ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A317
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 308/2012
28 Ιουνίου, 2018.
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
STIRUP INVESTMENTS LTD
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
1. ΜΙΧΑΗΛ
2. ΜΙΧΑΗΛ
3. ΑΧΙΛΛΕΩΣ
4. ΜΙΧΑΗΛ
5. ΜΙΧΑΗΛ
6. ΘΩΜΑ, ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΤΑΝΤΗ
Εφεσίβλητοι
****************
Αίτηση ημερομηνίας 27/11/2014 εκ μέρους των Εφεσιβλήτων
Α. Κλεάνθους για Ν.Κ. Κλεάνθους & Σία ΔΕΠΕ για τους Αιτητές - Εφεσίβλητους
Μ. Γεωργίου με τον Α. Γεωργίου για Μάριος Γεωργίου και Συνεργάτες, για την Καθ' ης η Αίτηση - Εφεσείουσα
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση οι Εφεσίβλητοι/ Αιτητές ζητούν τα εξής διατάγματα από το Εφετείο στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλον έφεσης:
Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου όπως η περαιτέρω διαδικασία στην παρούσα Έφεση για τόση περίοδο που θα ορίσει το Δικαστήριο εντός της οποίας η Εφεσείουσα στην παρούσα Έφεση θα πρέπει να πληρώσει στους Εφεσίβλητους τα έξοδα που επιδικάστηκαν υπέρ τους στην αγωγή υπ' αριθμόν 3144/07 του Επαρχιακού δικαστηρίου Λάρνακας (πρωτόδικη απόφαση για την οποία καταχωρήθηκε η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεση) και εάν η Εφεσείουσα παραλείψει να πληρώσει τα πιο πάνω έξοδα εντός της εν λόγω προθεσμίας που θα ορίσει το Δικαστήριο, τότε η πιο πάνω έφεση να απορριφθεί με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου. Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά:
Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει την Εφεσείουσα όπως παράσχει ασφάλεια εξόδων ύψους €5.000 για τα έξοδα της έφεσης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο με κατάθεση τους στον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου δικαστηρίου Κύπρου εντός 15 ημερών από την έκδοση του σχετικού διατάγματος και σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης με απόρριψη της έφεσης, χωρίς άλλη ειδοποίηση προς την Εφεσείουσα.
Γ) Διάταγμα Αναστολής της διαδικασίας στην έφεση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο μέχρι την έκδοση της απόφασης στην παρούσα αίτηση και/ή μέχρι την παροχή της ασφάλειας σε περίπτωση έκδοσης του διατάγματος για παροχή ασφάλειας εξόδων.
Δ) Περαιτέρω ή άλλη διαταγή κρίνει το Δικαστήριο σκόπιμη και/ή δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Η αίτηση βασίζεται στη Δ.60 θθ. 1-6 και Δ.48 θθ. 1-9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, στον περί Πτωχεύσεως Νόμο ΚΕΦ. 5, στους περί περί Πτωχεύσεως Κανονισμούς, στη νομολογία και συμφυείς εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τέλος στο άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ. 113.
Σ' όσον αφορά τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση δεν υπάρχει καμιά σχετική αναφορά στο σώμα της αίτησης. Εντοπίζεται όμως μια Ένορκη Δήλωση του κ. Μιχαήλ ημ. 27/11/14 να είναι συνδεδεμένη με την αίτηση, στην οποία επισυνάπτεται αριθμός εγγράφων, με το εξής περιεχόμενο που κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«1. Είμαι ένας εκ των εφεσίβλητων και είμαι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβώ σε αυτή την ένορκη δήλωση.
2. Η ως άνω έφεση αφορά απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 6/6/2012 για την αγωγή υπ' αριθμόν 3144/2007, με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απέρριψε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας και την καταδίκασε όπως πληρώσει στους εφεσίβλητους το ποσό των €21.312, δι' έξοδα πλέον τόκος 8% επί ποσού €20.210 από 30.11.2017 μέχρι 14.10.2008 και ακολούθως με τόκο προς 5,5% ετησίως από 15.10.2008 μέχρι εξοφλήσεως πλέον Φ.Π.Α. επί ποσού €20.707. Αντίγραφο της απόφασης επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α.
3. Η εφεσείουσα/εναγόμενη ουδέν ποσό έχει καταβάλει μέχρι στιγμής είτε στους εφεσίβλητους/ενάγοντες είτε στους δικηγόρους τους.
4. Οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες με διπλοασφαλισμένη επιστολή που απέστειλαν μέσω των δικηγόρων τους ημερομηνίας 27/08/2012, κάλεσαν την εφεσείουσα/εναγόμενη όπως συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της και εξοφλήσει το εξ' αποφάσεως χρέος ως ανωτέρω αναφέρεται. Η εν λόγω επιστολή παρελήφθη στις 4.10.2012. Αντίγραφο της επιστολής επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β.
5. Στην συνέχεια κατεχωρήθη αίτηση ημερομηνίας 19/12/2012 για διάλυση της πιο πάνω εφεσείουσας - εναγόμενης εταιρείας, πλην όμως αποσύρθηκε γιατί δεν κατέστη δυνατή η επίδοση της αίτησης στην εφεσείουσα, αφού παρά τις επίμονες προσπάθειες δεν εντοπίζοντο οι Διευθυντές της εταιρείας και δεν άνοιγε η πόρτα ούτε απαντούσε οποιοσδήποτε στην διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου. Αντίγραφο της αίτησης επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ.
6. Αφού κατέστη αδύνατον να επιδοθεί η εν λόγω αίτηση μετά από σχετική έρευνα που έκαναν οι Εφεσίβλητοι μέσω των δικηγόρων τους, ανακάλυψαν ότι η εφεσείουσα έχει χρέη τα οποία δεν δύναται να καταβάλει και είναι αφερέγγυος.
7. Πολλές φορές ζητήθηκαν προφορικά τα έξοδα των εφεσίβλητων και των δικηγορικών εξόδων βάσει της απόφασης, ακόμα και γραπτώς και μέσω των δικηγόρων της εφεσείουσας περιλαμβανομένου και του κ. Ευαγγέλου Χειμώνα, χωρίς ανταπόκριση. Γενικά η εφεσείουσα δεν επέδειξε κανέναν ενδιαφέρον να ανταποκριθεί και με την όλη συμπεριφορά της καταδεικνύει την απροθυμία, άρνηση και/ή αδυναμία της να πληρώσει και συστηματικά αποφεύγει να της επιδοθεί οποιοδήποτε δικόγραφο.
8. Υπό τις περιστάσεις είναι εύλογο και δίκαιο όπως εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα για να εξασφαλισθεί η πληρωμή των εξόδων της εφεσείουσας εναγόμενης για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω.»
Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση της Εφεσείουσας/Καθ' ης η Αίτηση η οποία προβάλλει τους εξής τρεις λόγους ένστασης:
«(α) Η αίτηση είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη.
(β) Η έφεση γίνεται από εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές δεόντως εγγεγραμμένη στον έφορο εταιρειών η οποία είναι φερέγγυα και που εναντίον της δεν εκκρεμεί οποιοδήποτε διάταγμα παραλαβής ή αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής. Η εγγραφή δε της εταιρείας και η λειτουργία της διέπεται από τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113. Συνεπώς ο περί Πτωχεύσεων Νόμος Κεφ. 5 και οι περί Πτωχεύσεων Κανονισμοί επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση η οποία αφορά νομικό και όχι φυσικό πρόσωπο.
(γ) Οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας αλλά και οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 επί τους οποίους στηρίζεται η αίτηση δεν προνοούν οτιδήποτε σχετικό που να αφορά την ουσία της αίτησης ούτε και τυγχάνουν εφαρμογής.»
Η νομική βάση της ένστασης είναι οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και η Δ.48 ΘΘ4-9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Η ένσταση συνοδεύεται από την Ένορκη δήλωση του κ. Χαραλαμπίδη, ημ. 20/4/2015, στην οποία ουσιαστικά υιοθετεί και επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης. Καταλήγει δε με αίτημα για απόρριψη της αίτησης και όπως προχωρήσει κανονικά η εκδίκαση της έφεσης και δοθούν οδηγίες για περιγράμματα.
Κατά την ακρόαση οι δικηγόροι των διαδίκων απλά υιοθέτησαν την αίτηση και ένσταση χωρίς καμιά αναφορά σε νομολογία. Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων - αιτητών αν και προέβη σε δήλωση ότι η πρώτη θεραπεία που ζητείται υπό στοιχείο Α μπορούσε να αποσυρθεί στο στάδιο αυτό, εν τούτοις δεν την απέσυρε γι' αυτό κρίνουμε ορθό να την εξετάσουμε. Σημειώνεται ότι το αίτημα της παραγράφου Α της αίτησης δεν είναι εύκολα αντιληπτό, γεγονός που είχε επισημάνει το Εφετείο σε μια από τις προηγούμενες δικασίμους αλλά οι Αιτητές δεν προέβησαν σε κανένα διάβημα για άρση της ασάφειας που παρατηρείται. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι το αίτημα αφορά σε αναστολή της διαδικασίας της έφεσης μέχρις ότου η Εφεσείουσα πληρώσει τα έξοδα που επιδικάστηκαν υπέρ της Εφεσίβλητης πρωτόδικα εντός καθορισμένης προθεσμίας, διαφορετικά η έφεση θα απορριφθεί. Στη βάση της υπόθεσης μας αυτής, εξετάσαμε το αίτημα με προσοχή στη βάση όλων των ενώπιον μας στοιχείων. Συμφωνούμε με τη θέση της Εφεσείουσας/Καθ' ης η Αίτηση, που αφορά ο λόγος ένστασης 3, ότι οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί δηλ. η Δ.60 θθ.1-6 και η Δ.48 θθ.1-9 αλλά και οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαίου του 1962, επί των οποίων βασίζεται η αίτηση, δεν προνοούν οτιδήποτε το σχετικό με την ουσία του αιτήματος της παραγράφου Α και ούτε τυγχάνουν εφαρμογής στα γεγονότα της αίτησης. Συναφώς παρατηρούμε ότι οι πιο πάνω θεσμοί δεν αναφέρονται σε ζήτημα αναστολής της διαδικασίας έφεσης μέχρι την πληρωμή των επιδικασθέντων εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας, που αφορά το αίτημα.
Η μεν Δ.60 θ.1 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την παροχή ασφάλειας εξόδων, η δε Δ.48 προνοεί για την καταχώρηση αιτήσεων. Σ' όσον αφορά τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, παρά την αντικανονικότητα παράθεσης της συγκεκριμένης νομικής βάσης, εφόσον δεν προσδιορίζεται ο συγκεκριμένος ή οι συγκεκριμένοι κανονισμοί επί των οποίων στηρίζεται, όπως επιτάσσει η Δ.48 θ.2, δεν εντοπίζεται καμιά πρόνοια που να δίνει δικαίωμα στους αιτητές να υποβάλουν αίτημα όπως αυτό της παραγράφου Α.
Συνεπώς το αίτημα της παραγράφου Α απορρίπτεται ως αβάσιμο.
Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε τα άλλα δύο αιτήματα των παραγράφων Β και Γ που αναφέρονται
ουσιαστικά σε παροχή ασφάλειας εξόδων της έφεσης ύψους €5.000.
Είναι φανερό ότι και αυτά τα δύο αιτήματα δεν μπορούν να πετύχουν στη βάση της Δ.60 θ.θ.1-6 και Δ.48 θ.θ.1-9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Επαναλαμβάνουμε ότι η Δ.60 θ. 1 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την παροχή ασφάλειας εξόδων. Στην υπόθεση Studland Holdings Ltd κ.ά. ν. Ευστρατίου κ.ά. (2003) 1 ΑΑΔ 1809 αναφέρθηκε ότι οι πρόνοιες της Δ.60 θ.1 τυγχάνουν εφαρμογής και κατά τη διαδικασία της έφεσης με τον Εφεσείοντα και Εφεσίβλητο να υπέχουν θέση ενάγοντα και εναγόμενου αντίστοιχα. Όπως έχει τροποποιηθεί, η Δ.60 αποκλείει την έκδοση διατάγματος εναντίον Κυπρίων ως ατόμων που είναι κάτοικοι Κύπρου ή χώρας - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Rashid v. Παπόρη (2012) 1 ΑΑΔ 2710, Julie Bibbs v. P.P. Dolphin Boat Safari Ltd κ.ά., Πολ. Εφ. 111/14, ημ. 15/1/15, ECLI:CY:AD:2015:A13, Δημητρίου ν. Δημητρίου, Πολ, Έφ. 181/12, ημ. 20/4/15, ΚΚ New Extra Ltd v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Πολ. Έφ. 218/16, ημ. 19/1/18 και Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Ρένου Παντελή, Πολ. Εφ. 229/15 ημ. 13/2/17), ECLI:CY:AD:2017:A42.
Σημειώνεται ότι η υπό κρίση αίτηση δεν στηρίζεται στη Δ.35 θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών που προνοεί για την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα που δημιουργούνται λόγω οποιασδήποτε έφεσης, ως ήθελε διαταχθεί από το Εφετείο κάτω από ειδικές περιστάσεις (βλ. ΚΚ New Extra Ltd v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ανωτέρω)).
Είναι πάγια θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας ότι στο σώμα της αίτησης και ειδικά μιας ενδιάμεσης αίτησης, θα πρέπει να αναγράφονται ρητά και συγκεκριμένα οι νομικές και δικονομικές διατάξεις επί των οποίων αυτή βασίζεται (βλ. Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 1) (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 643.).
Η αναγκαιότητα αναγραφής της Δ.35 στην νομική βάση της αίτησης είναι δεδομένη ενόψει του ότι η αίτηση αφορά σε ασφάλεια εξόδων της έφεσης και όχι πρωτόδικης διαδικασίας. Η Δ.48 θ. 2 προνοεί ότι οι ενδιάμεσες αιτήσεις πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζουν τις νομικές διατάξεις επί των οποίων βασίζονται. Η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης με βάση το οποίο θα αποφασιστεί, όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία, αποτελεί απαράβατο όρο της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου της αίτησης. (βλ. Koza Michael David κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. 208/12, ημ. 24/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A415.
Σίγουρα στην παρούσα περίπτωση η παράλειψη αναφοράς της Δ.35 θ.2 στη νομική βάση της αίτησης ισοδυναμεί με παρατυπία μη θεραπεύσιμη, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.64, εφόσον όχι μόνο δεν γίνεται επίκληση του θέματος των ειδικών περιστάσεων που εισάγει η Δ.35 στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, αλλ' ούτε και προβλήθηκε εισήγηση ότι συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις στην υπό κρίση αίτηση, κατά την αγόρευση του δικηγόρου των αιτητών. Τυχόν άρση της παρατυπίας από το Εφετείο, θα έθετε την άλλη πλευρά σε δυσμενή θέση.
Παραμένει να εξεταστεί κατά πόσο η αίτηση σ' όσον αφορά τις παραγράφους Β και Γ μπορούν να επιτύχουν στη βάση του άρθρου 382 του περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ. 113, που φαίνεται να έχει προστεθεί ιδιοχείρως στη νομική βάση της αίτησης.
Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«382. Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»
Το άρθρο 382 υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση F.K. & S. (VAROSIA) PROPERTIES LIMITED v. SIMON GEORGE PENNEY κ.ά., Πολ. Έφ. 354/10, ημερ. 14/2/14, όπου αναφέρθηκαν τα εξής ως προς την εμβέλεια του συγκεκριμένου άρθρου.
«Η Αίτηση στηρίζεται επίσης στο άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, με το οποίο παραχωρείται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο στις περιπτώσεις που υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι η ενάγουσα ή εφεσείουσα εταιρεία δεν θα είναι σε θέση να πληρώσει τα έξοδα που ήδη επιδικάστηκαν ή που θα επιδικαστούν να την διατάξει να παραχωρήσει ασφάλεια για τα έξοδα. Όμως το Δικαστήριο ενεργώντας στη βάση του άρθρου 382, διατηρεί διακριτική ευχέρεια, αφού λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να απορρίψει την αίτηση ακόμη και όταν αποδειχθεί η αδυναμία μιας εταιρείας να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου (βλ. σχετικά Sir LindsayParkinson and Co Ltd v. Triplan Ltd [1973] 2 All ER 273, στη σελ. 283, Annual Practice 1958, στη σελ. 395 και Halsbury´s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 37, παρ. 304). Όμως όταν αποδειχθεί η αδυναμία της εταιρείας να πληρώσει, συνήθως το δικαστήριο εκδίδει το αιτούμενο διάταγμα για παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, εκτός αν καταλήξει ότι υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που συνηγορούν υπέρ της μη έκδοσης του.»
Το άρθρο 382 υπήρξε επίσης αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Λεωνίδας Κίμωνος ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ., Πολ. Έφεση 66/13 ημερ. 30/1/15, ECLI:CY:AD:2015:A47 στην οποίαν αναφέρθηκαν τα εξής:
«Ως προς το ουσιαστικό μέρος της αίτησης, αν δηλαδή η εφεσείουσα εταιρεία είναι ικανή ή όχι να πληρώσει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, όντως το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου προβλέπει πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διατάξει την παροχή ασφάλειας εξόδων προϋποθέτει ότι ο αιτητής έχει αποσείσει το βάρος των ισχυρισμών του περί αφερεγγυότητας της εταιρείας με αξιόπιστη μαρτυρία. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση η εφεσείουσα εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση και το γεγονός αυτό αποτελεί prima facie μαρτυρία ότι αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα, εκτός αν δοθεί προς το αντίθετο σχετική μαρτυρία (βλ. Genemp Trading Ltd (ανωτέρω) η οποία παραπέμπει στην Northhampton Goal Iron & Waggon Co. N. Midland Wagon co. (1878) 7 Ch. D. 500)."
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στη συνέχεια στις πρόσφατες υποθέσεις Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Ρένου Παντελή (ανωτέρω) και Κ.Κ. New Extra Ltd v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ανωτέρω).
Εξετάσαμε την αίτηση υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μας με τις Ένορκες Δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και ένσταση.
Είναι κατάληξη μας ότι τα στοιχεία δεν είναι τέτοια που να καταδεικνύουν προφανή αφερεγγυότητα της Εφεσείουσας/Καθ' ης η Αίτηση. Το γεγονός της μη εξόφλησης από μέρους της των εξόδων των Εφεσίβλητων/Αιτητών της πρωτόδικης διαδικασίας, σε συνάρτηση με το γεγονός της καταχώρησης αίτησης διάλυσης της Εφεσείουσας εταιρείας από μέρους των Εφεσιβλήτων/Αιτητών, που σε κάποιο στάδιο αποσύρθηκε λόγω μη επίδοσης, από μόνα τους δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είναι αφερέγγυα εταιρεία. Η αναφορά στην παράγραφο 6 της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση «Αφού κατέστη αδύνατον να επιδοθεί η εν λόγω αίτηση μετά από σχετική έρευνα που έκαναν οι Εφεσίβλητοι μέσω των δικηγόρων τους, ανακάλυψαν ότι η εφεσείουσα έχει χρέη τα οποία δεν δύναται να καταβάλει και είναι αφερέγγυος» χωρίς την παρουσίαση συγκεκριμένων στοιχείων για την περιουσία που κατέχει η εφεσείουσα ή τα χρέη της, κρίνουμε ότι δεν είναι ικανοποιητική προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού ότι η εταιρεία είναι αφερέγγυα ή αδυνατεί να πληρώσει τα έξοδα της έφεσης αν και είχε το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού. Μάλιστα η εξακολούθηση εγγραφής της εταιρείας στο Μητρώο Εταιρειών οδηγεί σε αντίθετη διαπίστωση. Καταλήγουμε ότι η διακριτική μας ευχέρεια, θα πρέπει να ασκηθεί, σε βάρος της αίτησης.
Σημειώνεται τέλος ότι ο περί Πτωχεύσεως Νόμος ΚΕΦ. 5 και οι περί Πτωχεύσεως Κανονισμοί που επίσης περιλαμβάνονται στη νομική βάση της αίτησης, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση λόγω της ιδιότητας της εφεσείουσας ως νομικού και όχι φυσικού προσώπου.
Ούτε επίσης η αίτηση μπορεί να πετύχει στη βάση των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. σελ. 241 αναφέρθηκαν τα εξής για τη σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου:
«Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες, ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας. (σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122).
Ενόψει όλων των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εφεσείουσας/Καθ' ης η Αίτηση και σε βάρος των Εφεσιβλήτων/Αιτητών όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.