ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Γ. Χατζηπέτρου για Μ. Κιτρομηλίδη, για τους Εφεσείοντες. Ειρ. Ιωάννου (κα.) για Δράκο και Ευθυμίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο GEOPET ALUMINIUM LTD ν. P.G.C. PONTEROSA FUN PARK LTD, Πολιτική Έφεση αρ. 325/2011, 17/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A25

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 325/2011)

 

17 Ιανουαρίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

GEOPET ALUMINIUM LTD,

Εφεσειόντων

και

 

P.G.C. PONTEROSA FUN PARK LTD,

Εφεσιβλήτων.

-----------------------

 

Γ. Χατζηπέτρου για Μ. Κιτρομηλίδη, για τους Εφεσείοντες.

Ειρ. Ιωάννου (κα.) για Δράκο και Ευθυμίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

         -----------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

         ------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Με την αγωγή τους ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οι ενάγοντες-εφεσείοντες αξίωσαν από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους το ποσό των €42.207,58.-, πλέον τόκους, ως αποζημιώσεις για αθέτηση συμφωνίας και/ή αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο.  

 

Όπως προκύπτει από την έκθεση απαιτήσεως η θέση των εφεσειόντων είναι ότι κατά ή περί το 2005 αυτοί συμφώνησαν με τους εναγόμενους-εφεσίβλητους την εκτέλεση διάφορων εργασιών στο πεδίο χρωματοσφαίρισης των εφεσιβλήτων, έναντι συμφωνηθείσας ή εύλογης αμοιβής Λ.Κ.28.255,50, ήτοι €48.277,38.-.   Ήταν η θέση των εφεσειόντων ότι αυτοί εκτέλεσαν τις συμφωνηθείσες εργασίες προς ικανοποίηση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι όμως κατέβαλαν έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής το ποσό των Λ.Κ.3.552,50.-, ήτοι €6.069,80.-, και παρέμεινε υπόλοιπο οφειλόμενο ανερχόμενο σε €42.207,58.-

 

Οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπιση τους αρνήθηκαν την αξίωση των εφεσειόντων και ισχυρίστηκαν ότι οποιεσδήποτε εργασίες εκτελέστηκαν από τους εφεσείοντες για τους εφεσίβλητους έχουν πληρωθεί και εξοφληθεί πλήρως, είτε απευθείας στους εφεσείοντες, είτε σε τρίτα πρόσωπα.  

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία έδωσαν μαρτυρία οι κ.κ. Γεώργιος Πέτρου, Ανδρέας Ανδρέου και Χαράλαμπος Ανδρέου, ως μάρτυρες των εναγόντων, και ο κ. Χρίστος Χρίστου ως μάρτυρας υπεράσπισης. 

 

 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία των Μ.Ε. 1-3 και του Μ.Υ.1 και στη συνέχεια προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας τους.   Για τον Μ.Ε.1, κ. Γεώργιο Πέτρου, ανέφερε ότι η μαρτυρία του ήταν δυσνόητη και ασαφής, σε πολλά σημεία δεν είχε ειρμό και ερχόταν και σε αντίθεση με κατατεθέντα τεκμήρια, όπως το τεκμήριο 1.    Αναφέρει, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, τέσσερα συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας του, τα οποία θεωρεί ως αντιφατικά.   Για τον Μ.Ε.2, κ. Ανδρέα Ανδρέου, αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η μαρτυρία του ήταν τυπική εφόσον περιορίστηκε μόνον στην προετοιμασία του διατακτικού - τεκμηρίου 1.  Περιορισμένη βαρύτητα μπορούσε να δοθεί στην μαρτυρία του, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο.  Παρατήρησε ακόμη ότι η θέση του Μ.Ε.2 ήταν πολύ διαφορετική από τη δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων αλλά και από τη μαρτυρία των Μ.Ε. 1 και 3.  

 

Για τον Μ.Ε.3, κ. Χαράλαμπο Ανδρέου, το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε ότι δεν του έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας και ότι ήταν έκδηλη η προσπάθεια του να βοηθήσει την υπόθεση του πατέρα του, Μ.Ε.1, αντί να πεί την αλήθεια στο δικαστήριο.  Αναφορικά με τον Μ.Ε.3 το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε τέσσερα σημεία της μαρτυρίας του, τα οποία καθιστούσαν τη μαρτυρία του αντιφατική και αναξιόπιστη. 

 

Για το Μ.Υ.1, κ. Χρίστο Χρίστου, το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι ο μάρτυρας αυτός βρισκόταν μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.1 και ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων δήλωσε ότι δεν θα έδιδε μαρτυρία (ο κ. Χρίστου).   Ένεκα των προαναφερομένων το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι:  «Ως εκ τούτου η βαρύτητα της μαρτυρίας του περιορίζεται ανάλογα.   Γενικώς, όμως, ο μάρτυρας αυτός μου έδωσε την εντύπωση του ειλικρινούς μάρτυρα, και ανταποκρίνετο στις διάφορες ερωτήσεις με αυθορμητισμό».   

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε ειδική αναφορά στο τεκμήριο 9 σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, κ. Χρίστου, για την οποία ανέφερε, όπως ήδη παρατηρήσαμε, ότι η βαρύτητα της περιορίζεται ανάλογα ένεκα της παρουσίας του στην αίθουσα του δικαστηρίου όταν αντεξεταζόταν ο Μ.Ε.1.    Ο Μ.Υ.1 ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διευθυντής των εφεσιβλήτων.   Ο Μ.Ε.3, κ. Χαράλαμπος Ανδρέου, υιός του Μ.Ε.1 και αδελφός του Μ.Ε.2, ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο,  διευθυντής και μέτοχος των εφεσιβλήτων.   Είναι ένεκα της συγγένειας του Μ.Ε.1 με τον Μ.Ε.3 που έγινε η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για την παροχή υπηρεσίων από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους.  Σε κάποιο στάδιο ο Μ.Ε.3 σταμάτησε να είναι διευθυντής των εφεσιβλήτων και ζήτησε να πωλήσει τις μετοχές του στην εφεσίβλητη εταιρεία.   Ήταν η θέση του Μ.Υ.1, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο Μ.Ε.3 ζήτησε αρχικά ως αντάλλαγμα για τις μετοχές του, την εξόφληση των δανείων του ύψους Λ.Κ.16.483,66.- αλλά, μετά που μίλησε με τον πατέρα του (Μ.Ε.1), είπε στους εφεσίβλητους ότι ο πατέρας του δεν δέχεται και θέλει ακόμη Λ.Κ.12.000.-, δεδομένου ότι είχε εκτελέσει και τις εργασίες.   Κατόπιν τούτου οι άλλοι δύο μέτοχοι της εφεσίβλητης εταιρείας αποφάσισαν να του δώσουν άλλες Λ.Κ.10.000.- «για να λυθεί το ζήτημα».  

 

Αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 και το περιεχόμενο του τεκμήριου 9 το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «τα δύο δεν είναι κατ΄ ανάγκη αντιφατικά».    Στη συνέχεια πρόσθεσε και τα εξής:  «Μάλιστα, δεδομένης της θέσης του Μ.Υ.1 ότι όλα τα ποσά που οφείλονταν στους ενάγοντες για τις εργασίες είχαν εξοφληθεί, είναι λογικό το ότι στο Τεκμήριο 9 αναγράφεται ότι ολόκληρο το ποσό καταβάλλεται ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση των μετοχών».   

 

Το τεκμήριο 9, το οποίο έχει επικεφαλίδα «Απόδειξη» και υπογράφεται από τον κ. Χαράλαμπο Ανδρέου, ενώ δίπλα στην υπογραφή του υπάρχει και σφραγίδα της εφεσίβλητης εταιρείας, αναφέρει ότι ο Χαράλαμπος Ανδρέου βεβαιώνει και αποδέχεται ότι έχει παραλάβει από ή εκ μέρους των κ.κ. Χρίστου Πατσαλίδη και Γεωργίας Χρίστου:  

 

(α)  το ποσό των Λ.Κ.16.483,66.- για την εξόφληση δύο συγκεκριμένων δανείων, και

 

(β)  το ποσό των Λ.Κ.10.000.- με συγκεκριμένη επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας,

 

«προς πλήρη εξόφληση της συμφωνημένης τιμής πώλησης και μεταβίβασης στο όνομά τους των μετοχών που κατέχω στην εταιρεία P.G.C. Ponterosa Fun Park Limited».

 

Με βάση τα προαναφερόμενα ευρήματα αξιοπιστίας, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

 

Ο Μ.Ε.3, υιός του Μ.Ε.1, ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο μοναδικός διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας, ενώ οι μέτοχοι της ήταν ο Μ.Ε.3, ο Χρίστος Πατσαλίδης και η Γεωργία Χρίστου.   Οι τρεις μέτοχοι της εφεσίβλητης συνήψαν δάνεια με σκοπό τη συνέχιση των εργασιών της εταιρείας για την κατασκευή πεδίου χρωματοσφαίρισης.  Λόγω της συγγένειας του Μ.Ε.3 με τον Μ.Ε.1, που ήταν διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας η οποία ασχολείτο με κατασκευές αλουμινίου, ανατέθηκαν (από τους εφεσίβλητους) στους εφεσείοντες, εργασίες της ειδικότητας τους.   Ο Μ.Ε.1 είχε υποσχεθεί ότι θα έκανε τις εργασίες σε τιμές κόστους.   Όντως οι εργασίες, οι οποίες είχαν αρχίσει τον Ιούλιο του 2005,  διεκπεραιώθηκαν από τους εφεσείοντες.  Συναφώς εκδόθηκε και το τιμολόγιο, τεκμήριο 2, το οποίο οι εφεσίβλητοι πλήρωσαν στους εφεσείοντες.  Κανένα άλλο τιμολόγιο δεν παραδόθηκε από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους.   Τον Ιούλιο του 2006 δημιουργήθηκαν προβλήματα μεταξύ των μετόχων της εφεσίβλητης εταιρείας και ο Μ.Ε.3 ζήτησε να αποχωρήσει από την εταιρεία, υπό τον όρο ότι οι άλλοι δύο μέτοχοι θα του ξοφλούσαν τα δάνεια του και αυτός θα τους παραχωρούσε τις μετοχές του στην εφεσίβλητη.     Κατά τις διαπραγματεύσεις προς επίτευξη συμφωνίας, ο Μ.Ε.3 πληροφόρησε τους άλλους δύο μετόχους ότι ο πατέρας του, Μ.Ε.1, είχε απαίτηση για τις εργασίες που οι εφεσείοντες διεκπεραίωσαν, για ποσό Λ.Κ.12.000.-, περιπλέον των όσων είχαν καταβληθεί.   Συμφωνήθηκε, τελικά, μεταξύ του Μ.Ε.3 και των εφεσιβλήτων να πληρώσουν οι εφεσίβλητοι στον Μ.Ε.3 περιπλέον ποσό Λ.Κ.10.000.-, το οποίο, αφού έλαβε ο Μ.Ε.3, υπέγραψε τα τεκμήρια 9 και 11 και αποχώρησε από την εφεσίβλητη εταιρεία.  Στη συνέχεια, το 2007, οι εφεσείοντες αξίωσαν πληρωμή για τις εργασίες τους και το 2008 καταχώρησαν την Αγωγή 5456/2008, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, που είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν αποσείσει το βάρος απόδειξης που έφεραν, εφόσον οι συμφωνίες που έκαναν ο Μ.Ε.1, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της εφεσείουσας, και ο Μ.Ε.3, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της εφεσίβλητης, είναι δεσμευτικές για τις δύο εταιρείες.   

 

Εν κατακλείδι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων, με έξοδα εις βάρος τους, καταλήγοντας ότι οι εφεσείοντες είχαν συμφωνήσει με τους εφεσίβλητους τη διεκπεραίωση των εργασιών σε τιμές κόστους και δεν μπορούσαν στη συνέχεια να επικαλούνται δικαίωμα σε εύλογη χρέωση.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με 16 λόγους έφεσης.  Οι 4 πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, κ. Χρίστου Χρίστου, στην οποίαν το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε, όπως είπε, περιορισμένη βαρύτητα, ενώ δεν θα έπρεπε να της είχε αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα ένεκα του ότι ο Μ.Υ.1 βρισκόταν στην αίθουσα του δικαστηρίου όταν αντεξεταζόταν ο Μ.Ε.1.    Σχετική αναφορά έγινε στην υπόθεση Μενελάου ν. Αντώνης Ασκάνης Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ, 312.     Ο 5ος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, ο οποίος κρίθηκε ως αναξιόπιστος.  Ο 6ος λόγος έφεσης αφορά στα κατ΄ ισχυρισμόν ακροσφαλή ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που φαίνονται στις σελ. 6-8 της απόφασης του.   Ο 7ος και ο 8ος λόγος έφεσης αφορούν και πάλι στα κατ΄ ισχυρισμόν αυθαίρετα, αναιτιολόγητα και ακροσφαλή συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Ο 9ος λόγος αφορά στην κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.2.   Ο 10ος , ο 11ος, 12ος και 13ος λόγοι έφεσης αφορούν όλοι στην κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Ε.3.  

 

Ο 14ος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία δεν καλύπτονται από το δικόγραφο των εφεσιβλήτων και δεν ήταν επίδικα θέματα.  Στην αιτιολογία του λόγου αυτού γίνεται ειδική αναφορά στη σελ. 6 της πρωτόδικης απόφασης, όπου το πρωτόδικο δικαστήριο προβληματίστηκε αναφορικά με την εκδοχή του Μ.Υ.1 σε συνάρτηση με το προαναφερόμενο τεκμήριο 9.      

 

Με τον 15ο λόγο έφεσης θίγεται και πάλι το ίδιο ζήτημα που θίγεται και με τον 14ο λόγο έφεσης αναφορικά με το αντάλλαγμα που έλαβε ο Μ.Ε.3 για την πώληση των μετοχών του στην εφεσίβλητη εταιρεία και την μη κάλυψη των πρωτόδικων ευρημάτων, επί του θέματος, από την έκθεση υπεράσπισης.   Με τον 16ο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως ακροσφαλές το πρωτόδικο συμπέρασμα πως δεν αποδείχθηκε ότι υπάρχει οφειλόμενο ποσό προς όφελος των εφεσειόντων. 

Εξετάσαμε, με πολλή προσοχή, όλους τους λόγους έφεσης.  

 

Αναφορικά με τους πρώτους τέσσερις λόγοι έφεσης παρατηρούμε τα εξής:

 

Ο γενικός κανόνας είναι ότι οι μάρτυρες, πριν δώσουν τη μαρτυρία τους, δεν πρέπει να βρίσκονται στην αίθουσα του δικαστηρίου, ενώ καταθέτουν άλλοι μάρτυρες στην ίδια υπόθεση.  Παραβίαση όμως αυτού του γενικού κανόνα δεν καθιστά άκυρη τη μαρτυρία τους ή τη διαδικασία.   Ούτε και συνιστά λόγο αποκλεισμού τέτοιας μαρτυρίας (Δέστε:  Tomlinson v. Tomlinson (1980) 1 All E.R. 593 και Moore v. Registrar of Lambeth County Court (1969) 1 All E.R. 782).     Το κατά πόσον η παρουσία μάρτυρα στην αίθουσα κατά το χρόνο που καταθέτει άλλος μάρτυρας επηρεάζει την αξιοπιστία του, είναι ζήτημα γεγονότων και αξιολόγησης, λαμβανομένων υπόψιν της φύσης της υπόθεσης, των επιδίκων θεμάτων και της μαρτυρίας που έδωσε ο μάρτυρας που βρισκόταν στην αίθουσα σε συνάρτηση με εκείνη που έδινε ο μάρτυρας που κατέθεσε (Δέστε: R. v. Shaw (2002) EWCA Crim 3004 και Ηλιάδης & Σάντης, Το Δίκαιον της Απόδειξης, Β΄ Έκδοση, σελ. 141).   Επομένως το δικαστήριο πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια στην κάθε περίπτωση και να αυτοπροειδοποιηθεί για τυχόν κινδύνους που ελλοχεύουν, χωρίς να απαιτείται συγκεκριμένη αυτοπροειδοποίηση.   Είναι αρκετό να ασχοληθεί ρητώς με το θέμα  αυτό, κατά την αξιολόγηση των συγκεκριμένων μαρτύρων (Δέστε:  Ηλιάδης ν. Βενιζέλου κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 960).

 

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το ζήτημα, έλαβε υπόψιν του το γεγονός της παρουσίας του Μ.Υ.1 στην αίθουσα του δικαστηρίου και αποφάσισε να δώσει στη μαρτυρία του «περιορισμένη βαρύτητα».  Δεν ήταν όμως ζήτημα «περιορισμένης» ή «πλήρους» βαρύτητας, αλλά προειδοποίησης του δικαστηρίου και ανάλογης προσοχής για τους ελλοχεύοντες, ως άνω, κινδύνους.

     

Στη συνέχεια όμως, όπως φαίνεται από τη σελ. 6 της πρωτόδικης απόφασης, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την εκδοχή του Μ.Υ.1 και μάλιστα παρά το περιεχόμενο του τεκμηρίου 9.   Αυτό όμως είναι θέμα που θα εξετάσομε στη συνέχεια σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης 14 και 15.  

 

Δεν θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης και θα δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στους λόγους έφεσης 14 και 15, οι οποίοι μαζί με τους πρώτους τέσσερις είναι καθοριστικοί του αποτελέσματος της έφεσης.

 

Ο 14ος λόγος έφεσης αφορά στα πρωτόδικα ευρήματα που φαίνονται στη σελ. 6 της απόφασης του σε συνάρτηση με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων που φαίνονται στην έκθεση υπεράσπισης.

 

Ο 15ος λόγος έφεσης  αναφέρεται και πάλι στο πρωτόδικο συμπέρασμα, που φαίνεται στη σελ. 7 της απόφασης του, ότι ο Μ.Ε.3 έλαβε το περιπλέον ποσό των Λ.Κ.10.000.-, προς εξόφληση της απαίτησης των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων, για την εργασία που τους πρόσφεραν.  

Καταρχάς παρατηρούμε ότι στην έκθεση υπεράσπισης των εφεσιβλήτων, εκτός από μια γενική άρνηση των ισχυρισμών της έκθεσης απαίτησης, δεν γίνεται οποιαδήποτε ρητή αναφορά σε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για πληρωμή ποσού Λ.Κ.10.000.- στον Μ.Ε.3 προς διευθέτηση της αξίωσης των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων.  Στην παράγραφο 6 (στ) της έκθεσης υπεράσπισης αναγράφεται μόνο ότι όσες εργασίες έγιναν έχουν πληρωθεί και εξοφληθεί πλήρως «είτε απευθείας στους ενάγοντες, είτε απευθείας σε τρίτα πρόσωπα φυσικά ή νομικά».    Δεν υπάρχει αναφορά σε πληρωμή, σε τρίτα πρόσωπα, με τη συγκατάθεση των εφεσειόντων και προς όφελος των εφεσειόντων, όπως θα έπρεπε εάν με την υπεράσπιση υπονοείτο ότι η πληρωμή σε τρίτα πρόσωπα αποτελούσε διευθέτηση και εξόφληση της οποιασδήποτε οφειλής των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες.   

 

Όμως οι εφεσείοντες έχουν δίκαιο όχι μόνον επειδή τα ευρήματα, που φαίνονται στις σελ. 6 και 7 της πρωτόδικης απόφασης, δεν καλύπτονται από τα δικόγραφα αλλά και επειδή, σε αντίθεση με το πρωτόδικο εύρημα, το περιεχόμενο του τεκμηρίου 9 αντιφάσκει με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1.    Δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 (για την οποίαν είχε πει ότι θα έδινε μόνο περιορισμένη βαρύτητα), χωρίς, στην πράξη, να δείξει την απαραίτητην επιφλακτικότητα,  και δέχθηκε και υιοθέτησε την εκδοχή του Μ.Υ.1, παρά τη μή κάλυψη της από την έκθεση υπεράσπισης αλλά και παρά την αντίθεση της με το περιεχόμενο του τεκμηρίου 9.  Στο τεκμήριο 9 αναγράφεται ρητά ότι τα δύο ποσά που αναφέρονται εκεί δόθηκαν προς πλήρη εξόφληση της συμφωνημένης τιμής πώλησης και μεταβίβασης των μετοχών του Μ.Ε.3 στην εφεσίβλητη εταιρεία, στους άλλους μετόχους.   Καμιά αναφορά δεν γίνεται σε διευθέτηση της αξίωσης των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων για την προσφερθείσα εργασία και βέβαια, αν επρόκειτο περί διευθέτησης, θα έπρεπε σ΄ αυτήν να ήταν μέρος και οι εφεσείοντες, πράγμα που δεν συμβαίνει.

 

Αναφορικά με την αντίφαση μεταξύ τεκμηρίου 9 και μαρτυρίας του Μ.Υ.1 ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν επιτρέπεται προφορική μαρτυρία, η οποία έρχεται σε αντίθεση με έγγραφο που κατατίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.  Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις αλλά στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου ούτε με τον γενικό κανόνα, ούτε με τις εξαιρέσεις (Δέστε:  Cross on Evidence, 6η έκδοση, σελ. 615-625).   

 

Ενόψει των προαναφερόμενων σφαλμάτων στην πρωτόδικη απόφαση, που συνίστανται ουσιαστικά (α) σε πρόσδοση πλήρους βαρύτητας στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 παρά την απόφαση του δικαστηρίου να προσδώσει μόνον περιορισμένη βαρύτητα σ΄ αυτήν, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, (β) στο ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.1 έγινε δεκτή και υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο παρά το ότι δεν καλύπτεται από την έκθεση υπεράσπισης, και (γ) στο ότι η μαρτυρία εκείνη, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του τεκμηρίου 9, έγινε δεκτή χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στο γενικό κανόνα που αποκλείει την αποδοχή προφορικής μαρτυρίας που έρχεται σε αντίθεση με έγγραφο που κατατίθεται ενώπιον του δικαστηρίου, θεωρούμε πως η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί. 

 

Επειδή όμως το Εφετείο δεν έχει ενώπιον του επαρκή στοιχεία για να εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων, είναι αναπόφευκτη η επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον  άλλου Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου. 

 

Κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου.   Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.   Τα πρωτόδικα έξοδα θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

 

 

 

                                                Π.

 

 

Δ.

                                               

 

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.                                                                    


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο