ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D152
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 21/2018)
3 Απριλίου, 2018.
[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στής]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964 ΩΣ
ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΔΙ' ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙ' ΕΚΔΟΣΙΝ
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
ΥΠ.' ΑΡ. 1589/2016 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6/3/2018
------
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΙΣ υπό του Μιχάλη Κωνσταντίνου, Αιτητού
-------
Χ. Τριανταφυλλίδης με Σ. Χριστοδούλου για τον αιτητή
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Με την υπό εξέταση αίτηση, ο αιτητής εξαιτείται άδεια για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για τη μετακίνηση και/ή μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο προς το σκοπό ακύρωσης της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομ. 6/3/2018 στην Ποινική Υπόθεση υπ.' αρ. 1589/16.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί από πλευράς αιτητή με την έκθεση και ένορκη δήλωση του που συνοδεύουν την παρούσα αίτηση, είχε καταχωρηθεί από πλευράς του η Ποινική Υπόθεση 1589/16 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της Ισαβέλλας Κωνσταντίνου, που αφορούσε στο αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του Άρθρου 305 Α(1) του Ποινικού Κώδικα. Στις 15/9/16 η κατηγορούμενη παραδέχθηκε ενοχή και στις 6/2/2018 το Δικαστήριο την καταδίκασε στην ποινή φυλάκισης των πέντε μηνών την οποία όμως ανέστειλε για περίοδο τριών ετών εφόσον έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(1) του Νόμου 33(Ι)/05 ως μητέρα ενός ανήλικου τέκνου ηλικίας κάτω των τριών ετών.
Είναι εισήγηση του αιτητή ότι το Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας και η απόφαση του είναι άνευ νομοθετικού ερείσματος με αποτέλεσμα την ύπαρξη λάθους επί του κειμένου και/ή λεκτικού της απόφασης. Με την απόφαση του αυτή παραβιάστηκαν περαιτέρω τα συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή εφόσον η απόφαση στην οποία δικαιούτο ενόψει της καταγγελίας του δεν συνάδει με τον Νόμο.
Κατά την ακρόαση της υπό κρίση αίτησης ο δικηγόρος του αιτητή τόνισε στην αγόρευση του το δικαιολογημένο της αίτησης υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα που εγείρεται είναι εξαιρετικής σημασίας και δεν πρόκειται για λανθασμένη απόφαση αλλά περί παράνομης απόφασης του Δικαστηρίου.
Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση.» Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. (Βλ. Αίτηση του Dmytro Firtash (2013) 1 (Γ) AAΔ.2491, και Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.α. (2012) 1 (Α) ΑΑΔ 878).
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Aίτηση του Σάββα Ιωάννη Κασπαρή (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2476 και Αίτηση Μarewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 AAΔ.116).
Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, Κεφ. 4, σελ. 127-128 αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με ένταλμα της φύσης certiorari δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις. Δεν είναι αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας. Όταν όμως, πάντοτε εκ πρώτης όψεως, η διαδικασία είναι κανονική και το κατώτερο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για certiorari δεν θα εκδώσει σχετικό διάταγμα επειδή το Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο. Όπως αποφασίστηκε επίσης στην Αίτηση Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ. (αρ. 3) (1996) 1(Β) ΑΑΔ 1066 το ένταλμα certiorari δεν αποτελεί υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε ενεργεί ως έφεση υπό μεταμφίεση και ούτε ως μέσο επανακρόασης των ιδίων ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο δικαστήριο.
Από την Κυπριακή νομολογία προκύπτει ότι εντάλματα της φύσης certiorari μπορούν να εκδοθούν σε περίπτωση όπου παρίσταται ανάγκη διόρθωσης νομικού σφάλματος ή αντικανονικότητας της διαδικασίας που είναι καταφανή από τα πρακτικά (βλ. Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα Πέτρου Αρτέμη, παραγ. 4.23, σελ. 125 και R. V. Northumberland Compensation Appeal Tribunal - Ex parte Shaw (1952) 1 All. E.R. 122). Η έννοια του πρακτικού υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση R. ν. Preston, Supplementary Benefits Appeal Tribunal, Ex. Parte Moore (1975) 2 All E.R. 807, όπου στη σελ. 810 αναφέρονται τα εξής:
"The two cases before us arise out of applications for an order of certiorari. They are brought under the established power of the High Court to supervise inferior tribunals. The High Court can quash any decision of an inferior tribunal for error of law which appears on the face of the record. The 'record' is generously interpreted so as to cover all the documents in the case. An 'error of law' is also interpreted generously so as to include a wrong interpretation of an act or a wrong application of it to the facts of the case."
Ο όρος «πρακτικό» (record) σημαίνει κατά κανόνα το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και οτιδήποτε άλλο που με ρητή αναφορά ενσωματώνεται σε αυτό βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδ. παραγρ. 84, σελ. 107 και Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Πέτρου Αρτέμη, παραγρ. 4.30, σελ. 129). Το νομικό σφάλμα πρέπει να είναι έκδηλο στο πρακτικό και το πρακτικό, χωρίς προσθήκες ή ένορκες δηλώσεις, είναι η ελεγχόμενη απόφαση.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του μετά την παράθεση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του και των αρχών που εφαρμόζονται κατά την επιβολή ποινής, έκρινε ότι αρμόζουσα ποινή στην περίπτωση της κατηγορούμενης ήταν αυτή της φυλάκισης γι' αυτό και της επέβαλε την ποινή φυλάκισης των πέντε μηνών. Αμέσως μετά βασιζόμενο στις πρόνοιες του Άρθρου 3(1) του περί της Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Ύποπτων Μητέρων Νόμου του 2005 (Ν.33(1)/2005) κατέληξε ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αναστείλει τη ποινή φυλάκισης, όπως και έπραξε.
Παραθέτω αυτούσιο το Άρθρο 3(1).
«3.(1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, όπου σε νόμο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας για οποιοδήποτε αδίκημα, η εν λόγω ποινή δεν επιβάλλεται σε μητέρα, αν δε συντρέχουν στη δεδομένη περίπτωση όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α)Το αδίκημα είναι κακούργημα ή είναι πλημμέλημα το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης,
(β)το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση βίας κατά του ατόμου και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης το δικαστήριο κρίνει ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία, και
(γ) το δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι δεδομένου του άμεσου ή και συνεχιζόμενου κινδύνου που η μητέρα αποτελεί για την κοινωνία, είναι ανεπαρκής για την προστασία της κοινωνίας, κάθε άλλη ποινή, κύρωση, ή μέτρο που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει για το αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης της προσφοράς κοινοτικής εργασίας, και δε δικαιολογείται επίσης η έκδοση διατάγματος αναστολής ποινής φυλάκισης κατά τα διαλαμβανόμενα σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο.»
Παραθέτω επίσης αυτούσιο το μέρος της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου που κατ' ισχυρισμό συνιστά νομικό σφάλμα:
«Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου αλλά και την ερμηνεία του όρου «ποινή στερητική της ελευθερίας» στον υπό αναφορά Νόμο, καθίσταται πρόδηλο ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει και να επιβάλει άμεση ποινή φυλάκισης σε μητέρα ανήλικου τέκνου κάτω των τριών ετών, εκτός αν όλες οι πιο πάνω προϋποθέσεις πληρούνται, χωρίς ο Νόμος να αποκλείει την επιβολή ποινής φυλάκισης με αναστολή εκτέλεσή της σε τέτοιο πρόσωπο. Στην προκειμένη περίπτωση είναι πρόδηλο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Νόμου για να μπορεί το Δικαστήριο να επιβάλει άμεση ποινή φυλάκισης στην κατηγορούμενη, εφόσον τα αδικήματα δεν διαπράχθηκαν με τη χρήση βίας και δεν υποβλήθηκε εισήγηση ότι η κατηγορούμενη αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία.
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αναστείλει την ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην κατηγορούμενη. Συνακόλουθα η ποινή φυλάκισης αναστέλλεται για περίοδο τριών (3) ετών από σήμερα.»
Εξέτασα με μεγάλη προσοχή τα όσα ανέφερε ενώπιον μου ο δικηγόρος του αιτητή στην αγόρευση του προς υποστήριξη της αίτησης υπό το φως των νομικών αρχών που εφαρμόζονται σε αιτήσεις για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσης certiorari. Όπως είναι γνωστό στο στάδιο αυτό εξετάζεται μόνο κατά πόσο υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση επί των θέσεων του αιτητή.
Διαπιστώνεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση της απόφασης του Δικαστηρίου και του λόγου για τον οποίο ο αιτητής ζητά την ακύρωση της.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 3(1) του Νόμου 33(Ι)/2005 αυτό τυγχάνει εφαρμογής κατά το στάδιο εξέτασης του είδους της ποινής που πρόκειται να επιβληθεί σε μια κατηγορούμενη μητέρα που αντιμετωπίζει αδίκημα, για το οποίο προνοείται ποινή φυλάκισης, και όχι εκ των υστέρων, όπως έπραξε στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο. Από την άλλη δεν υπάρχει οτιδήποτε στο Άρθρο 3(1) που να κατατείνει στην ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο στον όρο «ποινή στερητική της ελευθερίας» ότι δηλαδή αφορά σε άμεση ποινή φυλάκισης, με αποτέλεσμα να προχωρήσει στη συνέχεια να θεωρήσει ότι δεν είχε επιλογή από του να αναστείλει την ποινή.
Η διαπίστωση όμως ότι εγείρεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση δεν είναι αρκετή προκειμένου να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια. Θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατά πόσο παρέχεται η δυνατότητα στον Αιτητή να προσβάλει την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου με την οποία επεβλήθη στην κατηγορούμενη ποινή φυλάκισης με αναστολή με άλλα ένδικα μέσα δηλαδή με έφεση (βλ. Αίτηση Άνθιμου (1991) 1 ΑΑΔ 41).
Ο δικηγόρος του αιτητή στην προφορική αγόρευση του, υπέβαλε ότι στην παρούσα περίπτωση προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης και όχι η ορθότητα της για να τίθεται θέμα έφεσης και ότι το Δικαστήριο ενήργησε σαφώς καθ' υπέρβαση εξουσιών με το να επιβάλει κατ' αρχάς ποινή φυλάκισης και στη συνέχεια να θεωρήσει ότι δεν είχε άλλη επιλογή από του να την αναστείλει.
Στην παρούσα υπόθεση η ποινή έχει επιβληθεί από αρμόδιο Δικαστήριο κατά νόμο που ασκεί την εξουσία του σύμφωνα σύμφωνα με το καθορισμένο δικονομικό δίκαιο (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 123 και 125 και Αίτηση Ρίκκου Ερωτοκρίτου, Πολιτική Έφεση 161/17 ημ. 25/10/17).
Η ορθότητα της ποινής που ουσιαστικά αυτή προσβάλλεται με την παρούσα αίτηση, μπορεί να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά με το ένδικο μέσο της έφεσης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60). Στην υπόθεση Γεώργιου ν. Σαμαρά (Αρ. 1) (1995) 1 ΑΑΔ 114 τονίστηκε ότι δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στην άσκηση έφεσης από ιδιώτη κατήγορο εναντίον της ποινής που επιβάλλεται από Επαρχιακό Δικαστήριο για οποιοδήποτε λόγο.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης δεν εντοπίζεται οτιδήποτε που να καταδεικνύει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ώστε να δικαιολογείται παρέκκλιση από τον κανόνα που τέθηκε από την πιο πάνω νομολογία.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.