ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D69
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 4/2018)
8 Φεβρουαρίου, 2018
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 17 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 7, 8, 13 ΚΑΙ 17 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠOΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΒΑΦΕΙΑΔΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΕΚΔΟΘΕΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18/10/2017 ΣTA ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 17/2017 ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ, ΠΡΟΣΒΑΣΗ, ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΛΗΨΗ ΣΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΠΙ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ
----------
Ρ. Καραμανή (κα) με Μ. Καούλα, για ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ζητούνται οι ακόλουθες θεραπείες:
«Α. Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση του Προνομιακού Εντάλματος Certiorari που να ακυρώνει και/ή να παραμερίζει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 18/10/2017 δια της οποίας εκδόθηκε διάταγμα πρόσβασης στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του αιτητή.
Β. Διαζευκτικά άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση του Προνομιακού Εντάλματος Certiorari που να ακυρώνει και/ή να παραμερίζει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 18/10/2017 δια της οποίας εκδόθηκε διάταγμα πρόσβασης στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του αιτητή καθ΄ όσον αφορά επικοινωνία και/ή περιεχόμενο επικοινωνίας το οποίο ανήκει και/ή προέρχεται από τρίτα πρόσωπα.»
Τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η αίτηση όπως προκύπτουν από την έκθεση, την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, καθώς και τα τεκμήρια που επισυνάπτονται, είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Στις 9.10.2017 ο αιτητής, μετά από σχετική ειδοποίηση για άφιξη πακέτου, μετέβη στο ταχυδρομείο Λάρνακας, όπου, παρουσιάζοντας την εν λόγω ειδοποίηση, παρέλαβε το πακέτο. Η σκηνή παρακολουθείτο από μέλη της ΥΚΑΝ, καθότι επρόκειτο για ελεγχόμενη παράδοση πακέτου με ναρκωτικά, το οποίο είχε εντοπιστεί στις 4.10.2017 στο αεροδρόμιο Βρυξελλών με παραλήπτη το αιτητή. Τα μέλη της ΥΚΑΝ ανέκοψαν τον αιτητή όταν θα εισερχόταν στο αυτοκίνητό του, οπότε τον συνέλαβαν για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄. Ακολούθησε έρευνα στο αυτοκίνητό του, όπου, μεταξύ άλλων, ανευρέθηκαν δύο κινητά τηλέφωνα.
Στις 18.10.2017 εκδόθηκε διάταγμα, δυνάμει του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996 (N.92(I)/1996), όπως τροποποιήθηκε, η νομιμότητα του οποίου αμφισβητείται με την παρούσα αίτηση.
Με βάση το εν λόγω διάταγμα επετράπη από το Δικαστήριο όπως δοθεί πρόσβαση δεδομένων τα οποία αποτελούν «καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, φωτογραφίες, καθώς και οτιδήποτε άλλο» σχετίζεται με τα διερευνόμενα αδικήματα εισαγωγής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών, «τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέχονται» σε συγκεκριμένες συσκευές κινητού τηλεφώνου. Στις 23.10.2017 η Αστυνομία προχώρησε στην εκτέλεση του διατάγματος και λήφθηκε αριθμός καταγεγραμμένων μηνυμάτων και συνομιλιών, καθώς επίσης και δεδομένων. Προς τούτο, κατατέθηκε τόσο η έκθεση της Αστ. 4251 Χαρίτου, η οποία εξέτασε τα δύο κινητά τηλέφωνα, ημερομηνίας 24.10.2017, καθώς και δέσμη αποκαλυφθέντων μηνυμάτων και φωτογραφιών. Περαιτέρω, τον ίδιο μήνα καταχωρήθηκε εναντίον του αιτητή η Ποινική Υπόθεση υπ΄ αριθμό 4720/2017 ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακος.
Εκδόθηκε, επίσης, διάταγμα πρόσβασης στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των παροχέων αναφορικά με τις συγκεκριμένες συσκευές τηλεφώνων (Τεκμ. 7), το οποίο όμως δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αίτησης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση και καθ΄ υπέρβαση των Άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος, του περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2010, του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001 (Ν.138(Ι)/2001), του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007 (Ν. 183(Ι)/2007), του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας Νόμου του 1996 (Ν. 92(Ι)/1996) όπως τροποποιήθηκε και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Προβάλλει, περαιτέρω, υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου που εξέδωσε το εν λόγω διάταγμα και έκδηλη παρανομία. Προς υποστήριξη των θέσεών του ο αιτητής επικαλείται τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου C-293/12 και 594/12 Digital Rights Ireland Ltd and Seitlinger and others, ημερομηνίας 8.4.2014 και C-203/15 Tele2 Sverige AB v. Post-och telestyrelsen and C-698/15 SSHD v. Tom Watson & Others, ημερομηνίας 21.12.2016.
Ειδικότερα, τόσο στην έκθεση και την ένορκη δήλωση, όσο και στην αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, προβάλλεται η θέση ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 17.2.Γ του Συντάγματος, επέμβαση σε καταγεγραμμένα δεδομένα αφορά μόνο δεδομένα κίνησης και θέσης και συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή και του χρήστη. Με αναφορά στο προοίμιο του Συντάγματος προβάλλεται ότι το περιεχόμενο τηλεφωνικής επικοινωνίας παραμένει απόρρητο και δεν μπορεί να αποτελέσει μαρτυρία. Προς τούτο, γίνεται παραπομπή στις δύο αποφάσεις του ΔΕΕ που παρατίθενται πιο πάνω. Ο Νόμος 216(Ι)/2015, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μετά την τροποποίηση του Συντάγματος, αντίκειται, σύμφωνα με τον αιτητή, στις πρόνοιες του Συντάγματος, του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου και της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΕ. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι μεγάλο μέρος του καταγεγραμμένου περιεχομένου των μηνυμάτων ανήκαν σε τρίτα πρόσωπα, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα δικά τους δικαιώματα. Το διάταγμα επέτρεπε την επέμβαση στις συσκευές τηλεφώνου αναφορικά με το περιεχόμενο φωτογραφιών, χωρίς οποιαδήποτε ασφαλιστική δικλείδα, ενώ συγκεκριμένες φωτογραφίες καλύπτονται από απόρρητο και επικοινωνία μεταξύ συζύγων. Περαιτέρω, γίνεται επίκληση του λεκτικού του διατάγματος, όπου παραπέμπει σε δεδομένα «τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέχονται στα δεδομένα που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ της αίτησης», προς υποστήριξη της εισήγησης ότι πρόκειται για διάταγμα που διέπεται από ασάφεια, γενικότητα και αοριστία. Εκδόθηκε το διάταγμα χωρίς προηγουμένως να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι η καταγεγραμμένη επικοινωνία ανήκε στον αιτητή και χωρίς να υπάρχει ταυτοποίηση της με αυτόν. Το δε διάταγμα επιτρέπει την πρόσβαση σε προϋπάρχον καταγεγραμμένο περιεχόμενο, πριν την έκδοσή του, κάτι που αποτελεί έκδηλη υπέρβαση του Νόμου. Το ίδιο ισχύει και για την έλλειψη καθορισμού χρονικής περιόδου για την οποία επιτρέπεται η πρόσβαση και η επέμβαση. Ο αιτητής θεωρεί ότι υπήρξε προσπάθεια των αρχών να αποκρύψουν ουσιώδη στοιχεία και να παραπλανήσουν το Δικαστήριο με την παράλειψή τους να αναφέρουν ότι ο αιτητής αρνήθηκε ότι παράγγειλε οποιοδήποτε πακέτο.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Περαιτέρω, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535).
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή υποστήριξε τους λόγους επί των οποίων εδράζεται η αίτηση με προφορική αγόρευση.
Εξέτασα την αίτηση στη βάση των ενώπιόν μου τεθέντων στοιχείων και υπό το φως της νομολογίας που διέπει τέτοιου είδους υποθέσεις.
Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 21, 22 και 23, τα οποία εισήχθησαν στο Ν.92(Ι)/1996 με το Ν.216(Ι)/2015. Τα συγκεκριμένα άρθρα προστέθηκαν στο Νόμο μετά από την τροποποίηση που επήλθε στο Άρθρο 17 του Συντάγματος, με το Ν. 51(Ι)/2010, όπου η παράγραφος 2 του εν λόγω Άρθρου αντικαταστάθηκε ως ακολούθως:
«2. Δε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α. Προσώπων που τελούν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση.
Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:
(α)Φόνος εκ προμελέτης ή ανθρωποκτονία,
(β)εμπορία ενηλίκων ή ανηλίκων προσώπων και αδικήματα που σχετίζονται με την παιδική πορνογραφία,
(γ)εμπορία, προμήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών φαρμάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρμάκων,
(δ)αδικήματα που σχετίζονται με το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα της Δημοκρατίας και
(ε)αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.
Γ. Κατόπιν δικαστικού διατάγματος, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, για τη διερεύνηση ή δίωξη σοβαρού ποινικού αδικήματος για το οποίο προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω και η επέμβαση αφορά πρόσβαση στα σχετικά με ηλεκτρονική επικοινωνία δεδομένα κίνησης και θέσης και στα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή και του χρήστη.».
Η πιο πάνω τροποποίηση του Συντάγματος κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της επικοινωνίας, όταν κρίνεται απαραίτητο, μεταξύ άλλων, για τη διερεύνηση ή δίωξη αδικημάτων που αφορούν εμπορία και προμήθεια ναρκωτικών φαρμάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρμάκων.
Το Άρθρο 17, παράγραφος 2.Β(γ), είναι αυτό που εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε με στόχο την πρόσβαση στο καταγεγραμμένο περιεχόμενο των δύο κινητών τηλεφώνων που ανευρέθηκαν στο όχημα του αιτητή, κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται πιο πάνω και στόχο είχε τη διερεύνηση και δίωξη σε συνάρτηση με αδικήματα που περιλαμβάνονται στην υποπαράγραφο (γ). Ως εκ τούτου, οι αναφορές και εισηγήσεις που έγιναν από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή σε συνάρτηση με το Άρθρο 17.2.Γ, καθώς και του Ν. 183(Ι)/2007 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Επαναλαμβάνω ότι το διάταγμα που εκδόθηκε στην Αίτηση 18/2018, στη βάση του Νόμου 183(Ι)/2007 δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα περίπτωση, όπως ρητά ανέφερε και η ευπαίδευτη συνήγορος στην αγόρευσή της.
Στο προοίμιο του Νόμου 51(Ι)/2010 γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, «ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ αποκλείεται η προσαγωγή οποιασδήποτε μαρτυρίας αποτελεί μέρος του περιεχομένου τηλεφωνικής επικοινωνίας». Το στοιχείο αυτό αποτελεί μέρος της αιτιολογικής βάσης για την οποία κατέστη αναγκαία η τροποποίηση του Συντάγματος. Συνεπώς, η εισήγηση του αιτητή ότι στη βάση του προοιμίου ακόμα και μετά την τροποποίηση του Συντάγματος, το περιεχόμενο τηλεφωνικών επικοινωνιών παραμένει απόρρητο και δεν δύναται να αποτελέσει μαρτυρία, δεν ευσταθεί.
Το άρθρο 8(2) της ΕΣΔΑ έχει παρόμοιες πρόνοιες με το Άρθρο 17.2 του Συντάγματος. Δεν επιτρέπεται επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας, εκτός εάν η επέμβαση προβλέπεται υπό του Νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.
Η ύπαρξη νομοθετικής πρόνοιας που επιτρέπει πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας (Ν.216(Ι)/2015) και η αναγκαιότητα έκδοσης τέτοιου είδους διατάγματος με στόχο τη διερεύνηση ή δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως είναι τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο αιτητής, δεν θεωρώ ότι αντιβαίνει είτε στο Σύνταγμα, είτε στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Η υπόθεση Digital Rights Ireland, πιο πάνω, η οποία αφορούσε την εγκυρότητα της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ προς εναρμόνιση της οποίας ψηφίστηκε ο Ν. 183(Ι)/2007, δεν θεωρώ ότι βοηθά την υπόθεση του αιτητή. Και αυτό γιατί δεν αμφισβητείται με την παρούσα αίτηση το διάταγμα που εκδόθηκε με βάση το Ν. 183(Ι)/2007. Το ίδιο και η υπόθεση Tele2 Sverige AB, πιο πάνω, η οποία ασχολείται με την ερμηνεία του άρθρου 15(1) της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/136/ΕΚ με αντικείμενο διαταγή για τη διατήρηση δεδομένων κίνησης και θέσης συνδρομητών.
Σε ό,τι αφορά τον προβληθέντα ενδεχόμενο επηρεασμό των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων, αυτό δεν μπορεί να απασχολήσει στα πλαίσια της παρούσας αίτησης όπου το διάταγμα αφορά τον αιτητή και η αίτηση εγείρεται από τον ίδιο. Ούτε θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω, έπρεπε να τεθεί οποιαδήποτε ασφαλιστική δικλείδα στο εκδοθέν διάταγμα. Με το επίδικο διάταγμα, άλλωστε, διδόταν άδεια για πρόσβαση σε δεδομένα που σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέχονται στα δεδομένα των δύο κινητών τηλεφώνων που ανευρέθηκαν στο αυτοκίνητο του αιτητή.
Η ισχυριζόμενη παραπλάνηση του Δικαστηρίου καθορίζεται από τον αιτητή στην παράλειψη των αρχών να αναφέρουν ότι ο αιτητής αρνήθηκε ότι παρέλαβε το οποιοδήποτε πακέτο. Θεωρώ ότι αυτό δεν μπορεί να έχει την επίπτωση που επικαλείται ο αιτητής στο επίδικο διάταγμα με δεδομένο ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για έκδοση του επίδικου διατάγματος αναφέρθηκε ότι ο αιτητής αρνήθηκε κάθε ανάμειξη με την υπόθεση και προέβαλε ισχυρισμούς οι οποίοι θα διερευνηθούν.
Πέραν και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, τίθεται θέμα καθυστέρησης στην καταχώρηση της αίτησης, το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, μπορεί να έχει καταλυτικές συνέπειες σ΄ αυτή. Αποτελεί θέση του αιτητή ότι το επίδικο διάταγμα παραλήφθηκε από το δικηγορικό γραφείο που τον αντιπροσωπεύει περί τις 22.12.2017. Μετά από μελέτη των όσων παραδόθηκαν, ο δικηγόρος του αιτητή αντελήφθηκε ότι δεν συμπεριλαμβανόταν η έκθεση της Αστ. 4251 που αφορούσε την εκτέλεση του εντάλματος, κάτι που του παραδόθηκε στις 17.1.2018. Περαιτέρω, έλαβε πιστό αντίγραφο του επίδικου διατάγματος και ενημερώθηκε ότι δεν υπήρχε άλλο πρακτικό, εκτός από το επισυναφθέν, την προτεραία της καταχώρησης της αίτησης. Σημειώνεται ότι επισυνάπτεται στην αίτηση φωτοτυπία του επίδικου διατάγματος περιέχουσα και σφραγίδα, κάτι όμως που δεν αποτελεί πιστό αντίγραφο. Αυτά έχουν περαιτέρω σημασία, ενόψει του ότι η ποινική υπόθεση που αντιμετωπίζει ο αιτητής ήταν ορισμένη για ακρόαση ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 23.1.2018, μία ημέρα μετά την καταχώρηση της αίτησης. Συνεπώς, η αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη και γι΄ αυτούς τους λόγους.
Ενόψει των πιο πάνω, δεν δικαιολογείται η απόδοση των αιτουμένων θεραπειών.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ