ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A226
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ.470/2011)
14 Μαΐου , 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ , ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΝΙΚΟΥ ΜΕΣΑΡΙΤΗ
Εφεσείοντα/Εναγομένου
και
ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΑΖΑΡΙΔΗ
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
*******************************
Λ. Σιακαλλή (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ν. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Τον Νοέμβριο του 1990 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η πληρωμή της θέσης του Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ), το Σχέδιο Υπηρεσίας της οποίας απαιτούσε μεταξύ άλλων «Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος ή ισοδύναμο προσόν». Τη θέση αυτή κατέλαβε ο εφεσίβλητος με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημ. 1/6/91. Ο τότε προϊστάμενος του Κλάδου Μηχανολογίας κ. Γ. Ιορδάνους προσέβαλε τον διορισμό του εφεσίβλητου με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και ότι το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού που απέκτησε ο εφεσίβλητος μετά από τριετή φοίτηση στο Loughborough College of Technology δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης του Διευθυντή του ΑΤΙ. Τελικά ο διορισμός του εφεσίβλητου ακυρώθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημ. 30/6/97. Η ΕΔΥ μετά τις θετικές γνωματεύσεις που έλαβε ως προς την υπόσταση του διπλώματος του εφεσίβλητου, στις 15/9/97 προσέφερε εκ νέου στον εφεσίβλητο τη θέση του Διευθυντή την οποίαν και αποδέχθηκε. Στις 24/9/97 ο κ. Π. Λυσάνδρου, δικηγόρος του κ. Γ. Ιορδάνους, απέστειλε επιστολή (Τεκμήριο 8) στον Πρόεδρο του ΕΤΕΚ, εφεσείοντα, και ζητούσε την τοποθέτηση του ΕΤΕΚ σε σχέση με τις γνωματεύσεις του Βρετανικού Συμβουλίου και του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ότι ο τίτλος σπουδών του εφεσίβλητου είναι ισότιμος με πανεπιστημιακό δίπλωμα. Η Διοικούσα Επιτροπή του ΕΤΕΚ στη συνεδρία της ημ. 18/6/98 αποφάσισε όπως ο εφεσίβλητος ενημερωθεί για τα τεκταινόμενα ώστε να δώσει τις δικές του απόψεις και όπως η απαντητική επιστολή του νομικού συμβούλου του ΕΤΕΚ εγκριθεί πρώτα από την ίδια προτού αποσταλεί στον κ. Λυσάνδρου. Παρά την πιο πάνω απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του ΕΤΕΚ, ο εφεσίβλητος δεν ενημερώθηκε από το ΕΤΕΚ για τα συμβάντα και ο εφεσείων χωρίς να λάβει την έγκριση της Διοικούσας Επιτροπής του ΕΤΕΚ, απέστειλε την επιστολή ημ. 26/6/98 (Τεκμήριο 19) προς τον κ. Λυσάνδρου (που στο εξής θα αναφέρεται «η επιστολή» το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω:
«Αγαπητέ κ. Λυσάνδρου,
Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 24/9/1997, προς το Τεχνικό Επιμελητήριο από μέρους του πελάτη σας κ. Γεώργιου Ιορδάνους σε σχέση με τα ακαδημαϊκά προσόντα του κ. Δ. Λαζαρίδη και παρακαλώ σημειώστε ότι η Διοικούσα Επιτροπή του Επιμελητηρίου ύστερα από ενδελεχή έρευνα στην οποία προέβη έχει καταλήξει στα πιο κάτω συμπεράσματα:
1. Ο κ. Λαζαρίδης ενεγράφη στο Συμβούλιο Εγγραφής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων στις 30/10/1970, ικανοποιώντας την τότε νομοθεσία Περί Εγγραφής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων.
2. Με βάση τα πιο πάνω και τις μεταβατικές διατάξεις του Περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμου ο κ. Λαζαρίδης κατέστη μέλος του Επιμελητηρίου με απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων της 21.4.92.
3. Το ακαδημαϊκό προσόν που κατέχει ο κ. Λαζαρίδης από το Loughborough College of Technology δεν θεωρείται ως ισότιμο πανεπιστημιακού διπλώματος και ουδέποτε στο παρελθόν διπλώματα από το πιο πάνω κολλέγιο έγιναν αποδεκτά ή αναγνωρίστηκαν ως ισότιμο από το Συμβούλιο Εγγραφής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων, το Συμβούλιο Εγγραφής Ηλεκτρολόγων ή από το Υπουργικό Συμβούλιο.
4. Το Επιμελητήριο με βάση τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας προβαίνει στην εγγραφή μελών όταν οι αιτητές κατέχουν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή πτυχίο ή άλλο ισοδύναμο προσόν που αναγνωρίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, για τους σκοπούς της σχετικής νομοθεσίας ύστερα από εισήγηση του Επιμελητηρίου. Το Επιμελητήριο απορρίπτει αιτήσεις για εγγραφή στο Μητρώο Μελών των ατόμων που δεν κατέχουν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή πτυχίο ή άλλο ισότιμο προσόν αναγνωρισμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Σημειώνουμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ίδιο το κολλέγιο που χορήγησε το σχετικό δίπλωμα αναφέρει ότι δεν είχε το δικαίωμα απονομής πτυχιακών τίτλων.
5. Σημειώνουμε ειδικότερα ότι το Εngineering Council το οποίο είναι το αρμόδιο σώμα αναγνώρισης ακαδημαϊκών προσόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο για τεχνικά θέματα, αναφέρει για τη συγκεκριμένη περίπτωση ότι «..a new candidate would not be considered acceptable. A registered engineer who had his registration lapse would not be acceptable for re-registration.."
Για όσα αναφέρονται πιο πάνω η Διοικούσα Επιτροπή του Επιμελητηρίου δεν συμφωνεί με τη σχετική γνωμάτευση του British Council ότι τα προσόντα του κ. Δ. Λαζαρίδη είναι ισότιμα πανεπιστημιακού διπλώματος.
Με τιμή
Νίκος Μεσαρίτης
Πρόεδρος
Κοιν.: κ. Δημήτρη Λαζαρίδη»
Θεωρώντας το περιεχόμενο της επιστολής του εφεσείοντα ότι ήταν κακόβουλο και δυσφημιστικό για τον ίδιο, ο εφεσίβλητος προχώρησε με την καταχώρηση της Αγωγής Αρ. 6447/05 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του εφεσείοντα, διεκδικώντας αποζημιώσεις.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, το περιεχόμενο της επιστολής αυτής διέρρευσε σε ένα ευρύ κύκλο προσώπων, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να υποστεί καίριο πλήγμα στην επαγγελματική και κοινωνική του ζωή ως επιστήμονας, καθώς και στην επαγγελματική του φήμη εφόσον αφήνετο να νοηθεί ότι χωρίς να κατέχει τα ακαδημαϊκά προσόντα ασκούσε το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού. Στις 10/7/2000 η προαγωγή του εφεσίβλητου ακυρώθηκε εκ νέου από το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά δικαιώθηκε κατ' έφεση με την απόφαση του Εφετείου, ημ. 23/1/03.
Οι θέσεις του εφεσείοντα στην Υπεράσπιση του πρωτόδικα, όπως τις συνόψισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι το περιεχόμενο της επιστολής ήταν αληθές και ότι η επιστολή απολάμβανε του προνομίου ως Προέδρου του ΕΤΕΚ, το οποίο είχε αρμοδιότητα και θέσμιο καθήκον στην αποστολή της επιστολής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού προέβη στη διαπίστωση ότι από το λεκτικό της επιστολής εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε ποτέ ισότιμο προσόν με πανεπιστημιακά διπλώματα και κατ' επέκταση τα απαιτούμενα προσόντα για εγγραφή του στο ΕΤΕΚ και ότι το περιεχόμενο της επιστολής ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο με δυσμενείς συνέπειες στην επαγγελματική του ζωή.
Προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε την υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση, που είχεν προβάλει ο εφεσείων στην υπεράσπιση του, την οποία όμως απέρριψε λόγω του ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής στην περίπτωση του εφεσείοντα. Απέρριψε επίσης την υπεράσπιση της αλήθειας, καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων ενήργησε κακόβουλα.
Ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσίβλητο το ποσό των €12.000 ως αποζημιώσεις.
Με την υπό κρίση έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Δικαστηρίου με πέντε λόγους έφεσης. Ο λόγος έφεσης 1 αφορά στην λανθασμένη διαπίστωση ότι η επιστολή ήταν δυσφημιστική για τον εφεσίβλητο. Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 είναι συναφείς και αναφέρονται στη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αποτέλεσμα της οποίας καταλήγει σε λανθασμένα ευρήματα και στην απόρριψη των υπερασπίσεων του εφεσείοντα.
Ο λόγος έφεσης 4 αφορά στην λανθασμένη απόρριψη της θέσης του εφεσείοντα ότι η διαδικασία σύνταξης της επιστολής όπως και οι υπόλοιπες διαδικασίες έρευνας ως προς τα προσόντα του εφεσίβλητου, είναι διοικητικές πράξεις και δεν ενέπιπταν στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με το λόγο έφεσης 5 προσβάλλεται η επιδίκαση αποζημιώσεων στον εφεσίβλητο και το ύψος τους ως έκδηλα υψηλό.
Με το λόγο έφεσης 1 ο εφεσίβλητος διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε λανθασμένη ερμηνεία στην επίδικη επιστολή, την οποία ερμήνευσε αποσπασματικά, αποδίδοντας δυσφημιστικό περιεχόμενο μόνο στις παραγράφους 3, 4 και 5 της επιστολής, ενώ τις δύο πρώτες παραγράφους αν και έκρινε ότι δεν ήταν δυσφημιστικές, εν τούτοις δεν τις αξιολόγησε καθόλου. Είναι η εισήγηση του ότι το Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά το περιεχόμενο της επιστολής και δεν σχολίασε καθόλου το γεγονός ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ουδέποτε ανεγνώρισε το δίπλωμα του εφεσίβλητου ως ισότιμο πανεπιστημιακού διπλώματος. Θεωρεί δε ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η επιστολή αποδίδει στον εφεσείοντα ότι είναι ανίκανος να ασκήσει το επάγγελμα του ή ότι δεν έχει τα απαραίτητα προσόντα για την άσκηση του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του προβαίνει σε εκτενή ανάλυση όλου του περιεχομένου της επιστολής ξεκινώντας από τις δύο πρώτες παραγράφους τις οποίες ναι μεν θεωρεί ότι δεν είναι δυσφημιστικού περιεχομένου, αλλά ιδωμένες σε συνάρτηση με το υπόλοιπο περιεχόμενο δίνουν την εντύπωση στον αναγνώστη ότι ο εφεσίβλητος είχε τα προσόντα για εγγραφή στο ΕΤΕΚ το έτος 1970 αλλά δεν τα είχε το 1998. Συγκεκριμένα, οι παράγραφοι 3 και 4 της επιστολής (Τεκμήριο 19) δίνουν την εντύπωση ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε κατείχε ακαδημαϊκό προσόν ισότιμο με πανεπιστημιακό δίπλωμα γι' αυτό και δεν έπρεπε να εγγραφεί στο ΕΤΕΚ και ότι το δίπλωμα που απέκτησε από το συγκεκριμένο Κολλέγιο ουδέποτε θεωρήθηκε ως ισότιμο πανεπιστημιακού διπλώματος. Τα αποτελέσματα όμως της έρευνας (Τεκμήριο 28) αποκαλύπτουν ότι μέχρι το 1991 με το συγκεκριμένο δίπλωμα μπορούσε να γίνει εγγραφή στο Αγγλικό Ινστιτούτο των Πολιτικών Μηχανικών, εφόσον ήταν ισοδύναμο με πανεπιστημιακό δίπλωμα.
Είναι διαπίστωση περαιτέρω του Δικαστηρίου, ότι επιλεκτικά χρησιμοποιείται στην παράγραφο 5 της επιστολής απόσπασμα από την έρευνα του ΕΤΕΚ (Τεκμήριο 28) με σκοπό να τονίσει ότι σήμερα δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτός ο εφεσίβλητος για εγγραφή στο Αγγλικό Ινστιτούτο Πολιτικών Μηχανικών, παραλείποντας να αναφερθεί στο υπόλοιπο μέρος του τεκμηρίου ότι κατά την εγγραφή του ο εφεσίβλητος είχε τα απαραίτητα προσόντα. Ενισχύει δε την εντύπωση, που έχει ήδη σχηματιστεί στον αναγνώστη από τις παραγράφους 3 και 4, ότι δηλ. ο εφεσίβλητος ενεγράφη στο ΕΤΕΚ χωρίς να κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα. Διαπιστώνει στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η κατάληξη της επιστολής, μετά την παράθεση των παραγράφων 3, 4 και 5, ότι το πτυχίο του εφεσίβλητου δεν είναι ισότιμο προσόν με πανεπιστημιακό δίπλωμα, δίνει λανθασμένη εντύπωση στον αναγνώστη ότι το πτυχίο του εφεσίβλητου δεν είναι ισότιμο προσόν με πανεπιστημιακό πτυχίο ενώ στην πραγματικότητα ίσχυε το αντίθετο εξού και έγινε δεκτός στο Αγγλικό Ινστιτούτο των Πολιτικών Μηχανικών. Ενόψει δε της διαδικασίας της προσφυγής η επιστολή δεν μπορεί να μην είχε συνέπειες στην επαγγελματική ζωή του εφεσίβλητου εφόσον κοινοποιήθηκε στον δικηγόρο του ενδιαφερόμενου μέρους και σε άλλα άτομα του επαγγελματικού περιβάλλοντος του εφεσίβλητου. Καταλήγει δε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην διαπίστωση ότι η επιστολή ήταν δυσφημιστική για τον εφεσίβλητο.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε την νομική πτυχή σ' όσον αφορά τη δυσφήμιση. Το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης προνοείται από το άρθρο 17(γ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου ΚΕΦ. 148 που προβλέπει τα εξής:
17.-(1) Η δυσφήμηση συvίσταται στη δημoσίευση από oπoιoδήπoτε πρόσωπo με έvτυπo, γραπτό, ζωγραφιά, oμoίωμα, χειρovoμίες, λόγια ή άλλoυς ήχoυς, ή με κάθε άλλo μέσo oπoιασδήπoτε φύσης, περιλαμβαvόμεvης και της εκπoμπής με ασύρματη τηλεγραφία, δημoσιεύματoς τo oπoίo-
(α) ..........................
(β) ..........................
(γ) εκ φύσεως τείvει στo vα βλάψει ή vα επηρεάσει με δυσμέvεια τηv υπόληψη άλλoυ πρoσώπoυ στo επάγγελμα, επιτήδευμα, τηv εργασία, απασχόληση, ή τη θέση τoυ͘ ή
................................»
Στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος ν. Γεωργιάδη (2011) 1 (Α) ΑΑΔ 407 αναλύονται οι αρχές που διέπουν την δυσφήμιση. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση στη σελ. 427:
«Το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος προς τον οποίο απευθύνεται το κείμενο θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Κατά την εξέταση του κειμένου, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων αλλά εξετάζει το κείμενο στην ολότητά του με αναφορά στον χρόνο και τον τόπο του δημοσιεύματος αλλά και την κρατούσα κοινή γνώμη για το θέμα. Στον Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ., σελ. 103 αναφέρονται τα εξής:
«The general approach. In ruling on meaning, the court is not determining the actual meaning of the words but delimiting the outside boundaries of the possible range of meaning and setting the "ground rules" for the trial.
Thus in Shan v Standard Chartered Bank the allegations were capable of bearing the meaning that the plaintiffs were guilty of money laundering; but the use of miscellaneous qualifying words such as "alleged" or "apparently" meant that in the alternative they were capable of imputing no more than reasonable suspicion. The nature of the exercise has been summarized as follows (citations omitted):
"(1) The governing principle is reasonableness. (2) The hypothetical reasonable reader is not naïve but he is not unduly suspicious. He can read between the lines. He can read in an implication more readily than a lawyer and may indulge in a certain amount of loose thinking but he must be treated as being a man who is not avid for scandal and someone who does not, and should not, select one bad meaning where other non-defamatory meanings are available. (3) Over-elaborate analysis is best avoided. (4) The intention of the publisher is irrelevant. (5) The article must be read as a whole, and any "bane and antidote" taken together. (6) Τhe hypothetical reader is taken to be representative of those who would read the publication in question. (7) In delimiting the range of permissible defamatory meanings, the court should rule out any meaning which, can only emerge as the produce of some strained, or forced, or utterly unreasonable interpretation . (8) It follows that it is not enough to say that by some person or another the words might to be understood in a defamatory sense". (Jeynes v New Magazines Ltd (2008) EWCA Civ 130.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Η γενική προσέγγιση: Κατά την απόφαση ως προς το νόημα, το δικαστήριο δεν καθορίζει την πραγματική σημασία των λέξεων, αλλά προσδιορίζει τα ακραία όρια του δυνατού εύρους των εννοιών και θέτει τους «βασικούς κανόνες» για τη δίκη. Έτσι, στην υπόθεση Shαh ν Standαrd Chartered Bαnk, οι ισχυρισμοί ήταν ικανοί να αποδώσουν το νόημα ότι οι ενάγοντες ήταν ένοχοι για ξέπλυμα χρήματος. αλλά η χρήση των διαφόρων διακριτικών λέξεων όπως "κατ΄ ισχυρισμόν" ή "προφανώς" σήμαινε εναλλακτικά ότι δεν μπορούσαν να προσδώσουν τίποτε περισσότερο πέραν της εύλογης υποψίας. Η φύση του θέματος έχει συνοψιστεί ως εξής (οι αναφορές παραλείπονται):
«(1) Η βασική αρχή είναι η λογική. (2) Ο υποθετικός λογικός αναγνώστης δεν είναι αφελής αλλά ούτε υπερβολικά καχύποπτος. Μπορεί να διαγιγνώσκει. Μπορεί να αντιληφθεί ένα υπονοούμενο πιο εύκολα από ότι ένας δικηγόρος και μπορεί να ενδώσει σε ένα πιο χαλαρό (ελεύθερο) τρόπο σκέψης αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένας άνθρωπος που δεν διψά για σκάνδαλα και ως κάποιος που δεν επιλέγει ή δεν θα πρέπει να επιλέγει μόνο την κακή σημασία, όπου υπάρχουν άλλες μη δυσφημιστικές σημασίες. (3) Υπερβολικά λεπτομερής ανάλυση είναι καλύτερα να αποφεύγεται. (4) Η πρόθεση του δημοσιεύοντος είναι άσχετη. (5) Το άρθρο πρέπει να αναγνωστεί ως σύνολο και «το δηλητήριο με το αντίδοτο» να συνεξεταστούν.(6) Ο υποθετικός αναγνώστης θεωρείται αντιπροσωπευτικός εκείνων που θα διάβαζαν το επίμαχο δημοσίευμα. (7) Οριοθετώντας το φάσμα των επιτρεπτών δυσφημιστικών σημασιών, το δικαστήριο θα πρέπει να αποκλείει κάθε έννοια η οποία μπορεί να προκύψει μόνο και μόνο ως παράγωγο ορισμένης παρατραβηγμένης, εξαναγκαστικής ή εντελώς παράλογης ερμηνείας. (8) Επομένως, δεν αρκεί να πούμε ότι, από ορισμένους, οι λέξεις θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές ως δυσφημιστικές»
Στην υπόθεση Tassos Papadopoullos v. Kyria Publishing Co Ltd and Others (1963) 2 CLR 290 αποφασίσθηκε ότι τα ίδιο το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό και μόνο από την ανάγνωση του κειμένου.
Στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ., παραγρ. 4.17, σελ.149 αναφέρεται ότι ακόμα και αν το γραπτό κείμενο δεν έχει σχέση με τα ειδικά προσόντα της θέσης του παραπονούμενου και δεν θα ήταν δυσφημιστικό για άλλα πρόσωπα, θεωρείται ότι είναι δυσφημιστικό για την υπόληψη του παραπονούμενου αν κοινοποιηθεί σε τρίτα πρόσωπα και επηρεάζει δυσμενώς την υπόληψη του επαγγελματικά στα μάτια λογικών και αντικειμενικών ανθρώπων. Στην περίπτωση δε που κριθεί ότι το κείμενο είναι δυσφημιστικό, ο ενάγων δεν είναι απαραίτητο να αποδείξει ειδικές ζημιές για να δικαιούται σε θεραπεία και μπορεί μόνο να αποδείξει ότι υπέστη ταλαιπωρία και ψυχική οδύνη για να δικαιούται σε αποζημιώσεις (βλ. Gatley on Libel and Slander, ανωτέρω, σελ. 148, υποσημείωση 87).
Ο εφεσείων, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της δικηγόρου του, προβάλλει τη θέση ότι η ερμηνεία που προσέδωσε το Δικαστήριο στην επιστολή ήταν λανθασμένη εφόσον η επιστολή δεν εμπεριέχει οτιδήποτε το δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο.
Έχουμε μελετήσει το σύνολο του περιεχομένου της επιστολής, σε συνάρτηση με τα τεκμήρια που κατατέθηκαν πρωτόδικα. Με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, η διαπίστωση του ότι η επιστολή είναι δυσφημιστική για την επαγγελματική ζωή ή φήμη του εφεσίβλητου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Από το περιεχόμενο της επιστολής δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε κατείχε ακαδημαϊκό προσόν ισότιμο του πανεπιστημιακού διπλώματος για τη θέση του Διευθυντή του ΑΤΙ και για εγγραφή του στο ΕΤΕΚ ή ότι είναι ανίκανος να ασκεί το επάγγελμα του ή ότι δεν έχει τα απαραίτητα προσόντα για άσκηση του, που είναι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντίθετα η επιστολή αναφέρει στις πρώτες δύο παραγράφους ρητά ότι ο εφεσίβλητος κατέστη μέλος του Επιμελητηρίου στις 21/4/92 και ότι ενεγράφη στο Συμβούλιο Εγγραφής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων στις 30/10/90 στη βάση της τότε κείμενης περί Εγγραφής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων νομοθεσίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το τι αναφέρει στη συνέχεια είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει το Συμβούλιο Εγγραφής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων, το Συμβούλιο Εγγραφής Ηλεκτρολόγων και το Υπουργικό Συμβούλιο τα διπλώματα του Κολλεγίου από το οποίο αποφοίτησε ο εφεσίβλητος, που δεν τα αναγνωρίζουν ως ισότιμα πανεπιστημιακού διπλώματος. Στην παράγραφο 4 της επιστολής αναφέρεται γενικά και αόριστα στην πρακτική που ακολουθεί το Επιμελητήριο κατά την εγγραφή μελών στο Μητρώο του ότι δηλ. απορρίπτει τις αιτήσεις όταν οι υποψήφιοι δεν κατέχουν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή πτυχίο ή άλλο ισότιμο προσόν αναγνωρισμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Στη δε παράγραφο 5 ότι το «Engineering Council» της Αγγλίας δεν θα μπορούσε να εγγράψει σήμερα ένα αιτητή με το δίπλωμα που κατέχει ο εφεσίβλητος.
Οι πιο πάνω αναφορές στις παραγράφους 3, 4 και 5 κατ' ουδένα τρόπο είτε από μόνες τους ιδωμένες είτε σε συνάρτηση με το υπόλοιπο περιεχόμενο της επιστολής δημιουργούν υπόνοια στον αναγνώστη ότι ο εφεσίβλητος ασκούσε το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού χωρίς πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ότι δεν είχε τα προσόντα για εγγραφή του στο ΕΤΕΚ, ή, είναι δυσφημιστικές από μόνες τους, όπως ήταν η διαπίστωση του Δικαστηρίου. Το καθεστώς σ' όσον αφορά τον εφεσίβλητο περιέχεται στις παραγράφους 1 και 2 ότι ενεγράφη στο Συμβούλιο Εγγραφής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων και στο ΕΤΕΚ στη βάση των προσόντων ασφαλώς που κατείχε, που ήταν το πτυχίο από το συγκεκριμένο Κολλέγιο και η εγγραφή του στο Αγγλικό Ινστιτούτο Πολιτικών Μηχανικών. Είναι γεγονός ότι δεν αναφέρεται στο Τεκμήριο 19 ολόκληρο το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 28 που είναι τα αποτελέσματα της έρευνας του Επιμελητηρίου στη βάση των οποίων συντάχθηκε η επιστολή. Ο εφεσείων μετέφερε στην επίδικη επιστολή το μέρος εκείνο της έρευνας που έκρινε ότι απαντούσε στα ερωτήματα που είχαν τεθεί από τον δικηγόρο του ενδιαφερόμενου μέρους, με την επιστολή του (Τεκμήριο 8) που καλούσε τον Πρόεδρο του ΕΤΕΚ να διερευνήσει το βαθμό εγκυρότητας της γνωμάτευσης του Βρετανικού Συμβουλίου και του Υπουργείου Παιδείας που, όπως ο δικηγόρος είχε πληροφορηθεί προφορικά από κάποιον της ΕΔΥ, έδωσαν θετική γνωμάτευση περί της ισοτιμίας του διπλώματος του εφεσίβλητου με πανεπιστημιακό δίπλωμα. Με τη λήψη της επιστολής διατάχθηκε έρευνα η οποία διεξήχθη από την Επιτροπή Εγγραφής Μελών του ΕΤΕΚ, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Δρ. Πολύβιος Ελευθερίου, και συντάχθηκε το τεκμήριο 28.
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενο της έκθεσης (Τεκμήριο 28) για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:
«Έκθεση της Επιτροπής Εγγραφής Μελών για το Δίπλωμα του Loughborough College (1964) - Περίπτωση Δ. Λαζαρίδη»
«1. Ο Δημήτρης Λαζαρίδης απόκτησε δίπλωμα από το Loughborough College of Technology τον Ιούλιο του 1964 (Παράρτημα Α)
2. Με βάση το δίπλωμα αυτό έγινε μέλος του Institution of Civil Engineers (UK) στις 23 Ιουνίου, 1970 - (Παράρτημα Β).
3. Με βάση το γεγονός της ιδιότητας μέλους του Institute of Civil Engineers (UK) εγγράφηκε και μέλος του Συμβουλίου εγγραφής Πολ. Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων με απόφαση του Συμβουλίου της 30 Οκτ., 1970 Παραρτήματα Γ1 και Γ2)
4. Με βάση τον περί ΕΤΕΚ Νόμο 224/90 έγινε αυτόματη μεταφορά της εγγραφής του από μέλος του Συμβουλίου Εγγραφής Πολ. Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων σαν μέλος του ΕΤΕΚ.
5.Το Loughborough college δεν είχε το νομικό δικαίωμα να απονέμει Πανεπιστημιακούς τίτλους σπουδών κατά την πιο πάνω ημερομηνία. (1964). Το δικαίωμα αυτό (της απονομής Πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών) το απόκτησε το 1966 (Ιούλιο) όταν και μετατράπηκε σε Πανεπιστημιακό Ίδρυμα. (Επιστολή (ημ. 2/5/91) με αρ. JBW/LHC) από το ίδιο το Ίδρυμα βεβαιώνει του λόγου το αληθές, επίσης Commonwealth Universities Yearbook 1995-96, και Robbins Report DES (UK) - Παραρτήματα Δ και Ε.
6. Το Δίπλωμα του Loughborough College δεν αναγνωρίστηκε στο παρελθόν από αρμόδια Τεχνικά σωματα στην Κύπρο σαν ισότιμο Πανεπιστημιακού. Λόγω μη αναγνώρισης άτομα με τέτοιο προσόν (δίπλωμα του Loughborough College) ουδέποτε μπόρεσαν να εργαστούν σαν Πτυχιούχοι Ηλεκτρολόγοι με βάση τους περί Ηλεκτρισμού κανονισμούς. Η άσκηση του επαγγέλματος του Ηλεκτρολόγου μηχανικού δεν προέβλεπε οποιαδήποτε ακαδημαϊκή μόρφωση σύμφωνα με τους πρώτους περί Ηλεκτρισμού κανονισμούς (1941 - 1964) - Παράρτημα ΣΤ2. Με την αλλαγή των κανονισμών τον Απρίλιο του 1964 τέθηκε σαν απαραίτητο προσόν η κατοχή «πτυχίου πανεπιστημίου» Παράρτημα ΣΤ3. Επειδή σε απάντηση επιστολής του Υπουργείου Συγκοινωνιών προς το Institution of Electrical Engineers το αρμόδιο Ινστιτούτο, σαφώς αναφέρει ότι δεν δέχεται τους αποφοίτους του πιο πάνω κολλεγίου για εγγραφή (σαν πτυχιούχους) Παράρτημα Στ, το Υπουργικό Συμβούλιο (μέσω του Υπουργείου Συγκοινωνιών) ουδέποτε αναγνώρισε το δίπλωμα του Loughborough College στην Ηλεκτρολογία σαν Πανεπιστημιακό και για αυτό απόφοιτοι του συγκεκριμένου κολλεγίου που αιτήθηκαν άδεια για άσκηση του επαγγέλματος (του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού) μετά τον Απρίλιο του 1964, έγιναν δεκτοί όχι σαν Πτυχιούχοι Πανεπιστημίου αλλά με βάση τους παλαιούς κανονισμούς που δεν απαιτείτο οποιαδήποτε ακαδημαϊκή μόρφωση για την άσκηση του επαγγέλματος, μετά από σχετική γνωμάτευση της Γενικής Εισαγγελίας.
7. Το πιο πάνω δίπλωμα δεν αναγνωρίστηκε στο παρελθόν από το Κυπριακό κράτος (αποφάσεις Υπουργικού Συμβουλίου - μετά από εισήγηση του ΕΤΕΚ ή του Συμβουλίου Εγγραφής) σαν ισοδύναμο ή ισότιμο Πανεπιστημιακού προσόντος/τίτλου - Παράρτημα Ζ και Η.
8. Το γεγονός ότι ο κ. Λαζαρίδης ήταν εγγεγραμμένο μέλος του Συμβουλίου Εγγραφής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων οφείλεται την ιδιότητα του σαν μέλος του Institution of Civil Engineers (UK) - πρακτικά Συμβουλίου εγγραφής ημ. 30 Οκτ.. 1970 (Παράρτημα Γ1). Εδώ σημειώνουμε ότι άτομα με HND - τεχνικών - ή ακόμα και χαμηλότερα (HNC) προσόντα τεχνίτες - κάτω από ορισμένες προϋπόθέσεις μπορούσαν να γίνουν μέλη του Ινστιτούτου of Civil Engineers Παράρτημα Θ1. Άτομα με ακαδημαϊκά προσόντα από τεχνικά κολλέγια (μη Πανεπιστημιακά ιδρύματα) της Μεγάλης Βρετανίας μπορούσαν να εγγραφούν σαν μέλη του Institution of Civil Engineers προ του 1973 - Παράρτημα Θ2. Οι κανονισμοί εγγραφής (By Laws) άλλαξαν το 1973 (και δόθηκε χαριστική περίοδος 2 ετών στους απόφοιτους συγκεκριμένων κολλεγίων τα οποία θεωρήθηκαν ικανοποιητικού ακαδημαικού επιπέδου για να εγγραφούν στο Institute of Civil Engineers) οπόταν και η απαίτηση για εγγραφή μέλους έγινε "degree in Engineering" - Παράρτημα Θ3. Στους απόφοιτους του συγκεκριμένου κολλεγίου δεν εδόθηκε αυτή η χαριστική περίοδος (CEI list C - για κάποιους λόγους η λίστα αυτή δεν έγινε δυνατό να αποκτηθεί αλλά έγινε προφορική επιβεβαίωση του γεγονότος). Επίσης σημειώνουμε ότι η σχετική παράγραφος (γ) του νόμου, η οποία επέτρεπε την εγγραφή στο Institution of Civil Engineers, έχει απαλειφθεί από το 1971.
9. Επιστολή του British Council με ημερομηνία 13/5/91 αναφέρει για το πιο πάνω δίπλωμα τη γνώμη του Engineering Council (όπως αυτή λήφθηκε από το London British Council Office που είναι «The Honors Diploma awarded in 1964 would be considered to be comparable to a Pass Degree for membership of the ICE at that time. Today the diploma in Civil Engineering from Professional Engineer and would probably be compared to an HND - Παράρτημα Ι.
10. Δεύτερη Επιστολή του British Council με ημερομηνία 9 Οκτ. , 1992 αναφέρει ότι «The British Council confirms that an Honours Diploma in Civil Engineering from Loughborough College of Technology awarded in 1964 is of degree equivalence and was recognized at that time by the Institution of Civil Engineers as fulfilling its academic requirements, which was a degree in civil engineering. Such an Honours Diploma continues to be recognized and accepted as degree equivalent and is still accepted by the Institution of Civil Engineers and the.." Παράρτημα Κ. (η υπογράμμιση είναι δική μου και που είναι ανακριβής σύμφωνα με τους κανονισμούς του αρμόδιου Ινστιτούτου - Παράρτημα Θ2).
11. Επιστολή - απάντηση σε ερώτημα του Υπουργείου Παιδείας από το UK NARIC επαναλαμβάνει τα γραφόμενα στην επιστολή του British Council της 9ης Οκτωβρίου 1992, αλλά καταλήγει «(this) is not an authoritative ruling". Πράγμα που αφήνει να νοηθεί ότι η απάντηση δεν προέρχεται μετά από μελέτη αρμοδίου ακαδημαϊκού ή άλλου σώματος αναγνώρισης - Παράρτημα Λ.
Το ΕΤΕΚ σήμερα, δεν εγγράφει άτομα που κατέχουν διπλώματα ή πτυχία τα οποία απονέμονται από μη (νόμιμα) αναγνωρισμένα ιδρύματα. Αυτό ακριβώς το σημείο είναι για το ΕΤΕΚ σημείο αναφοράς για πτυχία ή διπλώματα τα οποία απονέμονται από ιδρύματα οποία δεν έχουν αξιολογηθεί ή δεν τους έχει επιτραπεί η (νόμιμη) απονομή Πανεπιστημιακών τίτλων (πχ ίδρυμα Φρειδερίκου στην Κύπρο, μη accredited πανεπιστήμια σε ΗΠΑ, Καναδά και άλλες χώρες μη αναγνωριζόμενοι κύκλοι σπουδών στο Ηνωμένο Βασίλειο κλπ). Αυτό ακριβώς το σημείο αναφέρεται και στον νόμο του ΚΥΣΑΤΣ και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 «αναγνώριση τίτλου σπουδών σημαίνει την αποδοχή του τίτλου ...... ή αντίστοιχου τίτλου άλλου ιδρύματος που απονέμει νόμιμα αναγνωρισμένους τίτλους». Έτσι στην περίπτωση του κου Λαζαρίδη οποιαδήποτε και να είναι η απάντηση από τα επαγγελματικά ή άλλα σώματα της χώρας έκδοσης του τίτλου (Ηνωμένο Βασίλειο), άτομο με τα πιο πάνω προσόντα δεν θα μπορούσε να εγγραφεί σήμερα στο ΕΤΕΚ καθόσον το υπό αναφορά δίπλωμα δεν απονεμήθηκε από ίδρυμα με νομικό δικαίωμα να το πράξει (το συγκεκριμένο δίπλωμα θα ήταν αποδεκτό εάν απονεμόταν μετά τον Ιούλιο 1966). Εξάλλου το υπ' αναφορά δίπλωμα δεν αναγνωρίζεται από το ΔΙΚΑΤΣΑ (Ελλάδας), δεν έχει αναγνωριστεί κατά το παρελθόν από το Υπουργικό Συμβούλιο και δεν έχει μετατραπεί σε πτυχιακό δίπλωμα, πρακτική η οποία ακολουθήθηκε από το ίδιο το Loughborough College (για όσα διπλώματα έκρινε το ίδιο) και που αναφέρεται σε επιστολή του το Institution of Electrical Engineers το 1992 - Παράρτημα Μ.
Για την Επιτροπή Εγγραφής Μελών»
Δρ. Π. Ελευθερίου»
Το γεγονός ότι παραλείπονται γεγονότα της ΄Εκθεσης (Τεκμήριο 28) από την επιστολή δεν προσδίδει δυσφημιστικό χαρακτήρα στην επιστολή ή μεταδίδει στον αναγνώστη άλλο νόημα απ' εκείνο που εξάγεται από την ανάγνωση της επιστολής στην ολότητα της. Όσα περιέχονται στην επιστολή ή στο τεκμήριο 28 προέρχονται από τα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν πρωτόδικα. H επιστολή ρητά αναφέρει ότι έγινε «ενδελεχής έρευνα» και αυτό είναι ακριβές, όπως φανερώνεται από το πλήρες κείμενο της Έκθεσης της Επιτροπής Εγγραφής Μελών, που ανέλαβε να μελετήσει το θέμα. Η επίδικη επιστολή συνοψίζει, χωρίς αχρείαστες λεπτομέρειες, την Έκθεση. Η αναφορά στην παράγραφο 5 της επιστολής για το πώς αντιμετωπίζει το «Engineering Council» τα διπλώματα του Loughborough College προέρχεται ακριβώς από επιστολή του Σώματος αυτού ημ. 29/1/98 στον Δρ. Πολύβιο Ελευθερίου, πρόεδρο της Επιτροπής Εγγραφής Μελών στο ΕΤΕΚ, που είχεν αναλάβει την έρευνα. Αν ο εφεσίβλητος διαφωνεί ή νοιώθει θιγμένος από τα αποτελέσματα της έρευνας του ΕΤΕΚ, ως προς την υπόσταση του πτυχίου του ή σε οποιοδήποτε άλλο θέμα, δεν καθιστά απαραίτητα την επιστολή δυσφημιστική για το επάγγελμα του. (βλ. Εκδόσεις Αρκτίνος ν. Γεωργιάδη (ανωτέρω)).
Ούτε και η σχετική αναφορά στην επιστολή ως προς την υπόσταση του πανεπιστημιακού διπλώματος του εφεσίβλητου γενικά, έρχεται σε αντίθεση με το Τεκμήριο 28 ή διαστρεβλώνει τα όσα αναφέρονται στην έκθεση, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά προβαίνει σε μια εκτενή ανάλυση της νομολογίας και των αρχών που διέπουν τη δυσφήμιση. Όμως τα ευρήματα στα οποία καταλήγει, στη βάση των οποίων έκρινε ότι η επιστολή ήταν δυσφημιστική, θεωρούμε ότι είναι αχρείαστα λεπτολόγα και υπερβολικά και οδηγούν σε εσφαλμένα συμπεράσματα, γι' αυτό και χρειάζεται η επέμβαση μας. Είναι προφανές ότι το νόημα που μεταδίδει το κείμενο της επιστολής είναι ότι το δίπλωμα του Loughborough College σήμερα δεν θεωρείται ισότιμο πανεπιστημιακού διπλώματος για εγγραφή στο Μητρώο του ΕΤΕΚ, νόημα που δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτό. Τα όσα αποδίδονται από το Δικαστήριο στον εφεσείοντα ως προς τα κίνητρα που τον ώθησαν στην αποστολή της επιστολής, που άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας του και αφορά ο λόγος έφεσης 3, μόνο αυθαίρετα μπορούν να χαρακτηριστούν. Δεν αμφισβητείται η ιδιότητα του εφεσείοντα ως Προέδρου του ΕΤΕΚ κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι η Διοικούσα Επιτροπή ήταν ενήμερη για το θέμα. Αν ο εφεσείων παρέβη τους όρους εντολής της Διοικούσας Επιτροπής ή ενήργησε αυτόβουλα και χωρίς την συγκατάθεση της, είναι θέμα που αφορά to ETEK και τον εφεσείοντα, χωρίς η συμπεριφορά του αυτή να επενεργεί αρνητικά στην εντιμότητα ή προθέσεις του εφεσείοντα, όπως θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ενόψει της διαπίστωσης μας ότι η επιστολή δεν θεωρείται δυσφημιστική για τον εφεσίβλητο, που οδηγεί σε επιτυχία του λόγου έφεσης 1, δεν κρίνουμε απαραίτητη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αφορούν κυρίως στην απόρριψη των υπερασπίσεων του εφεσείοντα της αλήθειας και του προνομίου υπό αίρεση.
Συνεπώς ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και εκείνα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.