ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. ΄Ελενα Ερωτοκρίτου, για Κ.Π. Ερωτοκρίτου amp;amp;amp; Σία, για την Εφεσείουσα. Χρύσω Λειβαδιώτου, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΛΠΙΔΑ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ν. ELVA MEDICAL IMPORTS LTD κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 289/2011, 4/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A166

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 289/2011)

 

4 Απριλίου, 2018

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΕΛΠΙΔΑ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

 

1.  ELVA MEDICAL IMPORTS LTD,

 2.  ΜΑΡΙΑΣ Χ" ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

 3.  ΕΡΡΙΚΟΥ Χ" ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

΄Ελενα Ερωτοκρίτου, για Κ.Π. Ερωτοκρίτου & Σία, για την Εφεσείουσα.

Χρύσω Λειβαδιώτου, για τους Εφεσίβλητους.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη 1 είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δια μετοχών, (η εταιρεία).  Κατά πάντα δε ουσιώδη χρόνο, διατηρούσε κατάστημα στην περιοχή Πλατύ, Αγλαντζιάς, στο οποίο διεξαγόταν λιανικό εμπόριο φαρμάκων και, γενικά, ειδών φαρμακείου.  Για τη διεκπεραίωση των ιατρικών συνταγών, εργοδοτούσε προσοντούχο φαρμακοποιό.  Από τον Ιανουάριο του 2007 και μετά, το καθήκον αυτό επιτελούσε ο εφεσίβλητος 3, σύζυγος της εφεσίβλητης 2∙ είχε αφυπηρετήσει πρόσφατα από το δημόσιο τομέα όπου εργαζόταν ως φαρμακοποιός.  ΄Ολες τις λοιπές εργασίες της εταιρείας, ως νομικής οντότητας, όπως και αυτές που αφορούσαν τη λειτουργία του φαρμακείου σε καθημερινή βάση διεκπεραίωναν, με την καταβολή μηνιαίου μισθού, η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη 2, ως βοηθοί φαρμακείου.  Αυτές οι δύο ήταν, συγχρόνως, οι μοναδικές μέτοχοι της, κατέχοντας το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιό της εξ ημισείας, ως και οι διευθύντριές της.  Γραμματέας της ήταν ο σύζυγος της εφεσείουσας, ο οποίος επαγγελλόταν το δικηγόρο.   

 

Η πιο πάνω κατάσταση, αναφορικά με την εταιρεία, ίσχυε από το Νοέμβριο του 1990, όταν αυτή άρχισε τη λειτουργία της, με πρωτοβουλία του εφεσίβλητου 3, και δημιούργησε το προαναφερθέν κατάστημα, φαρμακείο.  Η σχέση μεταξύ των προαναφερθέντων προσώπων ήταν, για πολλά χρόνια, αρμονική  και οι εργασίες της εταιρείας διεξάγονταν από την εφεσείουσα και την εφεσίβλητη 2 ομαλά και σε πνεύμα συνεργασίας.  Σε αυτό συνέβαλε, προφανώς, το γεγονός ότι τα εν λόγω πρόσωπα διατηρούσαν, μεταξύ τους, πολύ καλές οικογενειακές και φιλικές σχέσεις∙ ο εφεσίβλητος 3 ήταν πρώτος ξάδελφος της εφεσείουσας.  Η κατάσταση αυτή διάρκεσε μέχρι το τέλος του 2006.  Από τις αρχές του 2007 και μετά, άρχισαν να υπάρχουν προστριβές μεταξύ των δύο πλευρών.  Ως αποτέλεσμα αυτών, στις 11.9.2007, η εφεσείουσα εγκατέλειψε την εργασία της στο φαρμακείο της εταιρείας.

 

Η εφεσείουσα, θεωρώντας, προφανώς, ότι είχε παραβιαστεί η   σχέση εργασίας που η ίδια είχε με την εταιρεία, καταχώρισε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, αξιώνοντας από τους εφεσίβλητους, αδιακρίτως, αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.  Πρόβαλε ότι εξαναγκάστηκε, από αυτούς, να εγκαταλείψει την εργασία της.  Στο πλαίσιο τούτο, ισχυρίστηκε, συγκεκριμένα, ότι η εγκατάλειψη, ως άνω, της εργασίας της οφειλόταν στο γεγονός ότι ασκείτο ψυχολογική βία σε βάρος της, ειδικά, από τον εφεσίβλητο 3, καθημερινώς, με διάφορους τρόπους, και κατά τη διάρκεια μερικών μηνών, και, προς το τέλος, από την εφεσίβλητη 2.  Αιτία αποτέλεσε η άρνησή της να υποκύψει στην απαίτηση του εφεσίβλητου 3 να του μεταβιβάσει το μετοχικό κεφάλαιό της στην εταιρεία. 

 

Επί της ουσίας της διαφοράς, όπως αυτή περιγράφεται πιο πάνω, οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι επέδειξαν, έναντι της εφεσείουσας, την αποδιδόμενη σε αυτούς συμπεριφορά.  Επιπρόσθετα, υποστήριξαν ότι η εφεσείουσα δεν αποτελούσε εργοδοτούμενή τους και, ειδικά, της εταιρείας εντός της εννοίας του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, (Ν. 24/1967), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»).  Το πιο πάνω ζήτημα απασχόλησε, πρωτίστως, το εκδικάσαν Δικαστήριο, το οποίο, κατόπιν εξέτασης, δέχτηκε τη θέση, ανωτέρω, των εφεσιβλήτων, απορρίπτοντας, έτσι, την αίτηση της εφεσείουσας.  Η έφεση της τελευταίας στρέφεται, συγκεκριμένα, κατά της εν λόγω απόφασης, επιδιώκοντας την ανατροπή της. 

 

Το Δικαστήριο, πρωτόδικα, κατά την εξέταση του ερωτήματος κατά πόσο η εφεσείουσα ήταν εργοδοτούμενη της εταιρείας, επεσήμανε, αρχικά, τη θέση της, καθώς και τη θέση της εφεσίβλητης 2, στη δομή της εταιρείας.  Κατέληξε δε, συναφώς, ότι αυτές, ως οι μοναδικές μέτοχοι και διευθύντριές της, ασκούσαν όλες τις εξουσίες που έχει μια εταιρεία για να διεξάγει τις εργασίες της μέσω της γενικής συνέλευσης των μετόχων της και των συνεδριάσεων των διευθυντών της.  Οδηγήθηκε, έτσι, στο συμπέρασμα πως, εν πάση περιπτώσει, ήταν αναγκαία η θετική ψήφος και των δύο, ήτοι της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης 2, για τη λήψη αποφάσεων από την εταιρεία, ειδικά, στην απουσία οποιασδήποτε ρύθμισης στο Καταστατικό της, η οποία να έθετε τη διεύθυνσή της υπό την ευθύνη μόνο της μίας εκ των δύο.  ΄Οπως το έθεσε, με αναφορά στο ερώτημα, ανωτέρω, οι δύο μαζί «ασκούσαν εξουσίες που ταυτίζονταν με αυτές του εργοδότη», δηλαδή της εταιρείας. Δεδομένης της διαπίστωσης αυτής, γεννάται, εύλογα, το ερώτημα:  Εν τοιαύτη περιπτώσει, ποιες ενέργειες της εταιρείας οδήγησαν στον εξαναγκασμό της εφεσείουσας σε παραίτηση; αν, όντως, έτσι έχουν τα πράγματα, όπως είναι ο ισχυρισμός της.

 

Το εκδικάσαν Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πιο πάνω συλλογιστικής, κατέληξε ότι δεν ήταν δυνατό οποιαδήποτε από τις εν λόγω διαδίκους να απωλέσει την εργασία της στην εταιρεία. Δεν μπορούσε, δηλαδή, η εταιρεία, ενεργώντας μέσω της μίας μόνο από αυτές, να αποφασίσει την απόλυση της άλλης.  Η πιο πάνω θέση είναι νομικά ορθή, δεδομένης της αρχής ότι η διεύθυνση μιας εταιρείας ανατίθεται στο διοικητικό συμβούλιό της, το οποίο ενεργεί, κατά κανόνα, συλλογικά, εκτός όπου προβλέπεται διαφορετικά από το Καταστατικό της, (βλ. In re Haycraft Gold Reduction and Mining Company [1900] 2 Ch. 230).  Στη βάση, λοιπόν, ανωτέρω, και μόνο, το Δικαστήριο  συμπέρανε, συγχρόνως, ότι η εφεσείουσα «δεν ενέπιπτε στην έννοια του όρου 'εργοδοτούμενος' του άρθρου 2[1] του Νόμου».

 

 Η πιο πάνω διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, σε καμιά περίπτωση, δεν οδηγεί, κατά λογική συνέπεια, στο εν λόγω συμπέρασμά του. Αντίθετα, σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 2 του Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία μέτοχος σε ιδιωτική εταιρεία «εργάζεται στην εταιρεία αυτή», θεωρείται ως εργοδοτούμενός της, χωρίς άλλο.  Η εν λόγω πρόνοια, προφανώς, ακολουθεί την πρόνοια στο άρθρο 29(1)(β)[2] του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, στο οποίο λαμβάνεται ως δεδομένο ότι μέτοχος σε ιδιωτική εταιρεία μπορεί να «βρίσκεται στην υπηρεσία της».  Στην προκειμένη περίπτωση, προς συμμόρφωση με το άρθρο αυτό γίνεται ανάλογη πρόβλεψη στο άρθρο 1 του Καταστατικού της εταιρείας.   Επομένως, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα, ανωτέρω, που είχε να δώσει το Δικαστήριο έπρεπε να ήταν καταφατική∙ η εφεσείουσα ήταν εργοδοτούμενη της εταιρείας.  Τέτοια σχέση, υπό περιστάσεις όπως οι παρούσες, είναι επιτρεπτή σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, (βλ. Lee's Air Farming Ltd [1960] 3 All E.R. 420 (P.C)).  ΄Αλλωστε, αυτή ήταν και η δική του διαπίστωση, αφού, σύμφωνα με τα ευρήματά του, η εφεσείουσα ήταν στην υπηρεσία της εταιρείας ως βοηθός φαρμακείου και λάμβανε μισθό επί μηνιαίας βάσης, όπως και δέκατο τρίτο μισθό.  Συνακόλουθα, η απόφασή του σε σχέση με την πιο πάνω κεντρική πτυχή της υπόθεσης δεν είναι ορθή.  Εντούτοις, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, η έφεση δεν είναι δυνατό να επιτύχει.

 

Το θέμα, το οποίο, στην πραγματικότητα, έπρεπε να απασχολήσει το Δικαστήριο, πρωτόδικα, δεν αφορούσε στη δικαιοδοσία του∙ η εφεσείουσα ήταν εργοδοτούμενη της εταιρείας. Το ζητούμενο έπρεπε να ήταν κατά πόσο η ίδια μπορούσε να απολυθεί από αυτήν, δεδομένης της εταιρικής δομής της, όπως τούτη περιγράφεται πιο πάνω, με αναφορά στη διαπίστωση, σχετικά, του ιδίου του Δικαστηρίου.   Μια εταιρεία, ως πλάσμα νόμου, ενεργεί διά των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων της, όπως προβλέπεται στο καταστατικό της.  Κατά κανόνα, αυτοί είναι οι διευθυντές της, οι οποίοι, προς τον πιο πάνω σκοπό, ενεργούν συλλογικά, ως σώμα (άρθρο 80 του Πίνακα Α του Κεφ. 113, τον οποίο η εταιρεία υιοθέτησε ως μέρος του Καταστατικού της)∙ ουδείς δύναται να ενεργεί από μόνος του ως αντιπρόσωπός της, (βλ. Pennington's Company Law, 5η Έκδοση, σελίδα 141).  Η εξουσία αυτή, εφόσον υπάρχει ανάλογη πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας, δυνατό να ανατίθεται σε έναν από τους διευθυντές της ή, ακόμα, και σε κάποιο τρίτο πρόσωπο.  Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο δε διαπίστωσε την ύπαρξη οποιασδήποτε πρόνοιας στο Καταστατικό της εταιρείας, με βάση την οποία εξουσιοδοτείτο ο εφεσίβλητος 3 να ενεργεί, είτε γενικά είτε ειδικά, προς το σκοπό άσκησης οποιασδήποτε από τις εξουσίες της. Το πρόσωπο αυτό, όπως διαπιστώνεται από τα γεγονότα, ενεργούσε, απλώς, ως εργοδοτούμενός της.

 

Την ίδια, ακριβώς, σχέση με την εταιρεία είχε και η εφεσίβλητη 2, η οποία, όμως, κατείχε, συγχρόνως, σε αυτήν, και τις ιδιότητες  που έχουν προαναφερθεί.  Εντούτοις, το Δικαστήριο ούτε σε σχέση με την εφεσίβλητη 2 διαπίστωσε αυτή να μπορούσε να ασκεί, από μόνη της, οποιαδήποτε εξουσία, ως προς τη διεύθυνση της εταιρείας και, δη, τέτοια, η οποία να της παρείχε τη δυνατότητα να προβεί στον τερματισμό της σχέσης εργασίας της εφεσείουσας με την εταιρεία.  Εν ολίγοις, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων 2 και 3 ουδόλως μπορεί να αποδοθεί στην εταιρεία, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή εξανάγκασε την εφεσείουσα σε παραίτηση από την υπηρεσία της. 

 

Οι ιδιαίτερες συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, όπως αυτές παρατίθενται πιο πάνω, βασικά, παραπέμπουν στην ύπαρξη, μάλλον, μιας οιονεί συνεταιρικής, (quasi partnership), σχέσης, η οποία υφίστατο μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης 2, υπό την κάλυψη του εταιρικού πέπλου.  ΄Ηταν δε στο πλαίσιο αυτό που προέκυψε η διαφορά μεταξύ των προαναφερθέντων δύο προσώπων, συνεπικουρουμένων, η κάθε μια, από το σύζυγό της, όσον αφορά την απαίτηση για εγκατάλειψη από την εφεσείουσα, προς όφελος του εφεσίβλητου 3, του συμφέροντός της στις μετοχές που αυτή κατέχει στην εταιρεία.  Τέτοια διαφορά επιλύεται στο πλαίσιο του εταιρικού δικαίου, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, και με βάση τη σχετική νομολογία.

 

Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών είχε καθ' ύλην δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπό αναφορά αίτησης της εφεσείουσας.  Δεν μπορούσε, όμως, στην πραγματικότητα, να οδηγηθεί σε απόφαση ότι η εφεσείουσα εξαναγκάστηκε σε απόλυση από την εταιρεία, δεδομένης της εταιρικής δομής της τελευταίας.  Η κατάληξη αυτή είναι η ίδια με την κατάληξη στην οποία οδηγήθηκε  το εκδικάσαν Δικαστήριο όσον αφορά την τύχη της αίτησης της εφεσείουσας, στη βάση, όμως, εντελώς διαφορετικού νομικού πλαισίου, ήτοι αυτού που έχει προαναφερθεί, ώστε η πρωτόδικη απόφαση να κρίνεται, εν τέλει, λανθασμένη.  Το παρόν Δικαστήριο, παρά την απουσία σχετικού λόγου έφεσης, βασιζόμενο στα ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου και στις εφαρμοζόμενες, ως άνω, αρχές δικαίου και ασκώντας την εξουσία του δυνάμει του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί, καταλήγει στην απόφαση ότι η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Επομένως, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €2.000,00, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.                 

 

               

 

 

 

 

                                                             Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

 

                                                             Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] «'εργοδοτούμενος' σημαίνει πρόσωπον εργαζόμενον δι' έτερον πρόσωπον είτε δυνάμει συμβάσεως εργασίας ή μαθητείας είτε υπό τοιαύτας περιστάσεις εκ των οποίων δύναται να συναχθή η ύπαρξις σχέσεως εργοδότου και εργοδοτουμένου, ...

 

   Νοείται ότι ο όρος 'εργοδοτούμενος' περιλαμβάνει και κάθε πρόσωπο το οποίο είναι μέτοχος σε ιδιωτική εταιρεία, όπως ο όρος αυτός καθορίζεται στον περί Εταιρειών Νόμο, και εργάζεται στην εταιρεία αυτή, όχι όμως με βάση σύμβαση εργασίας ή κάτω από περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου.»

 

[2] «29. - (1)  Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού η έκφραση 'ιδιωτική εταιρεία' σημαίνει εταιρεία που με το καταστατικό της -

 

(α)  ................................................................................................................................................................

 

(β)  περιορίζει τον αριθμό των μελών της σε πενήντα, χωρίς να περιλαμβάνονται πρόσωπα που βρίσκονται στην υπηρεσία της εταιρείας, και πρόσωπα τα οποία ήταν προηγουμένως στην υπηρεσία της εταιρείας και ενώ ήταν στην υπηρεσία της εξακολούθησαν μετά τον τερματισμό της υπηρεσίας εκείνης να είναι μέλη της εταιρείας∙ ...»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο