ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δάμτσα Rose ν. Πέτρου Δάμτσα (Αρ. 2) (2006) 1 ΑΑΔ 1389
Mιχαήλ Aνδρέας Nικολάου ν. Mιχαήλ Σκουτέλλα (2008) 1 ΑΑΔ 1125
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:A68
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 394/2011)
8 Φεβρουαρίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΣΥΜΕΩΝ ΣΥΜΕΩΝ
Εφεσείοντα
και
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΛΑΠΙΕΡΗ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΑΠΟΘΑΝΟΝΤΑ,
Εφεσίβλητου.
-----------------------
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Πουργουρίδης με Α. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.
-----------------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: O εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 7/9/2011 με την οποία απερρίφθη η αγωγή του με αριθ. 12256/2003 με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ως ο μοναδικός κληρονόμος και/ή κληροδόχος του αποβιώσαντος Αντώνη Χριστοφή Λαμπιέρη (ο αποβιώσας), δυνάμει διαθήκης ημερ. 1/10/1999 της οποίας αξίωνε την επικύρωση. Ταυτόχρονα, με την αγωγή του, ζητούσε και ακύρωση των εγγράφων διαχείρισης που δόθηκαν στον εναγόμενο - εφεσίβλητο στην Αίτηση Διαχείρισης με αριθμό 89/2002 του Ε. Δ. Λευκωσίας.
Ο ίδιος ο αποβιώσας είχε καταχωρήσει αγωγή με αριθ. 11627/2000, την οποία μετά το θάνατο του την συνέχισε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος ως διαχειριστής της περιουσίας του, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία ζητούσε διάταγμα και/ή απόφαση με την οποία να διατάσσεται ο εφεσείων να επιστρέψει στον εφεσίβλητο, ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα, ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία που απέσπασε από τον αποβιώσαντα.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με απόφαση του ημερ. 21/12/2007 έκαμε δεκτή την αγωγή 11627/2000 και διέταξε τον εφεσείοντα να επιστρέψει όλη την ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντα και επίσης εξέδωσε απόφαση εναντίον του για το ποσό των ΛΚ 47.000, χρήματα που απέσπασε ο εφεσείων από τον αποβιώσαντα.
Υποβάλλει συναφώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου ότι το κύριο επίδικο θέμα στην παρούσα υπόθεση εκδικάστηκε στην αγωγή 11627/00, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, και το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι οι μεταβιβάσεις στον εφεσείοντα είχαν γίνει λόγω της ψυχικής πίεσης αλλά και της εξουσίας που ασκούσε ο εφεσείων στον αποβιώσαντα. Εναντίον της πρωτόδικης εκείνης απόφασης ασκήθηκε η έφεση με αριθμό 35/2008 η οποία απερρίφθη από το Ανώτατο Δικαστήριο την 22/6/2011.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου στην αγωγή 11627/2000 επεκυρώθησαν στην ολότητα τους από το Εφετείο. Η απορριπτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί δεδικασμένο, εισηγείται ο εφεσίβλητος. Μεταξύ των ευρημάτων τα οποία αφορούν άμεσα την παρούσα υπόθεση και από τα οποία ενεργοποιείται η αρχή του δεδικασμένου και/ή του κωλύματος λόγω δεδικασμένου, υποδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου, είναι τα ακόλουθα από τις σελ. 65-67 της απόφασης:
«Όλα τα πιο πάνω δείχνουν αβίαστα ότι ο εναγόμενος είχε κυριαρχήσει επί της θελήσεως του αποβιώσαντα, είχε δε δημιουργηθεί μεταξύ τους τέτοια σχέση που ο αποβιώσας εμπιστευόταν και βασιζόταν απόλυτα στον εναγόμενο. Όπως ανέφερε ο Χριστάκης Γεωργίου, Μ.Ε.5, όταν πλέον είχε γίνει καταγγελία από τον Χαρίλαο Κώστα και τον βρήκε να κλαίει για το γεγονός ότι ο εναγόμενος μεταβίβασε στο όνομα του όλη του την περιουσία, ο αποβιώσας του είχε πει χαρακτηριστικά ότι τόσο εμπιστευόταν τον εναγόμενο που αν του έλεγε να έπεφτε στη θάλασσα θα το έκανε. Επομένως υπήρχε πραγματική εξουσία του εναγόμενου επί της θελήσεως του αποβιώσαντα. Αυτό είναι εμφανές και από μόνο το γεγονός ότι ο εναγόμενος κάθε λίγο με διάφορα προσχήματα έβαζε τον αποβιώσαντα να υπογράφει πληρεξούσια, δηλώσεις, βεβαιώσεις, διαθήκες, κλπ. Αυτά συνέβαιναν όχι διότι ο αποβιώσας έπρεπε να υπογράφει συνέχεια τέτοια έγγραφα γα να επιβεβαιώνει, όπως ανάφερε ο εναγόμενος, τη θέληση του αποβιώσαντα να του μεταβιβάσει τα ακίνητα, αλλά για να καλύπτεται ο εναγόμενος πίσω από κάθε κίνηση που έκανε και που είχε σκοπό να απομυζήσει την περιουσία του αποβιώσαντα ..........................................................
Το ουσιαστικό θέμα όμως εδώ και το εύρημα δεν είναι ότι ο εναγόμενος εκμεταλλεύθηκε τον αποβιώσαντα διότι ο τελευταίος δεν είχε σώας τας φρένας ή διότι είχε ψυχωσικά προβλήματα. Το εύρημα είναι ότι ο εναγόμενος έθεσε υπό την εξουσία του τον αποβιώσαντα και κυριάρχησε επί της θέλησης του, ενώ ο αποβιώσας, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, ήδη είχε εναποθέσει όλη την εμπιστοσύνη του σ' αυτόν
..........................................................
Εδώ έχει στην πράξη δημιουργηθεί εξάρτηση και κυριαρχία στη θέληση του αποβιώσαντα λόγω των όσων κατά κόρον έχουν αναφερθεί προηγουμένως.»
Στη σελ. 70 της απόφασης αναγράφονται και τα εξής σχετικά:
«Με αλλά λόγια ακόμη και η ετοιμασία από τον X΄΄ Νικολάου κάποιων εγγράφων και η παροχή ενδεχομένως κάποιων συμβουλών στον αποβιώσαντα, αυτές δεν είχαν καμιά επίπτωση στον τρόπο που σκεφτόταν ο αποβιώσας, εφόσον ήταν ήδη εξουσιασμένος από τον εναγόμενο, του είχε υπογράψει τη βασικότατη συμφωνία του Τεκμ"17", ένα γενικό πληρεξούσιο, Τεκμ. 53 (ίδιο με Τεκμ. 84) μια διαθήκη ημερ. 10.6.96 (που δεν παρουσιάστηκε) και μια σειρά δωρητηρίων ημερ. 11.6.96 (Τεκμ. "16"(α) —(ε))· Ο αποβιώσας δηλαδή δεν υιοθέτησε την κατ' ισχυρισμόν νομική συμβουλή ακόμη κι αν δόθηκε"
Προηγουμένως το δικαστήριο προέβη σε εκτεταμένη ανάλυση της μαρτυρίας του εναγομένου και στη σελ. 22 της απόφασης αναφέρει:
«....ενώ ίδιος ο εναγόμενος ανάφερε ότι στις 10.6.1996 καταρτίσθηκε και διαθήκη η οποία αντικαταστάθηκε αργότερα.
............................................
Ως εξήγησε, στις 10.6.1996 υπογράφηκε εκτός του πληρεξουσίου και μια από τις διάφορες διαθήκες που υπέγραψε κατά καιρούς ο αποβιώσας. Αυτό αναφέρεται και στο ίδιο το κείμενο της συμφωνίας, Τεκμ. "17". Στο Δικαστήριο, ας σημειωθεί, κατατέθηκε μόνο μια διαθήκη, αυτή του Τεκμ. "15" ημερ. 1.10.99.»
Στη σελ. 28 της απόφασης το δικαστήριο απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ο αποβιώσας έλεγχε με σχολαστικότητα μέσω έμπιστων του προσώπων κάθε του ενέργεια αναφέρει:
«Κρίνεται ότι το εντελώς αντίθετο είναι το αληθές. Ο αποβιώσας ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο του εναγόμενου, ο οποίος επί σκοπώ και κατά τρόπο φαινομενικά νομότυπο, φρόντιζε να πιστοποιεί κάθε κίνηση του από διάφορους πιστοποιούντες υπαλλήλους ή γιατρούς ή άλλα άτομα που είτε ευσυνείδητα τον βοηθούσαν είτε ασυνείδητα μετείχαν σ' αυτό το τέχνασμα».
Τέλος στη σελ. 35 της απόφασης υπάρχει και το ακόλουθο εύρημα:
«Είναι όμως τόσο εξωφρενικά παράλογα τα όσα γράφονται στα διάφορα αυτά έγγραφα, που στο Τεκμ. "32" ο αποβιώσας δήθεν με δική του θέληση φθάνει στο σημείο να καταγράφει στις 2.10.99 (υπενθυμίζεται ότι η επίδικη διαθήκη φέρει ημερ. 1/10/99) στο έγγραφο που αναφέρεται ως "Βεβαίωση - Συμπληρωματική Γραπτή Δήλωση Μου", ότι: "η σχέση μου με τον κ. Σ. Συμεών είναι σχέση στοργής και αγάπης Με εντολή μου μπορούσε να ενεργεί ανεξάρτητα του συμφέροντος μου και όχι πάντοτε για το δικό μου συμφέρον."
Αυτή η δήλωση, αναφερόμενη στη μεταβίβαση επ' ονόματι του εναγόμενου της περιουσίας του όντως φανερώνει και το μέγεθος της εξουσίας που ασκούσε πάνω στον αποβιώσαντα ο εναγόμενος, και αφετέρου το γεγονός ότι ο εναγόμενος αν πράγματι έβλεπε, δεν ήταν δυνατό να υπέγραφε κάτι τέτοιο, τη στιγμή που όλοι οι μάρτυρες, περιλαμβανομένου και του ίδιου του εναγόμενου, τον χαρακτήριζαν ως εξαιρετικά καχύποπτο και ιδιόρρυθμο άνθρωπο.
...............................
Υπέγραφε διότι ήταν από την απόλυτη εξουσία του εναγομένου, αφενός, ο οποίος του παρέστηνε διαρκώς ότι έπρεπε να υπογράφονταν διάφορα έγγραφα, χωρίς να του αποκαλύπτει τι ακριβώς ήταν που υπογραφόταν. Η όραση του αποβιώσαντα δεν τον βοηθούσε γι' αυτό και βασιζόταν στο τι του λεγόταν από τον εναγόμενο, προς τον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.»
Εν όψει των προαναφερομένων, είναι πρόδηλο ότι η εγκυρότητα της επίδικης διαθήκης, ημερομηνίας 1/10/1999, καλύπτεται από δεδικασμένο και ο εφεσείων κωλύεται από του να ισχυρίζεται ότι η υπό συζήτηση διαθήκη είναι έγκυρη και/ή ότι αυτή έχει υπογραφεί με την ελεύθερη βούληση του αποβιώσαντα και κατά συνέπεια ότι ο ίδιος είναι ο μοναδικός κληρονόμος, δυνάμει της διαθήκης. Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 21/12/2007, δηλαδή πριν από την 15/10/2009 ημερομηνία έναρξης της ακρόασης της παρούσας υπόθεσης, πρωτοδίκως, αλλά ασκήθηκε έφεση και η απόφαση του εφετείου δόθηκε όπως έχει αναφερθεί στις 22/6/2011. Έτσι τα πρωτόδικα ευρήματα κατέστησαν τελεσίδικα με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου.
Στην υπόθεση Δάμτσα ν. Δάμτσα (2006) 1Β Α.Α.Δ. 1389 αποφασίσθηκε ότι το δεδικασμένο δικαστικής απόφασης δημιουργείται όχι μόνο σε σχέση με το αποτέλεσμα αλλά καλύπτει και τις διαπιστώσεις επί των θεμάτων στα οποία το Δικαστήριο βάσισε την απόφαση. Αντιθέτως όσα λέγονται από το Δικαστήριο παρεμφερώς ή εκ του περισσού, σε προγενέστερη αγωγή, μεταξύ των ιδίων διαδίκων δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για δημιουργία του δεδικασμένου (Δέστε: Νικολάου ν. Σκουτελλά (2008) 1Β Α.Α.Δ. 1125).
Στην υπό τη εξέταση υπόθεση τα ευρήματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω ήσαν οι καίριες διαπιστώσεις του Δικαστηρίου πάνω στις οποίες βασίστηκε το σκεπτικό της απόφασης του, και είναι προφανές ότι τυγχάνει εφαρμογής το κώλυμα του δεδικασμένου.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται, λόγω δεδικασμένου, χωρίς να εξετασθούν οι λόγοι έφεσης, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.