα οποία η τελευταία προσεπορίσθη αδικαιολογήτως εφόσον ουδέποτε τα εξόφλησε. Η μαρτυρία έδειχνε ότι οι συναλλαγές είχαν όντως γίνει και οι μετοχές, ενώ ενεγράφησαν στο όνομα της εφεσίβλητης, παρέμειναν απλήρωτες με την εφεσίβλητη να έχει πλουτίσει σε βάρος της εφεσείουσας.
Η εφεσείουσα έχει δίκαιο. Παρά τις προς το αντίθετο εισηγήσεις της εφεσίβλητης στο δικό της περίγραμμα, η ουσία είναι ότι η εφεσείουσα, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ήτοι κατά πόσο η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι, είχε δώσει ικανοποιητικά στοιχεία μαρτυρίας προς υποστήριξη της αξίωσης της. Αναμφίβολα θα μπορούσε να έδινε περισσότερες λεπτομέρειες, ακόμη και να υποστήριζε την αξίωση με πρόσθετα στοιχεία και έγγραφα, αλλά εκείνο το οποίο είχε παρουσιάσει, δηλαδή, το Τεκμήριο 1, ήταν ικανοποιητικό. Πρόκειτο για κατάσταση λογαριασμού στην οποία αποτυπωνόταν όλο το ιστορικό των συναλλαγών με την εφεσίβλητη, με γνώση του περιεχομένου του από τον Μ.Ε.1, ο οποίος ως λειτουργός του Back Office ήλεγχε τις συναλλαγές. Η κατάσταση δόθηκε στην εφεσίβλητη, η ίδια βρισκόταν στο πάτωμα του Χ.Α.Κ. ως συνεργάτης της εφεσείουσας και ανά πάσα στιγμή μπορούσε και να γνωρίζει και να αμφισβητήσει τις πράξεις.
Το γεγονός ότι ο Μ.Ε.1 δεν ήταν ο ίδιος χρηματιστής, δεν διαφοροποιούσε τα δεδομένα που ήταν καταγραμμένα στο τεκμήριο. Εξήγησε ότι οι πελάτες τηλεφωνούσαν και έδιναν εντολές για αγορά, αλλά μετά τη συνάντηση στο Χ.Α.Κ., οι εντολές χρεοπιστώνονταν στο λογαριασμό του πελάτη, ανάλογα. Ο ίδιος θα γνώριζε αν υπήρχε πρόβλημα διότι ο πελάτης θα αρνείτο τη χρέωση ή την πίστωση. Για την αγοραπωλησία μετοχών και την εγγραφή τους στο Τεκμήριο 1, ακολουθείτο η συνήθης τότε τακτική του Χ.Α.Κ.
Η εφεσίβλητη δεν αμφισβήτησε ουσιωδώς τη μαρτυρία αυτή. Η αντεξέταση του Μ.Ε.1, περιορίστηκε στην άρνηση εντολών από την εφεσίβλητη και στην απουσία γνώσης των συναλλαγών από το μάρτυρα. Η υπεράσπιση δικογραφικά δεν ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις της Δ.21 θ.2, ότι σε αγωγές για χρέος, όπως ήταν και η επίδικη, απλή άρνηση του χρέους δεν θα είναι αποδεκτή. Η εν λόγω διάταξη δεν αφορά μόνο τις εκκαθαρισμένες χρηματικές απαιτήσεις στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και τις απλές αγωγές για χρέος. Η απαίτηση αφορούσε υπόλοιπο λογαριασμού, ως μια αιτία αγωγής. Δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση διότι, ως ήδη έχει λεχθεί, το Δικαστήριο χαρακτήρισε την εφεσίβλητη ως αναξιόπιστη και αναληθή μάρτυρα, επί της μαρτυρίας της οποίας δεν μπορούσε να βασισθεί. Ό,τι, λοιπόν κατέθεσε προς το αντίθετο η εφεσίβλητη αμφισβητώντας τις εντολές και τις γενόμενες συναλλαγές, παρέμεινε κενό γράμμα.
Το ερώτημα ήταν κατά πόσο η εφεσείουσα πέρασε το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η κατάσταση λογαριασμού ελέγχθηκε και επιβεβαιώθηκε από τον Μ.Ε.2, λειτουργό του Χ.Α.Κ., η μαρτυρία του οποίου κρίθηκε φιλαλήθης. Λανθασμένα η μαρτυρία του θεωρήθηκε ως μη υποστηρίζουσα την εκδοχή της εφεσείουσας στο ότι δεν ήταν δικογραφημένη η θέση ότι οι αγοραπωλησίες των μετοχών είχαν καταρτισθεί από χρηματιστή της εφεσείουσας. Αυτό δεν ήταν απαραίτητο να δικογραφηθεί διότι πρόκειτο περί μαρτυρίας. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ήταν ότι ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης προέβαινε σε αγοραπωλησίες μετοχών. Ο τρόπος που αυτό γινόταν στην πράξη, αποτελούσε ζήτημα μαρτυρίας.
Ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιώδης αντίφαση σε βαθμό αναξιοπιστίας, η θέση του Μ.Ε.1 στην αντεξέταση ότι οι συναλλαγές εκ μέρους της εφεσείουσας διεκπεραιώνονταν μέσω χρηματιστή. Αντίθετα, ήταν δείγμα ειλικρίνειας ότι τις συναλλαγές δεν τις προωθούσε ο ίδιος, αλλά ο χρηματιστής της εφεσείουσας.
Το μαρτυρικό υλικό ήταν επαρκές προς στοιχειοθέτηση της υπόθεσης της εφεσείουσας.
Συνεπώς, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης στο ποσό των €9.483,08, (αντίστοιχο των Λ.Κ.5.550,20), με νόμιμο τόκο από 22.12.2000, όπως αυτός περιορίστηκε κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.1.
Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ