ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A238
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 131/2017
17 Μαΐου 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30, 33, 35 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1780/13 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 4.4.2017
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΣΑΣ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 10780/13 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 13, 14, 17 ΚΑΙ 53 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 137(1)Α ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΑΡΘΡΑ 20, 21, 41, 44, 47, 51, 52, 53 ΚΑΙ 54.
Β. Καρακασίδου (κα) για Ευστάθιο Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για εφεσείοντα
Α. Κωνσταντίνου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
......
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Mετά από ακροαματική διαδικασία, στις 24.3.17, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (στο εξής το κατώτερο Δικαστήριο) απάλλαξε και αθώωσε από το εκ πρώτης όψεως στάδιο δύο (2) κατηγορουμένους της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης 10780/13 από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, τις οποίες τους είχε προσάψει ως κατήγορος η εφεσείουσα εταιρεία Unilever Tseriotis Cyprus Ltd.
H εφεσείουσα, θεωρώντας εσφαλμένη την αθωωτική απόφαση, επεδίωξε με επιστολή ημερ. 3.4.17 να εξασφαλίσει άδεια από το Γενικό Εισαγγελέα προς καταχώριση έφεσης όπως προνοείται από το άρθρο 131(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Ανεπιτυχώς όμως, εφόσον το αίτημα της απορρίφθηκε με σχετική επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα στις 4.4.17.
Η αντίδραση της εφεσείουσας στην απόρριψη του αιτήματός της εκδηλώθηκε με καταχώριση, στις 13.4.17, αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία επεδίωξε άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari προκειμένου να ακυρωθεί η απορριπτική γι΄ αυτήν απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα.
Η αίτηση για άδεια εκδικάστηκε από αδελφή μας Δικαστή η οποία - με αναφορά στα Άρθρα 112.2 και 113.2 του Συντάγματος και σε σχετική επί του θέματος νομολογία - απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα από τα άρθρα 131(2) και 137(1)(α) του Κεφ. 155 δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά με προνομιακό ένταλμα Certiorari.
Η εφεσείουσα διαφωνεί ότι η επίδικη απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορεί να ελεγχθεί με Certiorari και με τους δύο λόγους έφεσης, με τους οποίους προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση, διατυπώνει βασικά τη θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση βρίσκεται σε αντίθεση με τα άρθρα 6, 13, 14, 17 και 53 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ως αποτελούσα ανεπίτρεπτη επέμβαση στο δικαίωμα της εφεσείουσας για πρόσβαση στα Δικαστήρια. Επιπρόσθετα διατείνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλει αφενός την αρχή της αναλογικότητας και αφετέρου είναι δυσανάλογη προς τα προνόμια που χορηγεί το Σύνταγμα στο Γενικό Εισαγγελέα.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης προωθήθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας με περίγραμμα αγόρευσης, κάτι που έπραξε και η ευπαίδευτος συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα προς αντίκρουσή τους.
Μελετήσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας. Καταλήξαμε ότι τα εγειρόμενα από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας ζητήματα έχουν επιλυθεί νομολογιακά και η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη. Όπως πολύ ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο - με αναφορά στις Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194, Re Tooulias (1984) 1 A.A.Δ. 885, Εllinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17, Καρατσής ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 201, Νικολαϊδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 599, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388, 398, Αναφορικά με την Αίτηση της Meryem Kaya (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1887, Xenophontos v. Republic, 2 R.S.C.C. 89 και Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66 - το προνομιακό ένταλμα Certiorari έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων και ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι κατώτερο Δικαστήριο και ούτε ασκεί δικαστική εξουσία. Αυτό, αφ΄ εαυτού, ήταν αρκετό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει την επίδικη αίτηση. Σ΄ ό,τι δε αφορά τη θέση της εφεσείουσας περί καταστρατήγησης άρθρων της ΕΣΔΑ, παραθέτουμε αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την Meryem Kaya (ανωτέρω) όπου κρίθηκε πως δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια, κατ΄ ισχυρισμό, καταστρατήγηση.
«Η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, κατά την εφεσείουσα, καταστρατηγεί και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία επικυρώθηκε με τον Κυρωτικό Νόμο 39/1962. Το Άρθρο 32 της Σύμβασης κατοχυρώνει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής στα δικαστήρια αναφορικά με τα δικαιώματα που πηγάζουν από τη Σύμβαση, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας. Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν είχε συγκεκριμενοποιήσει το κατ' ισχυρισμό δικαίωμα της. Τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι με την πρωτόδικη απόφαση καταστρατηγείται και το Άρθρο 35 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο, σε όλες τις λειτουργίες του κράτους, επιβάλλεται η θετική υποχρέωση εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το Σύνταγμα.
Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές και θεμελιωμένες νομικές αρχές και κατέληξε σε αποτέλεσμα που ήταν, υπό τις περιστάσεις, νομικά επιβεβλημένο και αναπόφευκτο. Επιπρόσθετα προς τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε η πρωτόδικη απόφαση σημειώνουμε και την υπόθεση Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην απόφαση πλειοψηφίας της, τόνισε ότι ούτε στην Αγγλία αλλά ούτε και στην Κύπρο οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση με το προνομιακό ένταλμα Certiorari. Ο Γενικός Εισαγγελέας είναι, δυνάμει του Συντάγματος, εμπιστευμένος με την εξουσία δίωξης, κατά την κρίση του (Άρθρο 113.2). Η εξουσία αυτή υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που προνοούνται από το Σύνταγμα. Για τους σκοπούς του Άρθρου 113.2, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο κριτής του δημοσίου συμφέροντος.
Η άσκηση της εξουσίας που παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα από το Άρθρο 113 δεν εμπίπτει ούτε στη σφαίρα του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος διότι είναι στενά συνδεδεμένη με δικαστικές διαδικασίες (Δέστε: Xenofontos, ανωτέρω και Kyriakides, ανωτέρω, και συναφώς, Καρατσής ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΛΛ. 201).
Είναι προφανές, επομένως, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ανέλεγκτη εξουσία να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία, για οποιοδήποτε αδίκημα, εφόσον, κατά την κρίση του, αυτό είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή, σ' αυτή την περίπτωση, κρίνεται από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και η κρίση του δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο είτε με προνομιακό ένταλμα, είτε δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και προς όφελος του εφεσίβλητου.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ