ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Βαρβάρα Χρίστου Μιχαήλ ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λίμιτεδ (2000) 1 ΑΑΔ 1049
Αντωνίου Γεώργιος ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Δημοσίων Υπαλλήλων Λευκωσίας Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 37
Panayides Α. Contracting Ltd ν. Νίκου Σταύρου Χαραλάμπους (2004) 1 ΑΑΔ 416
Τζιβανίδης Γεννάδιος ν. Λούη Μιχαηλίδη (2008) 1 ΑΑΔ 218
Tαμπούρας Γεώργιος ν. Kυριακής Kολάνη άλλως Kίκας Kολάνη (2008) 1 ΑΑΔ 384
Παναγή Aνδρέας ν. Xλόης Παναγιώτου (2008) 1 ΑΑΔ 1267
L.P. Transbeton Ltd ν. Κώστα Σταύρου και Άλλης (2009) 1 ΑΑΔ 304
Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ ν. Mohammad Al Sharif (2012) 1 ΑΑΔ 28
Ευθυμίου Κώστας ν. Αρτοποιεία Δημήτρη Γεώργιου & Υιών Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 206
Μάρκαρη Μάρκος ν. Μάρκου Παρασκευά (2012) 1 ΑΑΔ 1493
Σαμαρά Αναστασία και Άλλος ν. Θεοδώρας Πιπονίδου και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 629
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:A45
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 456/2011
25 Iανουαρίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
GEVOREST SLEEP DESIGNS LTD.
Εφεσείοντες/εναγόμενοι
ΚΑΙ
AΡΚΑΔΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
Εφεσιβλήτου/ενάγοντα
.....
Α. Δράκος για τους εφεσείοντες
Στ. Ερωτοκρίτου (κα) για τον εφεσίβλητο
...........................
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου
....................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Ο εφεσίβλητος ενώ ήταν εργοδοτούμενος των εφεσειόντων και ασχολείτο με την φόρτωση στρωμάτων επί αρθρωτού φορτηγού αυτοκινήτου έπεσε από ύψος 1.30 μέτρων όταν η μεταλλική αυτοσχέδια πλατφόρμα που χρησιμοποιείτο για τη φόρτωση και συνέδεε το πάτωμα της αποθήκης των εφεσειόντων με το μεταφορικό αυτοκίνητο υποχώρησε με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Με την αγωγή του με αρ. 714/05 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξίωνε εναντίον των εφεσειόντων γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ενόψει των τραυματισμών του.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος, ο εφεσίβλητος, αφού ολοκληρώθηκε η φόρτωση των στρωμάτων στο εμπορευματοκιβώτιο που ήταν τοποθετημένο στο αρθρωτό όχημα, στην προσπάθεια του να σπρώξει τα τελευταία στρώματα εντός του εμπορευματοκιβωτίου, που προορίζοντο για εξαγωγή, ώστε να κλείσουν τις θύρες του εμπορευματοκιβωτίου, η πλατφόρμα επί της οποίας στεκόταν και ήταν μήκους 1.50 μέτρων και πλάτους 1 μέτρου η οποία δεν ήταν στερεωμένη, υποχώρησε προς τα πίσω και ο εφεσίβλητος βρέθηκε μαζί με την πλατφόρμα στο κενό από ύψος 1.30 μ. Η πλατφόρμα που χρησιμοποιείτο για τη φόρτωση στηρίζετο κατά 25 εκ. στο εμπορευματοκιβώτιο και κατά 25 εκ. στο έδαφος της αποθήκης ενώ το υπόλοιπο 1 μ. ήταν η εναέρια γέφυρα που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες για τη φόρτωση των στρωμάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε κατ' αρχάς ότι το σύστημα ασφάλειας που παρείχαν οι εφεσείοντες στον εργοδοτούμενο τους (εφεσίβλητο) δεν ήταν ασφαλές ενώ υπήρχαν εύκολες, απλές και ασφαλείς επιλογές που παρείχαν ένα ασφαλές σύστημα εργασίας στους εργάτες τους για τη φόρτωση, όπως η τοποθέτηση μόνιμης εξέδρας στερεωμένης στο έδαφος της αποθήκης, η τοποθέτηση δεξιά και αριστερά της ράμπας καγκέλου, ειδική ρύθμιση προς αποφυγή υποχώρησης της ράμπας προς τα πίσω κ.α.
Το Δικαστήριο στη συνέχεια έκρινε ως αποκλειστικά υπεύθυνους για το ατύχημα τους εφεσείοντες οι οποίοι περιφρονώντας το καθήκον επιμέλειας τους, έναντι του εφεσίβλητου, τον εξέθεσαν σε ένα περιττό και αχρείαστο κίνδυνο, ο οποίος ήταν προβλεπτός και συνεπώς αποφευκτός. Παρέλειψαν περαιτέρω να τον προστατεύσουν με μέτρα απλά, πρακτικά και ανέξοδα, όπως τα εξήγησε ο Μ.Ε.1 Γεώργιος Καϊλας, Επιθεωρητής Εργασίας στο Υπουργείο Εργασίας.
Ως προς τα τραύματα που υπέστη ο εφεσίβλητος, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του προσαχθείσα ιατρική μαρτυρία κατέληξε ότι ως αποτέλεσμα του ατυχήματος ο εφεσίβλητος υπέστη εκτεταμένη κάκωση στην ποδοκνημική χώρα που χρειάστηκε μεγάλη περίοδος για πώρωση του κατάγματος, ώστε η ακινητοποίηση του ποδιού να συνέτεινε στην ανάπτυξη αλγοδυστροφίας και στη μη πλήρη αποκατάσταση του βαδίσματος του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ευρήματα του, αμέσως μετά το ατύχημα ο εφεσίβλητος διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου την ίδια ημέρα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση εξωτερικής οστεοσύνθεσης κάτω από γενική αναισθησία και εξήλθε του Νοσοκομείου στις 6/3/03, ενώ του αφαιρέθηκε η εξωτερική οστεοσύνθεση τον Μάϊο του 2003. 'Ένα χρόνο μετά το ατύχημα η πώρωση του κατάγματος δεν είχε ακόμη επιτευχθεί ενώ παρατηρήθηκε αλγοδυστροφία. Μετά δεκαέξι μήνες υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση εσωτερικής οστεοσύνθεσης με πλάκα, κάτω από γενική αναισθησία, και τοποθετήθηκε το πόδι του σε γύψινο νάρθηκα, ο οποίος αφαιρέθηκε μετά 3,5 μήνες ότε και διαπιστώθηκε πώρωση του κατάγματος αλλά και έντονη οστεοπόρωση που συνέτεινε στον περιορισμό της κάμψης έκτασης της δεξιάς ποδοκνημικής και «ελαφρά χωλότητα». Μετά 3,5 χρόνια από το ατύχημα, σε Νοσοκομείο στην Καβάλλα, του αφαιρέθηκαν τα υλικά οστεοσύνθεσης. Αποδεχόμενο την εκδοχή των ιατρών Παπαγιάννη (Μ.Ε.7) και Αθάνατου (Μ.Ε.5) το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαία την επίσπευση της χειρουργικής επέμβασης εσωτερικής οστεοσύνθεσης ή τον εξαναγκασμό ουσιαστικά του εφεσίβλητου να υποβληθεί σε αρθρόδεση, εφόσον δεν πείστηκε ότι θα προέκυπτε όφελος στη βάδιση, παρά μόνο στον περιορισμό του πόνου, με κόστος την περαιτέρω ακινητοποίηση του μέλους και την επιδείνωση της υπάρχουσας αλγοδυστροφίας. Θεώρησε δε ότι η επιλογή του εφεσίβλητου να μην υποβληθεί σε αρθρόδεση που θα του επέτρεπε, σύμφωνα με τους ιατρούς των εφεσειόντων, να προβεί σε καθιστική εργασία και να περιορίσει έτσι τη ζημιά του, δεν συνέτεινε στη σημερινή αναπηρία του. Έκρινε περαιτέρω τη βλάβη στη ποδοκνημική χώρα ως μόνιμη μετά οκτώ χρόνια από το ατύχημα, γεγονός που εμποδίζει τον εφεσίβλητο στη βάδιση και του προκαλεί χωλότητα, τη δε ανικανότητα προς εργασία, όπως αποφάνθηκε το Ιατροσυμβούλιο, ως δεδομένη. Ως προς τη θέση των εφεσειόντων για την ικανότητα του εφεσίβλητου σε καθιστική εργασία το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέκλεισε με το δικαιολογητικό ότι είναι πολύ δύσκολη ή και αδύνατη η εξεύρεση τέτοιας εργασίας για τον εφεσίβλητο που είναι εργάτης, εργασία που εξάλλου είναι αδύνατο να εκτελέσει.
Λαμβάνοντας υπόψη τις σοβαρές και μόνιμες βλάβες του εφεσίβλητου, τον πόνο, την ταλαιπωρία και την επιδείνωση με το χρόνο της ποδοκνημικής άρθρωσης, ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι το ποσό των €100.000 αποτελούσε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, το οποίο επιδίκασε προς όφελος του εφεσίβλητου υπό τύπο γενικών αποζημιώσεων.
Αναφορικά με τις ειδικές αποζημιώσεις είχαν συμφωνηθεί κατά τη διάρκεια της ακρόασης σε €19.537,66 πλέον τόκος προς 4% από 27/1/05, ποσό για το οποίο εκδόθηκε επίσης απόφαση. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται και το υπόλοιπο της αξίωσης για απώλεια εισοδημάτων από 21/2/03 μέχρι 31/12/04. Ως προς την αξίωση για απώλεια απολαβών από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι την έκδοση της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αποδεκτό ένα κονδύλι της τάξης των €85.000,00 ως απώλεια απολαβών από 27/1/05, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, μέχρι 9/2/10, ημερομηνία έναρξης της δίκης, δηλαδή πέντε χρόνια προς €17.000,00 το χρόνο, για το οποίο επίσης εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου πλέον τόκο προς 4% από 27/1/05.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επιπρόσθετα ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο σε €136.000,00 ως απώλεια μελλοντικών απολαβών αφού υιοθέτησε ως συντελεστή τα οκτώ χρόνια, ενόψει της ηλικίας του εφεσίβλητου που ήταν 48 χρονών, προς €17.000,00 ετησίως, ποσό για το οποίο εξέδωσε απόφαση προς όφελος του εφεσίβλητου με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.
Επιδίκασε επιπρόσθετα στον εφεσίβλητο τα έξοδα της αγωγής.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε από μέρους των εφεσειόντων/εναγομένων έφεση με την οποία προβάλλουν πέντε λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητούν την απόδοση της αποκλειστικής ευθύνης για το ατύχημα στους ίδιους, ενώ με τους υπόλοιπους λόγους προσβάλλουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου (λόγοι έφεσης 2 και 3), καθώς και το ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων και τόκων (λόγοι έφεσης 4 και 5).
Η απόφαση προσβάλλεται επίσης και από πλευράς εφεσίβλητου με πέντε λόγους αντέφεσης.
Ως προς το λόγο έφεσης 1, οι εφεσείοντες προώθησαν τη θέση ότι λόγω των περιστάσεων του ατυχήματος θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να απέδιδε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσίβλητο τουλάχιστο σε ποσοστό 1/3. Συγκεκριμένα είναι εισήγηση τους ότι ενώ ο εφεσίβλητος είχε πλήρη επίγνωση της συνηθισμένης πρακτικής και της θέσης της πλατφόρμας, με τις δικές του ενέργειες συνέβαλε στην πρόκληση του ατυχήματος σπρώχνοντας με τα πόδια του προς τα πίσω δημιουργώντας τοιουτοτρόπως αμφίρροπη δύναμη.
Ο εφεσίβλητος από την άλλη, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της δικηγόρου του, υποστήριξε πλήρως την πρωτόδικη κρίση εισηγούμενος ότι οι εφεσείοντες του διέθεσαν ανασφαλή μέσα προς διεκπεραίωση της εργασίας που του είχε ανατεθεί, δηλαδή εναέριο και αστερέωτο διάδρομο, επιρρεπή σε μετακινήσεις και χωρίς προστατευτικά κάγκελα στις δυο πλευρές του, με αποτέλεσμα να υποβληθεί αχρείαστα στο κίνδυνο πτώσης του από ύψος 1.30 μ., από μια ουσιαστικά μετέωρη μεταλλική βάση.
Ως προς τη νομική πτυχή που καλύπτει το ζήτημα της υποχρέωσης του εργοδότη προς παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας και καθοδήγησης των εργοδοτουμένων του ως προς τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν προς αποφυγή ατυχημάτων, υπάρχει πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Transbeton Ltd. v. Σταύρου κ.α. (2009) 1 Α.Α.Δ. 304, Iacovou Brothers (Constructions) Ltd. ν. Μιχαήλ (2009) 1 ΑΑΔ 113, Ευθυμίου ν. Αρτοποιεία Δημήτρη Γεωργίου & Υιών Λτδ. (2012) 1 ΑΑΔ 206 και Αριστος Κυμίσης ν. Ανδρέα Χρυσοστόμου κ.α., Πολ. Εφ. 361/11, ημερ. 24/3/17), ECLI:CY:AD:2017:A110.
Στην υπόθεση ΑΗΚ ν. Χριστοφόρου, Πολ. Εφ. 82/10 και 82Α/10, ημερ. 5/2/15, αναφέρθηκε ότι «είναι καθήκον του εργοδότη να επινοήσει και να υποδείξει ένα κατάλληλο και ασφαλές σύστημα εργασίας.» Στην έννοια του όρου «σύστημα εργασίας» περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων η παροχή οδηγιών, η οργάνωση της εργασίας, η λήψη προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών κ.α.
Στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Andreas Vrondis & Son (Constructions) Ltd. ν. Σοφοκλή Παπαλεοντίου, Πολ. Έφ. Αρ. 189/11, ημερ. 15/5/17, ECLI:CY:AD:2017:A177, επαναλήφθηκε η θέση της νομολογίας ως προς την απόδοση συντρέχουσας αμέλειας που είναι η εξής:
«H συντρέχουσα αμέλεια που έχει ως αποτέλεσμα τον επιμερισμό της ευθύνης αποτελεί ζήτημα πραγματικό και αποφασίζεται στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Η εναπόθεση συντρέχουσας αμέλειας αποτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας. Έχει σημασία η γενεσιουργός αιτία ενός ατυχήματος, η αιτιώδης συνάφεια της επιδεικνυόμενης αμέλειας και του συμβάντος και ο βαθμός φροντίδας και προσοχής που θα πρέπει να επιδειχθεί και από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος. (Παναγή ν. Παναγιώτου (2008) 1 A.A.Δ. 1267 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου (2013) 1 Α.Α.Δ. 629). Το Εφετείο δύναται να επέμβει στον καταμερισμό ευθύνης όπου διαφαίνεται ότι ο καταμερισμός ήταν εμφανώς λανθασμένος. Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων έναντι των εναγομένων, αλλά στο καθήκον περί αυτοπροστασίας, με βάρος απόδειξης που φέρει ο εναγόμενος, (Charlesworth & Perry on Negligence 7η έκδ. σελ. 146-147, παρ. 3-11 και Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28).»
Το πιο πάνω απόσπασμα υιοθετήθηκε αυτούσιο στην μεταγενέστερη υπόθεση Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd., Πολ. Έφ. Αρ. 259/11, ημερ. 4/10/17, ECLI:CY:AD:2017:A333.
Στην παρούσα περίπτωση το ατύχημα συνέβηκε, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, γιατί οι εφεσείοντες δεν παρείχαν ασφαλές σύστημα εργασίας, ως η υποχρέωση τους, ούτως ώστε να μην εκθέτουν σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους τους εργοδοτούμενους τους που ασχολούντο με τη φόρτωση των στρωμάτων εντός του εμπορευματοκιβωτίου. Ούτε επίσης προστάτευσαν τον εφεσίβλητο από τον κίνδυνο κατάρρευσης της μεταλλικής πλατφόρμας και την πτώση του στο έδαφος. Ειδικότερα οι εφεσείοντες δημιούργησαν ένα πρόχειρο μεταλλικό διάδρομο, χωρίς να είναι στερεωμένος πουθενά και χωρίς κανένα προστατευτικό μέτρο στις δυο άκρες του, γνωρίζοντας ότι θα τον χρησιμοποιούσαν εργάτες τους για μεταφορά βαρέων εμπορευμάτων και ότι θα ασκούντο πιέσεις, εκθέτοντας τους σε ένα περιττό και αχρείαστο κίνδυνο ο οποίος ήταν προβλεπτός και θα μπορούσε να αποφευχθεί. Οι εφεσείοντες, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, περιφρονώντας το καθήκον επιμέλειας τους έναντι του εφεσίβλητου παρέλειψαν να τον προστατεύσουν. Έχουμε ανατρέξει στο φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας και πρακτικά και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην απόδοση αποκλειστικής ευθύνης για το ατύχημα στους εφεσείοντες. Δεν ήταν ο εφεσίβλητος που επέλεξε τον τρόπο φόρτωσης των στρωμάτων στο εμπορευματοκιβώτιο, αλλά ήταν ένα σύστημα εργασίας που επέβαλαν οι εφεσείοντες, γνωρίζοντας τους κινδύνους που ενείχε. Η διαπίστωση μας αυτή οδηγεί σε απόρριψη του λόγου έφεσης 1. Ο εφεσίβλητος δεν παρέβη υπό τις περιστάσεις οποιοδήποτε καθήκον αυτοπροστασίας.
Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 προσβάλλονται οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας, ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η άρνηση του εφεσίβλητου να προέβαινε σε θεραπεία επέμβασης με εσωτερική οστεοσύνθεση στο αρχικό στάδιο της μη πώρωσης του κατάγματος, ως η εισήγηση του ιατρού Μαρουδιά (Μ.Υ.2), και της μη διενέργειας της αρθρόδεσης της ποδοκνημικής άρθρωσης στο τελικό στάδιο, συνέβαλαν στην έκταση της σωματικής βλάβης της άρθρωσης.
Ο εφεσίβλητος υποστηρίζοντας πλήρως την πρωτόδικη κρίση παρέπεμψε σε σημεία της ιατρικής μαρτυρίας κυρίως εκείνης του Μ.Ε.7, ιατρού Παπαγιάννη, ορθοπεδικού στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, την οποία είχε αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ο ιατρός που παρακολουθούσε ανελλιπώς την κατάσταση του εφεσίβλητου και είχε αναλάβει την περίθαλψη του και το έργο αποκατάστασης των συνεπειών του τραυματισμού του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει της μαρτυρίας του Παπαγιάννη (Μ.Ε.7) και Αθάνατου (Μ.Ε.5) έκρινε ότι δικαιολογείτο η αναμονή για να πορωθεί από μόνο του το κάταγμα και όχι η επίσπευση της εσωτερικής οστεοσύνθεσης που ήταν η θέση που προώθησαν οι εφεσείοντες πρωτόδικα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επίσης τις διϊστάμενες ιατρικές απόψεις ως προς την αναγκαιότητα της ποδοκνημικής διενέργειας αρθρόδεσης και έκρινε ότι δεν είχε πειστεί (ούτε βέβαια και οι ιατροί), ότι θα προέκυπτε οποιοδήποτε όφελος στη βάδιση, παρά μόνο στον περιορισμό του πόνου, με κόστος την περαιτέρω ακινητοποίηση του μέλους και την επιδείνωση της υπάρχουσας αλγοδυστροφίας. Ενόψει της διαπίστωσης αυτής κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος με την επιλογή του να μην προβεί σε αρθρόδεση δεν συνέτεινε ουσιαστικά στη σημερινή αναπηρία του ή κατέστησε αδύνατη την από μέρους τους εκτέλεση καθιστικής εργασίας.
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Πέραν τούτου, επαναλαμβάνεται και η νομολογία ότι όπου η άρνηση ή παράλειψη του ασθενούς να υποβληθεί σε εγχείρηση ή πρόσθετη εγχείρηση είναι λογική υπό τις περιστάσεις, αυτό δεν αντιβαίνει το καθήκον του ως ενάγοντα να μετριάσει τις ζημιές του (δέστε Ταμπούρας ν. Κοζάνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 384 και τις αυθεντίες που εκεί αναφέρονται).
Στην υπό κρίση περίπτωση τίποτε δεν έχει προβληθεί που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας ως προς την αξιολόγηση και αποδοχή της ιατρικής μαρτυρίας από μέρους του εφεσίβλητου, στα αμφισβητούμενα σημεία, από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνεται εξάλλου ότι σε ουσιώδη σημεία συμφωνεί μάλιστα με εκείνη του Σιμόπουλου (Μ.Υ.3) όπως για τους κινδύνους που ενέχει η αρθρόδεση και τη σοβαρότητα των τραυματισμών του εφεσίβλητου, γι' αυτό και η επιλογή, κατά την άποψη του, εναπόκειται στον ασθενή.
Συμφωνεί επίσης και με εκείνη του Μαρουδιά (Μ.Υ.2), ο οποίος εξέτασε τον εφεσίβλητο εκ μέρους των εφεσειόντων, ως προς το χρόνο που απαιτείται για πώρωση του κατάγματος και της διενέργειας της εσωτερικής οστεοσύνθεσης, που είναι επιλογή του κάθε ιατρού. Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 2 και 3 είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Σ' όσον αφορά το λόγο έφεσης 4, που αφορά στην εσφαλμένη επιδίκαση του ποσού των €100.000,00, που οι εφεσείοντες θεωρούν υπερβολικό, ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία, οι εφεσείοντες τον συναρτούν με τους λόγους έφεσης 2 και 3, που αφορούν στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις συνέπειες της καθυστέρησης στη διενέργεια της εσωτερικής οστεοσύνθεσης και στην παράλειψη αρθρόδεσης. Σημειώνεται ότι το ποσό που επιδικάστηκε ως γενικές αποζημιώσεις συνιστά και το λόγο αντέφεσης 5, που ο εφεσίβλητος θεωρεί ως έκδηλα ανεπαρκές ενόψει της σοβαρότητας των τραυματισμών του.
Είναι εισήγηση των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος δεν προέβη σε κανένα διάβημα προς το σκοπό μείωσης των συνεπειών του τραυματισμού του και συνακόλουθα της ζημιάς του. Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης 4 απαντάται σε μεγάλο βαθμό απ' όσα παραθέσαμε πιο πάνω κατά την εξέταση των λόγων έφεσης 2 και 3. Συμπληρωματικά σημειώνουμε ότι ως προς την παράλειψη διενέργειας της χειρουργικής επέμβασης της αρθρόδεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ήταν επιλογή του ίδιου του εφεσίβλητου, η οποία δικαιολογείτο σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παπαγιάννη (Μ.Ε.7) αλλά και του Αθάνατου (Μ.Ε.5), ο οποίος εξέτασε τον εφεσίβλητο τον Ιούλιο του 2009 (δέστε Ταμπούρας ν. Κοζάνη - ανωτέρω).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσίβλητο 100% ανίκανο για εργασία, στηριζόμενο στη σχετική γνώμη του Ιατροσυμβουλίου, για σκοπούς σύνταξης ανικανότητας. Έκρινε περαιτέρω ότι η απόφαση του εφεσίβλητου να μην υποβληθεί σε αρθρόδεση είναι άσχετη με την ικανότητα του για εργασία ενώ τα κατάλοιπα του τραυματισμού του ήταν τέτοια που τον καθιστούσαν ανίκανο ακόμη και για καθιστική εργασία. Οι διαπιστώσεις αυτές του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν ως βάση την ιατρική μαρτυρία από πλευράς εφεσίβλητου ως προς τα κατάλοιπα του τραυματισμού του, με έμφαση στην αλγοδυστροφία, που, όπως εξήγησαν οι ιατροί, είναι συνεχής και έντονος πόνος ακόμη και σε ώρες ανάπαυσης. Συνεπώς η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έκρινε τον εφεσίβλητο ως εντελώς ανίκανο για εργασία μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Παναγιώτη Ανδρέου ν. Iacovou Brothers (Constructions) Ltd. κ.α. (ανωτέρω), το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του Νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε βοήθεια για τον καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων από την απόφαση Τζιβανίδης ν. Μιχαηλίδη (2008) 1 ΑΑΔ 218, στην οποίαν το Εφετείο αύξησε τις γενικές αποζημιώσεις από €51.258,04 που επιδικάστηκαν πρωτόδικα στον εφεσείοντα ηλικίας 22 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, σε €85.430,07 για πολλαπλά κατάγματα του δεξιού μηριαίου οστού, συνεπεία των οποίων υπέστη τέσσερις πολύωρες χειρουργικές επεμβάσεις που του άφησαν μόνιμα κατάλοιπα.
Έχοντας κατά νουν τους σοβαρούς τραυματισμούς του εφεσίβλητου δυνάμει των οποίων έχει ταλαιπωρηθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά θα εξακολουθήσει να ταλαιπωρείται, ενόψει της αλγοδυστροφίας που παρέμεινε, και της πλήρους ανικανότητας του για εργασία, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με την επιδίκαση του ποσού των €100.000 ως γενικές αποζημιώσεις εξού και δεν δικαιολογείται η επέμβαση μας, είτε για αύξηση, είτε για μείωση του ποσού.
Συνεπώς ο λόγος έφεσης 4 και ο λόγος αντέφεσης 5 θα πρέπει να απορριφθούν.
Σ΄ όσον αφορά το λόγο έφεσης 5, με το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του, ο εφεσίβλητος συμφωνεί ότι με τον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 81(1)/2008 και τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 82(1)/2008, ο νόμιμος τόκος από 8% μειώθηκε σε 5,5% από 15/10/08.
Ενόψει της πιο πάνω νομοθεσίας και της σύμφωνης γνώμης του εφεσίβλητου, ο λόγος έφεσης 5 επιτυγχάνει ώστε το ποσό των €100.000 των γενικών αποζημιώσεων να φέρει τόκο 8% από 27/1/05 μέχρι τις 14/10/08 και 5.5% από 15/10/08 μέχρι εξόφλησης.
ΑΝΤΕΦΕΣΗ
Οι λόγοι αντέφεσης 1 μέχρι 4 είναι συναφείς και περιστρέφονται γύρω από το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσίβλητου ως απώλεια απολαβών είτε υπό τύπο ειδικών αποζημιώσεων είτε μελλοντικής ζημιάς, το οποίο ο εφεσίβλητος θεωρεί χαμηλό. Ειδικότερα οι λόγοι αντέφεσης 1 και 2 αφορούν στην λανθασμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών από 27/1/05 μέχρι 9/2/10 και όχι από 1/1/05 μέχρι την έκδοση της απόφασης και στη λανθασμένη βάση υπολογισμού των αποζημιώσεων αντίστοιχα. Συναφής με τους λόγους αντέφεσης 1 και 2, είναι και ο 3, που αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πολλοί αστάθμητοι παράγοντες θα μπορούσαν να επηρεάσουν το ύψος των απολαβών του εφεσίβλητου για σκοπούς υπολογισμού των αποζημιώσεων.
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος λόγω του τραυματισμού του κατέστη ανίκανος για οποιαδήποτε εργασία.
Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο είχε καθορίσει τον ετήσιο μισθό του εφεσίβλητου στηριζόμενος ουσιαστικά επί του τεκμηρίου 14Γ που είναι το Πιστοποιητικό Απολαβών των εργοδοτουμένων των εφεσειόντων για το 2002, όπου οι απολαβές ετησίως του εφεσίβλητου ανέρχοντο σε Λ.Κ. 9.914,31 (το αντίστοιχο σε €16.939,60) περιλαμβανομένων και των υπερωριών.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να ανατρέξουμε στις δικογραφημένες θέσεις του εφεσίβλητου σ' όσον αφορά τις αξιώσεις του για απώλεια απολαβών.
Ο εφεσίβλητος με την Έκθεση Απαίτησης του ζητούσε υπό τύπο ειδικών ζημιών το ποσό των Λ.Κ. 18.176,23 για απώλεια απολαβών για την περίοδο από 21/2/03 μέχρι 31/12/04, το οποίο συνιστά παραδεκτό γεγονός και για το οποίο εκδόθηκε απόφαση. Αξίωνε επίσης «αποζημιώσεις για απώλεια εισοδήματος προς Λ.Κ. 826.19 μηνιαίως η Λ.Κ. 9.914,31 ετησίως και προς οποιοδήποτε άλλο ποσό αποδειχθεί ότι λάμβανε από την 27/01/2005 ημερομηνία καταχώρησης του κλητηρίου, μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.»
Ενόψει των πιο πάνω δικογραφημένων αξιώσεων του εφεσίβλητου η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να του επιδικάσει υπό τύπο ειδικών αποζημιώσεων την απώλεια απολαβών με εκκίνηση την ημερομηνία 27/1/05, δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν. Είναι φανερό όμως ότι παραμένει μια περίοδος δηλαδή από 1/1/05 μέχρι 27/1/05, δηλαδή ενός μηνός, για την οποία δεν έχει επιδικαστεί στον εφεσίβλητο οποιαδήποτε αποζημίωση για απώλεια απολαβών, άνκαι τη δικαιούται, σύμφωνα με τη νομολογία.
Στην υπόθεση Μιχαήλ κ.α. ν. Φίλιος Συκοπετρίτης Λτδ κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049, στην οποίαν κάμνει αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, αναφέρθηκε ότι εφόσον αποκρυσταλλώνεται η ζημιά σε συγκεκριμένο τομέα, αποτελεί τη δίκαιη αποζημίωση κάτω απ' εκείνο το κεφάλαιο αποζημιώσεων. Η παράλειψη διεκδίκησης συγκεκριμένης ζημιάς, ως ειδικής ζημιάς, δεν αποτελεί κώλυμα στην επιδίκαση της αριθμητικά αποτιμούμενης ζημιάς. Το εγχείρημα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης ενέχει τυπικό χαρακτήρα.
Προς εναρμόνιση της δικογραφίας με την εκτυλιχθείσα υπόθεση του εφεσίβλητου, στο θέμα της ζημιάς του, θα υποβληθεί τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης, η οποία θα καταχωριστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο εντός 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης μας.
Επιδικάστηκαν περαιτέρω προς όφελος του εφεσίβλητου αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών από 27/1/05 μέχρι τις 9/2/10 ημερομηνία έναρξης της δίκης, ύψους €85.000. Παραμένει η περίοδος από 10/2/10 μέχρι την έκδοση απόφασης για την οποία δεν του έχει επιδικαστεί οποιοδήποτε ποσό για απώλεια απολαβών υπό τύπο ειδικής ζημιάς, τις οποίες όμως ζητούσε με την Έκθεση Απαίτησης. Και αυτές τις απολαβές για 21 μήνες τις δικαιούτο επίσης, σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Μιχαήλ κ.α. ν. Φίλιος Συκοπετρίτης Λτδ. κ.α. (ανωτέρω) και Α. Panayides Contracting Ltd. v. Χαραλάμπους (2004) 1 ΑΑΔ 416).
Συνεπώς οι λόγοι αντέφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν.
Ο εφεσίβλητος προσβάλλει με το λόγο αντέφεσης 3, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστήριο ότι πολλοί αστάθμητοι παράγοντες θα μπορούσαν να αυξήσουν ή να μειώσουν τις ετήσιες απολαβές του εφεσίβλητου, όπως αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των εφεσειόντων, αλλαγή στις συνθήκες αγοράς, διάλυση του τμήματος στο οποίο απασχολείτο ο εφεσίβλητος ή κατάργηση των υπερωριών, εφόσον δεν υποστηρίζεται από καμιά μαρτυρία. Συναφής με το λόγο αντέφεσης 3, είναι και ο 4, που αφορά επίσης στη λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ύψος των απολαβών που λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό των αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για σκοπούς καλύτερης κατανόησης.
"Κατά συνέπεια δεν θεωρώ ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να υπεισέλθει στην εξεύρεση περαιτέρω λεπτομερειών, αν π.χ. με τις υπάρχουσες συλλογικές συμβάσεις η μισθοδοσία του θα αυξάνετο ή θα εμειώνετο. Δεν θεωρώ επιβεβλημένο να υπεισέλθω σε πολύπλοκες μαθηματικές πράξεις και υποθετικούς συλλογισμούς για τα απωλεσθέντα ετήσια εισοδήματα του ενάγοντα και τις παραμέτρους που τα επηρεάζουν. Πολλοί αστάθμητοι παράγοντες μπορούσαν να αυξήσουν ή να μειώσουν τις ετήσιες απολαβές του ενάγοντα. Αν γίνει π.χ. αποδεκτή η μαρτυρία του κ. Σταύρου Ιωαννίδη των εναγομένων είναι φανερό ότι η μισθοδοσία του ενάγοντα και κατά συνέπεια τα εισοδήματα του θα είχαν φθίνουσα πορεία (αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος εναγομένων, αλλαγή στις συνθήκες αγοράς, διάλυση τμήματος στο οποίο ο ενάγων εργοδοτείτο, καμιά υπερωριακή εργασία από το 2007). Οι απολαβές που έχουν σημασία για σκοπούς καθορισμού αποζημίωσης είναι αυτές που αποδεικνύεται ότι ελάμβανε ο ενάγων κατά τον ουσιώδη χρόνο που είναι ο Φεβρουάριος του 2003 και το Δικαστήριο έχει ικανοποιητική και καλή μαρτυρία ότι ήσαν €16.939 για το έτος 2002 (βλέπε Τεκμήριο 14Γ).»
Έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας ιδιαίτερα στο μέρος που αφορούσε στη μαρτυρία του Μ.Ε.4, επί της οποίας στηρίχθηκε κυρίως ο εφεσίβλητος προς υποστήριξη των θέσεων του, όπου είναι και δική μας διαπίστωση ότι οι απολαβές του εφεσίβλητου για το 2002 έχουν αποκρυσταλλωθεί στο ποσό των €17.000,00 ετησίως. Αυτή τη βάση χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο για υπολογισμό των αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών. Την ίδια βάση χρησιμοποίησε επίσης για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για απώλεια απολαβών υπό τύπο ειδικής ζημιάς από τις 27/1/05 μέχρι τις 9/2/10, ημερομηνία έναρξης της δίκης. Δεν έχουμε πειστεί ότι η προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη. Σίγουρα το Δικαστήριο, όπως αναφέρει και στην απόφαση του, δεν μπορεί να προβεί σε μαθηματικούς υπολογισμούς και υποθετικούς συλλογισμούς προς καθορισμό της απώλειας μελλοντικών απολαβών. Ούτε και το Εφετείο μπορεί να προβεί σε τέτοιο εγχείρημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το ύψος των απολαβών που λάμβανε ο εφεσίβλητος κατά την ημερομηνία του ατυχήματος που έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί, σύμφωνα με τη μαρτυρία ενώπιον του, και έκρινε ότι ήταν ασφαλές για υπολογισμό των αποζημιώσεων για απώλεια απολαβών. Σ' όσον αφορά τη μαρτυρία του Μ.Ε.4, υπαλλήλου της συντεχνίας ΠΕΟ στην οποία ανήκε ο εφεσίβλητος, περιστρέφετο κυρίως γύρω από το μισθό που θα λάμβανε ο εφεσίβλητος στη βάση των προνοιών των Συλλογικών Συμβάσεων που ίσχυαν μέχρι το 2010, τις οποίες είχαν υπογράψει οι εφεσείοντες και η Συντεχνία ΠΕΟ. Σύμφωνα με το Μ.Ε.4 ο ετήσιος μισθός του εφεσίβλητου για το 2009 θα ήταν €17.075,66 καθαρά περιλαμβανομένου του 13ου μισθού, δηλαδή €1.132 το μήνα. Στο ποσό αυτό κατέληξε, αφού ο Μ.Ε.4 προέβη σε διάφορες μαθηματικές πράξεις και υπολογισμούς, κυρίως αφαιρώντας από τον υποτιθέμενο μισθό του εφεσίβλητου διάφορα ποσά όπως τη συνδρομή στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις που σε κάποιο στάδιο είχε μάλιστα γίνει αναπροσαρμογή. Το ίδιο έπραξε και για τον τιμάριθμο και για τη συνδρομή στη Συντεχνία.
Στη βάση της μαρτυρίας του Μ.Ε.4 κρίνουμε ότι δεν υπάρχει αξιόλογη διαφορά με το ποσό των €17.000 που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν η μελλοντική εισοδηματική απώλεια του εφεσίβλητου ετησίως, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας. Σύμφωνα με τη νομολογία ο υπολογισμός της μελλοντικής απώλειας απολαβών υπολογίζεται είτε στη βάση του εισοδήματος κατά το χρόνο του ατυχήματος, είτε εκείνου που θα κέρδιζε στη βάση των στοιχείων που υπάρχουν κατά το χρόνο της δίκης (βλ. Αντωνίου ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Δημοσίων Υπαλλήλων Λευκωσίας Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 37,48). Σ' όσον αφορά την απώλεια εισοδημάτων μέχρι την έκδοση της απόφασης ο ίδιος ο εφεσίβλητος με την Έκθεση Απαίτησης του την καθορίζει σε Λ.Κ. 9.914,31 ετησίως ή Λ.Κ. 826,19 μηνιαίως, εξού και δεν επεμβαίνουμε.
Σε σχέση με τους αστάθμιτους παράγοντες στους οποίους έκαμε αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τον υπολογισμό της εισοδηματικής απώλειας του εφεσίβλητου, αντικείμενο του λόγου αντέφεσης 3, έκρινε ότι προέκυψαν από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, ιδιαίτερα εκείνης του Μ.Υ.1, διευθυντή των εφεσειόντων, ότι τα εισοδήματα του εφεσίβλητου θα είχαν φθίνουσα πορεία και ότι δεν υπήρξε καμιά υπερωριακή απασχόληση από το 2007. Συνεπώς δεν κρίνουμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς την πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση επιτυγχάνουν μερικώς και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται και συμπληρώνεται ως ακολούθως:
Στην έκταση που αφορά τους τόκους, το ποσό των €100.000, γενικές αποζημιώσεις θα φέρει τόκο 8% ετησίως από 27/1/05 μέχρι τις 14/10/08 και 5.5% από 15/10/08 μέχρι εξόφλησης,
Εκδίδεται επιπρόσθετα απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των €31.170,00 (απώλεια απολαβών από 1/1/05 μέχρι 27/1/05 και από 10/2/10 μέχρι 3/11/11, δηλαδή 22 μήνες προς €1.417,00 μηνιαίως) ως ειδικές αποζημιώσεις με τόκο 4% ετησίως από 27/1/05 μέχρι 14/10/08 και 2,75% από 15/10/08 μέχρι εξόφλησης (βλ. Παναγιώτη Δημητρίου ν. Iacovou Brothers (Constructions) Ltd κ.α., Πολ. Έφ. 389/09, ημερ. 17/12/14), ECLI:CY:AD:2014:A968.
Ενόψει μερικής επιτυχίας τόσο της έφεσης όσο και της αντέφεσης κρίνουμε ορθό και δίκαιο να μην προβούμε σε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΚΑΣ