ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:A162
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 140/2012
4 Απριλίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
CYPROMAN SERVICES LTD,
Εφεσειόντων/Εναγομένων,
- ΚΑΙ -
ΜARTIN JOHN COWARD,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα,
----------------------
Νίκος Μακρίδης για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σια ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Γιώργος Τριανταφυλλίδης για Άντης Τριανταφυλλίδης & Σια ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-ενάγων καταχώρησε την υπ. αρ. 7206/2010 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον των εφεσειόντων - εναγομένων, καταπιστευματοδόχων του εμπιστεύματος Eclectic Trust (στο εξής «το εμπίστευμα»), αξιώνοντας δηλωτική απόφαση ότι με βάση την ορθή ερμηνεία του εμπιστεύματος και/ή με βάση την Επιστολή Επιθυμίας (Letter of Wishes) του εμπιστεύματος, ο ίδιος είναι ο «δικαιούχος ιδιοκτήτης» της εταιρείας M.F.P. Limited (στο εξής «MFP») και δικαιούται να εισπράττει χρήματα υπό μορφή διανομής (distributions) από αυτήν και/ή από τους εφεσείοντες. Περαιτέρω, αξίωνε δηλωτική απόφαση ότι τα χρήματα τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 16 και 18 του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος και πληρώθηκαν προς τον ίδιο από το ως άνω εμπίστευμα μέσω της MFP, ανήκουν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά σε αυτόν, καθώς επίσης διάταγμα όπως οι εφεσείοντες παρουσιάσουν προς τον ίδιο όλα τα έγγραφα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή και/ή τον έλεγχο τους σε σχέση με τη διεύθυνση και διαχείριση του εν λόγω εμπιστεύματος.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν υπεράσπιση στην οποία διατείνονταν ότι ουδέποτε έγινε πληρωμή στον εφεσίβλητο με σκοπό το προσωπικό όφελος του τελευταίου ή υπό την ιδιότητα του ως δικαιούχου μετόχου ή ιδιοκτήτη της MFP και ότι η MFP και κατ' επέκταση το εμπίστευμα μετέφερε σε συγκεκριμένο προσωπικό λογαριασμό του εφεσίβλητου, δυνάμει σύμβασης δανείου και/ή άλλης συμφωνίας μεταξύ των εφεσειόντων και του εφεσίβλητου, μετρητά και/ή κινητές αξίες, ως εκτίθενται στον Πίνακα «Α» στην υπεράσπιση. Με ανταπαίτηση τους οι εφεσείοντες ζητούσαν δηλωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου ότι:
«.το ποσό των Δολαρίων Αμερικής 131.871.147,00 είναι οφειλόμενο από τον Ενάγοντα [εφεσίβλητο] προς την εταιρεία MFP Limited, δυνάμει σύμβασης δανείου και/ή σειράς συμβάσεων δανείων και/ή άλλων συμφωνιών, που παραχωρήθηκαν προς τον Ενάγοντα [εφεσίβλητο] .και τα οποία αποτελούσαν μέρος των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας MFP Limited και/ή του εμπιστευτικού ταμείου (trust fund) του Eclectic Trust».
Και ότι το ποσό αυτό:
« . είναι οφειλόμενο από τον Ενάγοντα [εφεσίβλητο] προς την εταιρεία MFP Limited δυνάμει οιονεί εμπιστεύματος (constructive trust) και/ή άδικου πλουτισμού (unjust enrichment) και/ή δόλου και/ή παράνομης οικειοποίησης».
Ακολούθως, ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση, με κύριο έρεισμα τη
Δ.27,θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών[1] (στο εξής «οι Θεσμοί»), διεκδικώντας τη διαγραφή της ανταπαίτησης των εφεσειόντων ως μη αποκαλύπτουσας λογικό αγώγιμο δικαίωμα και/ή ως επιπόλαιη και/ή ενοχλητική.
Για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα όσα θα απασχολήσουν στη συνέχεια, θεωρούμε αναγκαία την καταγραφή των δικογραφημένων θέσεων των διαδίκων, τις οποίες παραθέτουμε, όπως συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση:
«Προκύπτει, μέσα από το κλητήριο, ότι ο ενάγοντας καταχώρησε την αγωγή εναντίον των εναγομένων, ως Καταπιστευματοδόχου (Trustee) του Εμπιστεύματος Eclectic Trust στο Εμπιστευματικό Ταμείο του οποίου ανήκει και η εταιρεία Kamper Limited (στη συνέχεια Kamper), μητρική της MFP. Τίθεται συνοπτικά στο ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο, ότι με βάση τους όρους της Συμφωνίας του Eclectic Trust και σχετικής Επιστολής Επιθυμίας (Letter of Wishes), οι εναγόμενοι, η Kamper και η MFP μπορούν να προβαίνουν σε πληρωμές προς τον ενάγοντα ή προς όφελός του υπό μορφή διανομής. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο ενάγοντας ότι η διαδικασία διανομής ήταν επιτρεπτό να συντομευθεί διά της πληρωμής απευθείας από την MFP προς αυτόν. Προσθέτει, συνακόλουθα, ότι σε διάφορες ημερομηνίες έγιναν διανομές χρημάτων από το Eclectic Trust, με βάση τις οποίες, μεταξύ Σεπτεμβρίου 2007 και Ιουλίου 2008, ποσό USD138.338.000 διανεμήθηκε στον ίδιο και άλλα ποσά στην πρώην σύζυγό του και στον υιό τους. Το πιο πάνω ποσό των USD138.338.000 καταβλήθηκε προς την MFP, της οποίας ο ενάγοντας, όπως θέτει, είναι ο δικαιούχος μέτοχος και ιδιοκτήτης. Μετά τις πληρωμές αυτές ο ενάγοντας ζήτησε όπως γίνουν πληρωμές συνολικού ύψους USD120.000.000 από την MFP προς τον ίδιο. Ισχυριζόμενος ότι οι εναγόμενοι ήταν υποχρεωμένοι από τους όρους της Συμφωνίας του Eclectic Trust και της Επιστολής Επιθυμίας να διενεργήσουν τις πιο πάνω πληρωμές προς αυτόν και/ή προς όφελός του, αξιώνει δηλωτικές αποφάσεις σε σχέση με την ορθή ερμηνεία του καταπιστεύματος EclecticTrust και της Επιστολής Επιθυμίας, στη βάση ότι ο ίδιος είναι ο δικαιούχος ιδιοκτήτης της MFP και ότι δικαιούται να εισπράττει χρήματα υπό μορφή διανομής από την MFP και/ή τους εναγόμενους. Αξιώνει επίσης δηλωτική απόφαση ότι τα χρήματα τα οποία πληρώθηκε από το Eclectic Trust και/ή διά μέσου της MFP του ανήκουν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά.
Ό,τι έχει σημασία να καταγραφεί για σκοπούς της παρούσας απόφασης σε σχέση με την έκθεση υπεράσπισης, είναι ότι οι εναγόμενοι αρνούνται τους ισχυρισμούς του ενάγοντα αναφορικά με την ερμηνεία που αποδίδει στη Συμφωνία του Eclectic Trust και στην Επιστολής Επιθυμίας και τα δικαιώματα που αυτός επικαλείται. Είναι η ουσιαστική θέση τους, για λόγους που αναπτύσσουν και δεν αφορούν την παρούσα διαδικασία, ότι ο ενάγοντας δεν θα μπορούσε να λάβει χρήματα από την MFP ως μέρισμα, αλλά μόνο υπό μορφή δανείου. Ταυτόσημα ισχυρίζονται ότι ουδέποτε έγινε πληρωμή προς τον ενάγοντα με σκοπό το προσωπικό του όφελος ή υπό την ιδιότητα του δικαιούχου μετόχου και/ή ιδιοκτήτη της MFP και ότι ο μόνος νόμιμος τρόπος λήψης χρημάτων της εταιρείας αυτής από τον ενάγοντα ήταν υπό μορφή δανείου. Οι εναγόμενοι, θέτοντας, περαιτέρω ότι υπήρχε σαφής και/ή ρητή προφορική συνεννόηση και/ή συναντίληψη και/ή συμφωνία μεταξύ τους, του ενάγοντα και της MFP, σύμφωνα με την οποία τα ποσά θα παραχωρούνταν στον ενάγοντα υπό μορφή δανείου, επικαλούνται παράνομη οικειοποίησή τους, με αποτέλεσμα η MFP, μέλος της δομής του Eclectic Trust, να υποστεί ζημιά, η οποία ισοδυναμεί με USD131.871.147, πλέον νόμιμο τόκο. Είναι το ποσό αυτό που αξιώνεται ανταπαιτητικά υπό τύπο δηλωτικής απόφασης ως οφειλόμενο από τον ενάγοντα προς την MFP, δυνάμει σύμβασης δανείου και/ή άλλων συμφωνιών και ως ποσά τα οποία αποτελούσαν μέρος των περιουσιακών στοιχείων της MFP και/ή του Εμπιστευματικού Ταμείου (Trust Fund) του Eclectic Trust.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού συνόψισε και τις νομικές αρχές που διέπουν το εγειρόμενο με την αίτηση θέμα, ενέκρινε την αίτηση. Θεώρησε ότι η σύνδεση των επίδικων θεμάτων με την MFP δεν καθιστούσε επιτρεπτή τη διεκδίκηση των αξιούμενων με την ανταπαίτηση θεραπειών προς όφελος ξεχωριστής νομικής οντότητας που δεν ήταν ούτε διάδικος ούτε εκπροσωπείτο με νόμιμη εξουσιοδότηση στο Δικαστήριο, η οποία ήταν και η μόνη που θα είχε δικαίωμα διεκδίκησης οποιωνδήποτε αξιώσεων προς όφελός της. Απορρίπτοντας δε την εισήγηση των εφεσειόντων, με βάση τις πρόνοιες της Δ.9,θ.10, ότι η ανταξίωση δεν μπορούσε να απορριφθεί απλά και μόνο επειδή απουσίαζε ο κατάλληλος διάδικος, MFP, και θα ήταν ορθό υπό τις συνθήκες να προστεθεί η MFP ως διάδικος από το ίδιο το Δικαστήριο, θεώρησε ότι δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη διάδικου «όπου το αποτέλεσμα της θα οδηγήσει στην παρουσίαση μιας εντελώς νέας βάσης αγωγής». Ούτε παρεχόταν η δυνατότητα προσθήκης διάδικου ως εξ ανταπαιτήσεως ενάγοντα χωρίς τη συγκατάθεση και νόμιμη εξουσιοδότηση του.
Η έφεση που ασκήθηκε κατά της ως άνω απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προωθήθηκε στη βάση πέντε λόγων έφεσης οι οποίοι αφορούν σε όλες τις πτυχές της πρωτόδικης απόφασης. Κεντρική θέση των εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την ισχύουσα νομολογία σε σχέση με το τρόπο και την έκταση εφαρμογής των προνοιών της Δ.27, θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών και κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες, υπό την ιδιότητα τους ως Διαχειριστές του εμπιστεύματος δεν έχουν το δικαίωμα να εγείρουν ανταπαίτηση με σκοπό την προστασία των περιουσιακών στοιχείων του εμπιστεύματος, στη δομή του οποίου ανήκει η MFP. Διερωτώμενοι πώς είναι δυνατό να κριθεί η ανταπαίτηση των εφεσειόντων ως «αναντίλεκτα ανυπόστατη» οι εφεσείοντες δεικνύουν, ιδιαίτερα, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα θέματα που καλύπτονται από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και τα γεγονότα που τα αφορούν είναι πολύπλοκα, ενώ εγείρονται θέματα και ισχυρισμοί που στην ολότητα τους έχουν άμεση και ουσιαστική σχέση με την MFP.
Υπεραμυνόμενος της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης ο εφεσίβλητος τονίζει την απουσία οποιουδήποτε αγώγιμου δικαιώματος εκ μέρους των εφεσειόντων, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι το αγώγιμο δικαίωμα, όπως διατυπώνεται στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, ανήκει στην MFP. Η ιδιότητα δε του καταπιστευματοδόχου, δεν νομιμοποιεί στους εφεσείοντες να προβάλουν απαιτήσεις που ανήκουν στην MFP.
Η παράθεση και ανάλυση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των αρχών που διέπουν το ζήτημα της διαγραφής δικογράφου δυνάμει της Δ.27,θ.3 είναι ορθή. Η δικονομική αυτή πρόνοια επιτρέπει την εξέταση του ζητήματος ως προκαταρκτικού, με βάση τη δικογραφία, ειδικότερα την έκθεση απαίτησης ή την ανταπαίτηση, ανάλογα με την περίπτωση. Πρόκειται δε για εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο σε απλές και έκδηλες περιπτώσεις («plain and obvious cases »)[2] όπου το δικόγραφο κρίνεται ως αναντίλεκτα ανυπόστατο και που το ελάττωμα δεν μπορεί να θεραπευθεί με εύλογη τροποποίηση.
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που αναγνώρισε πως τα γεγονότα που καλύπτονταν από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων ήταν πολύπλοκα, θεώρησε ότι το ερώτημα που καλείτο να απαντήσει ήταν κατά πόσο το αδιαμφισβήτητο γεγονός της διεκδίκησης θεραπείας από τους εφεσείοντες προς όφελος τρίτου προσώπου και όχι των ιδίων, μπορούσε να οδηγήσει στην επιτυχία της αίτησης του εφεσίβλητου για διαγραφή της ανταπαίτησης. Ερώτημα που απάντησε θετικά, ως έχει αναφερθεί, θεωρώντας ότι η ανταπαίτηση δεν αποκάλυπτε λογικό αγώγιμο δικαίωμα υπέρ των εφεσειόντων.
Παρόμοια ζητήματα όπως στην παρούσα απασχόλησαν στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Andrenal Shipping Company Ltd κ.ά ν Compania Naviera Iris S.A. κ.ά, Πολιτική Έφεση αρ.49/2014, ημερ. 20.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:A373, το οποίο υιοθετώντας την Αγγλική προσέγγιση υπέδειξε, μεταξύ άλλων, ότι:
«Το έννομο συμφέρον στη διεκδίκηση δηλωτικής θεραπείας θεμελιώνεται όταν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων πραγματική και υφιστάμενη διαφορά αναφορικά με την ύπαρξη ή την έκταση νομικού δικαιώματος. Δεν απαιτείται ο ενάγων να έχει υφιστάμενο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εναγόμενου.»[3]
Επί του προκειμένου, αναφέρεται στο σύγγραμμα Zamir, The Declaratory Judgment (σελ.119):
«As an original remedy, a declaration is obtainable (except where excluded by statute) in virtually all cases in which any other remedy may be obtained. It can be granted in addition to or in place of another remedy. But it may also be given where there is no cause of action and no other remedy can be claimed»
Με το ζήτημα αυτό συναρτάται και το θέμα της διεκδίκησης δηλωτικής θεραπείας «προς όφελος» τρίτου προσώπου που δεν είναι διάδικος. Η σχετική αγγλική νομολογία έχει εξελιχθεί από τότε που υπεδείχθη από το δικαστή Λόρδο Diplock στην υπόθεση Gouriet v HM Attorney-General [1978] AC 435 ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στη δήλωση των υφισταμένων ή μελλοντικών νομικών δικαιωμάτων των διαδίκων και όχι οποιουδήποτε άλλου, προς την κατεύθυνση διεύρυνσης των περιπτώσεων στις οποίες το Δικαστήριο θα ήταν πρόθυμο να χορηγήσει τέτοια θεραπεία. Η μετέπειτα της Gouriet νομολογία δεν θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση δηλωτικής θεραπείας τη διεκδίκηση δικαιώματος που ανήκει στον ενάγοντα.[4] Αρκεί να υπάρχει πραγματική και υφιστάμενη διαφορά μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με την ύπαρξη ή έκταση νομικού δικαιώματος, αντικείμενο δικαστικής διαμάχης, το αποτέλεσμα της οποίας θα επηρεάσει το κάθε ένα από τα διάδικα μέρη. Το γεγονός, επομένως, ότι ένας ενάγων δεν είναι μέρος σύμβασης σε σχέση με την οποία ζητείται δηλωτική θεραπεία, δεν αποβαίνει μοιραία για την έκβαση του αιτήματος του, νοουμένου ότι αυτός επηρεάζεται άμεσα από το ζήτημα, (βλ. Rolls-Royce plc v Unite the Union (ανωτέρω). Όπως τέθηκε το θέμα στην υπόθεση Re S (Hospital Patient: Court's Jurisdiction) [1996] Fam 1 CA από το δικαστή Millett L.J:
«In my judgment, the passage which I have cited from Lord Diplock's speech in the Gouriet case [1978] AC 435, 501, can no longer be taken to be an exhaustive description of the circumstances in which declaratory relief can be granted today. It is to be regarded rather as a reminder that the jurisdiction is limited to the resolution of justiciable issues; that the only kind of rights with which the court is concerned are legal rights; and that accordingly there must be a real and present dispute between the parties as to the existence or extent of a legal right. Provided that the legal right in question is contested by the parties, however, and that each of them would be affected by the determination of the issue, I do not consider that the court should be astute to impose the further requirement that the legal right in question should be claimed by either of the parties to be a right which is vested in itself.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας).
Στην ίδια υπόθεση ο Sir Thomas Bingham M.R. ανέφερε σχετικά τα ακόλουθα:
« It cannot of course be suggested that any stranger or officious busybody, however remotely connected with a patient or with the subject matter of proceedings, can properly seek or obtain declaratory or any other relief (in private law any more than public law proceedings). But it can be suggested that where a serious justiciable issue is brought before the court by a party with a genuine and legitimate interest in obtaining a decision against an adverse party the court will not impose nice tests to determine the precise legal standing of the claimant».
(Βλ. Επίσης Milebush Properties Ltd v Tameside Metropolitan Borough Council [2011] EWCA Civ 270, Rolls-Royce v Unite the Union (ανωτέρω), Mercury Communications Ltd v Director General of Telecommunications [1996] 1 WLR 48, 58-59 και Cabvision Ltd v Feetum & Ors [2005] EWCA Civ 1601).
Η εξέλιξη της επί του θέματος νομολογίας συνοψίζεται από το δικαστή Moore-Bick LJ στην υπόθεση Milebush Properties Ltd v Tameside Metropolitan Borough Council ως ακολούθως:
Επομένως, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου χορήγησης δηλωτικής θεραπείας δεν περιορίζεται, ως θέμα νομικό, στη δήλωση αμφισβητούμενων δικαιωμάτων, υφισταμένων ή μελλοντικών, των μερών που βρίσκονται ενώπιον του και όχι οποιουδήποτε άλλου.
Το κατά πόσο τα συμφέροντα ατόμων που δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου θα επηρεαστούν δυσμενώς από τυχόν χορήγηση δηλωτικής θεραπείας, είναι παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο όταν αποφασίζει να χορηγήσει ή μη τη δηλωτική θεραπεία, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, (βλ. Milebush Properties Ltd v Tameside Metropolitan Borough Council (ανωτέρω)). Με άλλα λόγια, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την παραχώρηση δηλωτικής θεραπείας η παρουσία ενώπιον του Δικαστηρίου όλων των προσώπων τα νόμιμα δικαιώματα των οποίων ενδέχεται να επηρεαστούν από την έκδοση της δηλωτικής απόφασης. Βέβαια, όπως ορθά υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον μας, πρόσωπα που δεν είναι διάδικοι δεν δεσμεύονται από μια δηλωτική απόφαση. Αυτά δε, δύνανται να εγείρουν στα πλαίσια νέας διαδικασίας το ζήτημα το οποίο έχει ήδη εκδικαστεί από το Δικαστήριο. Ως θέμα αρχής, όμως, είναι επιθυμητό όπως άτομα τα οποία έχουν πραγματικό ενδιαφέρον (interest) να ενστούν στη χορήγηση της δηλωτικής θεραπείας συνενωθούν ως εναγόμενοι[5] ή όπως τεθούν οι θέσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου[6].
Προσεγγίζοντας την αίτηση του εφεσίβλητου το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε, εσφαλμένα θεωρούμε, τη φύση της δηλωτικής θεραπείας και τις παραπάνω αρχές που την περιβάλλουν, καθώς επίσης τις διαπιστώσεις που το ίδιο έκανε ότι οι εφεσείοντες λόγω της σχέσης τους με το υπό αναφορά εμπίστευμα ορθά υπερασπίζονταν τα περιουσιακά στοιχεία του και πως τα χρηματικά ποσά στα οποία αφορούσε η ανταπαίτηση:
«.αξιώνονται ως μέρος του Εμπιστευματικού Ταμείου, αφού, όπως τίθεται, η MFP και δύο άλλες εταιρείες αποτελούν μέσα επένδυσης των κεφαλαίων του Eclectic Trust και όχι μέσα διοχέτευσης χρημάτων υπό μορφή διανομής προς τους δικαιούχους του Εμπιστεύματος. Υπό το πρίσμα αυτό οι εναγόμενοι, υπό την ιδιότητά τους ως Διαχειριστές του εν λόγω Εμπιστεύματος, διεκδικούν δικαίωμα με βάση τους όρους διορισμού τους, προστασίας των περιουσιακών στοιχείων του Εμπιστεύματος, εντός των οποίων εμπίπτει και η MFP».
Αυτή η προσέγγιση είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη κατάληξη πως το αίτημα του εφεσίβλητου ήταν βάσιμο στη βάση ότι «η υπό κρίση ανταπαίτηση δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε λογικό αγώγιμο δικαίωμα υπέρ των εναγομένων και η διαγραφή της είναι αναπόφευκτη». Όπως έχει αναφερθεί, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δηλωτικής θεραπείας η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος υπέρ του διάδικου ο οποίος την αξιώνει. Είναι γεγονός ότι οι θεραπείες της ανταπαίτησης, όπως είναι διατυπωμένες, φαίνεται να αφορούν την MFP. Τα χρήματα, όμως, αντικείμενο των αιτουμένων δηλωτικών αποφάσεων, συνδέονται από το λεκτικό του παρακλητικού της παραγράφου 24(α) της ανταπαίτησης με το εμπίστευμα, ως αποτελούμενα «. μέρος των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας MFP Limited και/ή του εμπιστευτικού ταμείου (trust fund) του Eclectic Trust»,- η υπογράμμιση είναι δική μας - όπως είναι και η δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων. Εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα ερωτήματα που εγείρονται προς απάντηση με την επίκληση της Δ.27,θ.3 δεν απαντούνται με αναφορά μόνο στην αιτούμενη θεραπεία αλλά στο σύνολο του περιεχομένου του δικογράφου που αποτελεί το αντικείμενο αίτησης για διαγραφή. Και εδώ το δικόγραφο των εφεσειόντων περιείχε, διάχυτα, ισχυρισμούς οι οποίοι παρουσιάζουν εικόνα υφιστάμενης και πραγματικής διαφοράς μεταξύ των διαδίκων στην αγωγή ως προς τα επικαλούμενα από τον εφεσίβλητο δικαιώματα σε χρήματα, αντικείμενο της αιτουμένης με την ανταπαίτηση θεραπείας, τα οποία οι εφεσείοντες θεωρούν ότι ο εφεσίβλητος έλαβε υπό μορφή δανείου από το εμπίστευμα μέσω της ανήκουσας στη δομή του εμπιστεύματος MFP, τα οποία οφείλει να επιστρέψει. Χαρακτηριστικά, παραδείγματα αποτελούν οι ακόλουθοι ισχυρισμοί:
«8.
[..]
(δ) Η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι πάντοτε θεωρούσε και εν πάση περιπτώσει μέχρι σήμερα θεωρεί τα χρήματα τα οποία μεταφέρονταν, με τον τρόπο που περιγράφεται στις παραγράφους 8(α) έως 8(γ) ανωτέρω, ως χρήματα επιστρεπτέα προς το Εμπιστευτικό Ταμείο (Trust Fund) και εν πάση περιπτώσει χρήματα οφειλόμενα προς αυτήν και/ή προς την εταιρεία MFP Limited, δυνάμει σύμβασης δανείου και/ή άλλως. Εάν πρόθεση και απόφαση της Εναγόμενης ήταν να διανέμει χρήματα από το εμπιστευτικό ταμείο (Trust Fund) στον Ενάγοντα, τα χρήματα αυτά θα έπρεπε να πληρωθούν από την εταιρεία MFP Limited, ως μέρισμα στην εταιρεία Kamper Limited, στη συνέχεια η εταιρεία Kamper Limited να πληρώσει μέρισμα στην Εναγόμενη, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να διανέμει ποσά στους δικαιούχους (Beneficiaries) του Eclectic Trust».
[..]
(στ) Η Εναγόμενη περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο Ενάγων, αναγνώριζε ως οφειλόμενα προς την εταιρεία MFP Ltd και/ή προς το Eclectic Trust, τα χρηματικά ποσά τα οποία μεταφέρονταν προς αυτόν .»
[..]
10. .ουδέποτε η εταιρεία MFP Limited και/ή το Eclectic Trust αποποιήθηκαν περιουσιακών τους στοιχείων, είτε δια διανομής είτε άλλως πως, προς όφελος του Ενάγοντα. Ο μόνος νόμιμος τρόπος λήψης χρημάτων της εταιρείας MFP Limited από τον Ενάγοντα, ήταν υπό μορφή δανείου και τούτο διότι.ο Ενάγων δεν είναι μέτοχος της εταιρείας MFP Limited και συνεπώς δεν δικαιούται μερισμάτων.
11. Η Εναγόμενη περαιτέρω ισχυρίζεται ότι κατά τους χρόνους που περιγράφονται στον ΠΙΝΑΚΑ »Α» κατωτέρω, η εταιρεία MFP Limited και κατ' επέκταση το Eclectic Trust, μετέφεραν σε προσωπικό λογαριασμό του Ενάγοντα.δυνάμει σύμβασης δανείου και/ή άλλης συμφωνίας μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγόμενης και/ή της εταιρείας MFP Limited, μετρητά και/ή κινητές αξίες ως ακολούθως.
12. Η Εναγόμενη περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο Ενάγων αυθαίρετα και/ή άλλως αρνήθηκε και/ή αρνείται μέχρι σήμερα να αναγνωρίσει τα πιο πάνω ποσά και/ή το ισόποσο των κινητών αξιών που έλαβε, ως οφειλόμενα και/ή ως επιστρεπτέα ως δάνειο προς την εταιρεία MFP Limited και/ή προς την Εναγόμενη - Eclectic Trust. Η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι παρά τις μέχρι σήμερα προσπάθειες της και/ή οχλήσεις της προς τον Ενάγοντα, ο τελευταίος αρνείται να καταβάλει και/ή επιστρέψει προς αυτήν και/ή προς την εταιρεία MFP Limited και/ή προς το Eclectic Trust, το πιο πάνω οφειλόμενο ποσό.
[..]
17. Η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι υπήρχε σαφής και/ή ρητή προφορική συνεννόηση και/ή συναντίληψη και/ή συμφωνία μεταξύ του Ενάγοντα και της εταιρείας MFP Limited και/ή της Εναγόμενης - Επιτρόπου - Διαχειριστή του Eclectic Trust, ότι τα πιο πάνω στο Πίνακα «Α» αναφερόμενα ποσά και/ή κινητές αξίες, θα παραχωρούνταν στον Ενάγοντα υπό μορφή δανείου.
[..]
20. Η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι συνεπεία της άρνησης του Ενάγοντα για καταβολή και/ή επιστροφή προς την Εταιρεία MFP Limited και/ή προς το Εμπιστευτικό Ταμείο (Trust Fund) του οφειλόμενου ποσού Δολαρίων Αμερικής 131.871.147,00, ο Ενάγων αδίκως επλούτισε.
[..]»
Οι δικογραφημένες θέσεις των εφεσειόντων - καταπιστευματοδόχων, λοιπόν, υπό το φως της νομολογίας, δεν αποκάλυπταν περίπτωση αδιαμφισβήτητης στέρησης εννόμου συμφέροντος εκ μέρους τους, να διεκδικήσουν την αιτούμενη με την ανταπαίτηση δηλωτική θεραπεία. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι το δικόγραφο τους στερείτο, αδιαμφισβήτητα, νομικού ή πραγματικού ερείσματος. Είναι, βέβαια, για το εκδικάσαν Δικαστήριο να αποφασίσει στο τέλος της ημέρας κατά πόσο πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις χορήγησης της αξιούμενης δηλωτικής θεραπείας, στο οποίο παρέχεται και εξουσία να προβεί σε τέτοιες τροποποιήσεις του λεκτικού της, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο[7], αν αυτό ήθελε κριθεί αναγκαίο, προς το σκοπό ορθής απονομής της δικαιοσύνης μεταξύ των διαδίκων[8].
Παρόλο που η κατάληξη ανωτέρω, καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση μας με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, οι οποίοι άπτονται της κρίσης του Δικαστηρίου ότι δεν παρεχόταν η δυνατότητα εισαγωγής εξ ανταπαιτήσεως ενάγοντα χωρίς τη συγκατάθεση και νόμιμη εξουσιοδότησή του, κρίνουμε σκόπιμο να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα. Υπενθυμίζουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην εξέταση του ζητήματος της εισαγωγής της MFP ως ενάγουσας ενόψει της κατάληξης του ότι η ανταπαίτηση δεν αποκάλυπτε αγώγιμο δικαίωμα υπέρ των εφεσειόντων. Γενικά ομιλούντες, η μη προσθήκη αναγκαίου διάδικου δεν αποβαίνει μοιραία για την αξίωση, όπως αναδεικνύει η ίδια υπό αναφορά δικονομική πρόνοια, Δ.9, θ.10, και το Δικαστήριο μπορεί να επιλύσει την επίδικη διαφορά στο βαθμό που αφορά στα δικαιώματα και συμφέροντα των μερών που ευρίσκονται ήδη ενώπιον του. Παρέχεται δε ευρεία εξουσία στο Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης ή ακόμα και αυτόβουλα να προβεί στη συνένωση προσώπου ως διαδίκου εφόσον η παρουσία του κρίνεται αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του (Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034, Perihan v. Απόστολου Γεωργίου, δια του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Χαράλαμπου Χ. Ζόππου (αρ.1) (2007) 1 A.Α.Δ.1213). Η εν λόγω δικονομική πρόνοια δεν θέτει ως προϋπόθεση για την εισαγωγή προσώπου ως ενάγοντα τη «νόμιμη εξουσιοδότηση» του, όπως θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ό,τι ρητά απαιτείται είναι η συγκατάθεση του (consent). Όπου, το Δικαστήριο ικανοποιείται, στα πλαίσια εκδίκασης μιας υπόθεσης, για την ανάγκη προσθήκης ενός προσώπου ως ενάγοντα, δεν πρέπει να αρνείται την έκδοση σχετικού διατάγματος απλά και μόνο επειδή δεν παρουσιάζεται η συγκατάθεση του αναγκαίου διάδικου κατά την ακροαματική διαδικασία, αλλά θα πρέπει να επιτρέπεται η προσθήκη υπό τον όρο ότι θα κατατεθεί η απαιτούμενη συγκατάθεση, παρέχοντας προς τούτο εύλογο χρόνο, (βλ. Wootton v. Joel 36 T.L.R. 193, Jackson Machines Ltd. v. Michaluk, 1921 CanLII 175 (SK CA)). Εν προκειμένω, και χωρίς να αποφαινόμαστε για την ουσία του ζητήματος της αναγκαιότητας προσθήκης της MFP ως διαδίκου, θεωρούμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνήδε με τις πιο πάνω αρχές.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου, τόσο πρωτόδικα όσον κατ' έφεση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] 3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.
[2] Βλ. The Annual Practice 1958, σελ. 573 κ.ε. σε σχέση με την ταυτόσημη πρόνοια των Αγγλικών Θεσμών O.25, r.4.
[3] Rolls-Royce plc v Unite the Union [2009] EWCA Civ 387 όπου συνοψίζονται και οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση δηλωτικής θεραπείας (στην απόφαση του δικαστή Aikens LJ)
[4] «.the jurisdiction of the court .is confined to declaring contested legal rights, subsisting or future, of the parties represented in the litigation before it and not those of anyone else» (παράγραφο 501G)
[5] Βλ. Zamir & Woolf: The Declaratory Judgment, 2002,παράγραφος 6.01 και London Passenger Transport Board v Moscrop [1942] AC 332
[6] Βλ. Rolls-Royce v Unite the Union (ανωτέρω)
[7] Βλ.Zamir: The Declaratory Judgment σελ. 316 όπου αναφέρεται σε σχέση με την (τότε) αγγλική δικονομική πρόνοια R.S.C. Order 20,rule 6, με παραπομπή σε νομολογία: «Under this provision declarations have been made in some cases, though not claimed in the statement of claim, in addition to, or in substitution for, the relief which was claimed»
Σύμφωνα με τη Δ.20,θ.2 των Θεσμών: Every statement of claim shall state specifically the relief which the plaintiff claims, either simply or in the alternative, and it shall not be necessary to ask for general or other relief, which may always be given, as a Court or Judge may think just, to the same extent as if it had been asked for. And the same rule shall apply to any counterclaim made, or relief claimed by the defendant, in his defence.
[8] Βλ. The Federal Mogul Asbestos Personal Injury Trust v Federal-Mogul Ltd & Ors [2014] EWHC 2002 (στην παράγραφο 84).