ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Πολυκάρπου Σπύρος ν. Λαϊκή Kυπριακή Tράπεζα Λτδ και Άλλης (2011) 1 ΑΑΔ 324
Ιωάννου Παναγιώτης ν. Ανδρέα Χαραλάμπους (2012) 1 ΑΑΔ 507
Θεοχαρίδης Νάκης και άλλοι ν. Ιωάννη Ιωάννου και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1311
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.717
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A209
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 291/2012)
30 Απριλίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ
2. ΛΕΝΙΑ ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι
και
Μ.Κ. PETROU DEVELOPERS LTD
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα
_ _ _ _ _ _
Α.Μυλωνάς, για τους εφεσείοντες
Ολ.Λάμπρου, (κα), για Α.Μαθηκολώνη, για την εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες/εναγόμενοι με την παρούσα έφεση προσβάλλουν μέρος μόνο της πρωτόδικης απόφασης, ημερ. 30.5.2012, σύμφωνα με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας επεδίκασε εναντίον τους και υπέρ της εφεσίβλητης/ενάγουσας το ποσό των €24.300 ως ενοίκια δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Τόσον η αξιολόγηση, όσο και τα ευρήματα που διατυπώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αμφισβητούνται.
Για σκοπούς δε πληρότητας είναι σκόπιμο να παρατεθούν αυτούσια ως παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση:
«Οι Εναγόμενοι 1 και 2 αγόρασαν από την Ενάγουσα Εταιρεία το διαμέρισμα με αριθμό 104, στην πολυκατοικία «ELINA COURT», στο ακίνητο με αριθμό εγγραφής Δ.717, Φ/Σχ. XL 56.6 II, Τεμ.644, στην οδό Βαλδασερίδη και Αμφίσσης. Καταρτίστηκε, στις 15/09/1996, έγγραφη συμφωνία πώλησης, Τεκμήριο 1, και η τιμή πώλησης είχε καθοριστεί στις Λ.Κ.35.000-. Είχε συμφωνηθεί η καταβολή προκαταβολής ύψους Λ.Κ.5.000- και το υπόλοιπο των Λ.Κ.30.000- θα καταβαλλόταν με την παράδοση του διαμερίσματος. Δόθηκε η προκαταβολή ύψους Λ.Κ.5.000- και το υπόλοιπο καταβλήθηκε με την παράδοση του διαμερίσματος, το Νοέμβριο 1996. Η Ενάγουσα Εταιρεία είχε υποχρέωση να εκδώσει εγγυητικές συνολικού ύψους Λ.Κ.30.000- μέχρι και τη μεταβίβαση του διαμερίσματος, η οποία θα επιτυγχάνετο σε δύο χρόνια, δηλαδή το 1998, λόγω του ότι οι Εναγόμενοι είχαν λάβει δάνειο για την αγορά του διαμερίσματος και οι εγγυητικές ήταν η εξασφάλιση του δανείου τους, αφού δεν είχαν τίτλο ιδιοκτησίας του διαμερίσματος. Μέχρι και το 2000 δεν είχε μεταβιβαστεί το διαμέρισμα επ' ονόματι των Εναγομένων και έτσι κάλεσαν, με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 21/09/2000, την Ενάγουσα Εταιρεία στο Κτηματολόγιο να τους μεταβιβάσει το ακίνητο, στις 20/10/2000.
Η Ενάγουσα Εταιρεία δεν εμφανίστηκε στο Κτηματολόγιο στις 20/10/2000 και έτσι οι Εναγόμενοι 1 και 2, στις 28/11/2000 απευθύνθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου, η οποία είχε εκδώσει τις εγγυητικές επιστολές, για την εξαργύρωσή τους. Οι εγγυητικές έληξαν 13/11/2000. Η Τράπεζα εξέτασε το αίτημα των Εναγομένων 1 και 2, με σημείο αναφοράς το λεκτικό αυτών τούτων των εγγυητικών επιστολών και κατέληξε ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις εξαργύρωσής τους, αφού δεν είχε μεταβιβαστεί το διαμέρισμα επ' ονόματι των Εναγομένων 1 και 2 μέχρι τις 03/11/1997, όπως κατέγραφαν οι εγγυητικές και δεν είχε υποβληθεί αίτημα ανανέωσης των εγγυητικών μέχρι τις 28/11/2000. Εκδόθηκαν δύο επιταγές, ημερομηνίας 11/01/2001, ύψους Λ.Κ.15.000- έκαστη, από την Τράπεζα Κύπρου επ' ονόματι των Εναγομένων 1 και 2, οι οποίες κατατέθηκαν στο δάνειο που είχαν λάβει για την αγορά του συγκεκριμένου διαμερίσματος.
Παρά το γεγονός ότι ο διευθυντής της Ενάγουσας Εταιρείας γνώριζε από το 2000 για την εξαργύρωση των δύο εγγυητικών επιστολών, μέχρι και τις 15/06/2005 δεν έπραξε οτιδήποτε. Τη συγκεκριμένη ημερομηνία, με επιστολή του δικηγόρου του, ζήτησε την επιστροφή του διαμερίσματος και τερμάτισε τη σύμβαση. Οι Εναγόμενοι δήλωσαν έτοιμοι να καταβάλουν το ποσό των Λ.Κ.30.000- και αρνήθηκαν τον τερματισμό της σύμβασης, με την επιστολή του δικηγόρου τους, ημερομηνίας 01/07/2005. Όμως, η Ενάγουσα Εταιρεία λόγω του ότι μέχρι και την καταχώριση της αγωγής δεν είχε εκδώσει τίτλους ιδιοκτησίας, προτίμησε να προχωρήσει δικαστικά.»
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων και αφού το Δικαστήριο ανέλυσε τη νομική πτυχή θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετείτο η αξίωση της εφεσίβλητης για παράνομη κατοχή του επίδικου διαμερίσματος, αφού η σύμβαση των μερών ήταν σε ισχύ. Αναφορικά δε με την αξίωση των εφεσειόντων δυνάμει ανταπαίτησης για ειδική εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας έκρινε ότι αυτή δέον να επιτύχει και εξεδόθη διάταγμα υπέρ αυτών για ειδική εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας δυνάμει του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση), Ν. Κεφ.232, αναφορικά με το εν λόγω διαμέρισμα, «νοουμένου ότι οι εναγόμενοι (οι εφεσείοντες) θα εκπληρώσουν όλες τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς την ενάγουσα εταιρεία και θα της καταβάλουν το ποσό των ΛΚ30.000 ή το ισάξιο σε €51.258,04, με νόμιμο τόκο από σήμερα.»
Επανερχόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο επί της απαίτησης της εφεσίβλητης, έκρινε ότι η εφεσίβλητη δικαιούται σε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των €24.300, ως ενοίκια δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πλέον νόμιμο τόκο. Σημειώνεται ότι η ενοικιαστική αξία είχε συμφωνηθεί στο ποσό των €300 μηνιαίως.
Είναι αυτό το μέρος της απόφασης που προσβάλλεται δια τριών λόγων έφεσης, ότι δηλαδή έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο νομικά, αποφασίζοντας την καταβολή του ως άνω ποσού, ως ενοίκια δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού (πρώτος λόγος), ότι η απόφαση για επιδίκαση του πιο πάνω ποσού βρίσκεται σε αντίφαση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου πως η επίδικη συμφωνία βρισκόταν σε ισχύ και ότι οι εφεσείοντες είχαν νόμιμο δικαίωμα κατοχής του διαμερίσματος (δεύτερος λόγος), η δε ίδια η επιδίκαση του ποσού είναι λανθασμένη καθότι δεν είχε δικογραφηθεί τέτοια απαίτηση από την εφεσίβλητη (τρίτος λόγος).
Ως εκ της συνάφειας τους, οι 3 λόγοι θα εξετασθούν συνολικά.
Η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης περιλάμβανε αξίωση για παράδοση της κατοχής του εν λόγω διαμερίσματος, στη βάση παράνομης κατοχής, εφόσον οι εφεσείοντες «κατακρατούσαν, χωρίς κανένα συμβατικό δικαίωμα» το εν λόγω διαμέρισμα λόγω τερματισμού που προηγήθηκε. Εξ αυτού προέκυπτε και η αξίωση για αποζημιώσεις €300 μηνιαίως για αδικαιολόγητο πλουτισμό «των εναγομένων εις βάρος των εναγόντων για το χρόνο που διέρρευσε από την παράδοση της κατοχής του ειρημένου διαμερίσματος στους εναγομένους, ήτοι από ή περί το 1997 μέχρι τον τερματισμό της ως άνω συμφωνίας των μερών, ο οποίος έλαβε χώρα κατά ή περί την 4.7.2005».
Όμως αυτό τον «τερματισμό» το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία του, τον έκρινε άκυρο. Συνεπώς η κατοχή του διαμερίσματος από τους εφεσείοντες ήταν νόμιμη. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο επεδίκασε αποζημιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού από τον Ιούλιο του 2005 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης απόφασης (7.6.2011) ως το τέρμα, ενώ βεβαίως το παρακλητικό είχε ως τέρμα της διεκδίκησης την ημερομηνία τερματισμού. Η όλη συλλογιστική του Δικαστηρίου ήταν διαφορετική από τη δικογραφία.
Αναφέρει δε χαρακτηριστικά το Δικαστήριο (σελ.31) «η ενάγουσα εταιρεία (εφεσίβλητη) δεν δικαιούται στην έκδοση (διατάγματος) παράδοσης του συγκεκριμένου διαμερίσματος στην ιδία, αφού η σύμβαση μέχρι και σήμερα βρίσκεται εν ζωή και είναι ενεργή».
Και παρακάτω στη σελ.32: «οι εναγόμενοι (οι εφεσείοντες) είχαν νόμιμο δικαίωμα να παραμείνουν στο διαμέρισμα, σύμφωνα και με τους όρους της σύμβασης πώλησης».
Τα πιο πάνω ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκαν είτε με έφεση είτε με αντέφεση. Για την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει:
«Μέχρι και το 2008 η Ενάγουσα Εταιρεία δεν μπορούσε να μεταβιβάσει το ακίνητο, ενώ από το 1996 μέχρι το 2000 εκμεταλλευόταν τα λεφτά των Εναγομένων. Από την ημέρα που μπορούσε να το μεταβιβάσει, 31/01/2008, και οι Εναγόμενοι δεν της κατέβαλλαν το συμφωνηθέν ποσό των Λ.Κ.30.000-, θα πρέπει να της καταβάλουν το ενοίκιο, σύμφωνα με τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού».
Καταλήγει δε ότι οι εφεσείοντες θα πρέπει να καταβάλουν στην εφεσίβλητη «ενοίκια από τον Ιούλιο 2005 μέχρι σήμερα» (ποσό €24.300 ως ενοίκια).
Αφού εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις υπό το πρίσμα της πρωτόδικης απόφασης κρίνουμε πως οι εφεσείοντες έχουν δίκαιο και για τους τρεις λόγους έφεσης.
Κατ΄αρχάς, ούτε η ίδια η αξίωση όπως καταγραφόταν στην ΄Εκθεση Απαίτησης της εφεσίβλητης, δεν περιλαμβάνει απαίτηση δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ούτε και δικαιολογείται κάτι τέτοιο, στη βάση μιας σύμβασης που εξακολουθεί να ισχύει, σύμφωνα με την ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Όπως διαφαίνεται από τα πιο πάνω, εντελώς αντίθετη ήταν η δικογραφία που στήριζε την απαίτηση.
Περαιτέρω, με βάση τα πρωτόδικα ευρήματα δεν ήταν δυνατή η επιδίκαση αποζημιώσεων λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού οι σχέσεις των μερών καθορίζονταν από εν ζωή σύμβαση. Βάσει δε αυτής της σύμβασης κρίθηκε ότι δεν υπήρξε παραβίαση σχετικού όρου από τους εφεσείοντες. Εφόσον δε η κατοχή του διαμερίσματος ήταν νόμιμη, ήταν ασύμβατη η θεραπεία επιδίκασης αποζημιώσεων στη βάση της ενοικιαστικής αξίας του διαμερίσματος, όπως και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο ονόμαζε τις αποζημιώσεις. Εν πάση περιπτώσει, νομικά δεν χωρούσε αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ούτε η φύση της διαφοράς (συμβατική και όχι οιονεί συμβατική), ούτε ο σκοπός (αφού τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών καθορίστηκαν και δεν τίθετο θέμα αποκατάστασης ή εξαιρετικής περίπτωσης), έφερναν στο προσκήνιο θέμα αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Για τη φύση και το εύρος της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις υποθέσεις:
Σπ.Πολυκάρπου, ν. 1.Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.ά. (2011)1 Α.Α.Δ. 324, Π.Ιωάννου ν. A.Χαραλάμπους, (2012)1 Α.Α.Δ. 507, Ν.Θεοχαρίδης ν. Ι.Ιωάννου κ.ά. (2012)1 Α.Α.Δ.1311, ΑΡΧΙΠΠΕΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΛΤΔ κ.ά. και Δ.Κακαβού, πολ.εφ.278/10, 15.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:A683, Μελ.Αλκιβιάδη δια του πατρός και κηδεμόνος αυτής ΄Αλκη Αλκιβιάδη ν. The Philips College Ltd, πολ.έφ.310/11, 21.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A92.
Είναι χρήσιμο επίσης να επαναφέρουμε τα λόγια του Lord Wright στην παλαιά υπόθεση επί του θέματος Fibrosa Spolka Akcyjna v. Fairbairn Lawson Combe Barbour Ltd {1943} A.C. 32, 61.
'It is clear that any civilised system of law is bound to provide remedies for cases of what has been called unjust enrichment or unjust benefit, that is, to prevent a man from retaining the money of, or some benefit derived from, another which it is against conscience that he should keep. Such remedies in English law are generically different from remedies in contract or in tort, and are now recognised to fall within a third category of the common law which has been called quasi-contract or restitution»
Στην κρινόμενη περίπτωση δεν τίθετο θέμα αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τους λόγους που εξηγήσαμε.
Η έφεση επιτρέπεται. Το σχετικό μέρος της απόφασης, δηλαδή η επιδίκαση ποσού €24.300 ως ενοίκια υπέρ της εφεσίβλητης, δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόφασης, ακυρώνεται.
Νοείται ότι το υπόλοιπο μέρος της πρωτόδικης απόφασης παραμένει ως έχει.
Επιδικάζονται έξοδα έφεσης εκ €1.200 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.