ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γρηγορίου Αντωνάκης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλης (2013) 1 ΑΑΔ 2448
Dias United Publishing Co. Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Yπουργού Oικονομικών (1996) 3 ΑΑΔ 550
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.2
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A269
5 Ιουνίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Εφεσείουσα,
ν.
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Φλώρου για Λ. Λυσάνδρου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Ειρ. Δρυμιώτου (κα) για Στ. Δρυμιώτη, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα-ενάγουσα, με κλητήριο ένταλμα (Δ.2, θ.1), το οποίο καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αξίωνε Γενικές και Ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, απώλεια, ζημιά και ταλαιπωρία, που, κατ΄ ισχυρισμό, υπέστη στις 23.9.2010, ένεκα ατυχήματος το οποίο επεσυνέβη εντός του υπό κυπριακή σημαία κρουαζιερόπλοιου Salamis Filoxenia.
Ακολούθησε η καταχώρηση εμφάνισης εκ μέρους των Εφεσιβλήτων-εναγομένων και στη συνέχεια η καταχώρηση της ΄Εκθεσης Απαίτησης και της Υπεράσπισης, όπου τέθηκε, ως προδικαστικό ζήτημα, η αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ηταν η προσέγγισή των Εφεσιβλήτων ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως καταχωρηθείσα σε αναρμόδιο προς τούτο Δικαστήριο, καθότι αρμόδιο ήταν το Ναυτοδικείο. Παρά το σοβαρό του ζητήματος, στη συνέχεια, το θέμα ουδόλως απασχόλησε οποιαδήποτε πλευρά. Αντιθέτως, ακολούθησε η καταχώρηση δύο αιτήσεων για τροποποίηση της ΄Εκθεσης Απαίτησης με στόχο την αύξηση των ποσών που κάλυπταν τις αξιούμενες ειδικές ζημιές.
Τελικά, στις 8.12.2016, η πλευρά της Εφεσείουσας καταχώρησε αίτηση προς έκδοση διατάγματος διακοπής της όλης διαδικασίας και παραπομπής της υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου, ως Ναυτοδικείο και ως το καθ΄ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο προς εκδίκαση. Οι Εφεσίβλητοι δεν έφεραν ένσταση στην έκδοση διατάγματος και το Δικαστήριο, στις 10.2.2017, μετά από μελέτη όλων των δεδομένων και λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις των διαδίκων, έκρινε ότι στερείτο δικαιοδοσίας εκδίκασης της υπόθεσης και ότι αρμόδιο προς εκδίκασή της ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο, Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου. Συνακόλουθα, η διαδικασία της πορείας της υπόθεσης διακόπηκε και παραπέμφθηκε, κατ΄ επίκληση του άρθρου 64Α(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, στο καθ΄ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω γεγονότων η υπόθεση τέθηκε ενώπιον αδελφού Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο οποίος έθεσε στα εμπλεκόμενα μέρη τον προβληματισμό του κατά πόσο ήταν νομικά ορθή η παραπομπή της από Επαρχιακό Δικαστήριο στο Ανώτατο και στη βάση ποιας νομοθετικής πρόνοιας ήταν αυτό εφικτό. Ηταν η σχετική προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου για την Εφεσείουσα, ότι δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης είχε μόνο το Ναυτοδικείο και πως κατ΄ εφαρμογή του πιο πάνω άρθρου 64Α παρείχετο η δυνατότητα παραπομπής από το αναρμόδιο Δικαστήριο στο Ναυτοδικείο. Προς τούτο, επικαλέσθηκε δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε πρωτόδικη διαδικασία, στις υποθέσεις Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2013) 1(Γ) ΑΑΔ 2448 και Αγαθοκλέους ν. Louis Shipmanagement Ltd κ.ά., ημερ. 18.3.2015, όπου κρίθηκε ότι το Ναυτοδικείο, για σκοπούς του πιο πάνω άρθρου, είναι Δικαστήριο Ειδικής Δικαιοδοσίας, εφόσον και αυτό ασκεί αποκλειστική και εξειδικευμένη δικαιοδοσία.
Ο αδελφός Δικαστής δεν συμμερίστηκε την πιο πάνω άποψη. Απορρίπτοντας την ενώπιόν του υπόθεση, αποφάσισε ως ακολούθως:
«Με όλο το σεβασμό προς τους ευπαίδευτους συναδέλφους, θεωρώ ότι η αυστηρή αναφορά που παρατηρείται στη διατύπωση της συγκεκριμένης πρόνοιας δεν αφήνει περιθώριο για άλλη ερμηνεία, παρά μόνο ότι ο νομοθέτης ήθελε αποκλειστικά να εξειδικεύσει ποια είναι τα ειδικά δικαστήρια στα οποία μπορεί να γίνει παραπομπή, αποκλεισμένων άλλων.
Η παρ. (4) του άρθρου 64Α του Ν. 14/60 προνοεί:
″(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος ″δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας″ περιλαμβάνει το Οικογενειακό Δικαστήριο, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.″
Συμφωνώ με την ερμηνεία που δίδεται στην υπόθεση Tsiklauri ν. Isakov κ.ά. Πολ. Εφ. Ε8/2014, ημερ. 25 Ιανουαρίου 2016, αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 64Α του Ν. 14/60, που δεν είναι άλλη, παρά η διάσωση αγωγών που καταχωρούνται σε αναρμόδιο δικαστήριο, μέσω του μηχανισμού παραπομπής, στο ανάλογο αρμόδιο. Τούτο, όμως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις, όπως η παρούσα, που δεν υπάρχει νομοθετική πρόνοια προς τούτο. Στη σχετική πρόνοια δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο προσδιορισμός των ειδικών δικαστηρίων είναι «μεταξύ άλλων» τα προσδιοριζόμενα. Η απολυτότητα δεν αφήνει άλλη επιλογή.»
Η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου συνιστά και το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης και προσβάλλεται με δύο, αλληλένδετους στην ουσία τους, λόγους έφεσης. Τίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, ασκώντας δικαιοδοσία Ναυτοδικείου, δεν είναι Δικαστήριο Ειδικής Δικαιοδοσίας για τους σκοπούς του άρθρου 64Α. Όπως αναπτύσσεται στην αιτιολογία των λόγων έφεσης, αλλά και όπως με περισσότερη λεπτομέρεια τέθηκε ενώπιόν μας στα πλαίσια της ακρόασης, το κύριο επιχείρημα της πλευράς της Εφεσείουσας κινείται γύρω από τη θέση ότι τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 64Α(4) σκοπό έχουν τη διάσωση αγωγών που καταχωρούνται σε αναρμόδιο Δικαστήριο μέσω του μηχανισμού παραπομπής στο καθ΄ ύλην αρμόδιο και καλύπτουν, γενικά, όλα τα Δικαστήρια Ειδικής Δικαιοδοσίας, του Ναυτοδικείου μη εξαιρουμένου και όχι μόνο τα συγκεκριμένα που παρατίθενται, ήτοι το Οικογενειακό Δικαστήριο, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Αυτό εξάγεται, κατά την εισήγηση, και από το ρήμα «περιλαμβάνει», ήτοι, η παράθεση των ειδικών δικαστηρίων δεν είναι εξαντλητική.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων, υιοθετώντας το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, εισηγήθηκε ότι ούτε στον περί Δικαστηρίων Νόμο, αλλά ούτε και σε οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα, δίδεται δικαίωμα σε πρωτόδικο Δικαστήριο να παραπέμψει οποιαδήποτε υπόθεση προς ακρόαση στο Ανώτατο Δικαστήριο. Πρόβαλε, περαιτέρω, ότι τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 64Α αφορούν τα Δικαστήρια Ειδικής Δικαιοδοσίας που εξαντλητικά παρατίθενται στην παράγραφο (4) του εν λόγω άρθρου και καλύπτουν τις μόνες περιπτώσεις για τις οποίες ο νόμος προβλέπει δικαίωμα παραπομπής υπόθεσης σε άλλο Δικαστήριο ως καθ΄ ύλην αρμόδιο.
Δεν υπάρχουν περιθώρια επιτυχίας των υπό εξέταση λόγων έφεσης. Σημειώνουμε, εξ υπαρχής, ότι δεν υπεισέρχεται στην όλη εικόνα θέμα ερμηνείας του όρου «δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας» και της ευρύτητας που καλύπτει. Αναφύεται ως θεμελιακό και μόνο ζήτημα προς κρίση η ερμηνεία και τα όρια εφαρμογής της επίμαχης διάταξης 64Α(4), εάν δηλαδή καλύπτει άλλα Δικαστήρια πέραν των όσων ρητά παρατίθενται.
Η πρόθεση του Νομοθέτη διακριβώνεται μέσα από το ίδιο το λεκτικό του υπό αναφορά άρθρου. Βασικός κανόνας ερμηνείας επιτάσσει όπως στις λέξεις, μέσω των οποίων συντελείται η μεταβίβαση της σκέψης του Νομοθέτη, θα πρέπει να δίδεται η απλή γραμματική έννοιά τους. Θα πρέπει, δηλαδή, να διαβάζονται με τη συνήθη, φυσική και γραμματική τους σημασία. Αν αυτή είναι καθαρή και δεν καταλήγει σε άτοπα αποτελέσματα ή μεγάλες δυσχέρειες δεν εγείρεται περαιτέρω ζήτημα ερμηνείας.
Υπό το φως του πιο πάνω, χρυσού, όπως χαρακτηρίζεται, κανόνα ερμηνείας, προσεγγίσαμε το εννοιολογικό περιεχόμενο του άρθρου 64Α(4). Προκύπτει αβίαστα η αυστηρή παράθεση των συγκεκριμένων δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας που ο Νομοθέτης, εν τη σοφία του, εξειδίκευσε και σε σχέση με τα οποία και μόνο προέβλεψε δυνατότητα παραπομπής.
Το ρήμα «περιλαμβάνει» που χρησιμοποιείται στο εν λόγω άρθρο, έχει κατά τον Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β΄ έκδοση, σελίδα 1380-1381, την έννοια του περικλείω, εμπεριέχω, ενσωματώνω, εντάσσω. Η σημασία αυτή εκφράζεται είτε δυναμικά (περιλαμβάνω, περικλείω) είτε στατικά (περιέχω). Βασική σημασία όλων των ρημάτων αυτών είναι η δήλωση του «περιεχομένου», του ότι «κάτι τοποθετείται μέσα σε ορισμένα όρια».
Εχει επίσης σημασία το γεγονός ότι τα μνημονευόμενα στο άρθρο 64Α(4) δικαστήρια είναι όλα ειδικής δικαιοδοσίας, κατώτερα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γεγονός όχι τυχαίο. Το Ναυτοδικείο ανήκε πάντοτε στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λόγω της σπουδαιότητας της θεματολογίας του και μόνο αργότερα, για ήσσονος σημασίας υποθέσεις, έγινε πρόνοια για ανάληψη δικαιοδοσίας από Επαρχιακά Δικαστήρια. Συνεπώς, δεν είναι τυχαία η αναφορά στην εξεταζόμενη πρόνοια του Νόμου στα συγκεκριμένα ειδικά δικαστήρια και μόνο.
Υπό το πρίσμα αυτό δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε έρεισμα παρέμβασής μας υπό τη μορφή διασταλτικής ερμηνείας της ενώπιόν μας ξεκάθαρης νομοθετικής διάταξης. Τυχόν τέτοια επέμβασή μας θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη άσκηση νομοθετικής εξουσίας, διά της εισαγωγής, νέας, επιπρόσθετης πρόνοιας, που δεν ηθέλησε ο Νομοθέτης, στο σαφές, άλλωστε, νομοθετικό κείμενο. (Dias United Publ. Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550, 557-558.)
Υπό το πρίσμα των όσων αναφέραμε, οι πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες βασίστηκε η επιχειρηματολογία της πλευράς της Εφεσείουσας, δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα, σημειώνουμε ότι ορθά δεν εκδόθηκε διαταγή πρωτοδίκως, δεδομένης της προηγηθείσας συγκατάθεσης των Εφεσιβλήτων προς παραπομπή της υπόθεσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο Ναυτοδικείο. Δεν εντοπίζουμε όμως πλέον οποιοδήποτε λόγο να αποστούμε από τον γενικό κανόνα επιδίκασης εξόδων εις βάρος του αποτυχόντος διαδίκου. Συνεπώς, τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εις βάρος της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.