ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A151
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 181/2010)
3 Απριλίου, 2018
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσείων
και
1. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
2. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ) ΛΤΔ
Εφεσίβλητες
_ _ _ _ _ _
Π.Αγγελίδης, για τον εφεσείοντα
Μ.Κωνσταντίνου, (κα), για τις εφεσίβλητες
_ _ _ _ _ _
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να αποδεχθεί την αξίωση της εφεσίβλητης 1 τράπεζας (ως ενάγουσας) εναντίον του εφεσείοντα (ως εναγόμενου) για το ποσό των €166.243,48, με τόκο 9% επί €143.947,43 από 1.10.02 μέχρι εξόφλησης, όπως επίσης και η έκδοση διατάγματος για την πώληση αξιών ως αυτές καταγράφονται, με παράλληλη απόρριψη της ανταπαίτησης του τελευταίου, έναντι και των δύο εφεσιβλήτων, ως εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων, οδήγησε στην καταχώρηση της υπό κρίση έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα κυρίως εκ των κατατεθέντων εγγράφων, τεκμηρίων 1-4, δέχθηκε τη μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά της εφεσίβλητης, δηλαδή τους Μ.Ε. Γ.Γρουτίδη, Γ.Καραγιώργη, Μ.Κουμέρα, Σ.Σεργίδη, Χρ.Χαϊλή, Στ.Νικολάου, Μ.Κλάππα, Δ.Καλογήρου και Ν.Χ΄Μάρκου. Εν αντιθέσει, δεν αποδέχτηκε την ίδια τη μαρτυρία του εφεσείοντα καθώς και του μάρτυρα που παρουσίασε, του Α.Πατσαλίδη.
Η απόφαση πλήττεται με 11 μακροσκελείς λόγους έφεσης των οποίων τα κύρια σημεία μπορούν να συνοψισθούν εντασσόμενα σε τέσσερις ενότητες, ως εξής:
(α) Η αγωγή έγινε δεκτή για άλλους λόγους από τους προβαλλόμενους προς στοιχειοθέτηση της απαίτησης και συνετελέσθη λανθασμένη αξιολόγηση ως προς την έννομη σχέση των δύο πλευρών. (1oς και 2ος λόγος) Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη ότι ο εφεσείων υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο διόρισε την Ελληνική Τράπεζα Επενδύσεις Λτδ ως αντιπροσώπους του και όπως για λογαριασμό του θέσουν κάτω από τον έλεγχο και διαχείριση τους το επενδυτικό του σχέδιο σε κινητές αξίες στο ΧΑΚ. Παραπονείται δηλαδή ο εφεσείων ότι λανθασμένα δεν λήφθηκε υπόψη η σχέση εμπιστευματοδόχου που καταμαρτυρείται ιδιαίτερα με τα τεκμήρια. (7ος λόγος). Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς να λάβει υπόψη τις υπερασπίσεις του εφεσείοντα αποδέχθηκε την απαίτηση της εφεσίβλητης τράπεζας και απέρριψε την ανταπαίτηση. Αυτό έγινε κατά τη θέση του εφεσείοντα χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, αφού δεν εξέδωσε απόφαση στην ανταπαίτηση του εφεσείοντα «ο οποίος δεν ήταν in pari delicto με τους ενάγοντες όσον αφορά την παράνομη σύμβαση». Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε την παράβαση του καθήκοντος πίστης που οι ενάγοντες και ή οι εναγόμενοι 2 στην ανταγωγή είχαν έναντι του εφεσείοντα. (9ος και 11ος λόγος)
(β) Λανθασμένη πρωτόδικη αντίληψη ως προς το θέμα των εγκυκλίων και λανθασμένη προσέγγιση εν γένει επί του θέματος. (κυρίως στη σελίδα 40 της πρωτόδικης απόφασης). Λανθασμένη αντίληψη του πρωτόδικου δικαστηρίου και ως προς την παρανομία που εμπεριείχε κυρίως παραβίαση της εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας ημερ. 15.3.2000 από την εφεσίβλητη. Γίνεται επίσης ειδική αναφορά στην εγκύκλιο 24.11.1999 (3ος, 4ος, 6ος και 8ος λόγος).
(γ) Λανθασμένη αντίληψη άλλων δικαστικών (πρωτόδικων) αποφάσεων. Ιδιαίτερα, κατακρίνεται η προσπάθεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εντάξει την υπόθεση του εφεσείοντα στο πλαίσιο άλλων πρωτοδίκων αποφάσεων. (Λαϊκή ν. Κούλλουρου αρ.αγωγής 6559/12, 18.1.2018, απόφαση Ναθαναήλ, Π.Ε.Δ., όπως ήταν τότε και Ελληνική Τράπεζα ν. Πατσαλίδη, αρ.αγωγής 6975/03, 13.3.09, απόφαση Δ.Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ., όπως ήταν τότε). (5ος λόγος).
(δ) Ομοίως πλήττεται ως λανθασμένη η ερμηνεία που εδόθη πρωτοδίκως στην άρνηση της εφεσίβλητης να εκτελέσει τη γραπτή εντολή του εφεσείοντα για αποδοχή της δημόσιας πρότασης της Sharelink προς τους μετόχους της Κύκνος. (10ος λόγος έφεσης).
Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία που έκρινε αξιόπιστη ως άνω διατύπωσε το εύρημα πως για τη διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων εντολές έδιδε μόνο ο εφεσείων και ότι οι χρηματιστηριακές πράξεις για τις οποίες γίνεται αναφορά σε κατατεθέντα τεκμήρια τω όντι διενεργήθηκαν με εντολές του εφεσείοντα. Ομοίως αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ενημερώθηκε για το γεγονός ότι ο λογαριασμός του παρουσίαζε υπέρβαση, (βλ. επιστολές τεκμ.12 και 13), πλην όμως ο ίδιος δεν συνεμορφώθη και δεν αμφισβήτησε το χρέος του.
Σε συνάρτηση με τις εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα που πρωτοδίκως προωθήθηκαν ως προς τις ευθύνες που αυτός επέρριπτε στην εφεσίβλητη τράπεζα και στην εξ ανταπαιτήσεως εναγομένη 2 - εφεσίβλητη 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η τελευταία δεν ευθύνεται επειδή δεν παρακολουθούσε και δεν διαχειριζόταν το λογαριασμό του εφεσείοντα. Το πληρεξούσιο έγγραφο - τεκμήριο 2, το οποίο βεβαίως ο εφεσείων υπέγραψε, ρητά καθορίζει ποίες πράξεις εξουσιοδοτείται η εφεσίβλητη 2 να διενεργεί για λογαριασμό του. Σε κανένα από τα εν λόγω έγγραφα που κατατέθηκαν δεν διαπιστώνεται η υποχρέωση όπως την εξέλαβε η πλευρά του εφεσείοντα. Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί πως στο πληρεξούσιο γίνεται αναφορά στο σχέδιο Investor account της Ελληνικής Τράπεζας Λτδ και ότι είναι σε σχέση με αυτό που δίδεται η πιο πάνω εξουσιοδότηση. Στους όρους του εν λόγω σχεδίου αναφέρεται ότι όλες οι συναλλαγές του σχεδίου θα γίνονται κατόπιν εντολής του investor, δηλαδή του εφεσείοντα. Υποδεικνύεται ακόμη ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του εφεσείοντα δημιουργήθηκε συνεπεία των εντολών του τελευταίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια προβαίνει σε ανάλυση των σχετικών εγκυκλίων, θέμα που θα μας απασχολήσει ως προς τους σχετικούς λόγους έφεσης.
Το κύριο ζητούμενο που καθορίζει ουσιωδώς τα πράγματα είναι ο καθορισμός της έννομης σχέσης των διαδίκων. Ο κ.Αγγελίδης έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ότι η σχέση τραπεζίτη-πελάτη έχει, άνευ ετέρου, το χαρακτηριστικό της σχέσης εμπιστοσύνης που καθιστά τον τραπεζίτη υπόλογο για αμέλεια, εάν δεν συμβουλεύσει ανάλογα τον πελάτη, να αποφύγει κινδύνους, όπως εν προκειμένω, για αγορές-επενδύσεις αξιών ή μετοχών. Μάλιστα ο κ.Αγγελίδης μας κάλεσε να αποστούμε από τη νομολογία μας που μέχρι σήμερα δεν «υποστήριξε» αυτή τη θέση, κατ΄αντίθεση με την αγγλική, παραπέμποντας προς τούτο κυρίως στις Lloyds Bank Ltd v. Bundy (1974) EWCA Civ 8 (30 July 1974), Rubenstein v. HSBC Bank Plc (2012) EWCA Civ 1184 (12 September 2012).
Στη συνήθη σχέση πελάτη-τράπεζας, κατ΄αρχάς η τράπεζα δεν έχει καθήκον να συμβουλεύσει τον πελάτη για το συνετό ή μη της επένδυσης για την οποία ζητά δάνειο, εκτός αν ο πελάτης ζητήσει συμβουλή και η τράπεζα αποδεχθεί να δώσει τέτοια συμβουλή, έστω χαριστικά, ή αν υπάρχει κάποια ειδική ρύθμιση (Banbury v Bank of Montreal [1918] 1 A.C. 626).
Στην υπόθεση Rubenstein τέτοια συμβουλή ζητήθηκε από τον πελάτη της τράπεζας και δόθηκε από την τράπεζα, όχι απλώς πληροφορία αλλά συμβουλή σε σχέση με την σκοπούμενη επένδυση και ο πελάτης βασίστηκε πάνω στη συμβουλή της τράπεζας. Ενώ στην περίπτωση της υπόθεσης Lloyds Bank κρίθηκε ότι υπό το φως των ιδιαίτερων γεγονότων είχε δημιουργηθεί σχέση εμπιστοσύνης (fiduciary relationship) μεταξύ της τράπεζας και του πελάτη τέτοια, ώστε να έπρεπε το Δικαστήριο να επέμβει και να μην επιτρέψει κατάχρηση αυτής της σχέσης στα πλαίσια αθέμιτης επιρροής (undue influence).
Με όλο το σεβασμό, η κυπριακή νομολογία δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την αγγλική. Η σχέση εμπιστοσύνης και ή στοιχειοθέτηση ad hoc ευθύνης για αμέλεια αναφορικά με παραβίαση καθήκοντος επιμέλειας δεν κρίνεται in abstracto. Υπάρχουν οι συμφωνίες που καθορίζουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών. Ανάλογα και πρωτίστως σε συνάρτηση με το περιεχόμενο τους κρίνονται και οι επιμέρους πράξεις. Είναι ζήτημα περιστάσεων, γεγονότων και των εκάστοτε συμφωνιών ή διευθετήσεων μεταξύ τους.
Εν προκειμένω, όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, δεν υπήρχε ο,τιδήποτε στις επίδικες συμφωνίες που θα καθιστούσε τις εφεσίβλητες ή οποιανδήποτε εξ αυτών υπεύθυνες για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα, αφού σαφώς προέκυπτε ότι απλώς εκτελούσαν τις εντολές του. Ακόμη και στη πράξη και στην εξέλιξη της συνεργασίας αυτό διεφάνη ότι γινόταν.
΄Εχουμε δε προς το σκοπό, εξονυχιστικά εξετάσει τα συναφή έγγραφα που κατατέθησαν ως τεκμήρια και απασχόλησαν την πρωτόδικη διαδικασία. Δεν προκύπτει ο,τιδήποτε από τις έγγραφες συμφωνίες, που να παραπέμπει σε δημιουργία έννομης σχέσης μεταξύ των διαδίκων με βάση την οποία, οι εφεσίβλητες ή οποιαδήποτε εξ αυτών, είχαν ευθύνη πέραν από διεκπεραιωτές των εντολών του εφεσείοντα. Ουδέποτε ανελήφθη ευθύνη διαχείρισης του λογαριασμού του, με διακριτική ευχέρεια δράσης, ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε στην πράξη καταγραφή ενέργειας των εφεσιβλήτων με τρόπο που θα μπορούσε να εκληφθεί ότι «λειτουργούσαν» ως εμπιστευματοδόχοι. Η εφεσίβλητη 2 εκτελούσε απλώς ή διεκπεραίωνε τις εντολές του εφεσείοντα. ΄Ηταν με βάση τα σχετικά έγγραφα, πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι του. Οι μετοχές δε που αγοράζονταν, ενεχυριάζονταν προς όφελος της εφεσίβλητης 1, η οποία είχε ακριβώς αυτή την ιδιότητα (των ενεχυριούχων δανειστών).
Θεωρούμε ότι σχεδόν ολόκληρο το φάσμα της έφεσης, όπως διαγράφεται επιμέρους και στην ολότητα του, έχει απαντηθεί - με δεσμευτικό τρόπο - από τη νομολογία μας. Σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων, όπου είχαν προκύψει παρόμοια ή και ταυτόσημα θέματα, αφορώντα έννομες σχέσεις, ως οι κρινόμενες, διατυπώθηκαν αρχές που δεσμεύουν, με αρχικό πυρήνα τις Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010)1Β Α.Α.Δ. 1131, 2010 και Καλλικά ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1238.
Αν και η εκκαλούμενη απόφαση εξεδόθη στις 30.4.2010 - πριν την έκδοση των δύο πιο πάνω αποφάσεων - είναι σε σύμπνοια με το περιεχόμενο τους.
Στην υπόθεση Γ.Κουλλαπή ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, 13.11.2015 επί παρομοίων εισηγήσεων το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
"Φαίνεται ότι κύριος άξονας για προώθηση της πιο πάνω ομάδας λόγων έφεσης, είναι ο λόγος έφεσης 27, με τον οποίο ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι με την επίδικη συμφωνία δημιουργείται σχέση δανειστή-χρεώστη και όχι μια συμφωνία επενδυτικού λογαριασμού η οποία καθιστά τους Εφεσίβλητους καταπιστευματοδόχους ή αντιπροσώπους του Εφεσείοντος, με αποτέλεσμα να υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών και κατ' επέκταση υποχρεώσεις από πλευράς Εφεσιβλήτων προς τον Εφεσείοντα. Ο Εφεσείοντας επιδιώκει να ανατρέψει τα πρωτόδικα ευρήματα για να εδραιώσει σχέση εμπιστοσύνης με τους Εφεσίβλητους για να τους αποδώσει στη συνέχεια αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο, εκείνο που έχει καθοριστική σημασία είναι η ξεκάθαρη και σαφής διατύπωση της πρόθεσης των μερών, όπως αυτή διατυπώνεται στους όρους της σύμβασης. Ορθά, κατά την άποψή μας, επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο ότι αυτά που πιθανόν να είχε στο μυαλό του ή αντιλήφθηκε ο Εφεσείων, ο οποίος ας σημειωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν τραπεζικός υπάλληλος, δεν του επιτρέπουν να τα προβάλλει ως όρους που διέπουν τη συμφωνία, όταν ο ίδιος, θέτοντας την υπογραφή του στην επίδικη συμφωνία, όχι μόνο αποποιήθηκε τέτοια θέματα, αλλά και αποδέχθηκε εντελώς αντίθετους όρους, όπως για παράδειγμα τον όρο 9 του σχεδίου «Εθνοεπενδυτής» (Τεκμήριο 1), με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι:-
«9. Η βασική διαχείριση και διεκπεραίωση των ΑΞΙΩΝ θα γίνεται από το ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ το οποίο θα έχει την ευθύνη παρακολούθησης των ΑΞΙΩΝ που θα είναι ενεχυριασμένες υπέρ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ περιλαμβανομένης και της υποχρέωσης για άσκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων απορρέουν από αυτές και η ΤΡΑΠΕΖΑ με το παρόν απαλλάσσεται από οποιαδήποτε ευθύνη συνεπεία της άσκησης ή μη άσκησης τέτοιων δικαιωμάτων.
Θεωρούμε απόλυτα ορθό τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο, έστω και χωρίς την καθοδήγηση από την Συρίμη, ανωτέρω, αντιμετώπισε τις εισηγήσεις του Εφεσείοντος. Δεν προτιθέμεθα να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τα όσα με περίπλοκο τρόπο έθεσε ενώπιον μας ο Εφεσείων. Θεωρούμε ότι τόσο επί αυτού του θέματος, όσο και επί πολλών άλλων θεμάτων που εγείρονται, το σχέδιο «Εθνοεπενδυτής» που εμπορεύονταν οι Εφεσίβλητοι, έχει ειδικά αποφανθεί το Ανώτατο Δικαστήριο σε δύο πρόσφατες υποθέσεις, στην Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, ανωτέρω και Καραγιάννης κ.α. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1Γ ΑΑΔ 2379. Αν και η πρωτόδικη κρίση στην παρούσα έφεση προηγήθηκε των δύο αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εντούτοις, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ακολουθεί την ίδια γραμμή ως προς την εγκυρότητα της σύμβασης. Ως εκ τούτου θεωρούμε ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ότι από τους όρους της επίδικης συμφωνίας και από όλες τις υπόλοιπες περιστάσεις της υπόθεσης, δεν διαφαίνεται οτιδήποτε που να δημιουργεί σχέση καταπιστεύματος ή αντιπροσώπευσης. Όπως αποφασίστηκε στις δύο πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ιδιαίτερα στην Μαρκίδης, ανωτέρω, η συμφωνία των μερών (σχέδιο «Εθνοεπενδυτής») το μόνο που δημιουργούσε ήταν απλά σχέση δανειστή και οφειλέτη με το δανειστή να έχει υπέρ του ως ασφάλεια την ενεχυρίαση των μετοχών του οφειλέτη. Δεν διακρίνουμε κανένα λόγο να αποκλίνουμε από το δεσμευτικό προηγούμενο που προκύπτει από τις δύο πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες βέβαια είχαν ως υπόβαθρο τις προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Συρίμη και Καλλικάς, στις οποίες έχουμε ήδη κάνει αναφορά. Το ότι στις Συρίμη και Καλλικάς δεν υπήρξε συγκεκριμένος λόγος με ακριβώς την ίδια επιχειρηματολογία, δεν επηρέαζε καθόλου την κατάληξή μας, εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο είχε στη συνέχεια την ευκαιρία στην Μαρκίδης, ανωτέρω, να ενδιατρίψει επί ολόκληρου του σχεδίου «Εθνοεπενδυτής».
Στη δε Καλλικά ν. Ελληνική Τράπεζα (ως άνω) που αφορούσε, μεταξύ άλλων, το σχέδιο Investor account ως η προκείμενη περίπτωση, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Οι λόγοι έφεσης 6 και 9 δεν ευσταθούν. Συμφωνούμε απόλυτα με τον τρόπο που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος προσέγγισε το θέμα. Τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα τέθηκαν από το συνήγορο του Εφεσείοντος και στην υπόθεση Μαρία Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ανωτέρω και υιοθετούμε πλήρως το σκεπτικό μας σε σχέση με τους λόγους 5, 6, 7 και 10, εκείνης της έφεσης. Παραθέτουμε για σκοπούς πληρότητας το σχετικό μέρος της απόφασης. Ο όρος 7 της συμφωνίας στην Π.Ε. 315/07, είναι όμοιος με τον όρο 13 του Τεκμηρίου 3 στην παρούσα υπόθεση:-
«Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις και επιχειρήματα του δικηγόρου της Εφεσείουσας. Το λεκτικό του όρου 7 είναι σαφές. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα και όχι υποχρέωση που διατηρούσαν οι Εφεσίβλητοι ως ενεχυροδανειστές, δυνάμει του άρθρου 134 του Κεφ. 149. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατά την άποψή μας παραλλήλισε την περίπτωση με το δικαίωμα ενυπόθηκου δανειστή να πωλήσει την περιουσία, το οποίο όμως δεν ισοδυναμεί με υποχρέωση (βλ. Cuckmere Brick Co. Ltd. v. Mutual Finance Ltd. [1971] 2 All E.R. 633, AIB Finance Ltd. v. Debtors [1997] 4 All E.R. 677 και Silver Properties Ltd and Another v. Royal Bank of Scotland plc and others [2004] 4 All E.R. 484).
Ούτε ο όρος 11 του σχεδίου θα μπορούσε να μετατρέψει το δικαίωμα σε υποχρέωση. Όπως ορθά υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση με αναφορά στην China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, οι Εφεσίβλητοι ως δανειστές δεν μπορούσαν να καταστούν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών που είχαν ενεχυριαστεί και ούτε μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι έναντι της Εφεσίβλητης ως οφειλέτριας, σε περίπτωση που ασκούσαν το δικαίωμα πώλησης και ακολούθως η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν. Η μόνη υποχρέωση του ενεχυριοδανειστή, όπως ήταν οι Εφεσίβλητοι, σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, είναι να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή.
Δεν συμφωνούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση εγείρεται θέμα παραβίασης του περί Επιτροπών Εμπιστεύματος Νόμου, Κεφ. 193, όπως εισηγείται στην εκατοντασέλιδη αγόρευση του ο κ. Παπαντωνίου, στα πλαίσια του δέκατου λόγου έφεσης. Ούτε συμφωνούμε ότι όσα διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, έρχονται σε αντίθεση με τον δικαστικό λόγο της αγγλικής υπόθεσης China and South Sea Bank v. Tan (ανωτέρω). Η πιο πάνω υπόθεση χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ενισχύουσα τη θέση ότι ο δανειστής δεν καθίσταται και εμπιστευματοδόχος μετοχών που έχουν ενεχυριαστεί και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τον οφειλέτη σε περίπτωση που δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης που έχει και η αξία των μετοχών μειωθεί. Μπορεί η πιο πάνω αγγλική υπόθεση να έχει διαφορές με την υπό εκδίκαση, αλλά καμιά διαφορά δεν διαπιστώνεται στην πιο πάνω διαπιστωθείσα αρχή του κοινοδικαίου, η οποία συνάδει με το δικό μας δίκαιο, όπως αυτό κωδικοποιείται στο Κεφ. 149. Επομένως, ούτε ο δέκατος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Κατά τα άλλα, το δικαίωμα πώλησης του δανειστή όπως και του ενυπόθηκου δανειστή, δεν μπορεί σύμφωνα με το γενικό δίκαιο να περιοριστεί, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφώνησαν διαφορετικά (βλ. Άρθρο 110, Κεφ. 149). Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η ίδια η Εφεσείουσα είχε δικαίωμα να πωλήσει τις μετοχές και θα μπορούσε η ίδια να το πράξει όποτε ήθελε, σύμφωνα με τον όρο 3 του σχεδίου, για να εξοφλήσει το χρέος της ή για να μειώσει τη ζημιά της, αλλά δεν το έπραξε. Όπως ορθά διαπιστώνει ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, φαίνεται να πρυτάνευσε στο μυαλό της ίδιας και του συζύγου της που την συμβούλευε, η λογική της τότε εποχής και η ελπίδα για ανάκαμψη του ΧΑΚ. Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία τέθηκε για να εξηγήσει γιατί η Εφεσείουσα δεν έδωσε οδηγίες για πώληση των μετοχών ή για τερματισμό της συνεργασίας της με τους Εφεσίβλητους. Ως εκ τούτου, ούτε ο λόγος 9 ευσταθεί.
Τέλος, η Εφεσείουσα είχε το δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση αν θεωρούσε, είτε δυνάμει του Άρθρου 111 του Κεφ. 149 είτε άλλως πως, ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν κατά τρόπο ασυμβίβαστο με τη σύμβαση.»
«Τα πιο πάνω καλύπτουν και τον ισχυρισμό ότι η Τράπεζα κατέστη διαχειριστής (λόγος έφεσης 7) και εμπιστευματοδόχος του Εφεσείοντος» (λόγος έφεσης 8)».
Σε πιο πρόσφατες υποθέσεις επιβεβαιώθηκε η ίδια προσέγγιση (Βλ. μεταξύ άλλων Χρ.Περικλέους και 1. Εllinas Finance Ltd κ.ά. πολ.έφ.283/10, 24.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A172 και Αντ.Γεωργίου και Ellinas Finance Ltd κ.ά. πολ.έφ.351/10, 19.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:A764.
Η εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα ότι θα πρέπει να αποστούμε από τη νομολογία, δεν μπορεί να επιτύχει. Στην υπόθεση Κουλλαπής (ανωτέρω) στην οποία είχε τεθεί παρόμοια εισήγηση αναφέρθησαν τα ακόλουθα, τα οποία βρίσκουμε ότι ισχύουν και εν προκειμένω.
«Η εισήγηση του Εφεσείοντος ότι θα πρέπει να αποστούμε από τη νομολογία που προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την Έκδοση του Victor Ν. Makushin (Αρ. 1) (2012) 1Α ΑΑΔ 20, «Η αυστηρή προσήλωση στη νομολογία, stare decisis, συνιστά καθιερωμένη αρχή δικαίου θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας της νομολογίας (δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο) ως μέσου διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου.». (Βλ. επίσης Γουότς κ.α. ν. Λαούρη κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 319/08, ημερ. 7.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A474, στην οποία συζητήθηκαν εκτενώς τα στενά περιθώρια απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις).
Εξάλλου στην κρινόμενη περίπτωση δεν τέθηκαν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που πρέπει να εξεταστούν για απόκλιση από προηγούμενη νομολογία. Εν αντιθέσει, η νομολογία επιβεβαιώθηκε πλειστάκις με τις πιο πάνω αποφάσεις αλλά και άλλες με τρόπο που δεν χωρεί αμφισβήτηση. Το ίδιο ισχύει και για επιμέρους ισχυρισμούς που τέθηκαν στην αιτιολογία των λόγων έφεσης (ως ερμηνεία των άρθρων (ιδίως 23 και 24) του περί Συμβάσεων Νόμου, τα περί Καταχρηστικών Ρητρών, και άλλα συναφή) για τα οποία θέματα υπάρχει πλούσια σχετική νομολογία ως άνω, με την οποία απαντώνται, ώστε να μη χρειάζεται να επαναπροσδιοριστούν ή επαναξιολογηθούν περαιτέρω.
Με αυτά κατά νου είναι φανερό ότι οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται (σημείο (α) ανωτέρω).
Σε συνάρτηση με τους λόγους που προκύπτουν από το εφετήριο και το διάγραμμα σε συνάρτηση με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις εγκυκλίους, (δηλαδή σημείο (β) ανωτέρω), θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αντιμετώπισε το θέμα αυτό αναφέροντας κυρίως ότι ακόμη και παραβίαση εγκυκλίων προς τις τράπεζες δεν επενεργεί επί των επιδίκων συμφωνιών ώστε να τις καθιστά άκυρες. Εξάλλου η όλη πρωτόδικη προσέγγιση επί του θέματος των εγκυκλίων που καλύπτει αρκετές σελίδες, ομοίως βρίσκει αντίκρισμα στη νομολογία, κυρίως στις πιο πάνω υποθέσεις, που ήδη αναφέρθησαν.
Στην υπόθεση Συρίμη ανωτέρω αναφέρθησαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, κατέληξε, ορθά κατά την άποψή μας, ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο σκοπός της επίδικης σύμβασης ήταν η χρηματοδοτική επένδυση, πράγμα που δεν απαγορευόταν από το νόμο, αλλά αντίθετα επιτρεπόταν από τον όρο 7 της άδειας (Τεκμήριο 2), που χορήγησε η Κεντρική Τράπεζα στους Εφεσίβλητους για ρύθμιση των εργασιών τους. Από το Νόμο 66(Ι)/97 και τους όρους της άδειας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν εγείρεται θέμα δημόσιας πολιτικής»
Στη δε Koυλλαπής ανωτέρω αναφέρθησαν και τα εξής:
«Όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσίβλητους, η υπόθεση Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ανωτέρω, η οποία αφορά όχι μόνο τους ίδιους Εφεσίβλητους, αλλά και το ίδιο επενδυτικό σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», εφαρμόζεται πλήρως στην προκειμένη περίπτωση, αφού ρητά το Εφετείο αποφάσισε ότι ακόμα και αν έκρινε ότι εφαρμόζονταν οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας, τυχόν παραβίαση τους δεν οδηγεί αυτόματα σε ακύρωση συμβατικών πράξεων. Το Εφετείο υιοθετώντας πλήρως το δικαστικό λόγο στις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς, ανωτέρω, επανέλαβε ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν διαμορφώνουν δημόσια πολιτική. Το Εφετείο έκαμε αναφορά και στην Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.α. (2011) 1Γ ΑΑΔ 1635, στην οποία επίσης τονίστηκε ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκαν μετά τη σύναψη μιας συμφωνίας (όπως εδώ) δεν επηρεάζουν αναδρομικά τη νομιμότητα της συμφωνίας. Αυτό συνάδει απόλυτα με την εμπεριστατωμένη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην εκκαλούμενη απόφαση επί του θέματος των Εγκυκλίων".
΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω, κρίνεται ορθή η πρωτόδικη προσέγγιση ως προς το θέμα των εγκυκλίων. ΄Επεται ότι οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται (σημείο (β) ανωτέρω).
Αναφορικά δε με το πλαίσιο άλλων πρωτοδίκων αποφάσεων και το σχολιασμό που γίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, κρίνουμε ότι το θέμα δεν έχει αυτόνομη αξία, αφού, η όλη κρίση εκ της εκκαλούμενης απόφασης παρουσιάζεται ορθή και σε σύμπνοια με τη νομολογία. Συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται (σημείο (γ) ανωτέρω).
Παραμένει να εξεταστεί το σημείο (δ) ανωτέρω (που περιλαμβάνει μόνο τον 10ο λόγο έφεσης). ΄Εχουμε μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις καθώς βέβαια και την πρωτόδικη προσέγγιση σε σχέση με την ερμηνεία που το Επαρχιακό Δικαστήριο έδωσε ως προς την άρνηση της εφεσίβλητης να εκτελέσει τη γραπτή εντολή του εφεσείοντα για αποδοχή της δημόσιας πρότασης της Sharelink προς τους μετόχους της Κύκνος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε σχετική την επιστολή του εφεσείοντα ημερ. 1.2.2001 (τεκμ.8) καθώς και την απαντητική επιστολή της εφεσίβλητης 2 (τεκμ.9) με την οποία δεν του αρνείται το αίτημα απλώς ζητεί ισάξια εξασφάλιση. Όπως εύστοχα παρατηρεί η κα Κωνσταντίνου δεν έγινε προσπάθεια υποβοήθησης της Sharelink και οι εφεσίβλητες δεν αποστέρησαν τον εφεσείοντα του δικαιώματος αυτού, ούτε χειραγώγησαν τις τιμές. ΄Ηθελαν τη διατήρηση της εξασφάλισης τους και ο εφεσείων δεν ανταποκρίθη επ΄αυτού. Τα σχετικά τεκμήρια κυρίως τεκμ.42-45 δεν αποδεικνύουν τις θέσεις του εφεσείοντα, ούτε αναδεικνύουν ο,τιδήποτε μεμπτό ή παράνομο. ΄Επεται ότι και ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.