ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:D141
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 27/2018
30 Μαρτίου, 2018
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΖΩΔΙΑΤΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΙ/Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΚΑΙ/Η ΠΡΟΜΗΘΕΥΣΕΙ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ/Η ΤΟΥΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΗΤΑΝ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΤΙΣ 18.9.2017, 2.10.2017, 15.1.2018, 22.1.2018 ΚΑΙ 29.1.2018.
................
Θ. Καπάταης για Παυλίδης & Συνεργάτες, για αιτητή
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δόθηκε αυθημερόν)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής - Ανώτερος Λειτουργός στο Ωκεανογραφικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κύπρου - αντιμετωπίζει ενώπιον του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου 12 πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία αφορούν παράβαση καθήκοντος που απορρέει από τους περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) Κανονισμούς του 1990 (όπως τροποποιήθηκαν).
Η πρώτη συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 18.9.17 εξαντλήθηκε στον ορισμό της υπόθεσης για Απάντηση στις κατηγορίες, στις 2.10.17.
Στις 2.10.17 ο αιτητής - ο οποίος εμφανιζόταν ενώπιον του Συμβουλίου πάντα με δικηγόρο - ήγειρε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων οι οποίες απορρίφθηκαν κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 22.1.18 παρόλο που στο μεταξύ η υπόθεση είχε οριστεί για Απάντηση στις 15.1.18 χωρίς να γίνει οτιδήποτε κατά την εν λόγω συνεδρία.
Με την απόρριψη των προδικαστικών ενστάσεων η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 29.1.18, οπόταν άρχισε η ακροαματική διαδικασία με την εξέταση και αντεξέταση του ερευνώντος λειτουργού και η συνέχιση της ακρόασης αναβλήθηκε για τις 29.3.18. Στο μεταξύ όμως, στις 22.2.18, ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του απέστειλε τηλεομοιότυπο στον Πρόεδρο του Συμβουλίου με το οποίο ζητούσε τα πρακτικά ημερ. 18.9.17, 2.10.17, 22.1.18 και 29.1.18. Αίτημα όμως που απορρίφθηκε με τηλεομοιότυπο ημερ. 27.2.18 με το αιτιολογικό ότι δεν υπάρχει «. νομική υποχρέωση να σας δοθούν τα πρακτικά οιωνδήποτε συνεδριών του Συμβουλίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης των πελατών σας».
Η αντίδραση του αιτητή στην απόρριψη του αιτήματός του εκδηλώθηκε με την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητά άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Mandamus προκειμένου να του δοθούν τα πιο πάνω πρακτικά και, περαιτέρω, αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας μέχρι την εκδίκαση της σκοπούμενης να καταχωριστεί αίτησης.
Η αίτηση συνοδεύεται από έκθεση γεγονότων και ένορκο δήλωση του αιτητή, στο περιεχόμενο των οποίων δεν χρειάζεται να γίνει οποιαδήποτε αναφορά εφόσον τα στοιχεία που αναφέρονται πιο πάνω είναι αρκετά για εξέταση του αιτήματός του. Κρίνεται όμως χρήσιμο να λεχθεί πως είναι ισχυρισμός του αιτητή ότι η απόρριψη του αιτήματος του από το Συμβούλιο παραβιάζει το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη και την αρχή της ισότητας των όπλων. Και αυτό στη βάση ότι η ενώπιον του Συμβουλίου (πειθαρχική) διαδικασία είναι οιωνεί ποινική διαδικασία και επομένως εφαρμόζονται οι αρχές που ισχύουν και για την ποινική δίκη. Προς περαιτέρω δε θεμελίωση του αιτήματός του παρέπεμψε και στην Αίτηση της Παναγιώτας Μιλτιάδους, Πολ. Αιτ. 12/15 ημερ. 10.2.15, ECLI:CY:AD:2015:D88 όπου ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ ικανοποίησε αίτημα για καταχώριση αίτησης προς έκδοση Mandamus. Kαι αυτό στη βάση ότι η αιτήτρια είχε δικαίωμα να γνωρίζει με ακρίβεια τι έγινε στην απουσία της σε ποινική υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Συγκεκριμένα, το παράπονο της ήταν ότι ο Δικαστής της είπε με «. πολύ θυμωμένο και έντονο ύφος (άτε έφυγες κυρία)», ζητώντας της να υπογράψει εγγύηση χωρίς όμως να της δοθεί νέα ημερομηνία. Όταν δε ζητήθηκε το σχετικό πρακτικό, αυτό δεν εντοπίστηκε γιατί είχε απωλεσθεί ο φάκελος της υπόθεσης.
Εξέτασα το αίτημα υπό το πρίσμα των αρχών που εφαρμόζονται σε αιτήσεις της εξεταζόμενης φύσεως. Για σκοπούς της παρούσας είναι αρκετό να υπενθυμίσω ότι η θεραπεία που παρέχεται με το ένταλμα mandamus είναι εφικτή μόνο στις περιπτώσεις που ο Αιτητής έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση καθήκοντος που επιβάλλει ο νόμος, όχι μόνο σε σχέση με αποφάσεις κατώτερων δικαστηρίων αλλά και κατά παντός οργάνου, προσώπου ή αρχής που ασκεί δημόσια εξουσία και που οφείλει να εκτελέσει καθήκον εκ του Νόμου. Παραθέτω σχετικά αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury´s Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 11, παρ. 159 όπου στις σελ. 84 και 85 αναφέρονται τα εξής:-
"The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature, and is, in form, a command issuing from the High Court of Justice, directed to any person, corporation, or inferior tribunal, requiring him or them to do some particular thing therein specified which appertains to his or their office and is in the nature of a public duty. Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right; and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode 0 redress is less convenient, beneficial and effectual."
Στην υπό κρίση περίπτωση ζητήθηκε, κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή να προσδιορίσει το νόμο δυνάμει του οποίου ένα πρωτόδικο Δικαστήριο - ή το Συμβούλιο εφόσον πρόκειται για οιωνεί ποινική διαδικασία - έχει υποχρέωση να εφοδιάζει την Υπεράσπιση με τα πρακτικά που τηρεί στην ενώπιον του διαδικασία. Τη στιγμή μάλιστα που η ενώπιον του Δικαστηρίου (ή Συμβουλίου) διαδικασία διεξάγεται στην παρουσία τόσο του κατηγορουμένου όσο και του συνηγόρου του. Επί τούτου ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή περιορίστηκε, αόριστα, να απαντήσει ότι αν δεν δοθούν τα πρακτικά θα παραβιαστεί το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη. Με δεδομένο, όμως, τον μη προσδιορισμό νομικής υποχρέωσης του Συμβουλίου να εφοδιάσει την Υπεράσπιση του αιτητή με τα αιτηθέντα πρακτικά, είναι νομίζω πρόδηλο ότι η αίτηση για άδεια δεν μπορεί να πετύχει. Όσον δε αφορά τον κατ΄ ισχυρισμό κίνδυνο παραβίασης του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, είναι αρκετές δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς θα επηρεαστεί το υπό αναφορά δικαίωμα όταν το περιεχόμενο των πρακτικών που τηρήθηκαν στις συνεδριάσεις 18.9.17, 2.10.17, 15.1.18 και 22.1.18 αφορούσε μόνο είτε ορισμό της υπόθεσης για απάντηση, είτε για ανάγνωση της ενδιάμεσης απάσης επί των προδικαστικών ενστάσεων, είτε ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση. Η δεύτερη, αν τα πρακτικά της 29.1.18 - για τα οποία μπορούσε τόσο ο αιτητής όσο και ο συνήγορός του να κρατούν σημειώσεις - επηρεάσουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το εν λόγω δικαίωμα, μπορεί να εγείρει σχετικό λόγο στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας και στη συνέχεια - σε περίπτωση καταδίκης του - και με έφεση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται και δεν θα ήταν χωρίς σημασία να επαναληφθεί ακόμη μία φορά ότι η προσφυγή στη χρήση των προνομιακών ενταλμάτων θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη φειδώ και στις κατάλληλες περιπτώσεις.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ