ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ρίκκος Μαππουρίδης, για τον εφεσείοντα/εκζητούμενο. Μαρίνα Μασούρα (κα), δικηγόρος για τη Δημοκρατία. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΩΜΑ ΠΕΤΡΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 421/2017, 11/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A10

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 421/2017)

 

11 Ιανουαρίου 2018

 

[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ 133(Ι)/2004

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΩΜΑ ΠΕΤΡΟΥ

Εφεσείοντα/Εκζητούμενο

------------

 

Ρίκκος Μαππουρίδης, για τον εφεσείοντα/εκζητούμενο.

Μαρίνα Μασούρα (κα), δικηγόρος για τη Δημοκρατία.

 

-----------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από                            τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

-----------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας συνελήφθη δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίο εκδόθηκε από Αντιεισαγγελέα Εφετών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών με σκοπό να παραδοθεί στην Ελλάδα προκειμένου να δικαστεί για εγκληματικές πράξεις που του αποδίδονται.  Ειδικότερα, καταλογίζεται στον εφεσείοντα κακουργηματικού χαρακτήρα παράβαση προνοιών του ελληνικού ποινικού κώδικα και της νομοθεσίας περί λαθρεμπορίας που είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί το δημόσιο δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ως η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, ενέκρινε, παρά την ένσταση του εφεσείοντα, την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος και διέταξε όπως ο εφεσείοντας παραδοθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος και όπως στο μεταξύ παραμείνει υπό κράτηση. 

 

Ακολούθησε η υπό εκδίκαση τώρα έφεση στην οποία  ηγέρθη, όπως και πρωτοδίκως, ένα και μόνο ζήτημα που αφορά την πρόνοια του άρθρου 4(1)(ε) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν. 133(Ι)/2004, όπως τροποποιήθηκε (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως «ο Νόμος»).  Πρόκειται για εναρμονιστική νομοθεσία προς την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, 2002/584/ΔΕΥ, οι διατάξεις της οποίας ενσωματώθηκαν στο Νόμο.  Γι΄αυτό κατωτέρω θα αναφερόμαστε εν πολλοίς στις διατάξεις της απόφασης-πλαίσιο, έχοντας εξυπακουόμενα υπόψη και τις αντίστοιχες πρόνοιες του Νόμου.

 

Η απόφαση-πλαίσιο και ο Νόμος προσδιορίζουν το περιεχόμενο και τον τύπο του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (Άρθρο 8 και άρθρο 4, αντίστοιχα).  Ειδικότερα οι πρόνοιες του Άρθρου 8(1)(ε) και του άρθρου 4(1)(ε), οι οποίες αντανακλούνται στο θεσμοθετημένο Τύπο του Εντάλματος (βλ. Παράρτημα του Νόμου) επιβάλλουν όπως περιλαμβάνεται στο Ένταλμα:

 

«Περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και ο τόπος εκτέλεσης καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη.»

 

Η ρύθμιση του Άρθρου 8 αναφορικά με το περιεχόμενο του εντάλματος και ειδικότερα η πρόνοια για την περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος μεταφέρθηκε και στην ελληνική έννομη τάξη δια του Ν. 3251/2004.

 

Εν προκειμένω, για σκοπούς «περιγραφής των περιστάσεων τέλεσης της αξιόποινης πράξης» καταγράφηκε στο επίμαχο ένταλμα ότι:

 

Ο εφεσείων περί το μήνα Αύγουστο του 2011 στο λιμάνι του Πειραιά «ενεργήσας» ως ο νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στον Άγιο Γεώργιο Ασπρόπυργου Αττικής εταιρείας με την επωνυμία «Πέτρου Εφόδια Μονοπρόσωπη ΕΠΕ» από κοινού, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο με το συγκατηγορούμενό του Μιχαλάκη Χαραλάμπους του Μιχαήλ ο οποίος ενεργούσε ως νόμιμος αντιπρόσωπος της εδρεύουσας στο Ξυλοπήγαδο Μάνδρας Αττικής εταιρείας με την επωνυμία «Χαράλαμπος Μιχαλάκης Μονοπρόσωπη ΕΠΕ» εισήγαγε εντός του τελωνειακού εδάφους της ελληνικής επικράτειας και δη στο λιμάνι Πειραιά, εμπορεύματα υποκείμενα σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα τελωνεία, χωρίς να διαθέτει τη γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής και παράλληλα προέβη σε ενέργειες που αποσκοπούσαν να στερήσουν το ελληνικό δημόσιο των υπ΄αυτού εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα εμπορεύματα.  Παρατίθεται δε κατάλογος με λεπτομέρειες για 21 περιπτώσεις εισαγωγής εμπορευματοκιβωτίων με καπνικά προϊόντα.   Οι αναλογούντες και διαφυγόντες δασμοί και λοιποί φόροι που δεν καταβλήθηκαν ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €5.614.345,07.

 

Ήταν η θέση του εφεσείοντα πρωτοδίκως αλλά και στην έφεση ότι με την παραπάνω περιγραφή δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση περί περιγραφής των περιστάσεων τέλεσης της αξιόποινης πράξης.  Αναπτύσσοντας το επιχείρημα αυτό, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εισηγήθηκε ότι δεν αρκούσε η επίκληση και μόνο της λέξης «ενεργήσας», χωρίς να εξηγείται με περαιτέρω λεπτομέρειες πώς προκύπτει ο τρόπος εμπλοκής του στην αξιόποινη πράξη.  Θα έπρεπε, κατά την εισήγηση, να αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται στον εφεσείοντα ότι προσπάθησε να εισάξει τα εμπορεύματα και ειδικότερα οι συγκεκριμένες πράξεις που θα συνέθεταν την έννοια της εισαγωγής, όπως είναι η υπογραφή εγγράφων, η παραλαβή εμπορευμάτων κ.α.  Θα έπρεπε, εισηγήθηκε περαιτέρω, να γίνει τέτοια περιγραφή ώστε να ικανοποιηθεί το κριτήριο για το δικαιολογημένο της σύλληψης με βάση το άρθρο 18 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που είναι η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι ο συλληφθείς διέπραξε αδίκημα.  H ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε αντιθέτως ότι η περιγραφή που δόθηκε καλύπτει τις απαιτήσεις και το σκοπό του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

 

Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ορίζεται από την ίδια την απόφαση-πλαίσιο ως «δικαστική απόφαση» (Άρθρο 1(1)).  Πρόκειται για μια sui generis δικαστική απόφαση που εκδίδεται από ένα κράτος μέλος, το κράτος έκδοσης.  Η τελική όμως απόφαση για την παράδοση του εκζητουμένου λαμβάνεται από τη δικαστική αρχή άλλου κράτους μέλους, του κράτους εκτέλεσης, δοθέντος ότι οι αποφάσεις για την εκτέλεση πρέπει να υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο από τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη το καταζητούμενο πρόσωπο (Αιτιολογική Σκέψη (8) της Απόφασης-πλαίσιο).  

 

Παρά το ρόλο που διατηρεί το κράτος εκτέλεσης, οι αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που διαπνέουν το σκοπό  αλλά και αυτή τούτη την έννοια του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης,  δεν οδήγησαν απλώς σε απλοποίηση των προϋποθέσεων και της διαδικασίας με την εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης, αλλά έχουν, συνεπακόλουθα, περιορίσει  τα πλαίσια άσκησης της κρατικής κυριαρχίας, όπως και τις παραδοσιακές ενστάσεις σε μια διαδικασία έκδοσης.  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου C-396/11 Ciprian Vasile Radu, οι κλασσικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε ένα σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας των ποινικών αποφάσεων σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης[1].  

 

Τα κράτη μέλη έχουν κατ΄αρχήν υποχρέωση να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (Άρθρο 1(2) της απόφασης-πλαίσιο).  Τηρουμένης της θεμελιακής αρχής ότι ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών όπως διατυπώνονται από το άρθρο 6 παράγραφος 1 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκφράζονται στο χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 10 και 12 της απόφασης-πλαίσιο), μόνο σε περιορισμένες, συγκεκριμένες περιπτώσεις, είναι που το δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης μπορεί να αποφασίσει τη μη εκτέλεση του εντάλματος.  Παραπέμπουμε στην προαναφερθείσα υπόθεση Ciprian Vasile Radu:

 

«Πράγματι, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης-πλαισίου, τα κράτη μέλη μπορούν μα μην εκτελέσουν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μόνο σε περίπτωση που συντρέχει ένας από τους λόγους υποχρεωτικής μη εκτέλεσης που προβλέπονται στο άρθρο 3 της απόφασης αυτής ή ένας από τους απαριθμούμενους στα άρθρα 4 και 4α λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2008, C‑388/08 PPU, Leymann και Pustovarov, Συλλογή 2008, σ. I‑8983 σκέψη 51, και της 16ης Νοεμβρίου 2010, C‑261/09, Mantello, Συλλογή 2010, σ. I‑11477, σκέψη 37). Επιπλέον, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να εξαρτήσει την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από άλλες προϋποθέσεις πέραν εκείνων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 5 της απόφασης-πλαισίου.»

 

Οι προϋποθέσεις για έκδοση εντάλματος σύλληψης με βάση το άρθρο 18 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου δεν μπορούν ούτε κατ΄αναλογία να είναι εν προκειμένω σχετικές.  Εκφεύγουν του γράμματος και του πνεύματος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης,  εκ των οποίων άλλο είναι, όπως προκύπτει με σαφήνεια, το αναγκαίο για τους σκοπούς της έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κριτήριο.  Ό,τι απαιτείται είναι τέτοια περιγραφή ώστε η δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης να είναι σε θέση να διαπιστώνει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για τη μη εκτέλεση του εντάλματος. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζεται και από τις επεξηγηματικές σημειώσεις που έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή αναφορικά με την έκδοση και εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, όπου, σε σχέση με την απαιτούμενη περιγραφή, το ζήτημα περιορίζεται ως εξής και πάντοτε σε συνάρτηση, όπως προκύπτει, με κάποιο λόγο ένστασης που θα μπορούσε να  εγείρει ο εκζητούμενος:

 

«The factual description should consist only of a short summary and not of a full transcript of whole pages of the file.  However in more complex cases, and in particular where double criminality applies (not listed offences), a longer description might be necessary in order to document the main aspects of the facts.  In those cases, include the data which is essential for a decision on the EAW by the executing judicial authority, in particular to identify any possible grounds for non-execution or with a view to application of the rule of specialty.»[2]

 

Αυτόδηλο δε είναι πως απαιτείται εν πάση περιπτώσει τέτοια περιγραφή, ώστε να εκπληρώνεται η υποχρέωση, με αντίστοιχο δικαίωμα του καταζητουμένου, όπως τούτο αναγνωρίζεται από το Άρθρο 11 της απόφασης-πλαίσιο, για ενημέρωσή του ως προς το περιεχόμενο του εντάλματος, υπό την έννοια της πληροφόρησής του για τους λόγους που συνελήφθη και κατηγορείται, όπως απαιτείται από το Άρθρο 5.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Άρθρο 11.4 του Συντάγματος.

 

Είναι η παραπάνω έννοια, διασυνδεδεμένη με τους σκοπούς της διαδικασίας για έγκριση ή μη της εκτέλεσης, που πρέπει να αποδοθεί στην υποχρέωση για «περιγραφή των περιστάσεων της αξιόποινης πράξης», όπως και αποδόθηκε όπως προκύπτει και στην υπόθεση Anthony Joannides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 226/2017, ημερομηνίας 5.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A337.  Έχουμε μάλιστα εντοπίσει και την απόφαση του Αρείου Πάγου υπ΄αρ. 2.149/2005, ΠοινΔικ 2006, 169, η οποία αφορούσε στην εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε στην Αγγλία για τα εγκλήματα της απαγωγής και την ανθρωποκτονίας από αμέλεια.  Παρά το ότι στο ένταλμα δεν αναγραφόταν ο τόπος και ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος, ούτε διευκρινιζόταν ο βαθμός συμμετοχής του εκζητουμένου σ΄αυτό, ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για εκτέλεση του εντάλματος, αποδεχόμενος ότι ο εκζητούμενος θα είχε πρόσβαση στη δικογραφία και σαφέστερη περιγραφή της πράξης, στα πλαίσια της δίκης του. 

 

Για τους σκοπούς της υπό εξέταση υπόθεσης δεν είναι αναγκαίος ο προβληματισμός σε σχέση με την ευρύτερη αυτή προσέγγιση, εφόσον εν προκειμένω, η περιγραφή είναι, εν πάση περιπτώσει, επαρκής.  Αποδίδονται με σαφήνεια στον εφεσείοντα οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και δίδονται επαρκείς λεπτομέρειες για τις κατ΄ισχυρισμόν παράνομες εισαγωγές και τις συναφείς ενέργειες του εφεσείοντα, έτσι ώστε να ήταν δυνατή η έγερση οποιουδήποτε ζητήματος θα μπορούσε να καταστεί επίδικο, στα περιορισμένα πλαίσια της διαδικασίας για έγκριση της εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης. 

 

Η έφεση απορρίπτεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου.  Ο εφεσείων εν τω μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση.  Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής εντέλλεται να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στην αρμόδια δικαστική αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας που εξέδωσε το επίδικο ευρωπαϊκό ένταλμα.

 

 

                                                          Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

 

 

ΚΧ»Π



[1] (βλ. και Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 ΑΑΔ 1764)

[2] Commission Notice - Handbook on how to issue and execute a European arrest warrant (2017/C335/01)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο