ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Πολυδώρου, για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-05-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΗ ΦΩΤΙΟΥ κ.α. ν. ALPHA BANK CYPRUS LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 39/2012, 3/5/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A217

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                               

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 39/2012

 

3 ΜΑΪΟΥ  2018

 

(ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ,  Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ)

 

 

                      1.  ΧΑΡΗ ΦΩΤΙΟΥ

2.  ΖΗΝΩΝΑ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

 

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ/ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1 & 3

 

ΚΑΙ

 

ALPHA BANK CYPRUS LTD

 

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ/ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ

--------------------

 

 

Χ. Φωτίου, προσωπικά και για Εφεσείοντα 2

Α. Πολυδώρου, για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα

 

-------------------------------------

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η  ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εξέδωσε απόφαση στις 6.12.2011 εναντίον των Εφεσειόντων 1 και 2/Εναγομένων 1 και 3 αντίστοιχα, δια μεν τον πρώτο για το ποσό των €6.538,59 πλέον τόκο προς 9% ετησίως επί του ποσού αυτού από 8.8.2008 μέχρι εξοφλήσεως του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους και €113,24 συσσωρευμένους τόκους επί του ποσού των €6.538,59 από 1.7.2008 μέχρι 11.8.2009, δια δε τον δεύτερο για το ποσό των €1.708,60 πλέον τόκο προς 8% ετησίως από 8.11.1999 μέχρι 10.8.2008 και προς 9% ετησίως από 11.8.2008 μέχρι εξοφλήσεως και κεφαλαιοποίηση του ως ανωτέρω αναφέρεται σε σχέση με τον πρώτο, δυνάμει εγγυήσεως του τρεχουμένου λογαριασμού του Εφεσείοντα 1/Εναγομένου 1.

 

Τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση του είναι:

 

"Στις 10.11.1999 οι ενάγοντες συνήψαν συμφωνία (τεκμήριο 1) με τον εναγόμενο 1 για παραχώρηση δανείου το ποσό του οποίου θα ήταν υπό την απόλυτη κρίση των εναγόντων. Στις 08.11.1999 είχε ήδη παραχωρηθεί εγγύηση (τεκμήριο 2) από τον εναγόμενο 3 για τις υποχρεώσεις του εναγομένου 1, όπως αυτές θα προέκυπταν από οποιαδήποτε συμφωνία παροχής διευκολύνσεων από τους ενάγοντες προς τον εναγόμενο 1 για απεριόριστο ποσό (όρος 4, τεκμηρίου 2).  Στα πλαίσια της παροχής δανείου οι ενάγοντες άνοιξαν λογαριασμό στο όνομα του εναγόμενου 1 στον οποίο καταχωρούνταν όλες οι χρεοπιστωτικές πράξεις ούτως ώστε να φαίνεται το υπόλοιπο αυτού.  Λόγω μη πληρωμής του χρεωστικού υπολοίπου από τον εναγόμενο 1 όταν του ζητήθηκε με επιστολή αρχικά ημερομηνία 23.05.2011 (Τεκμήριο 9) και αργότερα με επιστολή ημερομηνίας 14.07.2008 (Τεκμήριο 4), τότε οι ενάγοντες με νέα επιστολή που απέστειλαν στον εναγόμενο 1 και στον εναγόμενο 3 (Τεκμήριο 6 και 7), τερμάτισαν τη λειτουργία του λογαριασμού ζητώντας την καταβολή του τότε χρεωστικού υπολοίπου.  Έκτοτε ουδέν ποσό καταβλήθηκε εκ μέρους των εναγομένων με αποτέλεσμα το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του εναγόμενου 1 στις 21.03.2011 ανερχόταν στα €8.221,47 περιλαμβανομένων τόκων."

 

Οι Εφεσείοντες με τρεις (3) λόγους Έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του χωρίς να λάβει υπόψιν του/αγνοώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του.  Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, αυθαίρετα και αντινομικά έχει αποφασίσει ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 είναι οι καταστάσεις λογαριασμού του Εφεσείοντα 1 με αρ. 145/11025/2001/0 και τέλος, με τον τρίτο λόγο προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα δεν αποδέκτηκε τη θέση του Εφεσείοντα 1 ότι εξόφλησε το χρέος του.

 

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο Έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα και ταυτόχρονα Εφεσείοντας 1 εισηγήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη πέραν των έξι μηνών που προβλέπει ο σχετικός Διαδικαστικός Κανονισμός με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να παρανομήσει αλλά και λόγω της υπέρμετρης καθυστέρησης να εκδώσει απόφαση η οποία δεν έχει καμία σχέση με την μαρτυρία και προς απόδειξη αυτών αναφέρθηκε:

 

(α)     Στα τεκμήρια 9, 10, 11 και 12 για να ισχυριστεί ότι ουδέποτε έγινε παραδεκτό γεγονός ότι αυτά στάλθηκαν στα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται αλλά έγινε παραδεκτό γεγονός ότι αυτά στάλθηκαν ταχυδρομικώς.

 

(β)     Ο Εφεσείοντας 1 ανέφερε το όνομα του υπαλλήλου της Εφεσίβλητης στο οποίο εξόφλησε το χρέος του και τερμάτισε την επίδικη σύμβαση, μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε, δεν κλήθηκε υπό της Εφεσίβλητης ως μάρτυρας και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κάνει καμιά σχετική αναφορά στην απόφαση του λόγω του ότι δεν τα θυμόταν κατά την σύνταξη της.

 

(γ)     Λόγω της παρόδου του χρόνου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το νομικό ζήτημα που ετέθη από τον Εφεσείοντα και αφορούσε το δικαίωμα της Εφεσίβλητης να χρεώνει τόκο πέραν αυτού που προέβλεπε ο τότε εν ισχύει Νόμος 2/77.

 

(δ)     Λόγω της παρόδου μεγάλου χρόνου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το νομικό ζήτημα που έθεσε ο Εφεσείοντας αναφορικά με την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος χωρίς να ληφθεί κανένα Δικαστικό μέτρο ανάκτησης του κατ'  ισχυρισμό χρέους.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα πιο πάνω, προς τούτο ανατρέξαμε  στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και έγγραφες προτάσεις και είναι η κρίση μας ότι ο λόγος είναι εντελώς αβάσιμος.  Κατ'  αρχή το υπόβαθρο το οποίο έθεσαν οι Εφεσείοντες περί εκδόσεως της απόφασης πέραν των 6 μηνών δεν ευσταθεί.  Η απόφαση επεφυλάχθη στις 8.6.2011 και δόθηκε στις 6.12.2011, ήτοι σε χρόνο λιγότερο των 6 μηνών και εντός των χρονικών πλαισίων που τίθενται από το Διαδικαστικό Κανονισμό για την έγκαιρη έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων του 1986, έστω και για λίγες μέρες.

 

Περαιτέρω και αναφορικά με το υπό (α) ανωτέρω, παρατηρούμε και πάλι ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.  Στη σελ. 10 των πρακτικών αναφέρονται αυτολεξεί τ'  ακόλουθα:

 

"κος Χ. Φωτίου Σε αυτό το στάδιο δηλώνω ως παραδεκτό γεγονός ότι αποδέχομαι ότι οι επιστολές 23.10.2001, 20.02.2003 και δύο επιστολές 23.05.2001 στάληκαν στα πρόσωπα που απευθύνονται και δεν επιστράφηκαν στην τράπεζα (Ενάγοντα).

 

κος Φακοντής  Δεν έχω άλλο μάρτυρα.  Αναμένεται κάποιος μάρτυρας από την τράπεζα.

 

Δικαστήριο  Τα πιο πάνω γεγονότα εγκρίνονται ως παραδεκτά και σημειώνονται ως Τεκμήριο 9 επιστολή Εναγόντων προς Εναγόμενο 1 ημερομηνίας 23.05.2001,  Τεκμήριο 10 επιστολή Εναγόντων προς Εναγόμενο 1 ημερομηνίας 23.05.2001 με κοινοποίηση στον Εναγόμενο 3, Τεκμήριο 11 επιστολή Εναγόντων προς Εναγόμενο 1 ημερομηνίας 23.10.2001 και Τεκμήριο 12 επιστολή Εναγόντων προς Εναγόμενο 1 ημερομηνίας 20.02.2003."

 

Σημειώνεται ότι τα τέσσερα ως άνω τεκμήρια φέρουν ως αποδέκτη τον Εφεσείοντα 1.  Επίσης ότι το Τεκμήριο 10 με το οποίο τερματίστηκε υπό της Εφεσίβλητης η λειτουργία του επίδικου λογαριασμού και καλείτο ο πρωτοφειλέτης να εξοφλήσει εντός 10 ημερών ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο κοινοποιήθηκε και στον Εφεσείοντα 2.

 

Συνεπώς το παράπονο των Εφεσειόντων είναι ολοσδιόλου αβάσιμο και  μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα. 

 

Αναφορικά με το υπό (β) άνω και πάλι παρατηρούμε από τα πρακτικά ότι ναι μεν αναφέρθηκε από τον Εφεσείοντα το όνομα του υπαλλήλου της Εφεσίβλητης στην οποία κατ'  ισχυρισμό του Εφεσείοντα 1 έγινε εξόφληση και τερματισμός του λογαριασμού πλην όμως με την αντεξέταση του Εφεσείοντα 1 αμφισβητήθηκε τόσο η εξόφληση και τερματισμός ως άνω, αλλά και η εμπλοκή του κατονομαζόμενου υπάλληλου.  Ειδικότερα του τέθηκαν του Εφεσείοντα τα ακόλουθα:

 

"Ε.  Σας λέω ότι ο κ. Σκορδής δεν ήταν υπεύθυνος για τον δικό σας λογαριασμό, για να τον πληρώσεις αυτόν.

Α.    Ο κ. Σκορδής ήταν ο υπεύθυνος του λογαριασμού και μάλιστα κ. Πρόεδρε είχε ουσιαστικά διευθετήσει τη σύμβαση με την οποία η Alpha Bank μου έδωσε αυτόν τον τρεχούμενο λογαριασμό, εξού και αν δείτε στο τεκμήριο 1 ξανά (μπορώ να το έχω) υπογράφει εκ μέρους της τράπεζας.

Ε.    Ο κ. Σκορδής όπως λέει εκεί δεν υπογράφει ως μέρος της Τράπεζας αλλά είναι μάρτυρας των υπογραφών των διαδίκων αλλά και εκείνων της Τράπεζας.  Απλώς ένας μάρτυρας.

Α.    Σας λέω ότι ο κ. Σκορδής τα διευθέτησε και αυτός ήταν ο υπεύθυνος του λογαριασμού γι'  αυτό και του έδωσα και τις επιταγές.

Ε.    Εγώ σας υποβάλλω ότι ουδεμία σχέση είχε με αυτόν το λογαριασμό ο κ. Σκορδής."

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 5 της απόφασης παραθέτει περιεκτικά την εκδοχή του Εφεσείοντα 1.

 

Τέλος, εάν η Εφεσίβλητη αποφάσισε να μην κλητεύσει το εν λόγω κατονομασθέν πρόσωπο, είναι θέμα που αφορούσε τον χειρισμό της υπόθεσης από τον συνήγορο της και δεν έχει οιαδήποτε σχέση με το εξεταζόμενο θέμα του χρόνου έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.

 

Παρέμεινε όμως ως γεγονός ότι κανένα από τα πιο πάνω δεν συνηγορεί στον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τα αναφέρει "προφανώς λόγω του ότι δεν τη θυμόταν  κατά τη σύνταξη της απόφασης του".

Όσον αφορά το υπό (γ) ανωτέρω, παρατηρούμε και πάλι ότι τα όσα ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες δεν ισχύουν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε στην απόφαση του με τη χρέωση τόκου και δικαιολόγησε πλήρως την κρίση του.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 13 της απόφασης.

 

"Όσον αφορά στο ύψος του επιτοκίου η μαρτυρία των εναγόντων αναφέρθηκε σε 9% και τούτο κρίνεται δικαιολογημένο αφού πέραν του αρχικά συμφωνημένου 8% οι ενάγοντες ως είχαν συμβατικό δικαίωμα (όρος 2 τεκμηρίου 1) αύξησαν το ποσοστό σε 9% με σχετικές επιστολές τους (τεκμήρια 6 και 7).  Επιπλέον όμως έστω και αν υπήρξε χρέωση μεγαλύτερου επιτοκίου ή κεφαλαιοποίησης τόκου η γνωστοποίηση στους εναγόμενους του θέματος αυτού με επιστολές κρίνεται ως ικανοποιητικό στοιχείο.  Σχετική επί του θέματος αυτού αλλά και των προηγούμενων θεμάτων προβάλλει η υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.α. Πολιτική Έφεση 163/06 ημερομηνία 15.05.2009.  Επισημαίνεται εδώ η παντελής έλλειψη υπόδειξης οποιωνδήποτε αντισυμβατικών χρεώσεων επί του τεκμηρίου 8 αλλά και αντεξέτασης επί του περιεχομένου του."

 

 

Τέλος, όσον αφορά το υπό (δ) άνω, παρατηρούμε πρώτα ότι το θέμα που εγείρουν οι Εφεσείοντες τέθηκε και στην Μ.Ε.1 η οποία σε ερώτηση του Εφεσείοντα 1, ο οποίος χειριζόταν αυτοπροσώπως την υπεράσπισή του, "γιατί 8 χρόνια να μην κινήσει αγωγή" η Ενάγουσα, απάντησε "Πιστεύαμε ότι θα εξοφλούσατε και σας δίναμε χρόνο".  Το κυριότερο όμως είναι ότι το θέμα αυτό δεν τέθηκε δικογραφικά.  Αμφότεροι οι Εφεσείοντες περιορίστηκαν στις Εκθέσεις Υπεράσπισης τους να προβάλουν μόνο ότι "περί τα έτη 2001-2002 τερμάτισε την μεταξύ των διαδίκων επίδικη σύμβαση και κατέβαλε το οφειλόμενο τότε ποσό στην Ενάγουσα". 

Στην Γιωργαλλά ν. Χ'Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060 την οποία επικαλέστηκαν οι Εφεσείοντες ο χρόνος καθυστέρησης καταχώρησης της αίτησης  αποτελούσε επίδικο θέμα.  Η Καθ'  ης η Αίτηση στην υπόθεση εκείνη, μεταξύ άλλων, αμφισβητούσε και το παραδεκτό της αίτησης αποκήρυξης πατρότητας του Αιτητή λόγω της υποβολής της έξω από τα χρονικά πλαίσια που προβλέπει ο Νόμος, ο οποίος παρέχει το δικαίωμα αποκήρυξης της πατρότητας.  Τα δύο πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.

 

Συνεπώς δεν μπορεί ν'  αποδοθεί στο Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη το στοιχείο αυτό λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από το τέλος της μαρτυρίας μέχρι και την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.

 

Ο πρώτος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο Έφεσης οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 ως μαρτυρία.

 

Προκειμένου να γίνει κατανοητός ο λόγος αυτός και η εισήγηση των Εφεσειόντων σημειώνεται ότι το Τεκμήριο 8 είναι αριθμός καταστάσεων του επίδικου λογαριασμού που καλύπτουν την περίοδο 12.11.1999 - 28.3.2011 και κατατέθησαν άνευ ενστάσεως.

 

Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες η κατάθεση ενός εγγράφου έστω και χωρίς ένσταση δεν προδιαγράφει την αποδοχή του ως μαρτυρίας και την αξιολόγηση του περιεχομένου του.  Το Τεκμήριο 8 κατετέθη, σύμφωνα πάντοτε με τους Εφεσείοντες, από την Μ.Ε.1 υπάλληλο της Εφεσίβλητης το οποίο σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Περί Αποδείξεως Νόμο, δύναται ν'  αξιολογηθεί, αλλά σύμφωνα με το ίδιο Άρθρο, προκειμένου να αξιολογηθεί θα έπρεπε να κατατεθεί στο Δικαστήριο πιστοποιητικό από αρμόδιο Λειτουργό της Εφεσίβλητης που να βεβαιώνει ότι αυτό είναι μέρος αρχείου της Εφεσίβλητης.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον συνήγορο και Εφεσείοντα 1, το Άρθρο 35 του Περί Αποδείξεως Νόμου ΚΕΦ. 9, ουδεμίας εφαρμογής τυγχάνει στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, εφόσον το Τεκμήριο 8 κατετέθη άνευ ενστάσεως.  Το Άρθρο 35 θα είχε σημασία εάν προβάλλετο ένσταση στην κατάθεση του οπότε το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσο τηρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για αποδοχή του ως Τεκμηρίου.  Εφόσον όμως αυτό κατετέθη ως Τεκμήριο άνευ ενστάσεως, τότε εφαρμόζεται το Άρθρο 22(1) του ΚΕΦ. 9 το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

"Τραπεζικά βιβλία

 

22.(1)  Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίνεται δεκτό σε όλες τις νομικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτοιας καταχώρισης και των θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρισμένα σ'  αυτό."

 

Η υπόθεση Λαϊκή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1 Α.Α.Δ. 1390  στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες αναφέρεται στην αποδεκτική αξία της μαρτυρίας που προσεφέρθη αναφορικά με τις καταστάσεις λογαριασμών που παρουσιάστηκαν και όχι αναφορικά με την αποδεκτότητα τους ως μαρτυρία που απασχολεί εδώ και είναι δύο ξεχωριστά θέματα.

 

Ο δεύτερος λόγος Έφεσης, απορρίπτεται.

 

Τέλος, με τον τρίτο λόγο Έφεσης όπως έχει προαναφερθεί, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα και αυθαίρετα δεν αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο  τη θέση του Εφεσείοντα 1 ότι εξόφλησε το χρέος.

 

Η εκδοχή του Εφεσείοντα εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απερρίφθη για τους λόγους που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση.  Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

 

"Αναφορικά με τον Μ.Υ. διαπιστώνεται ότι η μαρτυρία και η όλη εκδοχή του παρουσιάζει τέτοιες αδυναμίες οι οποίες δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να τη δεχθεί ως αξιόπιστη.  Παρατηρείται κατ'  αρχήν ότι κατά την κατάθεση του τεκμηρίου 8 που είναι η κατάσταση λογαριασμού του, από τη Μ.Ε., δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση αλλά ούτε και ακολούθησε αντεξέταση ως προς το περιεχόμενο του.  Προκύπτει επομένως το ερώτημα πώς γίνεται ο εναγόμενος 1 να ισχυρίζεται ότι έχει καταβάλει το 2001-2002 χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία, έστω κατά προσέγγιση, με δύο επιταγές το συνολικό ποσό περί τις Λ.Κ.1.000,00 ως εξόφληση, ενώ όπως διαφαίνεται από το τεκμήριο 8 το χρέος του το 2001 ήταν Λ.Κ.1.700,00 και το 2002 μεγαλύτερο.  Επίσης διαφαίνεται από το τεκμήριο 8 ότι δύο επιταγές, που αν είναι αυτές που παρέδωσε, ήταν Λ.Κ.300,00 έκαστη συνεπώς δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εξόφληση ακόμη και στο ποσό των Λ.Κ.1.000,00 που αυτός ισχυρίζεται ότι ήταν το υπόλοιπο του.  Επιπρόσθετα, μέσα από το τεκμήριο 8 στο οποίο η Μ.Ε. παρέπεμψε αρκετές φορές κατά την αντεξέταση της, φαίνεται ότι υπήρχαν καταθέσεις πιστωτικών επιταγών στο λογαριασμό του εναγομένου 1 τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2003, στοιχεία τα οποία υπενθυμίζεται δεν αμφισβητήθηκαν, πλην όμως ο εναγόμενος 1 επέμενε κατά τη μαρτυρία του ότι είναι το 2001 ή 2002 που "εξόφλησε" καθώς και ότι μετά το 2001 δεν έκανε οποιαδήποτε συναλλαγή ή πράξη.

 

Σημειώνεται δε η απουσία παρουσίασης οποιουδήποτε εγγράφου είτε για το κλείσιμο του λογαριασμού του, είτε για εξόφληση αυτού.

 

Εν όψει των πιο πάνω η μαρτυρία του δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται."

 

 

Στην Παπακοκκίνου Βερεγγάρια κ.α. ν. Αγγελική Σμυρλή κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653 γίνεται μια ευρεία ανασκόπιση της νομολογίας αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το θέμα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση και ευρήματα που προβαίνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το σχετικό μέρος έχει ως ακολούθως:

 

«Σχετικά με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά στη Λευκαρίτη και Άλλων ν. Long Beach Hotels Ltd και Άλλου, Long Beach Hotels Ltd και Άλλου, ν. Λευκαρίτη και Άλλων (2000) 1 Α.Α.Δ. 194, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 207 και 208:

 

"Aναφορικά με τις αρχές επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπάρχει εκτενής νομολογία. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Πελεκάνου ν. Πελεκάνου και Άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 912 στη σελ. 918:

 

"Η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη (Βλ. Neocleous and Another v. Christodoulou (1979) 1 C.L.R. 714. Epiphaniou v. Hadjigeorghiou (1982) 1 C.L.R. 609, Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182, Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δ. Ευγενίου (1989) 1(ε) Α.Α.Δ. 691, Αριστείδου ν. Λοζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, Λεοντίου ν. Μωσαϊκή Μ.Α.Σ. Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 351)."

 

Ανάλογες αρχές ισχύουν και για ευρήματα αξιοπιστίας.  (Βλ. Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286, Aγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713).

 

Οι αρχές επέμβασης στα συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν επίσης αποτελέσει αντικείμενο νομολογίας. Σχετικά παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα στην υπόθεση Koudellaris v. Christoforou and others (1975) 1 C.L.R. 366 στη σελ. 372:

 

"Τhe principles on which the Court of Appeal acts on hearing appeals turning on inferences, have been expounded in a number of cases, both in England and by this Court, and we think it convenient to state that an appellate Court has jurisdiction to review the record of the evidence in order to determine whether the conclusion originally reached upon that evidence should stand; but this jurisdiction has to be exercised with caution. Per Viscount Simon in Watt or Thomas v. Thomas [1947] A.C. 484 at p. 486.

 

The Court should be 'satisfied that any advantage enjoyed by the trial judge by reason of having seen and heard the witnesses, could not be sufficient to explain or justify the trial judge's conclusion' (Per Lord Thankerton in Watt v. Thomas  (supra) at p. 488) before it disturbs its findings of fact. On the dispute,but the case rests on the inference to be drawn from them, an appellate Court is in as good a position as the trial judge to decide the case. (Per Lord Wright in Powell v. Streatham Manor Bursing Home [1935] A.C. 243 at p. 267."

 

Σχετικό είναι επίσης και το πιο κάτω απόσπασμα από την Poustobaev Vladimir v. Stavrou και Lion Insurance Agency Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2010 από τις σελ. 2014 και 2015:

 

Επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται εκτός αν το Εφετείο ικανοποιηθεί ότι αυτά δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολο της, ή ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής. Πρωταρχική ευθύνη για διαπίστωση των γεγονότων έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους. Όπου όμως τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας, τέτοια επέμβαση δικαιολογείται (βλ. μεταξύ άλλων Erimoudis Estates Ltd v. Ρίτσα Χριστοδουλίδου και άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 926, Μαυρίδης ν Dharaghji και άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Θεοδώρου ν Θεοδώρου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 253).

 

Περαιτέρω, στην Ιοαnnου ν. Μavridou (1972) 1 C.L.R. 107, λέχθηκαν  τα ακόλουθα στη σελ.111:

 

"Τhe approach of this Court in such matters is well settled both as regards the question of findings of fact and the credibility of witnesess which are within the province of the trial judge.  Needless to say that, from the trend of the authorities that does not mean that, if the reasoning behind the trial Judge's findings is wrong, this Court will not interfere  with such findings."

 

Επίσης στην Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 551 λέχθηκε ότι για να επέμβει το Εφετείο σε θέματα ευρημάτων αξιοπιστίας "it must be shown that the trial Judge was wrong in evaluating the evidence and the onus is on the appellant to pursuade the Court that that is so." (σελ.553). (Αρτέμης, Δ.).»

 

Παρατηρούμε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στις διαπιστώσεις του αφού έλαβε υπόψη και στηρίχθηκε σε αποδεκτή έγγραφη μαρτυρία, ισχυρισμούς και δηλώσεις και αναμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα.  Παράλληλα για τους λόγους που ανέφερε και ανάλυσε απέρριψε την εκδοχή που τέθηκε από τον Εφεσείοντα 1. 

 

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, δεν κρίνουμε ότι η αξιολόγηση πάσχει με οιονδήποτε τρόπο ώστε να δύναται το Εφετείο να επέμβει.

 

Ο τρίτος λόγος Έφεσης, ως συνέπεια, απορρίπτεται.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.  Τα έξοδα να είναι υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

 

                                                Λ.  ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                Α.  ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο