ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ηλ. Στεφάνου με Π. Χριστοφίδη και Π. Σταύρου, για τον Αιτητή Α. Αριστείδης με την Α. Ματθαίου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/18, 24/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:D190

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                        ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/18

 

                                       24 Απριλίου 2018.

 

   [ Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64), ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

                                                            ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α , 15, 16, 17, 25, 26, 28, 35 ΚΑΙ 179 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ ΠΟΥ ΔΙΕΞΑΓΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΟΝ ΟΠΑΠ Α.Ε.) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2003 Ν. 34(ΙΙΙ)/2003, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΑΥΤΗΣ, ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 4,27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ,

 

                                                            ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 11/12/2017, ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΚΡΙΤΕΣ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΑ ΠΡΟΒΟΥΝ ΣΕ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ

                                                            ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI.

 

                                                ------------------------------------

Ηλ. Στεφάνου με Π. Χριστοφίδη και Π. Σταύρου, για τον Αιτητή

Α. Αριστείδης με την Α. Ματθαίου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Η εταιρεία ΟΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ (Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου) είναι εγγεγραμμένη κυπριακή εταιρεία η οποία συστάθηκε με σκοπό να οργανώνει, λειτουργεί, διεξάγει και διαχειρίζεται στην Κύπρο τα παιχνίδια της ΟΠΑΠ Α. Ε.  στη βάση διακρατικής συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία κυρώθηκε με το Ν.34(ΙΙΙ)/2003 και ισχύει μέχρι σήμερα (στο εξής «η Διακρατική Συμφωνία»).

 

Μετά την παραχώρηση σχετικής άδειας από το Δικαστήριο, η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά την έκδοση εντάλματος φύσης certiorari προς ακύρωση του εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 11/12/17, στη βάση της Ένορκης Δήλωσης του λοχία 1870 Κυριάκου Κολοκοτρώνη, του Γραφείου Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος Αρχηγείου Αστυνομίας ημ. 11/12/17.  Το ένταλμα αυτό ήταν το δεύτερο που εκδόθηκε την ίδια μέρα για τον ίδιο σκοπό.  Η ανάγκη έκδοσης του επίδικου εντάλματος έρευνας προέκυψε όταν διαπιστώθηκε ότι στον όρκο που συνόδευε την πρώτη αίτηση αναγράφηκε το όνομα του Υπαστυνόμου Χρ. Χριστοδούλου αντί το όνομα του Ανακριτή που ήταν ο Κολοκοτρώνης.   Με το υπό κρίση ένταλμα εξουσιοδοτείτο η αστυνομική έρευνα στα γραφεία της Αιτήτριας στη Λευκωσία, Λεωφόρος Λεμεσού 128 - 130, Στρόβολο στη βάση του ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι εκεί βρίσκονται συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία περιγράφονται στο ένταλμα με αρ. 1(α) μέχρι 1(ε), 2(α) μέχρι 2(στ), 3(α) μέχρι 3(ζ) και 4.  Το στοιχείο 4 αφορούσε, σε «οποιαδήποτε άλλα έγγραφα σε ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή τα οποία έχουν σχέση για τα τρία (3) πιο πάνω θέματα περιλαμβανομένου και του Γενικού Καθολικού για τα έτη 2015 και 2016».  Τα έγγραφα αυτά, σύμφωνα με  το ένταλμα, θα παρείχαν απόδειξη για τη διάπραξη των αδικημάτων της 1) συνωμοσίας για καταδολίευση, 2) της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, 3) της πλαστογραφίας, 4) της κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, 5)  της δόλιας ιδιοποίησης ή τήρησης ψευδών λογαριασμών ή παραποίησης βιβλίων ή λογαριασμών από Διευθυντές και Αξιωματούχους Εταιρειών, 6) της παράβασης του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου και 7) νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Νόμος 188(1)/2007), αδικήματα που διαπράχθηκαν στη Λευκωσία κατά τη χρονική περίοδο από 1/1/15 μέχρι 31/12/16 από την Αιτήτρια σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία και κατά παράβαση  προνοιών του Συντάγματος, της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της, του Νόμου 34(ΙΙΙ)/2003, της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και άλλης νομοθεσίας.  Είναι  περαιτέρω εισήγηση της ότι το ένταλμα εκδόθηκε υπό καθεστώς  νομικής πλάνης, κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας και απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και τέλος ότι είναι λανθασμένο. 

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση με την ένσταση τους υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας έκδοσης του εντάλματος έρευνας,  προβάλλοντας τη θέση ότι ήταν αποτέλεσμα της ορθής άσκησης της διακριτικής  εξουσίας του Δικαστηρίου, στα πλαίσια των όσων παρουσιάστηκαν με την Ένορκη Δήλωση του λοχία Κολοκοτρώνη, από τα οποία προέκυπτε η πιθανότητα διάπραξης των αδικημάτων.  Συνέτρεχαν δε  όλες  οι προϋποθέσεις για την έκδοση του και σε καμιά περίπτωση υπήρξε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας  ή παραβιάζει την αρχή του  δεδικασμένου, ενόψει έκδοσης της απόφασης ημ. 8/11/17 στην Πολιτική Αίτηση 99/17, που επίσης αφορούσε σε ακύρωση εντάλματος έρευνας στα γραφεία της Αιτήτριας.

 

Οι δικηγόροι υποστήριξαν τις θέσεις τους με γραπτές αγορεύσεις τις οποίες ανέπτυξαν και προφορικά κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης, παραπέμποντας σε νομολογία. 

 

Προτού προχωρήσω με την εξέταση της ουσίας της αίτησης κρίνω σκόπιμο να παραθέσω συνοπτικά το περιεχόμενο του όρκου που συνόδευε την αίτηση για έκδοση του υπό κρίση εντάλματος έρευνας, εφόσον βασική θέση της Αιτήτριας είναι ότι ο όρκος δεν περιείχε εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία που να δημιουργούν εύλογη υπόνοια για τη διάπραξη των αδικημάτων ή τη συμμετοχή της Αιτήτριας στη διάπραξη τους.  Ο όρκος του Κολοκοτρώνη ήταν πολυσέλιδος, 22 σελίδες. Αρχικά αναφέρεται στο ιστορικό της υπόθεσης που είχε ως αφετηρία την επιστολή του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας ημ. 20/3/17 προς το Γραφείο Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος, με θέμα «ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων σε σχέση με τις δραστηριότητες της εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ».  Στην επιστολή επισυνάπτοντο τα πρακτικά της συνεδρίας της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Σχεδίων Ανάπτυξης και Ελέγχου Δημοσίων Δαπανών ημ. 17/11/16, οι Οικονομικές Καταστάσεις που αφορούσαν στον ΟΠΑΠ για το έτος που έληξε στις 31/12/15 και εκτύπωση από το διαδίκτυο σε σχέση με ιπποδρομιακά στοιχήματα της Εταιρείας Ιπποδρομίες ΑΕ, μέλους του Ομίλου ΟΠΑΠ.  Επεξηγείται στον όρκο ο τρόπος λειτουργίας του ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ στη βάση της Διακρατικής Συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Με την επιστολή του προς την Αστυνομία ο Γενικός Ελεγκτής  εγείρει τέσσερα (4) θέματα που έχρηζαν διερεύνησης.  Το πρώτο αφορούσε στα δικηγορικά έξοδα της δικηγόρου Ρένας Πετρίδου εκ €35.700 το 2015 και €29.750 το 2016 που, σύμφωνα με τον Γενικό Ελεγκτή, δεν συμφωνούν με τα όσα ανέφερε ο κος Αλετράρης, διευθύνων σύμβουλος της Αιτήτριας, στη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Σχεδίων Αναπτύξεως και Ελέγχου Δημοσίων Δαπανών ημ. 17/11/16, ότι δηλαδή η Αιτήτρια δεν συνεργάζεται με οποιοδήποτε δικηγορικό γραφείο στην Κύπρο και ότι η κα Πετρίδου δεν είναι δικηγόρος του ΟΠΑΠ αλλά παρείχε στον δικηγόρο Τόμτση, αντιπρόσωπο των νομικών συμβούλων του ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, νομικές υπηρεσίες.  Μάλιστα  σε σχετική ερώτηση κατά τη συνεδρία, ο Αλετράρης απάντησε ότι ποτέ δεν έχει καταβάλει η Αιτήτρια απευθείας στην κα Πετρίδου οποιοδήποτε ποσό.  Από έρευνα όμως του Γενικού Ελεγκτή στο Τμήμα Φορολογίας δεν φαινόταν η πληρωμή του ποσού των €35.700 ενώ για το 2016 δεν είχε ακόμη υποβληθεί η Φορολογική Δήλωση.

 

Το δεύτερο θέμα αφορούσε στη πληρωμή του ποσού των €238.000 στον ελεγκτικό οίκο KPMG για συμβουλές για «ορισμένα πράγματα», όπως ανέφερε ο Αλετράρης στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή, στη βάση παραστατικών.

 

Το τρίτο θέμα αφορούσε στο έμβασμα της Αιτήτριας, μέσω του λογαριασμού της στην Εθνική Τράπεζα (Κύπρου) Λτδ, για το ποσό των €25.000 μηνιαίως σε λογαριασμό στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα με δικαιούχο τον Μιχάλη Γρηγοριάδη, στη βάση συμβολαίου εργοδότησης  ημ. 1/2/16, ο οποίος όμως δεν υποβάλλει Δήλωση Εισοδήματος ή εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και η αμοιβή του θεωρείται ασυνήθιστα υψηλή.  Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με το στενό συγγενικό του δεσμό με τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του ελεγκτικού οίκου KPMG δημιουργούν, κατά το Κολοκοτρώνη,  ένα πλέγμα με πολύ ισχυρές ενδείξεις ύποπτης συναλλαγής. 

 

Το τέταρτο θέμα αφορούσε σε εκείνες τις χορηγίες της Αιτήτριας, για τις οποίες δεν υπάρχουν αποδείξεις είσπραξης, γεγονός που δημιουργεί ερωτηματικά και υποψίες για ύποπτες συναλλαγές και ανεπάρκεια ελέγχου.  Επίσης εγείρουν υποψίες για την αντικειμενικότητα και ανεξαρτησία του εξωτερικού ελεγκτή της Αιτήτριας, KPMG.  Αναφέρεται περαιτέρω στον Όρκο ότι στις 22/12/16 ο Γενικός Ελεγκτής με επιστολή του ζήτησε τη διενέργεια οικονομικού ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 8 της Διακρατικής Συμφωνίας, για τα έτη 2013 - 2016 που κρίθηκε αναγκαίος και ότι με άλλη επιστολή του ημ. 9/1/17  ενημέρωσε την Αιτήτρια ότι ο έλεγχος  θα πραγματοποιείτο στις 16/1/17.

 

Ο οικονομικός έλεγχος διεξήχθηκε πράγματι στις 16/1/17 και άλλος στις 19/1/17 αλλά  δεν επετράπη στους Λειτουργούς του Γενικού Λογιστηρίου η επιθεώρηση των λογιστικών βιβλίων της Αιτήτριας, με το δικαιολογητικό της ύπαρξης γνωμάτευσης του νομικού της συμβούλου, παρά μόνο ο λογιστικός έλεγχος για ορισμένες χορηγίες του 2016.  Η ίδια νομική γνωμάτευση εστάλη και στην Γενική  Λογίστρια, η οποία στη συνέχεια, με επιστολή της ημ. 24/1/19, ζήτησε την παροχή περαιτέρω διευκρινίσεων και αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με τα «Νομικά και Επαγγελματικά έξοδα» και «’λλα επαγγελματικά έξοδα», όπως και το συμβόλαιο εργοδότησης του Γρηγοριάδη.  Η Αιτήτρια με την επιστολή της ημ. 3/2/17 πληροφόρησε τη Γενική Λογίστρια ότι τα στοιχεία που ζητούσε θα της παραδοθούν για επιθεώρηση στην παρουσία αντιπροσώπων της Αιτήτριας  και ότι δεν μπορεί να κρατήσει αντίγραφα ή να αποκαλύψει οποιανδήποτε πληροφορία.  Διευκρινίζει δε ότι ο έλεγχος θα περιοριστεί στα στοιχεία που διασφαλίζουν το ποσό που δικαιούται η Κυπριακή Δημοκρατία με βάση τη Διακρατική Συμφωνία.  Ζητήθηκε περαιτέρω η υπογραφή από μέρους της Γενικής Λογίστριας δέσμευσης εμπιστευτικότητας ως προς τις πληροφορίες που θα λάμβανε κατά τον έλεγχο.   Κατόπιν γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, η Γενική Λογίστρια αρνήθηκε να υπογράψει τη Διαβεβαίωση που της ζητήθηκε. Στη συνέχεια λήφθηκαν από την Αστυνομία καταθέσεις από τη λειτουργό του Γενικού Λογιστηρίου, που ανέλαβε τον έλεγχο,  στις οποίες εξιστορούσε όσα έλαβαν χώραν κατά τους ελέγχους στα λογιστικά βιβλία της Αιτήτριας και τι διημήφθηκε μεταξύ της και του Αλετράρη.  Στη βάση των καταθέσεων αυτών ο ανακριτής της υπόθεσης Υπ/μος Χριστοδούλου εξασφάλισε στις 14/6/17 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ένταλμα έρευνας που αφορούσε στα στοιχεία 1(α) - 1(ε), 2(α) - 2 (στ), 3(α) - 3(ζ) και 4, που εκτελέστηκε αυθημερόν.  Κατά την έρευνα, ο Αλετράρης παρέδωσε αριθμό εγγράφων.  Ενόψει του εντάλματος έρευνας η Αιτήτρια προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο για ένταλμα της φύσης certiorari με την Πολιτική Αίτηση 99/17 το οποίο με την απόφαση του ημ. 8/11/17, ECLI:CY:AD:2017:D398 ακύρωσε το ένταλμα έρευνας ημ.  14/6/2017.

 

Ως αποτέλεσμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αίτηση για  certiorari, όλα τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας ημ. 14/6/17 επιστράφησαν στην Αιτήτρια.  Η Αιτήτρια προχώρησε στη συνέχεια σε καταγγελία στην Αστυνομία για διάπραξη ποινικών αδικημάτων από πλευράς Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας όπως και για πιθανή παραβίαση τραπεζικού απορρήτου και προνοιών των περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμων του 2001 - 2012, από τη διερεύνηση της οποίας δεν προέκυψε οτιδήποτε το παράνομο.  Επίσης μέρος της   καταγγελίας αφορούσε σε ενέργειες της Αστυνομίας κατά την εξασφάλιση του εντάλματος έρευνας η οποία εξακολουθεί να διερευνάται.

 

Η Αστυνομία προχώρησε και εξασφάλισε το πρωί της  11/12/17  ένταλμα έρευνας το οποίο και εκτελέστηκε, αλλά διαπιστώθηκε ότι ήταν λανθασμένο το όνομα του ανακριτή που αναφέρετο στον όρκο, οπότε όλα τα τεκμήρια που είχαν παραληφθεί επιστράφησαν στην Αιτήτρια και ζητήθηκε νέο ένταλμα έρευνας.   

 

Καταλήγοντας, ο Κολοκοτρώνης εισηγείται ότι υπάρχει  εύλογη αιτία να πιστεύεται, στη βάση των στοιχείων που παρουσίασε με τον Όρκο,  ότι στα γραφεία της Αιτήτριας υπάρχουν τα έγγραφα σε ηλεκτρονική και έντυπη μορφή που αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία για τη διάπραξη των αδικημάτων που διερευνώνται.

 

Ο Κολοκοτρώνης στην ένορκη του δήλωση που συνοδεύει την ένσταση υιοθετεί τα όσα αναφέρει στην ένορκη του δήλωση (όρκο) που συνόδευε την αίτηση για έκδοση του εντάλματος έρευνας.  Εξηγεί γιατί χρειάστηκε η έκδοση νέου εντάλματος έρευνας την ίδια μέρα και καταγράφει τους λόγους για τους οποίους υφίστατο εύλογη υποψία διάπραξης των αδικημάτων που διερευνά η Αστυνομία.  Είναι εισήγηση του ότι δεν απαιτείτο η στοιχειοθέτηση των αδικημάτων στο στάδιο αυτό και ότι με τα γεγονότα που παρουσίασε ο Γενικός Ελεγκτής προκύπτει η πιθανότητα διάπραξης των αδικημάτων.  Τονίζει ότι ο έλεγχος της Γενικής Λογίστριας δεν ήταν απρόσκοπτος και ότι η ποινική διερεύνηση είναι ανεξάρτητη από τον λογιστικό έλεγχο που διεξάγεται από το Γενικό Λογιστήριο, ενώ το θέμα ερμηνείας του όρου 5 της Διακρατικής Συμφωνίας δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ή της έκδοσης του εντάλματος έρευνας.  Διατείνεται ότι η Αιτήτρια αρνήθηκε να δώσει στους λειτουργούς του Γενικού Λογιστηρίου τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και διευκρινίσεις που ζητήθηκαν, σε σχέση με συγκεκριμένες λογιστικές καταχωρίσεις που αφορούν στις πιο πάνω πληρωμές προς τη δικηγόρο Πετρίδου, στους KPMG και στον Γρηγοριάδη που θεωρεί ως ύποπτες συναλλαγές.  Ακόμη και αν οι πληρωμές αυτές εμπίπτουν εντός του πλαισίου των λειτουργικών εξόδων της Αιτήτριας είναι της άποψης ότι δεν παύει από του οι καταχωρίσεις αυτές να είναι αναληθείς και/η λανθασμένες, ώστε να στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της τήρησης ψευδών λογαριασμών και της πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα.  Καταλήγοντας, εισηγείται ότι στο παρόν στάδιο το ερώτημα αν στοιχειοθετούνται ή όχι τα υπό διερεύνηση ποινικά αδικήματα είναι πρόωρο, εφόσον απαιτείται μόνο εύλογη υποψία διάπραξης τους.  Δεν υπήρχε δε άλλος τρόπος εξασφάλισης των εγγράφων από το επίδικο ένταλμα έρευνας, εφόσον η Αιτήτρια αρνήθηκε να τα δώσει παρά μόνο επέτρεψε την  επιθεώρηση τους.   

 

Στην Αίτηση των Αντώνη Αντρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση 348/15,  ημ. 9/6/17, που επίσης αφορούσε σε ένταλμα έρευνας αναφέρονται τα εξής στην απόφαση της πλειοψηφίας ως προς την εμβέλεια των προνομιακών ενταλμάτων certiorari:

 

«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης, Αίτηση 174/96, ημερ. 9 Οκτωβρίου 1996).

 

Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. GlobalConsolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).

 

Στην πρόσφατη υπόθεση, Δέσπω Στυλιανού, Πολ. Εφ. 67/2014, ημερ. 25 Ιουνίου 2015, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

″Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής ν. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:

 

«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική              ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση   διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

 

(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε    έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς  παράγοντες.

 

(β) ΄Οπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε  πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).

 

(γ) ΄Οπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν.  Χαραλάμπους (1991)Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).″

 

 

Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, στηριζόμενοι σε προγενέστερη νομολογία, η έκδοση ενός εντάλματος έρευνας είναι μια σοβαρή επέμβαση στην ατομική ελευθερία. Είναι ένα βήμα που πρέπει να λαμβάνεται μετά από ώριμη αντίληψη των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση. Με σκοπό την επίτευξη του στόχου αυτού ο αιτών, την έκδοση του εντάλματος, επί του προκειμένου, ο αστυφύλακας, έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων.»

 

 

Η έκδοση εντάλματος έρευνας προβλέπεται από το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155 που προνοεί τα εξής:

 

″27. Όταν δικαστής ικανοποιείται ΅ε εγγράφου δηλώσεως ότι  υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο             υπάρχει — 

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση ΅ε το οποίο διαπράχτηκε          ποινικό αδίκη΅α ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή 

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδική΅ατος· ή 

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησι΅οποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδική΅ατος, 

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλ΅α (το οποίο αναφέρεται στο νό΅ο αυτό ως "ένταλ΅α έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονο΅άζεται σε αυτό — 

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγ΅ατος και να κατάσχει και ΅εταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλ΅α έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό ΅εταχείρισης   σύ΅φωνα ΅ε το νό΅ο· και 

(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγ΅α ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγ΅α, αν o Δικαστής κρίνει σκόπι΅ο να διατάξει ΅ε αυτό τον τρόπο στο ένταλ΅α.″ 

 

Όπως αναφέρθηκε στην Αίτηση Αντώνη Αντρέου & Σία  ΔΕΠΕ (ανωτέρω) «το άρθρο 27 του Κεφ. 155, κατά τρόπο επιτακτικό συνδέει το αντικείμενο, που ευλόγως αναζητείται, με τον τόπο για τον οποίον ζητείται το ένταλμα όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου.  Όπως αναφέρεται στην ίδια υπόθεση η έκδοση του εντάλματος ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή ο οποίος θα πρέπει να εξάξει το δικό του συμπέρασμα στη βάση των παρουσιασθέντων με τον όρκο γεγονότων, αιτιολογώντας την κατάληξη του περί ύπαρξης υποψίας και μάλιστα εύλογης.  Η όποια πεποίθηση της αστυνομίας περί ύπαρξης εύλογης υποψίας, καμιά επίδραση δεν μπορεί να έχει στην κρίση του Δικαστηρίου, ούτε και βεβαίως αρκεί για να νομιμοποιήσει την έκδοση του εντάλματος. 

 

Ο δικηγόρος της Αιτήτριας στην γραπτή αγόρευση του υποβάλλει κυρίως ότι το Δικαστήριο δεν μελέτησε με επάρκεια τον όρκο αλλά απλά θεώρησε ότι δεσμεύετο από το προηγηθέν ένταλμα έρευνας, ότι δεν υπήρχε εύλογη υποψία εμπλοκής της Αιτήτριας στην τέλεση των αδικημάτων και/ή οποιουδήποτε εξ αυτών, ότι το εκδοθέν ένταλμα έρευνας παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και τη νομολογία, ότι υπήρξε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και τέλος ότι υπήρξε παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. 

 

Προς υποστήριξη του πρώτου θέματος παραπέμπει στο περιεχόμενο της απόφασης των δύο Δικαστών που επιλήφθηκαν τις δύο  αιτήσεις για ένταλμα έρευνας την ίδια μέρα.  Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο της πρώτης απόφασης  που λήφθηκε η ώρα 9 π.μ.:

 

«Έχω λάβει υπόψιν το σύνολο των όσων τέθηκαν ενώπιον μου συμπεριλαμβανομένων και των όσων προέβαλε η εταιρεία ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ σε σχέση με την άρνηση της να δώσει τα περαιτέρω στοιχεία που ζητούντο και ανεξαρτήτως του εάν με βάση την αναφερόμενη συμφωνία είχαν ή όχι δικαίωμα να αρνηθούν να δώσουν περαιτέρω στοιχεία, ζήτημα το οποίο δεν αποφασίζω στο στάδιο αυτό αφού δεν θεωρώ ότι το παρόν στάδιο είναι κατάλληλο για τέτοιου είδους διεργασία, έχω ικανοποιηθεί λογικά και με βάση την ενώπιον μου τεθείσα μαρτυρία για την ύπαρξη ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος».

 

Ακριβώς το ίδιο λεκτικό χρησιμοποιήθηκε και κατά την έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας από άλλο δικαστή η ώρα 14.50, με την προσθήκη της εξής δήλωσης:

 

«Έλαβα υπόψη μου επίσης το γεγονός ότι ενωρίτερα σήμερα, εκτελέστηκε ένταλμα με λανθασμένη αναγραφή ονόματος με αποτέλεσμα να επιστραφούν τα εν λόγω έγγραφα και να ζητηθεί σήμερα νέο ένταλμα». 

 

Εξέτασα την εισήγηση σε συνάρτηση με τις αιτήσεις για έκδοση εντάλματος έρευνας και τα έγγραφα που τις συνόδευαν, στα οποία έχω ανατρέξει.

 

Το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε το ίδιο λεκτικό και στις δύο περιπτώσεις δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο Δικαστής που επιλήφθηκε του δεύτερου αιτήματος θεώρησε επιβεβλημένη την έκδοση του εντάλματος έρευνας ή ότι δεσμεύετο από το προηγούμενο ένταλμα.  Ο χρόνος δε των 30΄ που χρειάστηκε για τη μελέτη του όρκου δεν μπορεί  επίσης να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένδειξη ότι ο Δικαστής  δεν μελέτησε τον όρκο.  Ο χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση μιας αίτησης για έκδοση εντάλματος έρευνας ή άλλου εντάλματος δεν είναι ο ίδιος για όλες τις περιπτώσεις αλλά εξαρτάται από τον τρόπο χειρισμού του κάθε Δικαστή σε συνάρτηση με άλλους  παράγοντες όπως τη φύση του αιτήματος, τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστή και του όγκου των στοιχείων και τα νομικά ζητήματα που εγείρονται.  Σημασία ενέχει στην παρούσα περίπτωση ότι ο Δικαστής αναφέρει ρητά στην απόφαση του ότι έλαβε υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιον του, περιλαμβανομένου και του γεγονότος έκδοσης άλλου εντάλματος το πρωί της ίδιας μέρας, και είχε ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του υπό κρίση εντάλματος. Συνεπώς η εισήγηση  της αιτήτριας ότι ο Δικαστής θεώρησε ότι δεσμεύετο από το πρώτο ένταλμα για τους λόγους που εισηγείται είναι νομικά και πραγματικά ατεκμηρίωτη και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

 ’λλη εισήγηση είναι ότι δεν υπήρχε μαρτυρία διασύνδεσης της Αιτήτριας ή των εγγράφων που αποσκοπούσε το ένταλμα έρευνας   με τα αδικήματα που αναφέρονται στον όρκο.  Επίσης ο όρκος δεν περιέχει εκείνα τα στοιχεία που να αποκαλύπτουν τη διάπραξη αδικημάτων. 

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι απόψεις των δικηγόρων ως προς το βαθμό απόδειξης, στο στάδιο αυτό, της διάπραξης των αδικημάτων.  Ο μεν δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση ισχυρίστηκε, με αναφορά σε νομολογία, ότι η «εύλογη αιτία» που προνοείται στο άρθρο 27 αναφέρεται απλά στην πεποίθηση αναφορικά με την ύπαρξη των αντικειμένων σε συγκεκριμένο χώρο σε σχέση με αδίκημα για το οποίο υπάρχει απλά υποψία διάπραξης του, ο δε δικηγόρος της αιτήτριας ότι θα πρέπει η υποψία διάπραξης του αδικήματος να είναι εύλογη και όχι μόνο απλή.

 

Στην Αίτηση Μάριου Μυλωνά, Πολιτική Αίτηση  Αρ. 110/16,  ημ. 15/3/17, αποφασίστηκε ότι «η ύπαρξη εύλογης αιτίας να πιστεύεται» αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση εκ του νόμου για την έκδοση εντάλματος έρευνας και ότι πρέπει να υπάρχει διασύνδεση της μαρτυρίας με τα αδικήματα.   Η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε στην πρόσφατη υπόθεση Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α. (ανωτέρω).  Συνεπώς, στη βάση της πιο πάνω αρχής, το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το βάσιμο της εύλογης υπόνοιας σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του όρκου και σε συνδυασμό με την ολότητα των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση.  Σημειώνεται ότι στη βάση του όρκου, το ένταλμα έρευνας αποσκοπούσε στην εξασφάλιση των τεκμηρίων προς το σκοπό να παράσχουν απόδειξη για τη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, οπότε καθίσταται σαφές ότι η περίπτωση εμπίπτει στο εδάφιο β του άρθρου 27 και όχι στο εδάφιο (α) που απλά απαιτείται υποψία διάπραξης των αδικημάτων.  Συνεπώς η εισήγηση του δικηγόρου των Καθ' ων η Αίτηση ότι αρκεί μόνο η ύπαρξη απλής υποψίας διάπραξης των αδικημάτων στην παρούσα περίπτωση δεν με βρίσκει σύμφωνη. 

 

Η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος, αντικείμενο της αίτησης certiorari, συναρτάται με την αντικειμενική υπόσταση της εύλογης υποψίας.

 

Ελέγχεται με αναφορά στο σύνολο των γεγονότων που περιέχονται στο αίτημα, με ανάλογη σφαιρική θεώρηση από το Δικαστήριο το οποίο δεν παραμένει στα όποια εξωτερικά χαρακτηριστικά νομιμότητας (βλ. Αρτέμης Κκολού, Πολιτική Αίτηση Αρ. 1/2017, ημ. 31/1/17).

 

Από λεπτομερή μελέτη του όρκου διαπιστώνεται ότι τα στοιχεία, που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστή  ήταν αόριστα και ασαφή και δεν ήταν ικανά για να του δημιουργήσουν την απαιτούμενη εύλογη υπόνοια διάπραξης των αδικημάτων για να προχωρήσει ο Δικαστής στη βάση του άρθρου 27(β) του ΚΕΦ. 155 σε έκδοση του εντάλματος. Το εύλογο της υποψίας ως προς τη διάπραξη αδικήματος αποτελεί αναγκαία πρωταρχική κρίση που θεμελειώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για έκδοση του εντάλματος έρευνας.  Συγκεκριμένα ήταν εισήγηση του δικηγόρου της Αιτήτριας ότι ενώ διερευνώνται τα αδικήματα της συνωμοσίας για καταδολίευση και της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος που, σύμφωνα με την νομολογία, συστατικό τους στοιχείο, είναι η συμφωνία δύο ή περισσοτέρων προσώπων για διάπραξη των αδικημάτων, ο όρκος αναφέρεται μόνο στην Αιτήτρια. 

 

Έχω ανατρέξει στο περιεχόμενο του όρκου ο οποίος δεν παρέχει σαφή εικόνα ως προς τον καταρτισμό συμφωνίας  της αιτήτριας  με άλλο ή άλλα πρόσωπα για να διαπράξουν τα αδικήματα της καταδολίευσης ή κακουργήματα.  Ασαφής εικόνα  παρουσιάζεται επίσης σ' όσον αφορά  τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου όπου καθοριστικό στοιχείο για να θεωρηθεί πλαστό ένα έγγραφο είναι να λέει ψέματα για τον εαυτό του και όχι απλά να περιέχει ψευδή δήλωση (βλ. Georghiou v. The Republic (1984) 2 CLR 65).  Με τον όρκο δεν παρουσιάστηκε επιπρόσθετα μαρτυρία ως προς ποια έγγραφα θεωρούν οι Καθ' ων η Αίτηση ως πλαστά. Το ίδιο παρατηρείται και σ' όσον αφορά τα αδικήματα της δόλιας ιδιοποίησης ή τήρησης ψευδούς λογαριασμού, όπου το άρθρο 311 του ΚΕΦ. 154, που προνοεί τα αδικήματα, αναφέρεται σε διευθυντές ή αξιωματούχους της εταιρείας.  Δεν υπάρχει επίσης μαρτυρία ως προς τα υπόλοιπα αδικήματα που διερευνά η Αστυνομία.  Ιδιαίτερα για εκείνα της παραβίασης του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου δεν διευκρινίζεται η συγκεκριμένη πρόνοια της νομοθεσίας που παραβιάζεται και από ποιον.    Ούτε επίσης ο όρκος παρουσιάζει ικανά στοιχεία σύνδεσης ή συσχετισμού των εγγράφων με τα  αδικήματα που αναφέρονται στον όρκο.  Σίγουρα δεν απαιτείται στο στάδιο αυτό στοιχειοθέτηση κάθε συστατικού στοιχείου των αδικημάτων αλλά αναμένεται η παράθεση τουλάχιστον εκείνων των στοιχείων που να είναι ικανά να δημιουργήσουν στο Δικαστή εύλογη υπόνοια ως προς την διάπραξη τους.

 

Σε όσον αφορά τα έξοδα της Πετρίδου είναι παραδεκτό από τον λοχία Κολοκοτρώνη  ότι αποτελούν μέρος των εξόδων λειτουργίας της Αιτήτριας,  δηλ. στο ποσοστό του 5% του κύκλου εργασιών ως ΟΠΑΠ Κύπρου που συμφωνήθηκε.  Το άρθρο 5 (α)  της Διακρατικής Συμφωνίας καθιστά σαφές ότι όλα τα ποσά που εισπράττονται από τα παιχνίδια αποτελούν έσοδα της ΟΠΑΠ, και όχι του Κράτους.  Το άρθρο 5(α)(Ι) (ΙΙ) (ΙΙΙ) και (ΙV) καθορίζει  τα ποσά που αποδίδονται στο κράτος από την Αιτήτρια ως προς τις εισπράξεις των παιχνιδιών που είναι  οι προμήθειες των πρακτόρων, τα κέρδη που αντιστοιχούν στους τυχερούς,  τα λειτουργικά κόστη που επιβαρύνουν την ΟΠΑΠ Κύπρου (έγινε 5%),  τα λειτουργικά κόστη που επιβαρύνουν την ΟΠΑΠ ΑΕ (10% του κύκλου εργασιών της ΟΠΑΠ Κύπρου), κόστη χορηγιών της ΟΠΑΠ Κύπρου  για τον Αθλητισμό και Πολιτισμό (από προηγουμένως 1% σε 2% του κύκλου εργασιών της ΟΠΑΠ  Κύπρου) και  τα κόστη διαφήμισης των παιγνιδιών και δραστηριοτήτων της ΟΠΑΠ Κύπρου  (το 2% του κύκλου εργασιών).

 

 Ό,τι δε απομένει από την αφαίρεση των πιο πάνω ποσοστών αποδίδεται στην Κυπριακή Δημοκρατία ανά τρίμηνο.

 

Επίσης το άρθρο 7 της Διακρατικής Συμφωνίας προβλέπει ότι κατά το πρώτο τρίμηνο έκαστου έτους συντάσσεται από την ΟΠΑΠ Κύπρου ο ετήσιος οικονομικός απολογισμός, οπότε, σύμφωνα με την αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας, η υποχρέωση απόδοσης προς τη Γενική Λογίστρια των εξελεγμένων οικονομικών καταστάσεων για το 2016 αρχίζει από την 1/4/17 και όχι από τον Ιανουάριο του 2017 που ζητήθηκε από τη Γενική Λογίστρια.

 

Η δήλωση του Αλετράρη στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή ότι η Αιτήτρια δεν συνεργάζεται με δικηγορικό γραφείο στην Κύπρο δεν μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα αλλ' ούτε και από μόνη της είναι ικανή στο να  δημιουργήσει εύλογη υποψία για τη διάπραξη αδικήματος, ενόψει των εξηγήσεων που δόθηκαν κατά τον έλεγχο των λειτουργών του Γενικού Λογιστηρίου και των εγγράφων που δόθηκαν ως προς τις εργασίες της ΟΠΑΠ Κύπρου.

 

Σ' όσον αφορά την πληρωμή ποσού χρημάτων προς τον ελεγκτικό οίκο KPMG με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστή ενέπιπταν στα λειτουργικά έξοδα και ήταν εντός του 5% του κύκλου εργασιών της Αιτήτριας.  Σίγουρα και εδώ η πληρωμή από μόνη της, αντικειμενικά κρινόμενη,  δεν μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη υπόνοια για τη διάπραξη των αδικημάτων.  Ήταν δε σε γνώση του Κολοκοτρώνη η ύπαρξη απόδειξης πληρωμής για €119.000,00 και του τιμολογίου για €238.000,00 γεγονός που δεν αποκάλυψε με τον όρκο, εφόσον ήταν μεταξύ των εγγράφων που λήφθηκαν κατά την έρευνα του Ιουνίου 2017.

 

Ως προς την σύμβαση εργοδότησης του Γρηγοριάδη, που ο Κολοκοτρώνης θεωρεί τις απολαβές που συμφωνήθηκαν υψηλές αλλά εμπίπτουν εντός του ποσοστού 5% ως λειτουργικά έξοδα, από μόνη της επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργεί υπόνοια και μάλιστα εύλογη για τη διάπραξη των αδικημάτων που διερευνούσε η Αστυνομία.  Το γεγονός ότι οι δαπάνες του συμβολαίου του Γρηγοριάδη επιβάρυναν την Αιτήτρια αλλά καλύφθηκαν εξ' ολοκλήρου από τον ΟΠΑΠ Α.Ε. ήταν εμφανές από τις εξελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της Αιτήτριας για το έτος που έληξε στις 31/12/16, αντίγραφο της οποίας είχε στην κατοχή της η Αστυνομία. 

 

Κανένα στοιχείο δεν παρουσιάστηκε με τον όρκο ως προς ορισμένες από τις χορηγίες της Αιτήτριας ή οποιασδήποτε εξ αυτών  πόσο μάλλον να δημιουργούν και εύλογη υποψία για τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με αυτές.

 

Η διαπίστωση του Επαρχιακού Δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά και με βάση την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία για την ανάγκη έκδοσης του εντάλματος καθίσταται τρωτή ενόψει των αδυναμιών που εντοπίζονται στον όρκο ως προς την επάρκεια των γεγονότων που δημιουργούν εύλογη υπόνοια διάπραξης των   κατ' ισχυρισμόν αδικημάτων τα οποία συμπλέκονται με πρόνοιες της Διακρατικής Συμφωνίας.

 

Ιδωμένος στο σύνολο του ο όρκος δίνει περισσότερο την εντύπωση περί ύπαρξης διαφωνίας σε σχέση με την ερμηνεία όρων της Διακρατικής Σύμβασης, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν στο δικαίωμα και εύρος του  λογιστικού ελέγχου της Κυπριακής Δημοκρατίας ή στα λειτουργικά έξοδα, παρά τη διερεύνηση αδικημάτων ή συλλογή τεκμηρίων για στοιχειοθέτηση τους.  Στον όρκο δίνεται έμφαση ότι ο λόγος για τον οποίο επιζητείται το ένταλμα έρευνας είναι γιατί κατά τον λογιστικό έλεγχο η αιτήτρια αρνήθηκε να παραδώσει τα συγκεκριμένα έγγραφα.  Σημειώνεται ότι αν και αποκαλύπτεται στον όρκο η νομική γνωμάτευση από πλευράς  αιτήτριας για την άρνηση της να παραδώσει τα έγγραφα, εν τούτοις ο Κολοκοτρώνης δεν αποκαλύπτει στον όρκο την ύπαρξη επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα ημ. 3/3/17 όπου παραδέχεται ρητά την ύπαρξη νομικών εμποδίων για παράδοση των εγγράφων.

 

Η απόκρυψη του στοιχείου αυτού ενέχει τη σημασία του εφόσον επ' αυτού του λόγου αρνήθηκε η αιτήτρια να παραδώσει τα έγγραφα.  Ήταν καθήκον των Καθ' ων η Αίτηση να παρουσιάσουν και αυτή την επιστολή με τον όρκο, την οποίαν σημειώνεται ότι είχαν παρουσιάσει κατά τη διαδικασία της Αίτησης 99/17,  όπως παρουσίασαν και πολλά άλλα στοιχεία, ώστε το Δικαστήριο να έχει ολοκληρωμένη εικόνα των όσων προηγήθηκαν. 

 

Η συμπεριφορά αυτή της αιτήτριας, η άρνηση της δηλαδή να παραδώσει άνευ όρων τα έγγραφα ήταν αποτέλεσμα των γνωματεύσεων των νομικών της συμβούλων. 

 

Ως αποτέλεσμα  των πιο πάνω διαπιστώσεων, η αίτηση επιτυγχάνει.  Ενόψει της κατάληξης αυτής η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης καθίσταται περιττή.

 

Εκδίδεται ένταλμα της φύσεως certiorari και ακυρώνεται το ένταλμα έρευνας που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 11/12/17.

 

Τα έξοδα της αίτησης και εκείνα της Πολιτικής Αίτησης με αρ. 174/17 για τη λήψη άδειας, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                                  

 

Α.ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο