ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μ.Γεωργίου, για εφεσείοντα στην Ε151/17 Χρ.Τιμοθέου και για κ.Πουργουρίδη, για εφεσείοντα στην Ε152/17 κ.Σ.Αγγελίδης με Γ.Ζαχαρίου, (κα), για εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΙΑΤΤΑΛΟΣ κ.α. ν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E151/2017, E152/2017, 29/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A47

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E151/2017

(σχ.με Ε152/17)

 

29 Ιανουαρίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΙΑΤΤΑΛΟΣ

Εφεσείων/Εναγόμενος 2,

και

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.

_ _ _ _ _ _

 

Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E152/2017

(σχ.με Ε151/17)

ΑΝΔΡΕΑΣ  ΙΩΑΝΝΟΥ

Εφεσείων/Εναγόμενος 3,

και

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.

-      - - - - - - - -

Μ.Γεωργίου, για εφεσείοντα στην Ε151/17

Χρ.Τιμοθέου και για κ.Πουργουρίδη, για εφεσείοντα στην Ε152/17 

κ.Σ.Αγγελίδης με Γ.Ζαχαρίου, (κα), για εφεσίβλητη 

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων Μάριος Τσιάτταλος στην έφεση Ε151/17 και ο εφεσείων Ανδρέας Ιωάννου στην έφεση Ε152/17 υπήρξαν αντίστοιχα οι εναγόμενοι 2 και 3 σε αγωγή που καταχώρησε  η εφεσίβλητη-ενάγουσα εναντίον τους ομού με τον εναγόμενο 1, Α.Παναγιώτου και τους εναγομένους 4, Ιατρικό Κέντρο Λεμεσού Αχίλλειον Λτδ.  Η βάση αγωγής ήταν ιατρική και επαγγελματική αμέλεια.

 

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 2 και 3 ήσαν ο αναισθησιολόγος και ο παθολόγος αντίστοιχα, ενώ ο εναγόμενος 1 ήταν ο ορθοπαιδικός-χειρούργος και οι εναγόμενοι 4, το ιατρικό κέντρο, στο οποίο η εφεσίβλητη υποβλήθηκε σε χειρουργικές επεμβάσεις που αποσκοπούσαν στην ευθυγράμμιση και επιμήκυνση των κάτω άκρων της.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από μια μακρά διαδικασία, θεώρησε ότι η αξίωση της εφεσίβλητης επιτυγχάνει εφόσον έχει καταδειχθεί ότι η παραπληγία που έχει υποστεί οφείλεται σε αμελείς πράξεις και παραλείψεις των εφεσειόντων, καθώς και των εναγομένων 1 και 4.  Λόγω του ότι το ύψος των αποζημιώσεων είχαν συμφωνηθεί, στο ποσό των €1.300.000 εξεδόθη απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον όλων των εναγομένων προσωπικά και αλληλέγγυα για το πιο πάνω ποσό πλέον νόμιμους τόκους και έξοδα.

 

Οι τρεις από τους τέσσερις εναγομένους (εκτός των εναγομένων 4) προσέφυγαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, επιδιώκοντας αναστολή εκτέλεσης της απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης που καταχώρησαν.  Οι αιτήσεις τους είχαν ως νομική βάση κυρίως τη Δ.35 θ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των αιτήσεων και ενόρκων δηλώσεων καθώς και την ένσταση της εφεσίβλητης και αφού άκουσε τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των πλευρών κατέληξε ότι έπρεπε να διατάξει αναστολή εκτέλεσης και στις τρεις αιτήσεις υπό τον όρο οι εφεσείοντες και ο εναγόμενος 1, παράσχουν ο καθένας ξεχωριστά εντός 60 ημερών από την ημερομηνία της απόφασης, τραπεζική εγγύηση ύψους €700,000 προς όφελος της εφεσίβλητης.  Επιδίκασε επίσης έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης τα οποία περιόρισε σε μια αίτηση αφού υπήρξε συνεκδίκαση.

 

Δεν αμφισβητείται η ορθότητα της έκδοσης του διατάγματος αναστολής.  Αμφισβητούνται έντονα οι όροι έκδοσης του, αφού, σύμφωνα με τους δύο εφεσείοντες είναι λανθασμένο και υπερβολικό το ποσό των €700,000 (για τον καθένα ξεχωριστά από τους τρεις εναγόμενους) ως τραπεζική εγγύηση που θα πρέπει να κατατεθεί εκ μέρους τους.

 

Ουσιαστικά καλείται το Εφετείο να επέμβει μόνο ως προς τον καθορισμό του ύψους του ποσού, αφού διατυπώνεται σχετικός λόγος έφεσης ότι «είναι προϊόν πλάνης ως προς τα γεγονότα και/ή υπό τις περιστάσεις είναι τόσο υπερβολικό που στην πραγματικότητα είναι ωσάν να μην εκδόθηκε διάταγμα αναστολής».

 

Βεβαίως είναι ορθό ότι το ύψος των ποσών που διατάχθηκαν να καταθέσουν οι εφεσείοντες εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που αποφασίζει την αναστολή.

 

Στη Χαραλάμπους ν. Α.Panayides Contracting Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 1978 λέχθηκαν τα εξής:

«Εφόσον κριθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση διαταγής για την αναστολή της εκτέλεσης, το δικαστήριο έχει καθήκον να επιλέξει τους κατάλληλους για την περίπτωση όρους για να τεθεί σε ισχύ η διαταγή της αναστολής. Εναπόκειται επομένως στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η επιλογή των όρων που θα τεθούν προκειμένου να επιφέρουν την εξισορρόπηση των συγκρουομένων δικαιωμάτων μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης».

 

Ορθό είναι επίσης ότι το Εφετείο διστακτικά επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της σχετικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Αnnual Practice 1958, p.1698, επί της συναφούς αγγλικής Διαταγής Ο.58 r.12 "stay of appeal" όπου αναφέρεται "where the Court below has imposed terms, the Court of Appeal will be loth to interfere with its exercise of discretion).

 

Εφόσον συνεπώς οι όροι αναστολής τίθενται κατά την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, τα πλαίσια επέμβασης του Εφετείου είναι καθορισμένα και έχουν τεθεί από τη νομολογία.

Τα πλαίσια αυτά έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση Μαρκιτανή (2000)1 Α.Α.Δ. 923 ως εξής:

«(α)  Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)».

 

 

Mε βάση αυτά που το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ως δεδομένα και ως μέρος των παραγόντων που καθόρισαν τον τρόπο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας για τον προσδιορισμό του ύψους του ποσού της εγγύησης διαφαίνεται ότι παρείσφρυσε λάθος στην αντίληψη της ευπαιδεύτου Προέδρου αναφορικά  με  στοιχεία που έπρεπε να ληφθούν υπόψη.

 

Το γεγονός ότι οι εναγόμενοι κατείχαν ακίνητη ιδιοκτησία αξίας παρά το ότι αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση δεν φαίνεται να του αποδίδεται η δέουσα σημασία.  Ειδικά για τον εφεσείοντα-εναγόμενο 2 το Δικαστήριο δέχεται ότι είναι ιδιοκτήτης ακινήτου περιουσίας €1.400.000 χωρίς άλλην επιβάρυνση.  Ωστόσο στην πράξη δεν το υπολογίζει.  Η εφεσίβλητη είχε δεσμεύσει με memo την ακίνητη περιουσία των εναγομένων συμπεριλαμβανομένων του εφεσείοντα-εναγομένου 2 συνεπώς τεκμαίρεται γνώση της αξίας της ακινήτου περιουσίας.  Αξία που εν πάση περιπτώσει δεν έχει ανατραπεί.  Με δεδομένο ότι η ευθύνη των εναγομένων είναι κοινή και αλληλέγγυα, το στοιχείο είχε μια δυναμική που παραγνωρίστηκε.  Συνεπώς χωρεί επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο άσκησης της εξουσίας του Δικαστηρίου σύμφωνα με τα νομολογηθέντα.

 

΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω θεωρούμε ότι το ποσό της εγγύησης θα πρέπει να μειωθεί στις €350.000 για ένα έκαστον των εφεσειόντων.  Οπότε δεν θα υπεισέλθουμε στην εισήγηση για εσφαλμένο μαθηματικό υπολογισμό του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αποτελεί το δεύτερο λόγο έφεσης στην Ε151/17. 

 

Διατυπώνεται και λόγος έφεσης επί του θέματος των εξόδων (2ος λόγος έφεσης στη Ε152/17) επί τω ότι το Δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα εναντίον των εφεσειόντων παρά το ότι είχαν επιτύχει στην αίτηση τους.  Καταφανώς ο λόγος αυτός δεν έχει βάση.

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου επί του θέματος των εξόδων έχει ασκηθεί στα ορθά πλαίσια και δεν υπάρχει λόγος επέμβασης του Εφετείου κατ΄αυτής της πτυχής.  Χρήσιμο είναι το απόσπασμα από το Annual Practice 1958, p.1699 στο οποίο αναφέρονται και τα εξής"costs of applications. - The costs are in the discretion of the court (see Adair ν. Young (1879), 11 Ch.D.136), but as a rule the applicant will be ordered to pay them (Cooper ν. Cooper (1876), 2 Ch.D. 492".  Η πρακτική που ακολουθείται από τα πρωτόδικα Δικαστήρια και στην Κύπρο είναι ότι συνήθως ο αιτητής επιβαρύνεται με τα έξοδα της αίτησης αναστολής, αφού είναι ο ίδιος που επωφελείται από αυτή.  {Βλ. Χαραλάμπους ν. Panayides Contraction Ltd (ανωτέρω)}.

 

Με βάση τα πιο πάνω οι εφέσεις επιτυγχάνουν μερικώς. Το διάταγμα αναστολής τροποποιείται ως ανωτέρω. Το υπόλοιπο μέρος της πρωτόδικης απόφασης παραμένει ως έχει. Η τραπεζική εγγύηση των εφεσειόντων να κατατεθεί σε 60 ημέρες από σήμερα.  Τα έξοδα των εφέσεων θεωρούμε ορθότερο να παραμείνουν έξοδα, αναλόγως της έκβασης των εφέσεων των εφεσειόντων-εναγομένων 2 και 3 επί της ουσίας.

 

                                                          ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

                                                         

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                                         

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο