ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μιχαηλίδου, Δέσπω Λιάτσος, Αντώνης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Θ. Ιωαννίδης με Χ. Προύντζο και Δ. Καϊλή, για τους Αιτητές. Π. Πολυβίου με Χρ. Ππεκρή (κα.), για τον Καθ΄ ου η Αίτηση 3. Θ. Ιωαννίδης με Χ. Προύντζο και Δ. Καϊλή, για τους Αιτητές. Π. Πολυβίου με Χρ. Ππεκρή (κα), για τον Καθ΄ου η Αίτηση 3. Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Καθ΄ων η Αίτηση 4. Θ. Ιωαννίδης με Χ. Προύντζο και Δ. Καϊλή, για τους Αιτητές. Π. Πολυβίου με Χρ. Ππεκρή (κα), για τον Καθ΄ου η Αίτηση 3. Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Καθ΄ων η Αίτηση 4. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ κ.α. ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ κ.α., ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 1/2017, 30/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C208

ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

(ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.  1/2017)

 

30 Απριλίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ.

ΜΕΤΑΞΥ:

1.    ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

2.   ΔΗΜΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ,

Αιτητών

                        ΚΑΙ

         

1.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ,

2.   ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,

3.   ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

4.   ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ «ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ»,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_____________________

 

 

Θ. Ιωαννίδης με Χ. Προύντζο και Δ. Καϊλή, για τους Αιτητές.

Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Γ. Χ΄΄ Χάννα (κα.), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1 και 2.

Π. Πολυβίου με Χρ. Ππεκρή (κα.), για τον Καθ΄ ου η Αίτηση 3.

Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 4.

______________________

Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάτος, Π. και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Ναθαναήλ, Παρπαρίνος, Σταματίου, Ψαρά-Μιλτιάδου και Πούγιουρου.  Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Οικονόμου και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Παμπαλλής, Μιχαηλίδου, Λιάτσος και Γιασεμής.  Ο Παμπαλλής, Δ., ο οποίος συμφωνεί με την απόφαση της μειοψηφίας, θα δώσει και το δικό του σκεπτικό.  

______________________      

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Με την παρούσα Εκλογική Αίτηση οι Αιτητές καταχώρησαν την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Εκλογική Αίτηση, με την οποία ζητούν από το Εκλογοδικείο να κηρύξει ότι:

 

1.   Η εκλογή του Καθ΄ ου η Αίτηση 3, ως Βουλευτή στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού, από τους Καθ΄ ων η Αίτηση αρ.1 και 2, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 7/7/2016 είναι άκυρη.

2.   Η απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση αρ. 1 και 2 να πληρωθεί η κενωθείσα βουλευτική έδρα της κας Ελένης Θεοχάρους με τον Τροποποιητικό Νόμο 82(1 )/2017 του Νόμου 72/1979 είναι άκυρη και/ή αντισυνταγματική και/η παράνομη.

3.   Η εκλογή και/ή ανακήρυξη του Γεώργιου Παπαδόπουλου ως Βουλευτή, στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού, είναι άκυρη.

4.   Ο Τροποποιητικός Νόμος 82(I)/2017, επί του οποίου εστηρίχθη η εκλογή του Καθ΄ ου η Αίτηση 3  είναι αντισυνταγματικός

 

Οι Βουλευτικές Εκλογές διεξήχθησαν την 22/05/2016 και ο Αιτητής υπ' αρ.1, η κα Ελένη Θεοχάρους και ο Καθ΄ ου η Αίτηση 3 ήσαν υποψήφιοι σ' αυτές, στην εκλογική περιφέρεια Λεμεσού.

 

Ο Καθ΄ ου η Αίτηση 1, Γενικός Έφορος των Εκλογών, ανακήρυξε την κα Ελένη Θεοχάρους ως δεόντως εκλεγείσα με το Κίνημα των Καθ΄ ων η Αίτηση αρ.4. Η κα Ελένη Θεοχάρους μετά την ανακήρυξή της από τον Καθ΄ ου η Αίτηση 1 δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να καταλάβει την έδρα στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού και ότι επιθυμούσε να παραμείνει μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θέση την οποία κατείχε. Προς τούτο την 27/05/2016 απέστειλε σχετική επιστολή. Ακολούθως με δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 3/6/2016, ο Καθ' ου η Αίτηση 1 ανακήρυξε ως Βουλευτή της Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού τον Καθ΄ ου η Αίτηση 3, επιλαχόντα του Κινήματος των Καθ΄ ων η Αίτηση 4, ο οποίος κατέλαβε την έδρα της κας Ελένης Θεοχάρους.

 

Οι Αιτητές, εναντίον της ανακήρυξης του Καθ΄ ου η Αίτηση 3, καταχώρισαν την Εκλογική Αίτηση υπ' αριθμό 2/2016 στο Εκλογοδικείο Κύπρου. Στις 31/05/2017 το Εκλογοδικείο με απόφαση του κήρυξε άκυρη την εκλογή του Καθ' ου η Αίτηση 3, ως Βουλευτή για την Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού. Σύμφωνα με την απόφαση του Εκλογοδικείου, η μη αποδοχή της έδρας εκ μέρους τη κας Ελένης Θεοχάρους έγινε εκτός της Βουλευτικής Περιόδου και συνεπώς «ήταν ανεπίτρεπτο για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1 και 2, στην απουσία σαφούς προς τούτο νομοθετικής πρόνοιας και εξουσιοδότησης, να εφαρμόσουν, κατ΄ αναλογίαν, το άρθρο 35(1) του Νόμου.  Να  ενεργήσουν δηλαδή κατά τον ίδιο τρόπο που το άρθρο 35(1) προνοεί για την πλήρωση κενωθεισών βουλευτικών εδρών, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, στην προκειμένη περίπτωση στην οποία, αδιαμφισβήτητα, το όλο ζήτημα προέκυψε πριν την έναρξη της βουλευτικής περιόδου εξού και δεν δημιουργείται ασυμβίβαστο ένεκα της ιδιότητος της ως Ευρωβουλευτού, δηλαδή εκτός βουλευτικής περιόδου.»

 

 

 

Στις 30/06/2017, μετά  την Απόφαση του Εκλογοδικείου, δημοσιεύτηκε ο Νόμος 82(Ι)/2017 με τον οποίο τροποποιήθηκε ο Περί εκλογής μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος του 1979 έως 2016 (Ν 72/1979) και ειδικά το άρθρο 35, στο οποίο προστέθηκε το ακόλουθο νέο εδάφιο:

 

«1Α. Το εδάφιο (1) εφαρμόζεται αναφορικά με Βουλευτική έδρα η οποία είναι μη καταληφθείσα ή κενή κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων  Τροποποιητικού Νόμου του 2017.»

 

Στις 3/7/2017 ο Υπουργός Εσωτερικών, με την απόφαση υπ' αριθμό 4795, διόρισε τον Καθ΄ ου η Αίτηση 2, ως Έφορο εκλογής, για πλήρωση της, κατά τους Καθ΄ ων η Αίτηση, «μη καταληφθείσας» Βουλευτικής έδρας της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού. Στις 5/7/2017 οι Καθ΄ ων η Αίτηση 1 και 2 ή ο Καθ΄ ου η Αίτηση 2 ανακήρυξαν τον Καθ΄ ου η Αίτηση 3, Βουλευτή στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού, δυνάμει του Τροποποιητικού Νόμου του 2017 (Ν82(Ι)/2017).

 

Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι ο ψηφισθείς Ν 82(Ι)/2017 είναι αντισυνταγματικός, σε ότι αφορά την εφαρμογή του, για σκοπούς πλήρωσης της κενωθείσας ή μη καταληφθείσας έδρας της κας. Θεοχάρους και/ή της έδρας την οποία αποποιήθηκε η κα. Θεοχάρους.

 

Η έννοια του Βουλευτή δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αναφέρουν συναφώς οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών. Ορίζεται και στον Ν 72/1979 όπου στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Βουλευτής» σημαίνει Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και «βουλευτικός» ερμηνεύεται αναλόγως.

Επίσης το Άρθρο 69 του Συντάγματος ρητά αναφέρεται σε βουλευτή και όχι σε εκλεγέντα και ανακηρυχθέντα υποψήφιο και καθορίζει ότι ο βουλευτής προ της αναλήψεως των καθηκόντων του δίδει τη νενομισμένη διαβεβαίωση.

 

«ΑΡΘΡΟΝ 69

 

Ο Βουλευτής δίδει προ της αναλήψεως των καθηκόντων αυτού εν τη Βουλή και εις δημοσίαν συνεδρίασιν αυτής την ακόλουθον διαβεβαίωσιν: «Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Σύνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου».

 

Η ίδια ορολογία («εκλεγέντα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων» και «εκλεγέντες βουλευτές») χρησιμοποιείται και στη γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 34(1) και (2) του περί της Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1979 (Ν 72/1979).

 

«Ανακήρυξη Βουλευτού

34.-(1) Ο Γενικός Έφορος των Εκλογών άμα τη συμπληρώσει της κατανομής των εδρών και του καθορισμού των εκλεγέντων υποψηφίων ανακηρύσσει τούτους κεχωρισμένως και δημοσιεύει τα ονόματα αυτών εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.

 

(2) Ο Γενικός Έφορος των Εκλογών περαιτέρω πιστοποιεί εφ' έκαστου εντάλματος εκλογών, τα οποία διαβιβάζονται εις αυτόν υπό εκάστου Εφόρου Εκλογής διά μεταβίβασιν εις τον Υπουργόν, το αποτέλεσμα εκάστης εκλογής και των εκλεγέντων Βουλευτών και αποστέλλει τούτο εις τον Υπουργόν.»

 

 

Ακόμη όμως και με την υιοθέτηση της θέσης ότι η βουλευτική ιδιότητα δεν αποκτάται με την ανακήρυξη, αλλά με τη διαβεβαίωση, υποβάλλουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών, ο Ν 82(Ι)/2017 έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τις διατάξεις των Άρθρων 65, 66, 68, 69 και 71 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ένεκα του ότι, μόνο για «κενωθείσα» «βουλευτική έδρα», μπορεί να γίνει ρύθμιση για την πλήρωση της.  Με το Ν 82(Ι)/2017 εισάγεται, όμως, η έννοια της μη καταληφθείσας βουλευτικής έδρας, που είναι ξένη και μη αναγνωρισμένη από το Σύνταγμα, γεγονός που αναπόδραστα οδηγεί σε αντισυνταγματικότητα, τις συγκεκριμένες διατάξεις του Ν 82(Ι)/2017. Εν πάση περιπτώσει, ο όρος μη καταληφθείσα, βουλευτική, έδρα δεν προβλέπεται ούτε από το Σύνταγμα, ούτε από τον Εκλογικό Νόμο και συνεπώς δεν παρέχεται δυνατότητα πλήρωσης μη καταληφθείσας βουλευτικής έδρας, αλλά μόνο κενωθείσας βουλευτικής έδρας.

 

Περαιτέρω , οι Αιτητές λέγουν ότι το αποτέλεσμα της ερμηνείας που δόθηκε από τους Καθ΄ ων η Αίτηση αναφορικά με τον Τροποποιητικό Νόμο 82(1)2017 είναι:  με νομοθετική διάταξη, η οποία θεσπίστηκε μετά τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας, να υποκαθίσταται το δικαίωμα του εκλογέα για ανάδειξη Βουλευτή, με εκλογή. Η εν λόγω ερμηνεία είναι προφανώς αντίθετη με το Άρθρο 66 του Συντάγματος και με το Νόμο 72/1979, εισηγούνται.

 

Τέλος, οι Αιτητές εισηγούνται ότι ο διορισμός των Καθ' ων η Αίτηση αρ.1 και/ή 2 για τον σκοπό της πλήρωσης της κενωθείσας έδρας με την απόφαση και / ή πράξη ημερ. 3/7/2017 με την οποία ο Υπουργός Εσωτερικών, με την απόφαση υπ' αριθμό 4795, διόρισε τον Καθ΄ ου η Αίτηση 2, ως Έφορο Εκλογής, για πλήρωση της, κατά τους Καθ΄ ων η Αίτηση, «μη καταληφθείσας» Βουλευτικής έδρας της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού είναι παντελώς εσφαλμένη, παράτυπη και παράνομη καθότι δεν έχει κανένα νομικό και/ή Συνταγματικό έρεισμα.

 

Ειδικότερα, η απόφαση αυτή και ο διορισμός είναι σε πλήρη αντίθεση με τα άρθρα 16 και 17 του Ν 72/1979 τα οποία προνοούν για διορισμό Εφόρου Εκλογής μόνον για κανονική γενική εκλογή και για αναπληρωματική εκλογή σύμφωνα με τα άρθρα 2, 35(2) και 35Α του Ν 72/1979.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ΄ ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι ο τροποποιητικός Νόμος ψηφίστηκε στις 30/6/2017 και η πλήρωση έγινε στις 5.7.2017, άρα μετά την έναρξη ισχύος του Νόμου. Η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν προχώρησε σε «φωτογραφικό νόμο» η στο «διορισμό βουλευτή με μεταγενέστερο νόμο» αλλά στην πλήρωση ενός κενού δικαίου που διαπίστωσε η Δικαστική Εξουσία. Ο Ν 82(Ι)/2017 εφαρμόζεται γενικά σε όλες τις περιπτώσεις, όταν υπάρχει μη καταληφθείσα ή κενή βουλευτική έδρα πριν και μετά την έναρξη της βουλευτικής περιόδου. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, άσκησε την εξουσία που το ίδιο το Σύνταγμα της χορηγεί και η εκτελεστική εξουσία τον εφάρμοσε.

 

Εξετάσαμε όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και διαπιστώσαμε τα εξής:

Στην  απόφαση του Εκλογοδικείου τονίζεται ότι η κα. Θεοχάρους ανακηρύχθηκε ως εκλεγείσα βουλευτής και ότι μετά την ανακήρυξη της κοινοποίησε στους Καθ΄ ων η Αίτηση αρ. 1 και 2 την απόφαση της να μην αποδεχθεί την έδρα στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού και να παραμείνει Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τονίζουμε, για χάρη πληρότητας, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο και μέχρι σήμερα η κα. Θεοχάρους ήταν και παραμένει επικεφαλής του Κινήματος Αλληλεγγύη.

Δεδομένης της θέσης του Γενικού Εισαγγελέα οτι η κα. Θεοχάρους αποποιήθηκε την έδρα της , δεν έχουμε «κένωση» «βουλευτικής» έδρας και επομένως ουδεμία σχέση έχουν οι οποιεσδήποτε διαδικασίες αφορούν σε πλήρωση «κενωθείσας» έδρας. Το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος καθορίζει ρητά και με σαφήνεια τα ακόλουθα:

 

«(2).- Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως καθ' ον τρόπον νόμος ορίζει.» (Υπογράμμιση δική μας)

 

Συνακόλουθα το Άρθρο 66.2 καλύπτει μόνον την περίπτωση κένωσης βουλευτικής έδρας, δυνάμει του Άρθρου 71 του Συντάγματος και όχι την πλήρωση μη καταληφθείσας έδρας όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση.

 

Το Άρθρο 71 του Συντάγματος ορίζει συναφώς:

 

«ΑΡΘΡΟΝ 71

 

Η έδρα Βουλευτού κενούται:

 

(α) διά του θανάτου αυτού,

 

(β) διά της εγγράφου παραιτήσεως αυτού,

(γ) διά της επελεύσεως οιασδήποτε περιπτώσεως εκ των αναφερομένων εις τας παραγράφους (γ) και (δ) του άρθρου 64 ή διά της απώλειας της ιθαγένειας της Δημοκρατίας, και

(δ) διά της αναλήψεως αξιώματος ή θέσεως εκ των εν άρθρω 70 αναφερομένων.»

 

Η έννοια της μη κατάληψης βουλευτικής έδρας είναι ξένη προς τα Άρθρα 66 και 71 του Συντάγματος τα οποία αφορούν στην «κένωση» έδρας βουλευτή, ιδιότητα η οποία, σύμφωνα και με τον Γενικό Εισαγγελέα, επέρχεται μετά την διαβεβαίωση, την οποία η κα. Θεοχάρους ουδέποτε έδωσε. Εάν αντίθετα, η θέση του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα ήταν ότι υπάρχει κένωση βουλευτικής έδρας εκτός της βουλευτικής περιόδου, τούτο θα μπορούσε να ισχύσει μόνον σε περίπτωση που η ανακήρυξη και μόνο, της κας Θεοχάρους, της απέδιδε την ιδιότητα του βουλευτή, ιδιότητα που ήταν ασυμβίβαστη με την ιδιότητά της του Ευρωβουλευτή (αναφέρεται ρητά από το Εκλογοδικείο στην Απόφαση του στην Εκλογική Αίτηση αρ. 2/2016).

 

Η διαδικασία πλήρωσης «κενωθείσας» έδρας δυνάμει του άρθρου 35(1) του Νόμου είναι μια κατ' εξαίρεση διαδικασία, η οποία συνάδει με την αρχή του αναλογικού συστήματος. Αυτή όμως εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που υπάρξει «κένωση» της βουλευτικής έδρας, σύμφωνα με τα Άρθρα 66, 69 και 71 του Συντάγματος και όχι όταν υπάρχει μη καταληφθείσα βουλευτική έδρα, όπως στην προκείμενη περίπτωση.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με τη μή αποδοχή της βουλευτικής έδρας από την εκλεγείσα κα. Θεοχάρους και τη μή παροχή, από αυτήν, της θεσμικής διαβεβαίωσης του Άρθρου 69 του Συντάγματος, έχομε μη κατάλειψη της βουλευτικής έδρας από αυτήν και το Κίνημα Αλληλεγγύη, και κατά συνέπεια, ουδέποτε υπήρξε κενωθείσα βουλευτικήν έδρα, η οποία ανήκε στο Κίνημα Αλληλεγγύη.  Αντίθετη ερμηνεία θα καταστρατηγούσε τη Δημοκρατική αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας η οποία επιτάσσει, γενικά, την εκλογή των Βουλευτών.

 

Με την ακύρωση της ανακήρυξης του κ. Παπαδόπουλου, ως Βουλευτή, από το Εκλογοδικείο, η βουλευτική έδρα δεν κενώθηκε και πάλι αλλά παρέμεινε μη καταληφθείσα εξ υπαρχής.  Εφόσον η βουλευτική έδρα ουδέποτε καταλείφθηκε, νόμιμα, από την κα Θεοχάρους ή τον κ. Παπαδόπουλο, η έδρα ουδέποτε περιήλθε νόμιμα και στο Κίνημα Αλληλεγγύη και επομένως δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του αναλογικού συστήματος δια της επιλογής του πρώτου επιλαχόντος του Κινήματος στη Λεμεσό.   

 

Γι΄ αυτό ο Νομοθέτης, με το άρθρο 1Α του τροποποιητικού νόμου προνόησε για «μή καταληφθείσα» ή «κενή» βουλευτική έδρα, κατά ή μετά την έναρξη της ισχύος του τροποποιητικού νόμου, με σκοπό να υπερπηδήσει το πρόβλημα.

 

Η Βουλή έχει, αδιαμφισβήτητα, γενική εξουσία να νομοθετεί, εν παντί θέματι, σύμφωνα με το Άρθρο 61 του Συντάγματος.  Όμως η εξουσία της πρέπει να ασκείται σύμφωνα και όχι κατά παράβαση των προνοιών και του πνεύματος του Συντάγματος.

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση έγινε καταστρατήγηση συγκεκριμένων προνοιών και του πνεύματος του Συντάγματος από τη Βουλή διότι, ενώ το Σύνταγμα προνοεί για πλήρωση «κενωθείσας» βουλευτικής έδρας, με τον τροποποιητικό νόμο προβλέφθηκε πλήρωση «μή καταληφθείσας» βουλευτικής έδρας (όπως ήταν η περίπτωση, εν προκειμένω), κατά τον ίδιο τρόπο που πληρούνται οι «κενωθείσες» έδρες.

 

Τα Άρθρα 65 και 66 του Συντάγματος ρητώς προνοούν για «εκλογή» της Βουλής και για «γενικές εκλογές».  Με αυτά τα Άρθρα κατοχυρώνεται η Δημοκρατική αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, η οποία επιτάσσει την εκλογή των Βουλευτών, από το λαό.    Είναι μόνο στην περίπτωση «κενωθείσας» βουλευτικής έδρας, η οποία ήδη ανήκει σε Κόμμα ή Κίνημα που, κατ΄ εξαίρεση, προς τη δημοκρατικήν αρχή που επιβάλλει την εκλογή των Βουλευτών, η έδρα «δίδεται» στον πρώτο επιλαχόντα του Κόμματος ή του Κινήματος, στο οποίο ανήκει.  Όπου όμως δεν ισχύει η προαναφερόμενη εξαίρεση, το Σύνταγμα επιβάλλει την τήρηση της θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής, της εκλογής των Βουλευτών, από το λαό, για την κατάληψη και των 56 βουλευτικών εδρών (Δέστε Άρθρα 65 και 66).   Αυτό, εν πάση περιπτώσει, διαφυλάττει τη Δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, υπό την έννοια ότι εξουδετερώνεται η πιθανότητα εκλογής ως Βουλευτού προσώπου, το οποίο χωρίς να καταλάβει την έδρα και χωρίς να δώσει τη νενομισμένη διαβεβαίωση, την αποποιείται, και αντί να γίνει νέα εκλογή για πλήρωσή της, η έδρα «δίδεται» στον επιλαχόντα του Κόμματος ή του Κινήματος που ουδέποτε την κατέλαβε.

 

 

 

Στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ, 43 τονίστηκε ότι είναι ο τρόπος εκλογής και η εκδήλωση των προτιμήσεων του εκλογέα (δική μας υπογράμμιση) που επαφίονται στην κρίση του Νομοθέτη.

 

Επιπρόσθετα, παρατηρούμε και τα εξής:  

 

Η επίδικη έδρα ήταν μη καταληφθείσα, εξ υπαρχής.   Δεν υπήρχε, τότε (την ημερομηνία της απόφασης στην Εκλογική Αίτηση αρ. 2/16 και την ημερομηνία της μη κατάληψης της έδρας), νόμιμο δικαίωμα πλήρωσής της, δια της επιλογής του επιλαχόντος υποψηφίου, όπως διακηρύχθηκε στην Εκλογική Αίτηση αρ. 2/16.   Τέτοιο δικαίωμα, όμως παραχωρήθηκε, ουσιαστικά, αναδρομικά με τον τροποποιητικό νόμο, πράγμα ανεπίτρεπτο (Δέστε:  Ιδιωτική Τριτοβάθμια Σχολή Intercollege v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (2002) 3 ΑΑΔ, 296, στην οποίαν αποφασίστηκε ότι δεν ήταν επιτρεπτός ο αναδρομικός καθορισμός δικαιωμάτων, ακόμα και με τροποποίηση Νόμου).    Αυτό, όπως έχει συντελεσθεί εν προκειμένω, πλήττει την αρχή της μη αναδρομικότητας ως προς τη δημιουργία δικαιώματος.  Δεν είναι δυνατόν ο Νόμος να επιχειρήσει, αναδρομικά, να «αποκαταστήσει» τον Καθ΄ ου η Αίτηση 3 στη θέση που ευρίσκετο (δηλαδή του Βουλευτή), πριν η δικαστική απόφαση στην Εκλογική Αίτηση αρ. 2/2016 κρίνει πως αυτό έγινε κατ΄ αντίθεση του Νόμου.

       

Για τους λόγους που εξηγήσαμε κρίνομε το Ν 82(Ι)/2017, και συγκεκριμένα την πρόνοια του για πλήρωση μη καταληφθείσας Βουλευτικής έδρας, σύμφωνα με το άρθρο 35(1) του Ν 72/1979, ως αντισυνταγματική, καθότι δεν συνάδει με τα Άρθρα 65, 66, 69 και 71 του Συντάγματος αλλά και τη δημοκρατική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας που είναι διάχυτη στο Μέρος IV του Συντάγματος και η οποία επιτάσσει την εκλογή των Βουλευτών από το λαό.   Επομένως η εκλογή και η ανακήρυξη του Καθ΄ η Αίτηση 3, ως Βουλευτή στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού, δυνάμει του Ν82(Ι)/2017, τροποποιητικού του Ν 72/1979, είναι άκυρη.

 

Υπό τις περιστάσεις δεν κρίνεται σκόπιμη η περαιτέρω εξέταση των υπολοίπων λόγων ακυρότητας που επικαλούνται οι Αιτητές.

 

Έξοδα υπέρ των Αιτητών και εις βάρος των Καθ΄ ων η Αίτηση, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

 

                                               

                                                Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

(Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/2017)

 

30 Απριλίου 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

1.   ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

2.   ΔΗΜΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

Αιτητών

ΚΑΙ

1.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ

2.   ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

3.   ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

4.   ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ «ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ»

Καθ΄ων η Αίτηση

------------

 

Θ. Ιωαννίδης με Χ. Προύντζο και Δ. Καϊλή, για τους Αιτητές.

Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Γ. Χ"Χάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση 1 και 2.

Π. Πολυβίου με Χρ. Ππεκρή (κα), για τον Καθ΄ου η Αίτηση 3.

Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Καθ΄ων η Αίτηση 4.

 

-----------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Το άρθρο 35 του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1979 (Ν. 72/1979) ρυθμίζει τον τρόπο πλήρωσης κενωθείσας, κατά τη διάρκεια βουλευτικής περιόδου, βουλευτικής έδρας:-

 

Με το εδάφιο (1) τίθεται ως κανόνας ότι η πλήρωση γίνεται με την ανακήρυξη ως βουλευτή του εν ζωή πρώτου επιλαχόντα υποψηφίου του ιδίου κόμματος ή συνασπισμού.

 

Με το εδάφιο (2) ρυθμίζεται, κατ΄εξαίρεσιν, η περίπτωση που η πλήρωση της κενωθείσας έδρας με βάση το εδάφιο (1) είναι αδύνατη, οπότε διεξάγεται αναπληρωματική εκλογή.

 

Στις βουλευτικές εκλογές της 22.5.2016, η κα Ελένη Θεοχάρους ανακηρύχθηκε ως εκλεγείσα βουλευτής στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού με το Κίνημα Αλληλεγγύη (Καθ΄ων η Αίτηση αρ. 4).   Μετά την ανακήρυξη της όμως, αλλά πριν την έναρξη της βουλευτικής περιόδου, η κα Θεοχάρους δεν αποδέχθηκε τη βουλευτική έδρα, εφόσον επιθυμούσε να παραμείνει μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. 

 

Θεωρήθηκε τότε από τους αρμόδιους Εφόρους Εκλογών (καθ΄ων η αίτηση 1 και 2), κατόπιν γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, ότι εφόσον η κένωση της έδρας επήλθε πριν και εκτός της διάρκειας της βουλευτικής περιόδου, δεν μπορούσε να τύχει ευθείας εφαρμογής το εδάφιο (1) του άρθρου 35, αναφερόμενο, ως άνω, σε κένωση έδρας «κατά τη διάρκεια βουλευτικής περιόδου».  Ούτε το εδάφιο (2), ως συνεπακόλουθη του εδαφίου (1) διάταξη, θεωρήθηκε ότι έβρισκε εφαρμογή.  Επί της ίδιας όμως γνωμάτευσης και με αναφορά στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του αναλογικού εκλογικού συστήματος, επιλέγηκε, ως η πλησιέστερη διαθέσιμη κατ΄αναλογίαν επιλογή, η ανακήρυξη ως βουλευτή του κ. Γεώργιου Παπαδόπουλου (καθ΄ου η αίτηση αρ. 3) ο οποίος ήταν ο πρώτος επιλαχών του Κινήματος.

 

Με άλλα λόγια οι καθ΄ων 1 και 2 τελικά, έστω και κατ΄αναλογίαν, «ενήργησαν όπως ακριβώς ορίζει το άρθρο 35(1)», όπως διαπιστώθηκε από το Εκλογοδικείο στην Εκλογική Αίτηση Αρ. 2/2016 δια της οποίας οι νυν Αιτητές είχαν προσβάλει ως άκυρη την εκλογή και ανακήρυξη του κ. Γ. Παπαδόπουλου ως βουλευτή (Ανδρέα Μιχαηλίδη κ.α. ν. Γενικού Εφόρου Εκλογής κ.α., Εκλογική Αίτηση Αρ. 2/2016). Αποφασίστηκε όμως ότι «ήταν ανεπίτρεπτο για τους καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 και 2, στην απουσία σαφούς προς τούτο νομοθετικής πρόνοιας και εξουσιοδότησης να εφαρμόσουν, κατ΄αναλογία, το άρθρο 35(1) του Νόμου».

 

Είναι ως αποτέλεσμα της διαπίστωσης αυτής που η ανακήρυξη του κ. Παπαδόπουλου ως βουλευτή ακυρώθηκε και η έδρα παρέμεινε κενή.

 

Προς αντιμετώπιση του προβλήματος που προέκυψε, ακολούθησε τροποποίηση του άρθρου 35, με τον περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Τροποποιητικό Νόμο του 2017 (Ν. 82(Ι)/2017), ως ακολούθως:

 

«(α) Με την αντικατάσταση του πλαγιότιτλου αυτού από τον ακόλουθο νέο πλαγιότιτλο:

 

«Πλήρωση μη καταληφθείσας ή κενωθείσας βουλευτικής έδρας.»∙ 

 

(β) με την αντικατάσταση του εδαφίου (1) από το ακόλουθο νέο εδάφιο:

 

«(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), όταν για οποιοδήποτε λόγο-

 

(α) Υποψήφιος, πριν από την έναρξη της βουλευτικής περιόδου, αποβιώσει ή δεν αποδέχεται τη βουλευτική έδρα για την οποία έχει ανακηρυχθεί ως εκλεγείς, ή

 

(β) βουλευτική έδρα κενούται κατά τη διάρκεια βουλευτικής περιόδου,

 

η έδρα πληρούται, μέσα σε σαράντα πέντε το πολύ ημέρες, με ανακήρυξη από τον Έφορο, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 34, ως βουλευτή τον εν ζωή, κατά το χρόνο της ανακήρυξης, υποψήφιο του συνδυασμού της ίδιας εκλoγικής περιφέρειας τoυ κόμματoς ή τoυ συvασπισμoύ κoμμάτωv ή συvδυασμoύ αvεξαρτήτωv o oπoίoς, στηv περίπτωση κόμματoς ή συvασπισμoύ κoμμάτωv, απoδεδειγμέvα, κατά τo χρόvo θανάτου ή μη αποδοχής ή κένωσης της έδρας, εξακoλoυθεί vα αvήκει στo ίδιo κόμμα ή συvασπισμό κoμμάτωv και o oπoίoς θα εκλεγόταv στις γεvικές βoυλευτικές εκλoγές, αv αυτός που απεβίωσε ή δεν αποδέχθηκε την έδρα ή πoυ κατείχε αυτήν κατά τηv κένωσή της και όσoι τυχόv άλλoι υπoψήφιoι τoυ εv λόγω συvδυασμoύ είτε απoπoιoύvται τoυ δικαιώματoς, βάσει τoυ παρόvτoς εδαφίoυ, είτε δεv απoκτoύv δικαίωμα ανακήρυξης βάσει τoυ παρόvτoς εδαφίoυ λόγω θαvάτoυ ή γιατί κατά τo χρόvo θανάτου ή μη αποδοχής ή κένωσης της έδρας δεv αvήκoυv στo ίδιo κόμμα ή τo συvασπισμό κoμμάτωv, δεv είχαv πάρει περισσότερoυς από αυτόv σταυρoύς προτίμησης ή δεv είχαv ή μπoρoύσαv vα είχαv θεωρηθεί δυvάμει της δεύτερης παραγράφoυ τoυ εδαφίoυ (4) τoυ άρθρoυ 32 ότι πρoηγoύvτo αυτoύ:

 

Νoείται ότι, σε περίπτωση ισoψηφίας δύo ή περισσότερωv υπoψηφίωv τoυ ίδιoυ συvδυασμoύ, εφαρμόζovται κατ' αvαλoγίαν oι διατάξεις της δεύτερης παραγράφoυ τoυ εδαφίoυ (4) τoυ άρθρoυ 32∙»∙και

 

(γ) με την προσθήκη, αμέσως μετά το εδάφιο (1) αυτού, του ακόλουθου νέου εδαφίου (1Α):

 

«(1Α) Το εδάφιο (1) εφαρμόζεται αναφορικά με βουλευτική έδρα η οποία είναι μη καταληφθείσα ή κενή κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2017.».» 

 

 

Δυνάμει αυτού του νέου εδαφίου εφαρμόστηκε, ευθέως πλέον, από τους καθ΄ων η αίτηση 1 και 2 το εδάφιο (1) στην υπό εξέταση περίπτωση και ο καθ΄ου η αίτηση αρ. 3 ανακηρύχθηκε ως βουλευτής καταλαμβάνοντας την, ως άνω, κενή και μη καταληφθείσα έδρα.

 

Οι Αιτητές επανήλθαν ζητώντας με την παρούσα, ακύρωση και πάλιν της εκλογής του καθ΄ου η αίτηση αρ. 3.  Ισχυρίζονται ότι με τον εν λόγω Τροποποιητικό Νόμο παραβιάστηκε το δεδικασμένο από την προαναφερθείσα απόφαση του Εκλογοδικείου, ότι πρόκειται για Νόμο με αναδρομική ισχύ κατά τρόπο που να ανατρέπεται η έννοια της βουλευτικής περιόδου και να καταργείται το ασυμβίβαστο κατά παραβίαση διατάξεων του Συντάγματος και κατά τρόπο που να επηρεάζονται δυσμενώς τα συμφέροντα του πρώτου αιτητή ως υποψήφιου και εκλογέα και του δεύτερου ως εκλογέα της Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού.  Εισηγούνται, εν τέλει, ότι η κενωθείσα έδρα θα έπρεπε να αναπληρωθεί με αναπληρωματική εκλογή όπως το άρθρο 35(2) ορίζει.

 

Έχοντας κατά νουν τις εκατέρωθεν ικανές και εμπεριστατωμένες αγορεύσεις, δεν θεωρούμε κατ΄αρχάς ότι ο Τροποποιητικός Νόμος έχει αναδρομική ισχύ οπότε και θα είχε νόημα να εξετάσουμε περαιτέρω την επίδραση που θα μπορούσε να έχει στην προκείμενη περίπτωση τέτοια διαπίστωση.  Ούτε τίθεται ζήτημα δεδικασμένου. 

 

Ειδικότερα:

 

Ο λόγος της απόφασής μας στην Εκλογική Αίτηση αρ. 1 είχε, όπως ήδη αναφέρθηκε, ως έρεισμα τη διαπίστωση περί απουσίας σαφούς νομοθετικής πρόνοιας και εξουσιοδότησης για κατ΄αναλογία εφαρμογή του άρθρου 35(1).  Με τον Τροποποιητικό Νόμο πληρώθηκε, ακριβώς, η διαπιστωθείσα απουσία, ώστε, στην πραγματικότητα, να μπορούσε να γίνει λόγος για εναρμόνιση προς την απόφαση και οπωσδήποτε όχι για παραβίαση της.  Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση δεδικασμένου.

 

Στον Τροποποιητικό Νόμο δε, δεν προσδόθηκε αναδρομική ισχύς, αλλά έχει εφαρμογή από της ημέρας της δημοσίευσης του.  Στην πράξη, βέβαια, είχε κατ΄ανάγκη έννομες συνέπειες για βουλευτική έδρα η οποία ήταν κενή κατά το χρόνο εκείνο που δεν ήταν άλλη από την υπό εξέταση.  Αυτό όμως ήταν το επιδιωκόμενο δια του Νόμου, ήτοι η επίλυση του προβλήματος που υπήρχε κατά τον τρέχοντα χρόνο.  Ο Νόμος δεν ανέτρεχε στο παρελθόν, ούτε τυπικά, ούτε ουσιαστικά.  Είχε ισχύ από της δημοσίευσής του και εύρισκε εφαρμογή επί της συγκεκριμένης έδρας ως  κενωθείσας και παραμένουσας κενής, κατά τον χρόνο που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος, κάτι που μας μεταφέρει εν τέλει στην ουσία του πράγματος:-

 

Το παράπονο των Αιτητών, όπως διευκρινίστηκε κατά την αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου τους, δεν ήταν ότι η Βουλή έλαβε νομοθετικά μέτρα ώστε να επιλυθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα που προκαλούσε η εκκρεμότητα της ύπαρξης της συγκεκριμένης κενής έδρας, ενόψει της επιτακτικής ανάγκης για συμπλήρωση του προνοούμενου αριθμού Βουλευτών (Άρθρο 62 του Συντάγματος).  Η οφειλόμενη ενέργεια αναγνωρίστηκε, κατά κοινό τόπο, ως δεδομένη.  Επίκληση της επιτακτικής αυτής ανάγκης γίνεται, ακριβώς, στο προοίμιο του εν λόγω τροποποιητικού Νόμου ως εξής:

 

«ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρίνεται αναγκαία η συμμόρφωση προς την απόφαση του Εκλογοδικείου και εν γένει η αποκατάσταση της νομιμότητας, κατ' εφαρμογήν του Άρθρου 62 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο έχει καθοριστεί ο αριθμός των βουλευτών,

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρίνεται αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση για την πλήρωση της έδρας η οποία κηρύχθηκε άκυρη από το Εκλογοδικείο σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του Άρθρου 66 του Συντάγματος της κειμένης νομοθεσίας, η οποία θεσπίστηκε με βάση την Τρίτη Τροποποίηση του Συντάγματος,»

 

Ό,τι προβλήθηκε σαφώς, εν τέλει, ως ενστάσιμο, από πλευράς αιτητών ήταν η επιλογή της βουλής να επιλύσει το πρόβλημα, με (ευθεία) εφαρμογή του εδαφίου (1), ενώ θα έπρεπε, κατά τους αιτητές, να προκριθεί η αναπληρωματική εκλογή ως επιβαλλόμενη από το συνταγματικό κανόνα εκλογής βουλευτών μέσω εκλογών.  Η άλλη όμως πλευρά προέβαλε τη θέση ότι η επιλογή της αναπληρωματικής εκλογής θα ήταν αντίθετη με το αναλογικό σύστημα προς το οποίο συνάδει η λύση που επιλέγηκε, εφόσον κατά το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος ο συνταγματικός κανόνας έγκειται στην εκλογή πολιτικού κόμματος και όχι υποψηφίου.

 

Παρέμβαση του Εκλογοδικείου στην παραπάνω διάσταση θέσεων θα ήταν επιτρεπτή και επιβαλλόμενη μόνο εάν ο Νόμος αδιαμφισβήτητα παραβίαζε συνταγματική διάταξη ή αρχή.  Στην πραγματικότητα όμως η διάσταση δεν αφορά σε παραβίαση του Συντάγματος, αλλά, στην επιλογή νομικοπολιτικής θέσης, κάτι που σαφώς εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Βουλής, χωρίς να δικαιολογείται παρέμβαση του Εκλογοδικείου.  Πρόκειται για επιλογή που εναρμονίζεται με το αναλογικό εκλογικό σύστημα το οποίο, όπως καταγράφεται στο Προοίμιο της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος με την οποία τροποποιήθηκε το Άρθρο 66 με τρόπο ώστε να ορίζεται ότι κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται καθ΄ον τρόπο νόμος ορίζει και όχι αναγκαστικά με αναπληρωματική εκλογή, «από τη φύση του θεωρείται πιο αντιπροσωπευτικό και συνάδει προς τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις» και «απολήγει σε δικαιότερη αντιπροσώπευση της θέλησης των εκλογέων, υλοποιώντας έτσι την καθιέρωση και στην πράξη της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας».

 

Όπως υποδείχθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 43, η εισαγωγή του αναλογικού εκλογικού συστήματος καθιστά την πολιτική επιλογή κόμματος τον άξονα του εκλογικού συστήματος.

 

Μια περαιτέρω εισήγηση των Αιτητών είναι ότι το Σύνταγμα διά του Άρθρου 66(2) εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη να ρυθμίζει τον τρόπο πλήρωσης μιας «κενωθείσας» έδρας[1], ο ορισμός της οποίας προκύπτει από το Άρθρο 71 του Συντάγματος[2].  Η μη αποδοχή της θέσης δεν συνιστά κένωση της θέσης, η δε έννοια «μη καταληφθείσα» έδρα, που χρησιμοποιείται στον Τροποποιητικό Νόμο, είναι άγνωστη στο Σύνταγμα.  Συνεπώς η εξουσιοδότηση του Συντάγματος δεν καλύπτει τη ρύθμιση που έγινε από τον κοινό νομοθέτη για την πλήρωση μη καταληφθείσας έδρας, και άρα ο Τροποποιητικός Νόμος είναι αντισυνταγματικός, καταλήγει η εισήγηση.

 

Το Σύνταγμα είναι ο θεμελιακός Νόμος της Πολιτείας.  Εξ ορισμού δεν επιλαμβάνεται και ως ζήτημα πρακτικό δεν θα αναμενόταν να επιλαμβάνεται κάθε δυνατής περίπτωσης.  Επιλαμβάνεται και ρυθμίζει θέματα, με θεσμική διάσταση, είτε πλήρως, είτε εν μέρει, εξουσιοδοτώντας κατά τα λοιπά, τον κοινό νομοθέτη.  Έτσι έπραξε για την περίπτωση της κένωσης βουλευτικής έδρας που αποτελεί πολιτειακό, θεσμικό ζήτημα.

 

Το γεγονός ότι το ίδιο το Σύνταγμα δεν ρυθμίζει τα περί της πλήρωσης «μη καταληφθείσας» έδρας ή δεν εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη ρητά και ειδικά για ρύθμιση του ζητήματος αυτού, δεν ισοδυναμεί με αποστέρηση της Βουλής από τη γενική εξουσία που της παρέχει το Σύνταγμα να ασκεί τη νομοθετική εξουσία εν παντί θέματι (Άρθρο 61).  Όπως προκύπτει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και όπως αναγνωρίστηκε νομολογιακά, η γενική αυτή εξουσιοδότηση του Συντάγματος προς τη Βουλή αναφέρεται, ασφαλώς, σε θέματα που δεν εμπίπτουν στον τομέα αρμοδιότητας των άλλων δύο εξουσιών (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (1985) 3 ΑΑΔ, 2137 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 3/2014, ημερ. 31.10.2014).

 

Εν προκειμένω δεν χωρεί αμφιβολία ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτούσε την άσκηση νομοθετικής εξουσίας, όπως και έγινε.  Η διοικητική αντιμετώπιση που επιχειρήθηκε στο παρελθόν οδήγησε στην ακύρωση στην Εκλογική Αίτηση 2/2016 με ρητή αναφορά του Εκλογοδικείου σε απουσία νομοθετικής πρόνοιας.  Αυτή την ελλείπουσα τότε νομοθετική πρόνοια είναι που θεσμοθέτησε η Βουλή στα πλαίσια της αποκλειστικής προς τούτο αρμοδιότητάς της. 

 

Εν κατακλείδι, το γεγονός ότι η έννοια «μη καταληφθείσα» έδρα είναι άγνωστη στο Σύνταγμα, δεν συνιστά απαγόρευση προς τον κοινό νομοθέτη να προβλέψει και να ρυθμίσει το πρόβλημα, ούτε εγείρει οποιοδήποτε ζήτημα αντισυνταγματικότητας.  Αντίθετα, όπως έχει υποδειχθεί από τον Γ.Μ. Πική, Π., στην προαναφερθείσα υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 43:

 

«Ο τρόπος εκλογής και η εκδήλωση των προτιμήσεων του εκλογέα επαφίονται στην κρίση του νομοθέτη.»

 

Διαφορετική προσέγγιση, όπως οι Αιτητές εισηγούνται, θα ισοδυναμούσε, όπως ήδη διαπιστώσαμε, με περιορισμό της άσκησης της νομοθετικής εξουσίας, κατά παράβλεψη της εξουσιοδότησης από το Σύνταγμα για επιλογή εκλογικού συστήματος και καθορισμό του τρόπου εκλογής των βουλευτών και, σ΄αυτά τα πλαίσια, της εν παντί θέματι νομοθετικής αρμοδιότητας της Βουλής, δυνάμει της γενικής εξουσιοδότησης που έχει από το Άρθρο 61 του Συντάγματος.

 

Υπό το φως των ανωτέρω θα απορρίπταμε την αίτηση.

 

                                                Κ. Παμπαλλής, Δ.

                                                Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

                                                Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

                                                Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

                                                Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

/ΚΧ»Π

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

(Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/2017)

 

30 Απριλίου 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

3.   ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

4.   ΔΗΜΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

Αιτητών

ΚΑΙ

5.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ

6.   ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

7.   ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

8.   ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ «ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ»

Καθ΄ων η Αίτηση

------------

 

Θ. Ιωαννίδης με Χ. Προύντζο και Δ. Καϊλή, για τους Αιτητές.

Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Γ. Χ"Χάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση 1 και 2.

Π. Πολυβίου με Χρ. Ππεκρή (κα), για τον Καθ΄ου η Αίτηση 3.

Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Καθ΄ων η Αίτηση 4.

 

-----------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση της μειοψηφίας, η οποία εκφωνήθηκε από τον Οικονόμου, Δ., πλην, όμως, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω τα πιο κάτω.

 

Με βάση την Τρίτη Τροποποίηση του Συντάγματος, που επήλθε με το Νόμο Ν. 115(Ι)/96, η συνταγματική εντολή για αναπληρωματική εκλογή, σε περίπτωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας, απαλείφθηκε και αντικαταστάθηκε με δυνατότητα νομοθετικής ρύθμισης ήτοι:

 

«2. Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως καθ' ον τρόπον ο νόμος ορίζει.»

 

 

Το σημαντικό, όμως, είναι η αιτιολογία που δίδεται για την αναγκαιότητα που επέβαλε την πιο πάνω τροποποίηση, και συγκεκριμένα, ως αιτιολογία αναφέρεται το εξής:

 

 «Και επειδή η Βουλή των Αντιπροσώπων, ενασκώντας την εξουσία της που απορρέει από το Σύνταγμα, έχει υιοθετήσει το αναλογικό εκλογικό σύστημα που από τη φύση του θεωρείται πιο αντιπροσωπευτικό και συνάδει προς τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις,

 

Και επειδή το εκλογικό αυτό σύστημα απολήγει σε δικαιότερη αντιπροσώπευση της θέλησης των εκλογέων, υλοποιώντας έτσι την καθιέρωση και στην πράξη της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.»

 

 

Συνεπώς παρατηρείται η επιβεβαίωση της υιοθέτησης από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, το κατ' εξοχήν αρμόδιο όργανο, του αναλογικού εκλογικού συστήματος, όπως διατυπώνεται στον περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμο του 1979,                             Ν. 72/79.

 

Η εκλογική διαδικασία, που έγινε στις 22 Μαΐου 2016, διεξήχθη με βάση το πιο πάνω σύστημα.

 

Η μεθοδολογία που επιβάλλει το εν λόγω σύστημα έχει ως επίκεντρο το κόμμα.

 

Το άρθρο 32 του Νόμου προκαθορίζει τον τρόπο κατανομής εδρών με την Πρώτη κατανομή και ιδιαιτέρως στην παράγραφο (2) ο Έφορος, ευθύς μετά τη συγκέντρωση και κατάταξη των αποτελεσμάτων της οικείας εκλογικής περιφέρειας, «προβαίνει εις την πρώτην κατανομήν των εδρών και την ανακήρυξιν των επιτυχόντων συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου».

 

Στην παράγραφο (3) του ιδίου άρθρου προσδιορίζεται το εκλογικό μέτρο δια του οποίου διαιρείται η εκλογική δύναμη εκάστου συνδυασμού και «λαμβάνει έκαστος συνδυασμός τόσας έδρας όσας φοράς το εκλογικόν μέτρον περιέχεται εις την εκλογικήν του δύναμιν» .

 

Στη δε παράγραφο (4) ρυθμίζεται ο τρόπος κατάληψης των εδρών εκάστου συνδυασμού από τους υποψηφίους.

 

Στο άρθρο 33 προσδιορίζεται η διαδικασία για τη Δεύτερη κατανομή εδρών. Στην παράγραφο (3), προνοείται η άθροιση του συνόλου των, εκ της Πρώτης κατανομής, αχρησιμοποιήτων υπολοίπων σε ολόκληρη τη Δημοκρατία των συμμετεχόντων κομμάτων και προσδιορίζεται το εκλογικό μέτρο της Δεύτερης κατανομής, όπου προσδιορίζεται το σύνολο των εδρών τις οποίες έκαστο κόμμα λαμβάνει κατά τη Δεύτερη κατανομή.

 

Η ιδία διαδικασία ακολουθείται και κατά τη διαδικασία της Τρίτης κατανομής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 33(4)(γ) του Νόμου. Στη δε παράγραφο (δ) του ιδίου άρθρου, προσδιορίζεται ότι «αι κατά το παρόν άρθρον προσκυρούμεναι εις έκαστον κόμμα έδραι καταλαμβάνονται υπό των υποψηφίων αυτών συμφώνως προς το εδάφιον (4) του άρθρου 32».  Ήτοι, καταλαμβάνονται υπό των υποψηφίων οι οποίοι έχουν κατά σειρά τους περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως.

 

Αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε στην περίπτωση της εκλογικής διαδικασίας της 22ης Μαΐου 2016 και ακολούθησε η ανακήρυξη της κας Ε. Θεοχάρους. Μετά τη μη αποδοχή της έδρας από την τελευταία, προχώρησε ο Έφορος στην ανακήρυξη του                          κ. Γ. Παπαδόπουλου ως Βουλευτού. Ακολούθησε η εκλογική αίτηση 2/16, η οποία έχει οδηγήσει στην ακύρωση της ανακήρυξης του εν λόγω υποψηφίου.

 

Ως αποτέλεσμα της απόφασης, υπήρξε ελλειμματική εκπροσώπηση στη Βουλή. Η έδρα που κατείχε ο Γ. Παπαδόπουλος, έμεινε κενή και τούτο κατ' αντίθεση προς τη συνταγματική επιταγή του Άρ. 62 του Συντάγματος.

 

Το νομοθετικό κενό που διαπιστώθηκε ότι υπήρχε ως αποτέλεσμα της απόφασης 2/16, επιχείρησε να καλύψει η Βουλή με το                              Ν. 82(Ι)/2017.

 

Δοθέντος ότι η διαδικασία εκλογής, όπως επιτάσσει η συνταγματική επιταγή, ρυθμίζεται νομοθετικά, δια του εκλογικού νόμου, επί του προκειμένου του Ν. 72/79, και το αναλογικό σύστημα, στη βάση του οποίου έχει διεξαχθεί η εκλογική αναμέτρηση στις 22 Μαΐου 2016, δεν έχει μεταβληθεί, η βούληση του εκλογικού σώματος δεν θα μπορούσε να εκδηλωθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρά, όπως εκφράστηκε με τον υπό κρίση νόμο. Σ' αντίθετη περίπτωση, θα αντιστρατευόταν τη συνταγματική επιταγή και θα διαφοροποιούσε τον εκλογικό νόμο και ουσιαστικότερα θ' αλλοίωνε το εκλογικό αποτέλεσμα, όπως τούτο εκφράστηκε από το κυρίαρχο εκλογικό σώμα στις εκλογές της 22 Μαΐου 2016.

 

 

 

Ως εκ των ανωτέρω θα προχωρούσα σε απόρριψη της αίτησης.

 

 

 

                                                Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

                                                             Δ.

 

 

 



[1] «66(2).- Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα 

         πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως καθ' ον τρόπον νόμος ορίζει.»

 

[2]« ΑΡΘΡΟΝ 71

   Η έδρα βουλευτού κενούται:

(α) διά του θανάτου αυτού,

(β) διά της εγγράφου παραιτήσεως αυτού,

(γ) διά της επελεύσεως οιασδήποτε περιπτώσεως εκ των αναφερομένων εις τας παραγράφους (γ) και (δ) του άρθρου 64 ή διά της απωλείας της ιθαγενείας της Δημοκρατίας, και

(δ) διά της αναλήψεως αξιώματος ή θέσεως εκ των εν άρθρω 70 αναφερομένων.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο