ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A54
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 265/12
2 Φεβρουαρίου, 2018
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ANTONIS ASKANIS LTD
Εφεσείουσας/Καθ΄ ης η αίτηση
ΚΑΙ
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΗ
Εφεσίβλητου/Αιτητή
......
Μ. Παπαδοπούλου (κα), για εφεσείουσα
Π. Κονταξής, για εφεσίβλητο
.....
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα ασχολείται με οικοδομικές εργασίες με έδρα τη Λεμεσό και ο εφεσίβλητος υπήρξε εργοδοτούμενος της από 7.5.2003 μέχρι 10.7.2009, οπόταν η εργοδότησή του ως τεχνίτη (καλουψιής) τερματίστηκε άμεσα με σχετική επιστολή.
Τρεις (3) εβδομάδες μετά την απόλυση του, στις 31.7.09, ο εφεσίβλητος προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λεμεσού το οποίο, μετά από ακροαματική διαδικασία, αποφάνθηκε πως η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης[1] ότι η εργασιακή σχέση τερματίστηκε νόμιμα και δικαιολογημένα. Με αποτέλεσμα να επιδικάσει στον εφεσίβλητο (α) αποζημιώσεις ύψους €5.663,06 (13 εβδομάδες χ €435,62), (β) €3.484,96 (8 εβδομάδες χ €435,62) ως πληρωμή αντί προειδοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 9(ζ) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/1967 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος) και και (γ) νόμιμο τόκο και έξοδα.
Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση την οποία και προσβάλλει με τρεις (3) λόγους έφεσης[2], τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε τα παραδεκτά γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση και αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία.
Ο εφεσίβλητος προσλήφθηκε στην υπηρεσία της εφεσείουσας στις 7.5.03 και μέχρι τέλος του 2008 δεν έτυχε οποιασδήποτε παρατήρησης από τους εργοδότες του. Αντίθετα, στις 20.12.08 (τεκμ.3), του απονεμήθηκε τιμητικός έπαινος «Για την ικανότητά του στην οργάνωση και διαχείριση των εργοταξίων της εταιρείας ως εργαζόμενος επιστάτης».
Για πρώτη φορά ο εφεσίβλητος έτυχε γραπτής παρατήρησης με επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 19.3.2009 (τεκμ.4), με την οποία του επιστήθηκε η προσοχή ότι πρόσφατα το ενδιαφέρον που επιδείκνυε στην εργασία του δεν ήταν το αναμενόμενο και αν συνέχιζε να έχει χαμηλή απόδοση θα απολυόταν άμεσα. Όντως 4 μήνες αργότερα, στις 10.7.09, του επιδόθηκε επιστολή (τεκμ.5) με την οποία η εφεσείουσα τερμάτισε άμεσα την εργοδότησή του, επικαλούμενη ως λόγο ότι εκείνη την ημέρα, στις 11:48 π.μ., είχε διακόψει την εργασία του χωρίς άδεια και με πρόσθετη αιτιολογία ότι και στο παρελθόν του είχε δοθεί παρόμοια προειδοποίηση (επιστολή ημερ. 19.3.09), καθώς και πληθώρα άλλων παρόμοιων προφορικών προειδοποιήσεων.
Για τεκμηρίωση του δικαιολογημένου της απόλυσης, η εφεσείουσα στηρίχθηκε στη μαρτυρία του επιστάτη Στ. Γκουτοσίδη (στο εξής ο επιστάτης), του Διευθυντή της Α. Ασκάνη (στο εξής ο Διευθυντής) και της υπεύθυνης του μισθολογίου της Φ. Νικολάου, η ουσία της μαρτυρίας των οποίων είχε σε συντομία ως ακολούθως:
Ο εφεσίβλητος ήταν καλός τεχνίτης, αλλά πολύ αργός στη δουλειά του και συνεχώς δημιουργούσε με τη συμπεριφορά του διάφορα προβλήματα. Του καταλογίστηκε συναφώς ότι ήταν αντιδραστικός, παραγνώριζε τους κανόνες εργασίας και ειδικά το ωράριο και, περαιτέρω, τσακωνόταν με συναδέλφους του, όπως με κάποιο Αλέξη.
Η προειδοποιητική επιστολή ημερ. 19.3.09 (τεκμ.4) αφορούσε την απόδοση του εφεσίβλητου ως υπεύθυνου ομάδας 10 καλουψιήδων σε έργο της εφεσείουσας το οποίο, μετά από κοστολόγηση, αξιολογήθηκε ως πολύ υψηλό και λόγω τούτου η 10μελής ομάδα του εφεσίβλητου μεταφέρθηκε σε άλλο έργο με επιστάτη τον Γκουτοσίδη.
Με τη λήψη της πιο πάνω επιστολής, ο εφεσίβλητος αντέδρασε έντονα και δημιούργησε επεισόδιο στις κοπέλες υποδοχής των γραφείων της εφεσείουσας. Όταν δε την ίδια ημέρα συναντήθηκε με το Διευθυντή υποσχέθηκε να αλλάξει συμπεριφορά και να τηρεί το ωράριο εργασίας και ενόψει τούτου δεν δόθηκε συνέχεια στο ζήτημα. Παρά ταύτα, επειδή ο εφεσίβλητος θεώρησε ως υπεύθυνο για την πιο πάνω επιστολή τον επιστάτη επιτέθηκε σ΄ αυτόν και τον εξύβρισε, αλλά για τη συμπεριφορά του αυτή δεν απολύθηκε λόγω παρέμβασης της συντεχνίας του.
Αναφορικά τώρα με το τι έγινε στις 10.7.09, προβλήθηκε ότι στις 11:00 π.μ. ο εφεσίβλητος και άλλοι επτά (7) εργάτες ολοκλήρωσαν εργασίες που αφορούσαν κατασκευή πλάκας και ενώ τους δόθηκαν οδηγίες από τον επιστάτη να καθαρίσουν το υπόγειο, αυτοί, στις 11:45 με 11:50 π.μ., διέκοψαν την εργασία τους για διάλειμμα - το οποίο ήταν προγραμματισμένο να γίνει στις 12:00 - και βρέθηκαν από το Διευθυντή και τον επιστάτη να κάθονται, να καπνίζουν, να πίνουν καφέδες και να τρώνε.
Το πιο πάνω περιστατικό εκλήφθηκε από τον Διευθυντή ως έλλειψη σεβασμού προς την εργοδότρια εταιρεία, γι΄ αυτό και έδωσε οδηγίες να απολυθεί ο εφεσίβλητος και ακόμη ένας εργάτης - στους οποίους είχε δοθεί και προηγουμένως προειδοποίηση - ενώ στους υπόλοιπους έξι (6) δόθηκε απλώς προειδοποίηση.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου, η οποία υποστηρίχθηκε με τη μαρτυρία του (τότε) συνάδελφου του Α. Φιλίππου, ήταν βεβαίως διαφορετική. Όπως σχετικώς πρόβαλε, τηρούσε ευλαβικά το ωράριο που είχε καθορίσει η εφεσείουσα και ισχυρίστηκε ότι το περιεχόμενο της επιστολής 19.3.09 ήταν προϊόν συκοφαντίας και ζήτησε από τον Ασκάνη να του αποκαλύψει ποιος του απέδωσε μειωμένη απόδοση, αλλά τελικά δεν δόθηκε συνέχεια στο ζήτημα. Απορρίπτοντας δε το λόγο απόλυσης του, ισχυρίστηκε ότι, στις 10.7.09 δούλευαν από τις 7 π.μ. κάτω από αφόρητη ζέστη και όταν τέλειωσαν τις εργασίες της πλάκας, γύρω στις 11:45 π.μ., «έκατσαν για ένα τσιγάρο». Αμέσως όμως εμφανίστηκε ο Διευθυντής και τους έκανε παρατήρηση, ενώ αργότερα τόσο αυτός όσο και ακόμα ένας απολύθηκαν. Οι υπόλοιποι - συμπεριλαμβανομένου και του Α. Φιλίππου που είχε τρεις προειδοποιήσεις - έλαβαν απλώς προειδοποιητική επιστολή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε - και ορθώς - ότι τόσο με τους Γενικούς Λόγους της ένστασης της εφεσείουσας όσο και με τη μαρτυρία που προσκόμισε, προβάλλονταν δύο λόγοι απόλυσης. Ο πρώτος ότι ο εφεσίβλητος «. παρά τις επανειλημμένες γραπτές και προφορικές συστάσεις δεν εκτελούσε κατ΄ ευλόγως ικανοποιητικό τρόπο την εργασία του και/ή την εκτελούσε με μειωμένη απόδοση» (παρ. 4 Γενικών Λόγων) και, ο δεύτερος, «. άνευ λόγου και αιτίας αυτοβούλως στις 10.7.09 και ώρα 11:48 π.μ. διέκοψε την εργασία του χωρίς να ειδοποιήσει τον υπεύθυνο του συνεργείου του και χωρίς την άδεια των εργοδοτών αυτού» (παρ. 6 Γενικών Λόγων). Λόγοι που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας, η οποία κρίθηκε ότι «δεν ήταν σαφής και ξεκάθαρη και σε αρκετά σημεία ήταν αντιφατική», ενώ η μαρτυρία του εφεσίβλητου και του Α. Φιλίππου κρίθηκε καθόλα πειστική και αξιόπιστη. Συγκεκριμένα:-
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον προβληθέντα πρώτο λόγο απόλυσης με αναφορά στο άρθρο 5(α)[3] του Νόμου, κρίνοντας πως οι επί τούτου αιτιάσεις της εφεσείουσας δεν μπορούσαν να τεκμηριώσουν λόγο απόλυσης. Αφενός γιατί τρεις (3) μήνες πριν την αποστολή της επιστολής 19.3.09 (τεκμ.4) απονεμήθηκε στον εφεσίβλητο έπαινος για την εργασία του και αφετέρου ο ίδιος ο Διευθυντής με τη μαρτυρία του χαρακτήρισε την επιστολή αυτή απλή προειδοποίηση προς συνετισμό του εφεσίβλητου. Όπως απέρριψε και το δεύτερο λόγο με αναφορά στο άρθρο 5(ε) και (στ)[4] του Νόμου, κρίνοντας πως υπό τα περιστατικά της υπόθεσης «. το γεγονός της 10.7.09 δεν δικαιολογεί νόμιμο τερματισμό και κάτι τέτοιο δεν θα ήταν το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη ως λογικού εργοδότη, να προβεί δηλαδή στον άμεσο τερματισμό της απασχόλησης του Αιτητή». Παρέπεμψε συναφώς στις Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακών Αερογραμμών (2005) 1 Α.Α.Δ. 603, Κynigos Hotels Ltd v. Χρίστου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 665 και Galatariotis Telecommunications v. Βασιλείου (2003) 1 Α.Α.Δ. 318, καθώς επίσης και στην Κanika Developments Ltd v. Λουκά (2004) 1(A) A.A.Δ. 603, όπου τονίστηκε πως η απόλυση είναι το έσχατο μέτρο και ένα μεμονωμένο περιστατικό δεν δικαιολογεί άμεσο τερματισμό. Επιπρόσθετα έκρινε καταχρηστική την απόλυση του εφεσίβλητου εφόσον δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί, όπως προνοείται από το άρθρο 7[5] του Νόμου.
Η εφεσείουσα δεν προσβάλλει με την έφεση το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο πρώτος λόγος απόλυσης ήταν αβάσιμος. Το παράπονο της, το οποίο απορρίπτει ο εφεσίβλητος, είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, η οποία δικαιολογούσε άμεση απόλυση και εσφαλμένα και/ή αντινομικά έκδωσε προς όφελος του απόφαση (Λόγοι Έφεσης 1 και 2).
Υποστηρίζοντας τον πρώτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα, ισχυρίστηκε βασικά ότι παρά την προειδοποίηση ημερ. 19.3.09 (τεκμ. 4) και παρά τις προηγηθείσες προφορικές προειδοποιήσεις, ο εφεσίβλητος με άλλους εργάτες διέκοψαν χωρίς άδεια την εργασίας τους για διάλειμμα κάτι που επέφερε πλήγμα στην εργασιακή σχέση εφόσον ο εργοδότης δεν αναμενόταν να τον ξαναεμπιστευθεί στην εκτέλεση της εργασίας του. Περαιτέρω ισχυρίστηκε πως με την προσκομισθείσα μαρτυρία καταδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος παραγνώριζε συνεχώς το ωράριο και τους κανόνες εργασίας, επεδείκνυε ανάρμοστη συμπεριφορά, είχε συνεχείς προστριβές με τους συναδέλφους του, ερχόταν σε κόντρα με τους επιστάτες του και γενικά περιφρονούσε τον τρόπο που η εφεσείουσα ήθελε να εκτελείται η εργασία τους. Προς νομική δε τεκμηρίωση της θέσης της παρέπεμψε κυρίως στις Λαμπριανού ν. Photos Photiades Distributors Ltd (2011) 1 A.Α.Δ. 763, Demstar Information Group Ltd v. Aναστασιάδη (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1146 και Kyros Manufacturing Ltd v. Κλεοβούλου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 936, όπου εξετάστηκαν περιπτώσεις επίδειξης απαράδεκτης συμπεριφοράς εκ μέρους του εργοδοτούμενου που δικαιολογούσαν την χωρίς προειδοποίηση απόλυση του. Σ΄ ό,τι δε αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, το παράπονο της εστιάζεται βασικά στο ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε εκτενώς τη μαρτυρία των μαρτύρων της παρέλειψε να σχολιάσει τις αντιφάσεις που υπέπεσε ο εφεσίβλητος και ο μάρτυρας του που έπλητταν καίρια την αξιοπιστία τους.
Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι θέσεις της εφεσείουσας. Η απόρριψη της μαρτυρίας της, η οποία αφορούσε την κατ΄ ισχυρισμό μειωμένη απόδοση του εφεσίβλητου και της εν γένει συμπεριφοράς του, ήταν προϊόν αξιολόγησης της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως δε τονίστηκε στη The United Automotive Dealers Ltd v. Πέτρου, Πολ. Εφ. 442/11 ημερ. 25.10.17, η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Εργατικό Δικαστήριο ανάγεται στο πλαίσιο της αποκλειστικής του αρμοδιότητας και επί τούτου δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου, εκτός όπου η αξιολόγηση είναι προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/1967, όπως τροποποιήθηκε) οι αποφάσεις του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι εφέσιμες για νομικό σημείο μόνο. Στην παρούσα όμως περίπτωση, δεν εντοπίζουμε ότι στην πρωτόδικη απόφαση έχει εμφιλοχωρήσει εσφαλμένη νομική καθοδήγηση σ΄ ό,τι αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στα συμπεράσματα που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας. Με αυτό ως δεδομένο το έργο του Εφετείου περιορίζεται στον έλεγχο της ορθότητας της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γεγονός της 10.7.09 - που δεν αμφισβητείται - δεν δικαιολογούσε νόμιμο τερματισμό της εργασιακής σχέσης. Η απάντηση επί του θέματος αυτού είναι σαφώς υπέρ της πρωτόδικης κρίσης. Η έστω χωρίς άδεια διακοπή της εργασίας για 15 λεπτά πριν το προγραμματισμένο διάλειμμα σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ότι συνιστούσε τέτοια συμπεριφορά που έπληττε καίρια την εργασιακή σχέση. Τη στιγμή μάλιστα που εκείνη την ημέρα η 8μελής ομάδα του εφεσίβλητου εργαζόταν κάτω από τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες του Ιουλίου από τις 7 π.μ. μέχρι τις 11:45 π.μ. και εν πάση περιπτώσει αυτό το ασήμαντο «παράπτωμα» δεν θα μπορούσε να εκληφθεί από ένα εργοδότη ότι εύλογα συνιστούσε απαράδεκτη συμπεριφορά που δικαιολογούσε άμεση απόλυση του εφεσίβλητου όταν σύμφωνα με τη νομολογία (Kanika Developments Ltd, ανωτέρω) η απόλυση είναι το έσχατο μέτρο, το οποίο ο εργοδότης θα πρέπει να ασκεί με φειδώ. Περαιτέρω, όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον ο λόγος απόλυσης σχετίστηκε με τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου θα έπρεπε να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, που δεν του δόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 7 του Νόμου.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται ως αβάσιμοι και ό,τι απέμεινε είναι η εξέταση του τελευταίου λόγου έφεσης - του υπ΄ αρ. 8 - με τον οποίο η εφεσείουσα παραπονείται ότι ο τρόπος υπολογισμού των επιδικασθένων στον εφεσίβλητο ποσών είναι αδικαιολόγητος και τα επιδικασθέντα ποσά υπερβολικά.
Ο υπό εξέταση λόγος έφεσης προωθήθηκε στη βάση ότι υπήρξε λανθασμένη εφαρμογή του Νόμου στα γεγονότα της υπόθεσης, που έκδηλα πάσχει από γενικότητα και αοριστία εφόσον δεν προσδιορίζεται το λάθος που καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι η απόλυση του εφεσίβλητου ήταν νόμιμη, ενεργοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου σύμφωνα με τις οποίες θα έπρεπε να επιδικαστούν στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις δυνάμει του Πρώτου Πίνακα του Νόμου. Ασκώντας επί τούτου τη διακριτική του ευχέρεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο του επεδίκασε αποζημιώσεις για απολαβές 13 εβδομάδων, λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο εφεσίβλητος εργάστηκε ως εργοδοτούμενος της εφεσείουσας για έξι (6) συναπτά έτη και τις συνθήκες υπό τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση του. Κρίνουμε ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν καθόλα ορθός και ισοζυγισμένος και ως εκ τούτου δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου. Το ίδιο ισχύει και για την επιδίκαση πληρωμής 8 εβδομάδων αντί προειδοποίησης, θέμα που προβλέπεται από το άρθρο 9(ζ) του Νόμου.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα συν ΦΠΑ προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/κβπ
[1] Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου ο τερματισμός απασχολήσεως τεκμαίρεται, μέχρι αποδείξεως του εναντίον, ότι δεν έγινε στη βάση κάποιου από τους λόγους που εκτίθενται στο άρθρο 5.
[2] Άλλοι πέντε (5) λόγοι έφεσης, οι υπ΄ αρ. 3-7, αποσύρθηκαν κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης αφού αναγνωρίστηκε από τη συνήγορο της εφεσείουσας ότι δεν αποκάλυπταν νομικό λόγο ως απαιτείται από το άρθρο 12(11Α) του Ν.8/1967.
[3] «5. Τερματισμός απασχολήσεως δι΄ οιονδήποτε των ακόλουθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωση:-
(α) όταν ο εργοδοτούμενος παραλείπη να εκτελέση την εργασία του κατ΄ ευλόγως ικανοποιητικό λόγο.
............................
[4] 5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:
(α) ......................................................
(β) ......................................................
(Υ) ......................................................
(δ) ......................................................
(ε) όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως: Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίωμα του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμα του να απόλυση τον εργοδοτούμενον·
(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:
(ί) διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή-
(ίί) διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του-
(Hi) διάπραξις ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του, άνευ της ρητής ή σιωπηρός συγκαταθέσεως του εργοδότου του-
(ίν) απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του-
(ν) σοβαρά ή επαναλαμβανόμενη παράβασις ή παραγνώρισης κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν».
[5] Άρθρο 7 «Η απασχόληση του εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος τους, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα».