ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A58
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 292/2012)
5 Φεβρουαρίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ANΔΡΕΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΨΕΥΔΑ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΣΠΥΡΟΥ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΨΕΥΔΑ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ, αρ.αιτ. 172/06 του ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 5.7.2006
Εφεσείων/Ενάγων,
και
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος.
_ _ _ _ _ _
Ν.Παπαμιλτιάδους, για τον εφεσείοντα
Δ.Παπαστεφάνου (κα), για τον Εφεσίβλητο
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα υπόθεση αφορά κατ΄ισχυρισμόν ιατρική αμέλεια η οποία πρωτοδίκως εκδικάστηκε και θεωρήθηκε ότι το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσείοντα - ενάγοντα δεν στοιχειοθετείτο, με αποτέλεσμα η αγωγή να απορριφθεί με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Είναι κοινό έδαφος ότι ο εν λόγω Ελευθέριος Σπύρου, 83 ετών, είχε μεταφερθεί το πρωί της 26.3.2006 στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας από τους υιούς του - Παύλο Σπύρου (Μ.Ε.1), γιατρό στο επάγγελμα και τον Ανδρέα Ελευθερίου (Μ.Ε.2), ο οποίος υπήρξε ο ενάγων υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του.
Είναι αναγκαίο επίσης να αναφέρουμε ότι τόσο οι πιο πάνω μάρτυρες για την πλευρά του εφεσείοντα όσο και οι μάρτυρες υπεράσπισης, δηλαδή ο γιατρός Γεώργιος Λάμπρου (Μ.Υ.2) και ο νοσηλευτής Μιχάλης Καννέτης (Μ.Υ.1) έγιναν αποδεκτοί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ως ευρήματα δε του πρωτοδίκου Δικαστηρίου καταγράφονται αυτολεξεί τα ακόλουθα:
«Ο Ελευθέριος Σπύρου μεταφέρθηκε το πρωί της 26/3/06 στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας. Εξετάστηκε από τον Δρ. Γεώργιο Λάμπρου και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από περισφυγμένη μη ανατασσόμενη αριστερή βουβωνοκήλη. Κατόπιν οδηγιών του Δρος Λάμπρου παραλήφθηκε από τον νοσηλευτή Μιχάλη Καννέτη για να τον ετοιμάσει για το χειρουργείο. Ο εν λόγω νοσηλευτής αφού ηπαρίνησε[1] τον αποβιώσαντα ο οποίος βρισκόταν στο δωμάτιο με αριθμό 10 τον οδήγησε στο δωμάτιο αλλαγών πληγών όπου τον ξύρισε. Ο αποβιώσας ήταν περιπατητικός και ο νοσηλευτής τον συνόδευε. Κατόπιν τούτου τον οδήγησε πίσω στο δωμάτιο αρ. 10 και τον βοήθησε να ξαπλώσει λέγοντάς του να παραμείνει εκεί και θα τον βοηθούσε να κάνει μπάνιο. Ο Μ.Υ.1 εξήλθε του δωματίου και κατευθύνθηκε προς το ερμάρι που βρίσκεται ο ρουχισμός για να πάρει μια πετσέτα και μια ρόμπα. Στο ερμάρι βρήκε μια ρόμπα και επιστρέφοντας στο δωμάτιο είδε ότι ο αποβιώσας δεν ήταν στο κρεβάτι του. Διαπίστωσε ότι η πόρτα του αποχωρητηρίου που ήταν εντός του δωματίου ήταν κλειστή και κλειδωμένη. Χρησιμοποιώντας ένα ψαλίδι άνοιξε την πόρτα και είδε τον αποβιώσαντα να κάθεται στο αποχωρητήριο. Του είπε να περιμένει για να φέρει πετσέτα για να τον βοηθήσει να κάνει μπάνιο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο Μ.Υ.1 να βγει έξω από το δωμάτιο και πήγε έξω από το δωμάτιο αλλαγών πληγών όπου υπήρχε ένα τρόλεϊ με ρούχα. Δεν βρήκε πετσέτα και πήρε ένα υποσέντονο. Ενώ βρισκόταν στο τρόλεϊ άκουσε φωνές. ΄Ετρεξε στο δωμάτιο αρ. 10 όπου μέσα στο αποχωρητήριο βρισκόταν πεσμένος ο αποβιώσας. Κοντά του ήταν οι νοσοκόμοι Σάββας Κατσούρης και Μαρία Ζωνιά. Διαπίστωσαν ότι είχε μικρό τραύμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ειδοποιήθηκε ο Μ.Υ.2 ο οποίος έδωσε εντολή για διενέργεια αξονικής τομογραφίας. Ο Μ.Υ.2 εξετάζοντας τα αποτελέσματα της αξονικής τομογραφίας και σε συνεννόηση με τον νευροχειρουργό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας διευθέτησε όπως ο αποβιώσας μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Στις 29/3/06 ο Ελευθέριος Σπύρου απεβίωσε. Αιτία του θανάτου του ήταν εγκεφαλική αιμορραγία μετά από πτώση στο δάπεδο του μπάνιου».
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων το Δικαστήριο υπέβαλε στον εαυτό του το ερώτημα, κατά πόσο το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακος επέδειξε αμέλεια, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, η οποία συνίστατο στο ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης της υγείας του αποβιώσαντα, δεν παρείχαν την απαραίτητη εποπτεία και επιτήρηση παραλείποντας να μεριμνήσουν για την ασφάλεια και φροντίδα του με αποτέλεσμα να πέσει στο πάτωμα του αποχωρητηρίου και να τραυματιστεί, τραυματισμός ο οποίος επέφερε το θάνατο του. Στη συνέχεια ο ευπαίδευτος δικαστής αφού ανάλυσε τα γεγονότα υπό το πρίσμα του άρθρου 51(1)(α-β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 και αφού έλαβε υπόψη σχετικές αυθεντίες με βάση τις οποίες οι αρχές που διέπουν την ευθύνη των νοσοκόμων έναντι των ασθενών τους είναι ακριβώς οι ίδιες με αυτές που διέπουν την ευθύνη των γιατρών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν διατυπώθηκε θέση εκ μέρους του εφεσείοντα ότι το προσωπικό του νοσοκομείου (συμπεριλαμβανομένων και των γιατρών) έπραξε κάτι το οποίο δεν ήταν το ενδεδειγμένο ιατρικώς και απ΄αυτή την πράξη επήλθε ζημιά.
Εξετάζοντας το ενδεχόμενο ευθύνης του γιατρού Λάμπρου ανέφερε τα ακόλουθα:
"Θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω πρώτα την ύπαρξη πιθανής ευθύνης του Δρος Λάμπρου ο οποίος ήταν ο χειρούργος ο οποίος εξέτασε τον αποβιώσαντα και έδωσε οδηγίες για να ετοιμαστεί για χειρουργείο. «Είναι γεγονός ότι στην έκθεση απαίτησης δεν αναφέρεται ονομαστικά ο Δρ Λάμπρου. Ούτε φυσικά και οιονδήποτε άλλο πρόσωπο. Υπάρχει η γενική και αόριστη αναφορά για παραλείψεις του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού. Αναφορά περί ευθύνης του Δρος Λάμπρου ονομαστικά τίθεται στην αγόρευση της πλευράς του ενάγοντα. Δεν μπορώ να αντιληφθώ τι ακριβώς παρέλειψε να πράξει ο Δρ Λάμπρου έτσι ώστε από αυτή του την παράλειψη, η οποία εμπίπτει στο απαραίτητο επίπεδο φροντίδας του ασθενούς, προέκυψε το ζημιογόνο γεγονός. Ο Δρ Λάμπρου ο οποίος είναι γενικός χειρούργος εξέτασε τον αποβιώσαντα, διέγνωσε την πάθηση και έδωσε οδηγίες για ετοιμασία του ασθενούς για χειρουργείο. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε για ενδεχόμενη λανθασμένη διάγνωση ή και που να καταδεικνύει ότι δεν συμπεριφέρθηκε εντός του πλαισίου των καθηκόντων ενός συνήθους γιατρού της ειδικότητας του Δρος Λάμπρου. Εν πάση όμως περιπτώσει, ενόψει και του γεγονότος ότι ο αποβιώσας τραυματίστηκε όταν ήταν εκτός του ελέγχου του εν λόγω γιατρού, δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι ο Δρ Λάμπρου όφειλε ως αρμόδιο πρόσωπο να δώσει περαιτέρω οδηγίες, εκτός των οδηγιών που είχε δώσει, για τη μεταχείριση του αποβιώσαντος».
Για το ενδεχόμενο ευθύνης του νοσηλευτή Μ.Υ.1 ανέφερε τα ακόλουθα:
«Το άλλο πρόσωπο το οποίο κατά την εισήγηση του ενάγοντα έχει ευθύνη είναι ο νοσοκόμος Μιχάλης Καννέτης ο οποίος ήταν το πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε η ετοιμασία του αποβιώσαντος για το χειρουργείο. Δεδομένα στην παρούσα περίπτωση τα οποία δέχεται το Δικαστήριο είναι ότι ο αποβιώσας ήταν περιπατητικός και δεν δέχομαι τη θέση της πλευράς του ενάγοντα ότι περπατούσε σκυφτός. Ο νοσοκόμος Καννέτης ανάφερε ότι ο ασθενής περπατούσε από μόνος του και απλώς αυτός τον συνόδευε. Είναι επίσης δεδομένο ότι ο αποβιώσας πριν την εισαγωγή του στο νοσοκομείο είχε ένα επεισόδιο διάρροιας ως επίσης και το ότι είχε πλήρη διαύγεια πριν πέσει στο πάτωμα του αποχωρητηρίου. Κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις δεν είναι δυνατό να αποδοθεί οιαδήποτε ευθύνη στον Καννέτη για τον θάνατο του αποβιώσαντος. Δεν είναι δυνατόν καταρχάς ο κάθε ασθενής στο νοσοκομείο να έχει συνεχή εποπτεία από κάποιο νοσοκόμο. Πόσο μάλλον στην προκειμένη περίπτωση που ο αποβιώσας ήταν περιπατητικός, είχε πλήρη διαύγεια και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να καλέσει βοήθεια αν χρειαζόταν. Εκτός τούτου όμως ο νοσοκόμος Καννέτης στην προσπάθειά του να εκτελέσει τις δοθείσες σ' αυτόν οδηγίες και να ετοιμάσει τον ασθενή για το χειρουργείο τον είχε ξυρίσει και τον βοήθησε να ξαπλώσει λέγοντάς του να περιμένει εκεί μέχρι να φέρει πετσέτα και να τον βοηθήσει να κάνει μπάνιο. Ο αποβιώσας από μόνος του σηκώθηκε και μπήκε στο αποχωρητήριο. Επιστρέφοντας ο νοσοκόμος Μ.Υ.1 του είπε και πάλι να παραμείνει εκεί. Και πάλι ο αποβιώσας μετακινήθηκε με αποτέλεσμα να πέσει στο δάπεδο του αποχωρητηρίου και να τραυματιστεί στο κεφάλι. Δεν βρίσκω πως ο Μ.Υ.1 έδρασε εκτός των αρμοδιοτήτων του και η επιμέλεια την οποία επέδειξε δεν ήταν στο επιβαλλόμενο επίπεδο. Δεν υπάρχει επίσης αποδεκτή μαρτυρία ότι η συνήθης πρακτική σε περιπτώσεις όπως του αποβιώσαντα και τα χαρακτηριστικά της κατάστασης του τελευταίου ακολουθείται διαφορετική πρακτική από αυτή που ακολουθήθηκε και ότι ο ασθενής θα πρέπει να είναι υπό συνεχή επιτήρηση. Δεδομένων των ανωτέρω, κατάληξή μου είναι ότι δεν έχει αποδειχθεί οιαδήποτε αμέλεια από πλευράς εναγόμενου με αποτέλεσμα η αγωγή να μην είναι δυνατόν να επιτύχει».
Εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων προβάλλει 3 λόγους έφεσης, ως εξής:
Είναι ορθό ότι, όπως περιορίσθηκαν τα θέματα και με βάση το εφετήριο και τα περιγράμματα, το μόνο που ζητείται να αποδοθεί ως λάθος στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι η αξιολόγηση του ΜΥ1 νοσηλευτή και η εξαγωγή συμπερασμάτων για την έλλειψη ευθύνης του τελευταίου αλλά και του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι δεν χρειαζόταν ο αποβιώσας συνεχή νοσηλευτική παρακολούθηση.
Ξεκινούμε με τη θέση για την αξία της μαρτυρίας του Μ.Υ.1. Δεν προσφέρεται ο,τιδήποτε συγκεκριμένο που να καθιστά τρωτή την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1. Εξάλλου προκύπτει από την αιτιολογία του 3ου λόγου έφεσης ότι δεν είναι η αξιολόγηση αυτή καθ΄εαυτή που πλήττεται αλλά τα νομικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου ως προς τα επίδικα θέματα.
΄Ολοι οι λόγοι έφεσης είναι συναφείς και μπορούν να εξεταστούν ενιαία. Μόνο στο δεύτερο λόγο έφεσης πλήττεται συγκεκριμένα το θετικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι «ο αποβιώσας ήταν περιπατητικός» και το αρνητικό «ότι δεν ήταν σκυφτός». Καθώς και το έτερο εύρημα ότι είχε πλήρη διαύγεια.
Η πλευρά του εφεσείοντα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι ο Μ.Ε.2 (γιος) έδωσε μαρτυρία πως ο πατέρας του, λόγω του πόνου, περπατούσε σκυφτός με βοήθεια και ότι το ίδιο επιβεβαιώνει ο Μ.Υ.2 Δρ Λάμπρου.
Η τελευταία αυτή θέση είναι εντελώς λανθασμένη. Ο Μ.Υ.2 ιατρός Λάμπρου πουθενά στα πρακτικά δεν δέχθηκε σαν θέμα πραγματικό αυτή την υποβολή. Απλώς δεν το απέκλεισε σαν ενδεχόμενο με βάση κάποιες ερωτήσεις του κ.Παπαμιλτιάδου. Αναφορικά δε με τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, του άλλου γιου του αποβιώσαντος ο οποίος είναι και γιατρός - παθολόγος, ελέγχοντας τα σχετικά πρακτικά, δεν διαφαίνεται τέτοια δική του θέση για σκυφτό περπάτημα, κατά την εισαγωγή του στο Νοσοκομείο και μετά. Η εικόνα που έδωσε για τον πατέρα του «υποβασταζόμενο από δύο νοσοκόμους», ήταν σε χρόνο μετά το περιστατικό της πτώσης του στο αποχωρητήριο και όχι πριν. Τουλάχιστον έτσι προκύπτει από το συσχετισμό της παρ.11 (όπου αναφέρει τα πιο πάνω) με τις αμέσως επόμενες παραγράφους της γραπτής κυρίως εξέτασης του.
Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν περιπατητικός, αλλά όχι σκυφτός, συνάδει πλήρως με τη σαφή μαρτυρία του Μ.Υ.1 νοσηλευτή και η λοιπή μαρτυρία δεν την αντιμάχεται. Αλλά και αν ακόμη δεχθούμε ότι ο αποβιώσας περπατούσε σκυφτός, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει αδυναμία να περπατήσει. Τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν αυθαίρετο.
Επισημαίνουμε ακόμη τη σαφή και καθαρή (και μη αμφισβητούμενη επ΄αυτού) μαρτυρία του Μ.Υ.2 που τον εξέτασε στο νοσοκομείο ότι ο αποβιώσας του είχε δώσει πλήρη ιστορικό. Κάτι που συνάδει με την εξίσου σαφή θέση του ιατρού γιου του (Μ.Ε.1) που ανάφερε ότι, όταν τον πήρε στο νοσοκομείο συνεννοείτο μαζί του και ήταν σε άριστη διανοητική κατάσταση την ώρα που τον άφησε. (σελ.11 των πρακτικών).
Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω δεν έχει θέση ο ισχυρισμός για διανοητική σύγχυση και τέτοια αδυναμία του αποβιώσαντος πριν το κτύπημα, ώστε να έπρεπε να ενεργοποιηθεί ιδιαίτερη και εξαιρετική περίθαλψη και φροντίδα. Η όλη κατάστασή του και η κινητικότητα του ασθενή να περπατήσει μόνος του και να πάει στο αποχωρητήριο - χωρίς να κτυπήσει το κουδούνι βοηθείας ή να καλέσει με οποιονδήποτε τρόπο βοήθεια - δεν αποκάλυπτε ούτε προειδοποιούσε για συνθήκες τέτοιες ώστε να επιβαλλόταν αυξημένη εγρήγορση.
Το άρθ.51(1) α-β[2] του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 αλλά και η σχετική νομολογία απαιτούν για την στοιχειοθέτηση αμέλειας να υπήρξε παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας ενός γιατρού ή ενός νοσηλευτή, εφ΄όσον υπάρξει παράλειψη παροχής του απαιτούμενου επιπέδου αντίστοιχης φροντίδας. (Βλ. Steel on Torts, 11th ed.p.265).
Καθήκον επιμέλειας προς τον ασθενή κατά το χρόνο εισδοχής του στο νοσοκομείο και μετά, αναμφίβολα υπήρχε (Βλ. την Barnett v. Chelsea & Kensington HMC (1969) 1 QB 428).
Το επόμενο όμως ερώτημα είναι κατά πόσο υπήρξε υπό τις περιστάσεις παράβαση του καθήκοντος αυτού από το προσωπικό του νοσοκομείου και ειδικά από το νοσηλευτή Μ.Υ.1.
Για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, σημασία έχει ο βαθμός επέλευσης του ζημιογόνου συμβάντος. Θα πρέπει να υπάρχουν τέτοιες περιστάσεις, ώστε τούτο να μην αποτελεί απλώς μια λογική πιθανότητα, αλλά να ανακύπτει επαρκώς ως μια προβλεπτή δυνατότητα, (Bolton v. Stone [1951] A.C. 850; [1951] 1 T.L.R. 977; 95 S.J. 333; [1951] 1 All E.R. 1078), σε συνάρτηση με το ζήτημα της γνώσης των περιστάσεων που μπορεί να έχει ο εναγόμενος κατά το χρόνο επέλευσης του συμβάντος (Roe v. Minister of Health [1954] 2 Q.Β. 66; 98 S.J. 319; [1954] 2 All E.R. 131). Κατά την επιγραμματική διατύπωση του Lord Porter στην υπόθεση Bolton, η οποία αποτελεί κλασσική αυθεντία:
«. it is not enough that the event should be such as can reasonably be foreseen; the further result that injury is likely to follow must be also such as a reasonable man would contemplate, before he can be convicted of actionable negligence. Nor is the remote possibility of injury occurring enough; there must be sufficient probability to lead a reasonable man to anticipate it.»
Υπό τέτοιο πρίσμα, η παράλειψη παροχής ειδικής ή συνεχούς επίβλεψης ασθενούς αναγνωρίστηκε ως στοιχείο αμέλειας εκ μέρους του προσωπικού νοσοκομείων σε υποθέσεις έκδηλης και εν γνώσει του προσωπικού, επικινδυνότητας των ασθενών για τον εαυτό τους (Lepine v. University Hospital Board (1965) 54 D.L.R. (2d) 340 και Selfe v. Ilford and District Hospital Management Committee (1970) 114 S.J. 935), στοιχεία που εν προκειμένω ελλείπουν με αποτέλεσμα το τραγικό, όπως κατέληξε, συμβάν να μην προέβαλλε κατά τον ουσιώδη χρόνο ως εύλογα προβλεπτή δυνατότητα. Συνεπώς, ορθό κρίνεται το συμπέρασμα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας προς τον ασθενή.
Οι δε θέσεις που εκφράστηκαν από τον εφεσείοντα περιθωριακά για παραβίαση του περί Κατοχύρωσης και της Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ασθενών Νόμου, Ν.1(1)/2005 δεν έχουν εφαρμογή. Εξάλλου, το ίδιο άρθ.4(1)[3] του Νόμου δεν διαφοροποιεί την ευθύνη ως προκύπτει από το 51 του Κεφ.148 ως ανωτέρω.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] Σύμφωνα με εξήγηση που δόθηκε από τον Μ.Υ.1 κατά την ακροαματική διαδικασία, με τον ιατρικό όρο «ηπαρίνησα» εννοείται ότι «περνούν ορισμένα φάρμακα στη φλέβα ηπαρίνη για να μείνει η φλέβα ανοικτή και αφαιρείται ο ορός και μένει μόνο η πεταλούδα η οποία κλείνει με βαλβίδα».
[2] 51.1. Α΅έλεια συνίσταται
(α) στην τέλεση πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις δεν θα τελούσε λογικό συνετό πρόσωπο ή στην παράλειψη τέλεσης πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε· ή
(β) στην παράλειψη καταβολής τέτοιας δεξιότητας ή επι΅έλειας για την άσκηση επαγγέλ΅ατος, επιτηδεύ΅ατος ή ασχολίας όπως ένα λογικό συνετό πρόσωπο, που έχει τα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλ΅ατος αυτού, επιτηδεύ΅ατος ή ασχολίας θα κατέβαλλε υπό τις περιστάσεις,
και στην πρόκληση ζη΅ιάς εξαιτίας αυτής:
Νοείται ότι για αυτή δύναται να τύχει αποζη΅ίωσης ΅όνο το πρόσωπο έναντι του οποίου ο υπαίτιος της α΅έλειας υπείχε υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις, να ΅ην επιδείξει α΅έλεια.
[3] 4.-(1) Κάθε ασθενής έχει δικαίω΅α σε φροντίδα υγείας, όπως αρ΅όζει στις ανάγκες της υγείας του και όπως αυτή παρέχεται εντός ευλόγου χρόνου ανάλογα ΅ε τις ανάγκες αυτές:
Νοείται ότι, σε περίπτωση επείγοντος ιατρικού περιστατικού ο ασθενής έχει το δικαίω΅α να
τύχει χωρίς οποιουσδήποτε περιορισ΅ούς επείγουσας φροντίδας υγείας.