ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IN RE TTOOULIAS (1984) 1 CLR 885
Αναστάσιου Μαρκιτανή ν. Απόστολου Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923
Ιωαννίδη Μαρία και άλλοι (2012) 1 ΑΑΔ 1442
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αιμίλιου Λοΐζου και Άλλου (2000) 2 ΑΑΔ 371
Ονουφρίου Ανδρέας ν. Γεώργιου Τρυφωνίδη και Άλλων (2016) 2 ΑΑΔ 29, ECLI:CY:AD:2016:B30
EIΡΗΝΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.59/2016, 23/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:D107
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ XXX, ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 10/19, 6/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:D166
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 5/19, 3/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:D127
ECLI:CY:AD:2018:D127
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 17/2018
23 Μαρτίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30, 113(2) ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15/09/2017
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΑΝΑΣΤΕΙΛΟΥΣΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ 2, 3 ΚΑΙ 4 ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 19868/16 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 13, 14, 17 ΚΑΙ 53 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΑΡΘΡΑ 20, 21, 41, 44, 47, 51, 52, 53 ΚΑΙ 54
-----------------------------------
Βικτώρια Καρακασίδου (κα), για ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Κ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δόθηκε αυθημερόν)
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Η παρούσα αίτηση αποσκοπεί στην εξασφάλιση άδειας για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως προς ακύρωση της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 15.9.2017 με την οποία ανέστειλε την ποινική δίωξη για τους κατηγορούμενους 2, 3 και 4 στην ιδιωτική ποινική υπόθεση αρ. 19868/16 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η αίτηση στηρίζεται σε έκθεση γεγονότων και ένορκη δήλωση της αιτήτριας.
Σύμφωνα με το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό, στις 16.5.2017 απεστάλη επιστολή στο Γενικό Εισαγγελέα από τους δικηγόρους των κατηγορουμένων στην παραπάνω υπόθεση με αίτημα όπως ανασταλεί η ποινική δίωξη εναντίον τους. Ο Γενικός Εισαγγελέας μετά που ζήτησε και πήρε τις απόψεις των δικηγόρων της αιτήτριας για το ζήτημα, ανέστειλε την ποινική δίωξη για τους κατηγορούμενους 2,3 και 4. Ενόψει αυτής της εξέλιξης το Επαρχιακό Δικαστήριο στις 2.10.2017, απάλλαξε τους κατηγορούμενους 2 και 3 από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, σημειώνοντας ότι η υπόθεση είχε ήδη διακοπεί σε σχέση με τον κατηγορούμενο 4 από τις 22.5.2017. Η υπόθεση παρέμεινε για την κατηγορούμενη 1 εταιρεία και ορίστηκε για ακρόαση στις 26.1.2018.
Σύμφωνα με την έκθεση γεγονότων που συνοδεύει την αίτηση, η ενέργεια αυτή του Γενικού Εισαγγελέα «δεν ενέχει το στοιχείο της αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης και αποτελεί επέμβαση στο δικαίωμα πρόσβασης της αιτήτριας επί Δικαστηρίω», αφού ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το Άρθρο 113 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Γενικός Εισαγγελέας υιοθέτησε στην ουσία την υπεράσπιση και/ή τις θέσεις των κατηγορουμένων χωρίς δίκη, «ενώ η διεργασία αυτή είναι αποκλειστικό έργο του Δικαστή στα πλαίσια της δίκης». Η αναιτιολόγητη υπό αναφορά απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα παραβλάπτει, κατά την αιτήτρια, τα συνταγματικά και ανθρώπινα δικαιώματα της και βρίσκεται σε αντίθεση και δυσαρμονία με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Κατά την ακρόαση της αίτησης, η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι οι ανέλεγκτες, σύμφωνα πάντοτε με το Σύνταγμα, «ενέργειες» του Γενικού Εισαγγελέα, προσκρούουν σε συνταγματικά κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του Άρθρου 30 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει για πρόσβαση στη δικαιοσύνη και του Άρθρου 113.2 που παρέχει στο Γενικό Εισαγγελέα τις εξουσίες του[1]. Εν προκειμένω, με την απόφαση του για αναστολή της ποινικής δίωξης, ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε οιωνεί δικαστική εξουσία και αποστέρησε από την αιτήτρια το δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο.
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Το προνομιακό ένταλμα της φύσης Certiorari, απευθύνεται στα κατώτερα δικαστήρια για σκοπούς εποπτικού ελέγχου και ακύρωση αποφάσεων τους, όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή νομική πλάνη η οποία είναι πρόδηλη από το πρακτικό.
Εν προκειμένω, η υπό αναφορά απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα δεν αποτελεί δικαστική πράξη. To Σύνταγμα παρέχει εξουσία στο Γενικό Εισαγγελέα να διακόπτει ποινική δίωξη, δικαίωμα το οποίο έχει την προέλευση του στο αγγλικό δίκαιο. Με σταθερότητα η νομολογία έχει επαναλάβει ότι απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να τερματίσει ποινική δίωξη με την καταχώρηση «nolle prosequi», δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά, «ούτε χωρεί περιορισμός του τρόπου άσκησης της», (βλ. Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194 (απόφαση πλειοψηφίας) και Γενικός Εισαγγελέας ν Λοϊζου κ.ά (2000) 2 ΑΑΔ 371). Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Re Ttooulias (1984) 1 CLR 885, με αναφορά σε αυθεντίες και νομολογία[2], ο Γενικός Εισαγγελέας όταν ασκεί τη διακριτική ευχέρεια δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, μπορεί να ενεργεί οιωνεί δικαστικά, αλλά δεν ενεργεί ως δικαστικό όργανο και συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά με προνομιακό ένταλμα της φύσης Certiorari. Πιο πρόσφατα, στην Αίτηση της Kaya (2010) 1 AAΔ 1887, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε σχετικά τα ακόλουθα:
«Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές και θεμελιωμένες νομικές αρχές και κατέληξε σε αποτέλεσμα που ήταν, υπό τις περιστάσεις, νομικά επιβεβλημένο και αναπόφευκτο. Επιπρόσθετα προς τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε η πρωτόδικη απόφαση σημειώνουμε και την υπόθεση Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην απόφαση πλειοψηφίας της, τόνισε ότι ούτε στην Αγγλία αλλά ούτε και στην Κύπρο οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση με το προνομιακό ένταλμα Certiorari. Ο Γενικός Εισαγγελέας είναι, δυνάμει του Συντάγματος, εμπιστευμένος με την εξουσία δίωξης, κατά την κρίση του (Άρθρο 113.2). Η εξουσία αυτή υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που προνοούνται από το Σύνταγμα. Για τους σκοπούς του άρθρου 113.2, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο κριτής του δημοσίου συμφέροντος.
[..]
Είναι προφανές, επομένως, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ανέλεγκτη εξουσία να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία, για οποιοδήποτε αδίκημα, εφόσον, κατά την κρίση του, αυτό είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή, σ' αυτή την περίπτωση, κρίνεται από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και η κρίση του δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο είτε με προνομιακό ένταλμα, είτε δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Με βάση τα προαναφερόμενα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος να ασκήσει ή να μην ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία δεν ελέγχεται δικαστικά, ούτε με προνομιακά εντάλματα της φύσης Certiorari ή Mandamus.
Ενόψει των προαναφερομένων δεν μπορεί να επιτύχει οποιοσδήποτε από τους λόγους έφεσης. Δεν μπορεί να θεωρηθεί δηλαδή ότι η ανέλεγκτη κρίση του Γενικού Εισαγγελέα συνιστά είτε παραβίαση των προαναφερομένων άρθρων του Συντάγματος, είτε της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ή του Κυρωτικού Νόμου 39/1962. Δεν μπορεί η εξουσία και η κρίση του Γενικού Εισαγγελέα, δυνάμει του Άρθρου 113.2, να είναι αφενός ανέλεγκτη δικαστικά και αφετέρου τα δικαστήρια να την υποβάλλουν στην κρίση τους και να καταλήγουν σε συμπέρασμα ότι, με την απόφασή του, ο Γενικός Εισαγγελέας παραβίασε άρθρα του Συντάγματος ή του Νόμου».
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Γρηγορίου ν Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 7 όπου επαναλαμβάνεται η πάγια πιο πάνω θέση της νομολογίας με αναφορά στην Kaya και την Αναφορικά με την Αίτηση της Ιωαννίδη, συζύγου και παιδιών του Αποβιώσαντος Πλοίαρχου Ανδρέα Ιωαννιδη κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 1442 (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας), καθώς επίσης στην Ονουφρίου ν Τρυφωνίδη κ.ά, Πολ. Έφ. αρ. 68/2014 ημερ. 25.1.2016, ECLI:CY:AD:2016:B30.
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Η αίτηση υπόκειται σε απόρριψη και για άλλο πρόσθετο λόγο. Να σημειωθεί ότι από τις 2.10.2017 που απαλλάχθηκαν οι κατηγορούμενοι 2 και 3 από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης, μεσολάβησε χρονικό διάστημα περίπου 5 μηνών, χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε δικαιολογία εκ μέρους της αιτήτριας για αυτή την καθυστέρηση. Η καθυστέρηση αποτελεί λόγο για άρνηση παραχώρησης της άδειας (βλ. Μαρκιτανής ν Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923). Κάθε καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης πρέπει να αιτιολογείται και όσο μεγαλύτερη, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδηθεί για την παροχή άδειας. Η σπουδαιότητα του παράγοντα του χρόνου τονίστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ημερομηνίας 13/10/2000 (2002) 1 Α.Α.Δ. 571, επιβεβαιώνοντας την προηγούμενη νομολογία. Στην υπόθεση εκείνη, η παρέλευση χρόνου 3½μηνων από την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας ήταν καταλυτική για την υπόθεση του αιτητή και το παραδεκτό της αίτησης του, (βλ. επίσης την πρόσφατη υπόθεση Odyssey Retriever Inc., Πολ. Έφ. 59/16, ημερομηνίας 3.5.2017).
Η προκειμένη περίπτωση δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις εκείνες όπου η έκδοση εντάλματος certiorari μπορεί να διεκδικηθεί δικαιωματικά (ex debito justitiae), οπόταν η παρέμβαση του Δικαστηρίου επιβάλλεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος, (βλ., μεταξύ άλλων, Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236). Θεωρώ, εν προκειμένω, ότι η αναιτιολόγητη παρέλευση 5 περίπου μηνών από την ημερομηνία που έλαβε γνώση η αιτήτρια για την υπό αναφορά απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης - η οποία, να σημειωθεί, εκφεύγει και της προθεσμίας που σύμφωνα με την αγγλική έννομη τάξη είναι το ανώτατο, σήμερα, επιτρεπτό όριο[3] - συνιστά υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή της παρούσας αίτησης η οποία από μόνη της δικαιολογεί την απόρριψη της.
Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινή, διεξάγη, επιλαμβάνηται και συνεχίζη ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσση δίωξιν καθ' οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι' οιονδήποτε αδίκημα».
[2] Μεταξύ άλλων: Police v. Stephanos Athienitis (ανωτέρω), R. v. The Comptroller-General of Patents, Designs and Trade Marks [1899] 1 Q.B. 909, Xenophontos v. Republic, 2 R.S.C.C. 89 και Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66.
[3] Στην Αγγλία ισχύει η προθεσμία των 3 μηνών για την καταχώριση αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα, αλλά αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης, ακόμη και εάν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπόμενης προθεσμίας.