ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHRISTOFI AND OTHERS ν. IACOVIDOU (1986) 1 CLR 236
In re Charalambos Th Argyrides (1987) 1 CLR 23
Iωάννου Kωνσταντίνος και Άλλοι (1999) 1 ΑΑΔ 1341
SHISTRIS ν. C.T.O. (1983) 2 CLR 72
Γεν. Εισαγγελέας ν. Παπαντωνίου (1992) 2 ΑΑΔ 403
Χριστοδούλου & άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 443
Γεν. Εισαγγελέας ν. Παπαλαζάρου & άλλοι (1995) 2 ΑΑΔ 128
Γεωργίου ν. Συμβ. Βελτ. Μαζωτού (1997) 2 ΑΑΔ 12
ANDREAS GAVRIEL ν. REPUBLIC (MINISTER OF EDUCATION) (1967) 3 CLR 638
PLOUSSIOU ν. CENTRAL BANK (1983) 3 CLR 398
NICOSIA RACE CLUB ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 791
ETHNIKOS ν. K.O.A. (1984) 3 CLR 1150
Συμβ. Εγγρ. Αρχιτ. & Πολιτ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1990) 3 ΑΑΔ 3303
ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 ΑΑΔ 159
Δημοκρατία ν. Μυρτιώτη κ.ά. (1995) 3 ΑΑΔ 39
Ναύτη Σούλλα και Άλλες ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 50
Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. ΕπιτροπήςΠροστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314
Aλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 250
Θεοδώρου κ.α. ν. ΡΙΚ (1991) 4 ΑΑΔ 2056
Pericleous A. J. (Services) Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 224
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 921/2011, 29/11/2013
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
A. D. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 177/2021, 16/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:B96
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΗΛΙΑΔΗ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 348/2018, 349/2018, 31/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B207
N. Σ. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 184/15, 13/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:B72
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ v. ΠΑΤΟΥΡΗ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 51/2020, 3/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:D413
FILIP v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 112/2019, 3/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:D412
HANY MARZOYK FAM BAKHIT v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 56/2022, 7/4/2023, ECLI:CY:AD:2023:D136
Σ.Α.Χ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 71/2020, 28/1/2021, ECLI:CY:AD:2021:B23
ECLI:CY:AD:2017:D445
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 69/2017)
6 Δεκεμβρίου, 2017
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΤΣΗ ΤΩΝ 1. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, 2. ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΤΕΜΗ, 3. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ ΚΑΙ 4. ΚΩΣΤΑ ΣΕΒΕΡΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 7/04/2017 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 17977/2015 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ, ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΛΩΝ, ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΟΤΙ ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 1-4 ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 12.1 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
________________________
Πολύβιος Πολυβίου και Στέλλα Πολυβίου, για τους Αιτητές Αρ. 1.
Χρίστος Τριανταφυλλίδης και Δημήτρης Αραούζος, για τον Αιτητή Αρ. 2.
Χρίστος Τριανταφυλλίδης, για τον Αιτητή Αρ. 3.
Αλέξανδρος Μαρκίδης, για τον Αιτητή Αρ. 4.
Πολίνα Ευθυβούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:
Εισαγωγή:
Με την υπό εξέταση διά κλήσεως αίτηση, επιδιώκεται η έκδοση εντάλματος certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης ενδιάμεσης απόφασης του Μόνιμου Κακουργοδικείου Λευκωσίας, ημερομηνίας 7.4.2017, στην ποινική υπόθεση αρ. 17977/2015. Αιτητές είναι μια δημόσια εταιρεία, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, και τρία φυσικά πρόσωπα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αξιωματούχοι της, κατηγορούμενοι 1, 4, 5 και 6, αντίστοιχα, στην πιο πάνω ποινική υπόθεση. Μαζί με άλλα τρία πρόσωπα, αντιμετωπίζουν, είτε σε ομάδες είτε όλοι μαζί, τις πρώτες τέσσερις κατηγορίες επί του κατηγορητηρίου, (οι «κατηγορίες»), για:-
«Χειραγώγηση της αγοράς, κατά παράβαση των άρθρων 19 και 23(3) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005 (116(Ι)/2005) και του άρθρου 4(δ)(iv) της οδηγίας 3/2005, Κ.Δ.Π. 445/2005 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.»
Το πιο πάνω κείμενο αποτελεί την έκθεση αδικήματος, η οποία είναι ίδια σε όλες τις κατηγορίες, όπως αυτή διαμορφώθηκε διά της απάλειψης της φράσεως «ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(2)»[1]. Οι κατηγορίες διαφέρουν μεταξύ τους μόνο ως προς τις λεπτομέρειές τους και, ειδικά, ως προς το χρόνο που φέρεται να διαπράχθηκε το κάθε αδίκημα, μεταξύ της 14.1.2010 και της 25.5.2010. Η χρονική αυτή περίοδος είναι σημαντική, επειδή τότε βρισκόταν ακόμα σε ισχύ η Οδηγία 3/2005 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, «περί Μεθόδων Χειραγώγησης της Αγοράς, Οδηγία του 2005», (Κ.Δ.Π. 445/2005), δημοσιευθείσα στις 16.9.2005, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η οποία, όπως φαίνεται πιο πάνω, αποτελεί μέρος της νομικής βάσης κάθε μιας από τις κατηγορίες.
Ενώπιον του Κακουργοδικείου, οι αιτητές, στο στάδιο κατά το οποίο θα απαντούσαν στις κατηγορίες, δεδομένης της νομικής τους βάσης, υπέβαλαν, διά των συνηγόρων τους, ότι αυτές δεν αποκαλύπτουν αδίκημα γνωστό στο Νόμο, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 12.1 του Συντάγματος[2]∙ προφανώς και του αντίστοιχου, με όμοιο περιεχόμενο, ΄Αρθρου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Συνεπεία και της αντίθετης άποψης της συνηγόρου η οποία εκπροσωπεί το Γενικό Εισαγγελέα για την Κατηγορούσα Αρχή, διεξήχθη ακρόαση. Το αποτέλεσμά της ήταν η ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 7.4.2017, με την οποία το Κακουργοδικείο απέρριψε την προαναφερθείσα υποβολή, για τους διάφορους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.
Καταχωρίστηκε η υπό εξέταση αίτηση, κατόπιν αδείας, η οποία είχε δοθεί στη μονομερή αίτηση αρ. 60/2017. Με αυτήν, οι αιτητές προβάλλουν τη θέση ότι, στην εν λόγω απόφαση του Κακουργοδικείου, υπάρχουν πρόδηλα και πασιφανή νομικά σφάλματα, εφεξής πασίδηλα νομικά σφάλματα, τα οποία εμφαίνονται στο σώμα της, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος certiorari για την ακύρωσή της. Πρόκειται για τη, δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος, διακριτικής φύσεως εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία ασκείται για συγκεκριμένους λόγους και σε εξαιρετικές μόνο περιστάσεις, προς το σκοπό αποφυγής πρόκλησης κατάφωρης αδικίας στο πρόσωπο που την επικαλείται. ΄Ενας τέτοιος λόγος είναι και αυτός που επικαλούνται οι αιτητές, όπως πιο πάνω αναφέρεται. Με δεδομένα τα γεγονότα της υπόθεσης, το νομικό σφάλμα μπορεί να αφορά στον εφαρμοστέο νόμο ή στην ερμηνεία του εφαρμοζόμενου νόμου, (βλ. In re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 23 και R v Preston Appeal Tribunal [1975] 2 All ER 807). Αυτού δε διαπιστωθέντος, η απόφαση μπορεί να ακυρωθεί με ένταλμα certiorari, (βλ. R. v. Northumberland Comp. App. Tribunal [1952] 1 All E.R. 122, In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250 και Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236).
΄Αμεσα σχετικές με την επίκληση του πιο πάνω λόγου και την κρίση, συναφώς, του Δικαστηρίου είναι οι συνέπειες του διαπιστωνομένου νομικού σφάλματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μπορεί, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, αυτό να οδηγεί σε παραβίαση συγκεκριμένης διάταξης του Συντάγματος. Στην υπόθεση Ιωάννου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1341, ο Νικήτας, Δ., παρατηρεί, στη σελίδα 1343: «΄Ενας από τους λόγους που δικαιολογούν ενεργοποίηση της διαδικασίας για έκδοση εντάλματος certiorari είναι η παραβίαση συνταγματικά εμπεδωμένης επιταγής.» Στη συνέχεια δε, προβαίνει και στην εξής, πολύ σημαντική, διαπίστωση: «Θεωρείται ότι δικαστική απόφαση η οποία αντίκειται στον υπέρτατο νόμο της πολιτείας, συνιστά υπέρβαση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που την εξέδωσε ή νόσφιση της εξουσίας του. Η υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας αποτελεί το κατ' εξοχήν πεδίο της διορθωτικής αποστολής του ένδικου αυτού μέσου για τον έλεγχο των πρωτόδικων δικαστηρίων.»
Η παρούσα υπόθεση, δεδομένου του αντικειμένου της, όπως αυτό προδιαγράφεται πιο πάνω, αφορά και σε τέτοια περίπτωση. Κατά την εισήγηση των αιτητών, υπάρχει πασίδηλη λανθασμένη ερμηνεία από το Κακουργοδικείο συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων, η οποία έχει, ήδη, οδηγήσει σε παραβίαση του ΄Αρθρου 12.1 του Συντάγματος, λαμβανομένου υπόψη ότι, με την απάντησή τους στις κατηγορίες, η ποινική διαδικασία έχει αρχίσει. Σημειώνεται ότι ο λόγος που η διαδικασία δεν προχώρησε περαιτέρω είναι επειδή αυτή ανεστάλη, συνεπεία της παρούσας διαδικασίας. Η απόφαση δε του Κακουργοδικείου ημερομηνίας 7.4.2017, της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση, δεν αφορά, όπως θα διαφανεί και στη συνέχεια, άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, ως η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου για το Γενικό Εισαγγελέα. Αντιθέτως, αφορά έκφραση δικαστικής κρίσης σε σχέση με αμιγώς νομικά ζητήματα και, ειδικά, σε σχέση με την ερμηνεία προνοιών συγκεκριμένου νομοθετήματος. Βέβαια, ανεξάρτητα από την πιο πάνω εισήγηση, η οποία είναι απορριπτέα, αμφισβητείται, ειδικά, ότι υπάρχουν, πράγματι, στην απόφαση του Κακουργοδικείου τα νομικά σφάλματα που εισηγούνται οι αιτητές.
Η ποινική υπόθεση αρ. 17977/2015 ακολούθησε την πιο πάνω πορεία, ως αποτέλεσμα της προηγηθείσας ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργοδικείου ημερομηνίας 20.12.2016. Με αυτήν, είχε εγκριθεί, στη βάση της υπόθεσης Γεν. Εισαγγελέας ν. Παπαλαζάρου & άλλοι (1995) 2 Α.Α.Δ. 128, αίτημα των κατηγορουμένων, αιτητών, για έγερση, πριν από την απάντηση στις κατηγορίες, θέματος παραβίασης του ΄Αρθρου 12.1 του Συντάγματος. Αιτία γι' αυτό αποτέλεσαν, όπως αναφέρθηκε, ήδη, οι νομικές πρόνοιες στην έκθεση αδικήματος επί των οποίων ερείδονται οι κατηγορίες, όπως αυτές εμφαίνονται στο κατηγορητήριο.
Το Κακουργοδικείο εξέτασε το πιο πάνω θέμα στη βάση αδιαμφισβήτητων γεγονότων που έθεσαν, κατόπιν αδείας, ενώπιόν του οι αιτητές, οι οποίοι, στηριζόμενοι σε αυτά, εισηγήθηκαν, κατ' αρχάς, ότι η Κ.Δ.Π. 445/2005, κατά το χρόνο στον οποίο αφορούν οι κατηγορίες, ήταν παράνομη και άκυρη εξαρχής, λόγω της ανυπαρξίας, κατά νόμο, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που την είχε εκδώσει. Ως εκ τούτου, είναι ο ισχυρισμός τους ότι το άρθρο 4(δ)(iv) της Οδηγίας 3/2005, Κ.Δ.Π. 445/2005, δεν προσφέρεται ως νομική βάση για τις κατηγορίες. Επιπρόσθετα, όσον αφορά το άρθρο 19 του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005, (Ν. 116(Ι)/2005), (ο «Νόμος»), εισηγήθηκαν πως ούτε και αυτό αποτελεί, από μόνο του, επαρκή νομική βάση για τις κατηγορίες, καθότι δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα. Εν τέλει, το Κακουργοδικείο έκρινε αβάσιμες τις πιο πάνω εισηγήσεις των αιτητών και τις απέρριψε. Τους κάλεσε δε να απαντήσουν στις κατηγορίες, πράγμα το οποίο αυτοί έπραξαν. Στη συνέχεια, οι αιτητές έλαβαν το μέτρο στο οποίο αφορά η παρούσα διαδικασία, κατ' επίκληση της προαναφερθείσας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ουσιώδη νομικά και πραγματικά γεγονότα:
Ο Ν. 116(Ι)/2005 είναι εναρμονιστικός της ομώνυμης Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003, (η «Ευρωπαϊκή Οδηγία»). Διατηρώντας την αυτοτέλειά του, ως ημεδαπός, όπου δη, για σκοπούς ασφάλειας δικαίου, ερμηνεύεται με αναφορά στην Ευρωπαϊκή Οδηγία και σε άλλες συναφείς ευρωπαϊκές νομοθεσίες. Για την «εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεών του», ορίζεται, από το άρθρο 48(1)[3] αυτού, ως αρμόδια, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Πρόκειται για «νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που συνεστήθη και λειτουργεί δυνάμει του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου», (άρθρο 2 του Νόμου). Η αναφορά είναι στο Ν. 64(Ι)/2001[4], σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του οποίου εγκαθιδρύθηκε Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, (η «Επιτροπή»), διοικούμενη από πενταμελές Συμβούλιο, τα μέλη του οποίου διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτή, το 2005, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 22 του Νόμου, την Οδηγία της Κ.Δ.Π. 445/2005.
Στις 12.8.2011, στο πλαίσιο της υπόθεσης αρ. 1589/2009, Aspis Holdings Public Company Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι: «ο διορισμός των μελών της καθ' ης η αίτηση ήταν αντίθετος με τις πρόνοιες του Νόμου», δηλαδή του Ν. 64(Ι)/2001. Εν ολίγοις, κρίθηκε παράνομη η συγκρότηση της Επιτροπής. Η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε∙ αντιθέτως, παρέμεινε σε πλήρη ισχύ. Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 14.9.2011, συμμορφούμενο με αυτή, ανακάλεσε τις αποφάσεις του για το διορισμό των μελών που συναποτελούσαν το Συμβούλιο της Επιτροπής και διόρισε νέα, σε συμμόρφωση, πλέον, και με τις σχετικές πρόνοιες της διαδόχου νομοθεσίας Ν. 73(Ι)/2009.
Η νέα Επιτροπή, σε σύντομο χρόνο μετά, ήτοι στις 3.10.2011, διενεργώντας, αυτοβούλως, διοικητικό έλεγχο, προέβη στην «κατάργηση» όλων των μέχρι τότε εκδοθεισών οδηγιών, αντικαθιστώντας τις με νέες, τις οποίες εξέδωσε προς το σκοπό αυτό. Μεταξύ των καταργηθεισών οδηγιών ήταν και η Οδηγία της Κ.Δ.Π. 445/2005, την οποία αντικατέστησε με την πανομοιότυπου περιεχομένου Οδηγία της Κ.Δ.Π. 406/2011, ημερομηνίας 17.10.2011. Η Επιτροπή, στην Ετήσια ΄Εκθεσή της για το 2011, στην παράγραφο 4.6 του Μέρους Β, αναφέρθηκε στην πιο πάνω δικαστική απόφαση, διαπιστώνοντας τις δυσμενείς συνέπειες που αυτή προκάλεσε στη λειτουργία της και επιβεβαιώνοντας τη λήψη των μέτρων που αναφέρονται πιο πάνω.
΄Αρθρο 19 του Νόμου:
Το Κακουργοδικείο, κατά την εξέταση της θέσης των αιτητών και των επί μέρους πτυχών της για παραβίαση του ΄Αρθρου 12.1 του Συντάγματος, ασχολήθηκε, πρώτα, με το άρθρο 19 του Νόμου και, ειδικά, ως προς το κατά πόσο αυτό αποκαλύπτει, από μόνο του, ποινικό αδίκημα. Η απάντησή του, συναφώς, ήταν καταφατική. Διατύπωσε την απόφασή του επί τούτου, ως εξής: «..., καταλήγουμε πως το άρθρο 19 του Νόμου αποκαλύπτει αδίκημα με την απαιτούμενη σαφήνεια και προβλεπτικότητα σε βαθμό που κρίνεται ότι ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δύναται από μόνο του να αποτελεί τη νομική βάση κατηγορίας για χειραγώγηση της αγοράς.» Την πιο πάνω κατάληξη του Κακουργοδικείου υποστηρίζει η ευπαίδευτη συνήγορος για το Γενικό Εισαγγελέα, ενάντια στην προαναφερθείσα θέση των αιτητών, οι οποίοι, στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης, διά των ευπαιδεύτων συνηγόρων τους, εισηγούνται ότι αυτή αποτελεί πασίδηλο νομικό σφάλμα.
Η θέση, ανωτέρω, των τελευταίων είναι, οπωσδήποτε, ορθή. Η απόφαση του Κακουργοδικείου αναφορικά με την υπό εξέταση πτυχή, πασιφανώς, παραγνωρίζει εντελώς τη δομή και το περιεχόμενο του ιδίου του Μέρους IV του Νόμου, υπό το γενικό τίτλο: «Διατάξεις σχετικά με την Χειραγώγηση της Αγοράς». Ιδιαίτερα, το Κακουργοδικείο φαίνεται να παρέβλεψε ότι είναι μέσα από το συνδυασμό των διαφόρων προνοιών του που, εν τέλει, δημιουργείται, μάλιστα ρητώς, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, το ιδιότυπο ποινικό αδίκημα της «χειραγώγησης της αγοράς» και όχι από την πρόνοια του άρθρου 19, στην οποία δεν υπάρχει καμιά αναφορά για ποινικοποίηση συγκεκριμένων ενεργειών, πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίες να συνιστούν την εν λόγω συμπεριφορά.
Πασιφανώς, η πρόβλεψη, στο άρθρο 19, ότι «Απαγορεύεται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να χειραγωγεί την αγορά» είναι δηλωτικής φύσεως και μόνο, καθιερώνουσα γενικό κανόνα, υπό τύπο απαγόρευσης, στο συγκεκριμένο τομέα. ΄Οπου δε, σε νομοθέτημα, απαντά μια δηλωτικής φύσεως πρόνοια, ακόμα και υπό τη μορφή της απαγόρευσης τέλεσης συγκεκριμένης πράξης, δε δημιουργείται, χωρίς άλλο, ποινικό αδίκημα, (βλ. Sales-Matic, Ltd v. Hinchliffe [1959] 3 All E.R. 401, καθώς, επίσης, την καναδική υπόθεση Blouin v. Longtin et al [1979] 1 S.C.R. 577). Η πιο πάνω διαπίστωση εκπηγάζει από τη μείζονος σημασίας νομική αρχή ότι δεν μπορεί να υπάρχει ποινική ευθύνη, ελλείψει ρητών ή βεβαίων προς τούτο προνοιών, (βλ. Γεν. Εισαγγελέας ν. Παπαλαζάρου & άλλοι, ανωτέρω, και Χριστοδούλου & άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443). Σχετική ως προς το θέμα αυτό είναι η παγιωμένη νομοθετική πρακτική, σύμφωνα με την οποία μια τέτοια απαγόρευση συνοδεύεται, στο ίδιο νομοθέτημα, από άλλη πρόνοια, η οποία καθιστά την απαγορευμένη πράξη, ενέργεια ή συμπεριφορά, ρητώς, ποινικό αδίκημα, η διάπραξη του οποίου επιφέρει και συγκεκριμένες ποινικές κυρώσεις, (βλ. Shistris v. C.T.O. (1983) 2 C.L.R. 72). Η εν λόγω πρακτική ακολουθείται στη σύγχρονη εποχή, όπου ένα νομοθέτημα είναι το αποτέλεσμα επίπονης εργασίας ειδικών εμπειρογνωμόνων, η δε ποινικοποίηση συγκεκριμένης πράξης ή συμπεριφοράς που προβλέπεται σε αυτό συνιστά ρητή έκφραση της βούλησης του νομοθέτη ως προς τούτο.
Στην προκειμένη περίπτωση, στο Μέρος IV του Νόμου, περιλαμβάνεται, ακριβώς, μια τέτοια πρόνοια. Με αυτήν, συγκεκριμένες πράξεις χειραγώγησης της αγοράς, συμπεριφορά η οποία απαγορεύεται, γενικώς, από το άρθρο 19, καθίστανται ρητώς ποινικό αδίκημα. Αυτό συμβαίνει με το άρθρο 23. Στα εδάφια (1) και (2) αυτού, η εν λόγω απαγορευμένη συμπεριφορά καθίσταται, αρχικά, διοικητικό αδίκημα. Ακολούθως, στο εδάφιο (3)(α), προβλέπεται ότι: «Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), παράβαση του Μέρους IV συνιστά ποινικό αδίκημα που σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι δέκα έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατόν χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 100.0000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.»
΄Οπως και το Κακουργοδικείο ορθώς παρατήρησε, το ίδιο το άρθρο 19 δεν αναφέρει ποιες πράξεις δυνατό να αποτελούν χειραγώγηση της αγοράς. Ο νομοθέτης, όμως, δεν άφησε τη γενική απαγόρευση σε αυτό γράμμα κενό. Με το άρθρο 20(1) του Νόμου, έχει προβλέψει, επακριβώς, ποιες πράξεις συνιστούν, κατά γενική, προφανώς, αποδοχή, χειραγώγηση της αγοράς και είναι αυτές τις πράξεις που το άρθρο 23(3) καθιστά ποινικά κολάσιμες. Τοιουτοτρόπως, δεν άφησε να αποφασίζεται το θέμα αυτό, κατά περίπτωση, από το ποινικό δικαστήριο, στη βάση μαρτυρίας, έστω ειδικού εμπειρογνώμονα. Είναι δε αυτό λογικό, όπως εξηγείται πιο κάτω.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία, στο ΄Αρθρο 1, εδάφιο 2, αναγνωρίζει πως: «Οι ορισμοί που αφορούν την χειραγώγηση της αγοράς θα πρέπει να αναπροσαρμόζονται για να συμπεριλαμβάνονται και οι νέοι τρόποι ενεργείας που πρακτικώς αποτελούν χειραγώγηση της αγοράς.» Σε συμμόρφωση με την πιο πάνω πρόνοια, ο Νόμος προβλέπει, συγκεκριμένα, στο άρθρο 20(2), ότι: «Η Επιτροπή, επιπρόσθετα από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, έχει, κατά την απόλυτη της κρίση, την ευχέρεια να αποφασίζει κατά πόσο οποιαδήποτε πράξη συνιστά χειραγώγηση της αγοράς.» Παρέχεται, έτσι, εξουσία στην Επιτροπή να αποφασίζει ποιες άλλες πράξεις, πέραν αυτών που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου, είναι ποινικά επιλήψιμες. Κρίθηκε, βέβαια, επίσης, ορθό όπως η οποιαδήποτε τέτοια απόφασή της έχει τα εχέγγυα της αντικειμενικότητας και υπέχει την ισχύ νόμου.
Προς τον πιο πάνω, λοιπόν, σκοπό, ο Νόμος ορίζει δύο στάδια, υποβοηθητικά στη διάγνωση, από την Επιτροπή, άλλων πράξεων, οι οποίες δυνατό να συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς. Το πρώτο στάδιο είναι αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 21 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο η ίδια: «... με Οδηγία της καθορίζει, εξειδικεύει ή διευκρινίζει τις ενδείξεις και τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη της όταν εξετάζει κατά πόσο υπήρξε χειραγώγηση της αγοράς.» Ακολούθως, αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Νόμου και έχοντας, προφανώς, υπόψη τις ενδείξεις και τα στοιχεία με βάση το άρθρο 21: «... με Οδηγία της καθορίζει, εξειδικεύει ή διευκρινίζει τις μεθόδους τις οποίες θεωρεί ότι συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς.»
Με αυτόν τον τρόπο, το κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο δραστηριοποιείται στη συγκεκριμένη αγορά, είναι σε θέση να γνωρίζει, εκ των προτέρων, αν μια πράξη, την οποία αυτό προτίθεται να τελέσει, ή μια παράλειψή του, δυνατό να συνιστά χειραγώγηση της αγοράς, με αναφορά και σε συγκεκριμένο περιεχόμενο γεγονότων. Είναι δε αυτό επιβεβλημένο, αφού δικαιολογημένα μπορεί να λεχθεί πως είναι πολλά τα αδικήματα της χειραγώγησης της αγοράς και όχι ένα, που, τελικώς, δημιουργούνται συνεπεία της εφαρμογής, από την Επιτροπή και, οπωσδήποτε, όχι από το ποινικό δικαστήριο, των πιο πάνω προνοιών, με διαφορετικό πραγματικό περιεχόμενο το κάθε ένα. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαία, όπως έχει καταδειχθεί ανωτέρω, η δομή του Μέρους IV του Νόμου, προκειμένου να ρυθμίζεται, έτσι, ο συγκεκριμένος τομέας στον οποίο αυτό αφορά. Το Κακουργοδικείο, όμως, παραγνώρισε τη δομή αυτή, με αποτέλεσμα η κατάληξή του ότι το άρθρο 19 δημιουργεί, από μόνο του, ποινικό αδίκημα να διαπιστώνεται ως, πασίδηλα, λανθασμένη.
Κ.Δ.Π. 445/2005 - Στοιχειοθέτηση ή μη ποινικού αδικήματος:
Η μη στοιχειοθέτηση ποινικού αδικήματος στη βάση μόνο του άρθρου 19 φαίνεται, μάλλον, να ήταν, εξαρχής, η αντίληψη και της Κατηγορούσας Αρχής. Για το λόγο αυτό, οι κατηγορίες για τη χειραγώγηση της αγοράς είχαν, ουσιαστικά, βασιστεί στο άρθρο 4(δ)(iv) της Κ.Δ.Π. 445/2005, ενώ, με τη συμπερίληψη στην έκθεση αδικήματος εκάστης των κατηγοριών του άρθρου 20(2) του Νόμου, επιχειρείτο η διασύνδεσή του με τη γενική απαγόρευση του άρθρου 19, προφανώς, ότι αυτό αποτελεί απότοκό της, για οποιοδήποτε αποτέλεσμα μπορούσε να είχε ο τέτοιος συσχετισμός των εν λόγω δύο προνοιών. Τελικά, αφού απαλείφθηκε η αναφορά στο άρθρο 20(2), παρέμεινε ως μέρος της έκθεσης αδικήματος της κάθε μιας από τις κατηγορίες η προαναφερθείσα πρόνοια στην Κ.Δ.Π. 445/2005, μαζί, βέβαια, με τα άρθρα 19 και 23(3) του Νόμου. Η περίπτωση δε στην οποία αυτή αφορά, ήτοι «παράλειψη δημόσιας ανακοίνωσης σημαντικών γεγονότων», αναφέρεται και ως μέρος των λεπτομερειών της κάθε μιας των κατηγοριών, γεγονός ενισχυτικό της άποψης, ανωτέρω, αναφορικά με την προαναφερθείσα αντίληψη της Κατηγορούσας Αρχής..
Η εικόνα που δημιουργείται, την οποία η απόφαση, σχετικά, του Κακουργοδικείου, πασιφανώς, υποστηρίζει, είναι ότι το αδίκημα της κάθε μιας των κατηγοριών εκπηγάζει από δύο ανεξάρτητες και ασύνδετες μεταξύ τους νομικές βάσεις∙ το άρθρο 19 Νόμου και το άρθρο 4(δ)(iv) της Κ.Δ.Π. 445/2005. Το άρθρο 19 παραπέμπει σε γενική απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς, η οποία, όμως, δεν έχει υπόσταση ποινικού αδικήματος, όπως έχει, ήδη, εξηγηθεί. Το δε άρθρο 4(δ)(iv), για την ίδια απαγόρευση, παραπέμπει σε συγκεκριμένη «παράλειψη», η οποία, κατ' ισχυρισμό, συνιστά αυτοτελές ποινικό αδίκημα, εφόσον, ερμηνευτικά, αυτή μπορεί να αποτελεί «παράβαση του Μέρους IV» του Νόμου.
΄Ενα ζήτημα που, ακριβώς, έχει εγερθεί σε σχέση με την τελευταία πιο πάνω πτυχή είναι κατά πόσο η απλή αναφορά στο άρθρο 23(3)(α) ότι: «παράβαση του Μέρους IV συνιστά ποινικό αδίκημα» θέτει το εν λόγω άρθρο, χωρίς άλλο, σε τέτοια «εγγύτητα» προς το άρθρο 4(δ)(iv) της Κ.Δ.Π. 445/2005, ώστε να καθίσταται και η προβλεπόμενη στο τελευταίο άρθρο πράξη χειραγώγησης της αγοράς, διά της παράλειψης δημόσιας ανακοίνωσης σημαντικών γεγονότων, ποινικό αδίκημα. Πάντως, όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, η γενική απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Μέρους IV δεν καθιστά την οποιαδήποτε πράξη χειραγώγησης της αγοράς ποινικό αδίκημα. Αποκτά, έτσι, εν προκειμένω, σημασία το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας ν. Παπαλαζάρου & άλλοι, στις σελίδες 133 έως 134, όπου ο Νικολάου, Δ., παρατηρεί τα εξής:-
«Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση στην αντίκρυση του στοιχείου (ν) θα αντιστρατευόταν την καθιερωμένη αρχή ότι, προκειμένου περί της δημιουργίας ποινικής ευθύνης, οι διατάξεις ερμηνεύονται αυστηρά δίχως δυνατότητα για στήριξη έννοιας με υπονοούμενα και δίχως χώρο για ασάφεια. Η ποινική ευθύνη πρέπει να καθορίζεται ρητά και απερίφραστα από το λεκτικό της διάταξης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από τα συμφραζόμενα.»
Αναφερόταν στη δυνατότητα δημιουργίας ποινικού αδικήματος από το συνδυασμό δύο προνοιών στον ίδιο κανονισμό. Παρέπεμψε δε, προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης, στην υπόθεση Χριστοδούλου & άλλος ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, ενώ σχετική, ως προς τα γεγονότα της, η οποία, ουσιαστικά, υιοθέτησε τα λεχθέντα στο πιο πάνω απόσπασμα, είναι και η υπόθεση Γεωργίου ν. Συμβ. Βελτ. Μαζωτού (1997) 2 Α.Α.Δ. 12.
Στην προκειμένη περίπτωση, η μέθοδος χειραγώγησης της αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 4(δ)(iv) της Κ.Δ.Π. 445/2005 δεν περιλαμβάνεται καν στο Μέρος IV του Νόμου. Αποτελεί προϊόν της άσκησης από την Επιτροπή της εξουσίας της, δυνάμει του άρθρου 22 του Νόμου, να «καθορίζει, εξειδικεύει ή διευκρινίζει τις μεθόδους τις οποίες θεωρεί ότι συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς» και δεν προβλέπεται ποινικοποίησή τους ρητώς ή κατά οποιοδήποτε βέβαιο τρόπο, ειδικά από το άρθρο 23(3). Διαφορετικά τεθέντος, δεν μπορεί να γίνεται λόγος στην τελευταία πρόνοια για «παράβαση» του άρθρου 22 του Μέρους IV και τούτο να έχει την έννοια ότι συνιστά ποινικό αδίκημα κάθε μέθοδος χειραγώγησης της αγοράς, την οποία «καθορίζει, εξειδικεύει ή διευκρινίζει» η Επιτροπή δυνάμει αυτού, χωρίς κάτι τέτοιο να προβλέπεται ρητώς, ή να συνάγεται με την απαιτούμενη βεβαιότητα από το λεκτικό της∙ όπως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος σε αυτή ότι συνιστά ποινικό αδίκημα «παράβαση» του άρθρου 21 του Μέρους IV, αφού αυτό και το άρθρο 22 αφορούν σε καθήκοντα, τα οποία εναποτίθενται στην Επιτροπή και τίποτε πέραν τούτου. Εντούτοις, το Κακουργοδικείο λανθασμένα έκρινε πως η αναφορά και μόνο στο άρθρο 23(3) ότι «παράβαση του Μέρους IV συνιστά ποινικό αδίκημα» καθιστά ποινικά κολάσιμη τη μέθοδο χειραγώγησης της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 4(δ)(iv) της Κ.Δ.Π. 445/2005.
Κ.Δ.Π. 445/2005 - Υπεράσπιση του διοικητικού δικαίου:
Το Κακουργοδικείο, εξετάζοντας την υποβολή των αιτητών ότι οι κατηγορίες δεν αποκαλύπτουν ποινικό αδίκημα γνωστό στο Νόμο, για το λόγο, επιπρόσθετα, ότι η Κ.Δ.Π. 445/2005 ήταν παράνομη και άκυρη εξαρχής, αποφάσισε πως ούτε και η εισήγησή τους αυτή ήταν ορθή. Βασίστηκε, κυρίως, στην υπόθεση Συμβ. Εγγρ. Αρχιτ. & Πολιτ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 3303, διαπιστώνοντας πως αυτή «επιλύει το τεθέν ζήτημα χωρίς δυσκολία». Συμπληρώνει δε, πιο κάτω, λέγοντας: «Ως εκ τούτου, με βάση τη μαρτυρία η οποία προσάχθηκε και τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης όπως αυτά εκτίθενται ανωτέρω, καταλήγουμε πως η κατάργηση της Κ.Δ.Π. 445/05 δεν επηρεάζει τη νομιμότητα και εγκυρότητα της από την ισχύ της μέχρι και την κατάργηση της. Εφόσον σε αυτή περιλαμβάνονται μέθοδοι οι οποίες συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς, η Κ.Δ.Π. 445/05 δύναται να αποτελέσει έγκυρη νομική βάση κατηγορίας για τη διάπραξη του αδικήματος της χειραγώγησης της αγοράς.»
Πασιφανώς, το Κακουργοδικείο βασίστηκε, για την πιο πάνω απόφασή του, στο τεκμήριο της νομιμότητας μιας κανονιστικής διοικητικής πράξης, όπως εξηγείται πιο κάτω, προκειμένου να καταλήξει, ειδικά σε σχέση με την Κ.Δ.Π. 445/2005, ότι η κατάργησή της από την Επιτροπή δεν έχει αναδρομική ισχύ. Είναι η θέση των αιτητών ότι η πιο πάνω κατάληξη του Κακουργοδικείου αποτελεί, επίσης, πασίδηλο νομικό σφάλμα, αφού αυτή παραγνωρίζει τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης και το μαχητό του προαναφερθέντος τεκμηρίου. Μάλιστα, στην ΄Εκθεση, η οποία συνοδεύει την παρούσα αίτηση, οι αιτητές ιεραρχούν, ως πρώτο, το εν λόγω θέμα, όχι, βέβαια, τυχαία, αφού αποδοχή της θέσης τους, ανωτέρω, οδηγεί ουσιαστικά, σε αποδοχή της παρούσας αίτησης και αφήνει τις κατηγορίες έκθετες σε απόρριψη, λόγω απουσίας νομικής βάσης, δεδομένου ότι, για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί, το άρθρο 19, πασιφανώς, δε δημιουργεί, από μόνο του, ποινικό αδίκημα. Η θέση, ανωτέρω, των αιτητών είναι και στην περίπτωση αυτή ορθή.
Μια κανονιστική διοικητική πράξη, (η «κανονιστική πράξη»), όπως το όνομά της, διά της λέξεως «διοικητική», υποδηλοί, είναι προϊόν της δραστηριότητας διοικητικού οργάνου, διατεταγμένου από το νόμο να ενεργεί προς το σκοπό αυτό. Είναι δε κανονιστικού χαρακτήρα, όπως, επίσης, το όνομά της, διά της λέξεως «κανονιστική», υποδηλοί, εφόσον αυτή αφορά «... πράξη η οποία θέτει κανόνες νομοθετικού περιεχομένου γενικούς, και απρόσωπους, που μπορούν να εφαρμοστούν σε περιπτώσεις αόριστες, υπάρχουσες ή μελλοντικές», (άρθρο 2 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999)). Σύμφωνα δε με το άρθρο 61 του ιδίου Νόμου, αυτή αποκτά ισχύ, με τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Εν ολίγοις, μια κανονιστική πράξη, κατά την εφαρμογή της, υπέχει θέση νόμου, αν και, σαφώς, δεν είναι «Νόμος», σύμφωνα με την έννοια του όρου αυτού στο άρθρο 2[5] του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Ως επακόλουθο των πιο πάνω χαρακτηριστικών της, αυτή δεν υπόκειται ευθέως σε έλεγχο από το Διοικητικό Δικαστήριο, (βλ. George S. Papaphilippou and The Republic (Council of Ministers) 1 R.S.C.C. 62 και Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 250).
Μια κανονιστική πράξη δυνατό να ακυρωθεί, ανά πάσα στιγμή, χωρίς, όμως, το γεγονός αυτό να επενεργεί αναδρομικά, προς κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν, στο μεταξύ, δημιουργηθεί προς όφελος των διοικουμένων, (βλ. Συμβ. Εγγρ. Αρχιτ. & Πολιτ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.ά., ανωτέρω). Αυτό συνάδει με τη θέση ότι η κανονιστική πράξη, ενόσω υφίσταται, θεωρείται, κατά τεκμήριο, ότι έχει εκδοθεί κατ' επιταγή των νομικών απαιτήσεων, αναγκαίων για την έγκυρη έκδοσή της. Τούτο προκύπτει ως αποτέλεσμα των προνοιών του άρθρου 43(γ) του Κεφ. 1, δεδομένου του χαρακτηρισμού της από το άρθρο 2 του Κεφ. 1 ως «δημόσιο έγγραφο», αφού παρουσίαση αντιγράφου αυτής «θα είναι εκ πρώτης όψεως μαρτυρία, σε όλα τα Δικαστήρια και για όλους τους σκοπούς οπωσδήποτε, για την κανονική ετοιμασία ή έκδοση ή και έννοια» της.
Πέραν από τα πιο πάνω, τα οποία συμβαίνουν ομαλά στην πορεία της εφαρμογής μιας κανονιστικής πράξης, δυνατό, κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις, να διαπιστωθεί ότι αυτή πάσχει ως προς την τήρηση των προνοιών του εξουσιοδοτήσαντος την έκδοσή της Νόμου ή ως προς την τήρηση του αναγκαίου για την έκδοσή της τύπου. Τότε, εγείρεται θέμα, κυρίως, ως προς την «κανονική ετοιμασία ή έκδοση» της, το δε τεκμήριο νομιμότητας που προβλέπεται στο άρθρο 43(γ) του Κεφ. 1 τίθεται σε αμφιβολία. Ειδικά, επί τούτου, το άρθρο 60(1) του Ν. 158(Ι)1999, προβλέπει, σχετικά, τα εξής:-
«60. - (1) Είναι ανίσχυρη κανονιστική πράξη η οποία εκδόθηκε χωρίς να παρέχεται εξουσία προς αυτό από νόμο ή εξέρχεται των ορίων της εξουσιοδότησης που δόθηκε με νόμο ή αντιβαίνει προς οποιαδήποτε διάταξη του εξουσιοδοτούντος νόμου ή εκδόθηκε χωρίς να τηρηθεί ο αναγκαίος για την έγκυρη έκδοσή της τύπος.»
Ο χαρακτηρισμός κανονιστικής πράξης ως «ανίσχυρης» έχει την έννοια ότι αυτή δεν υπήρξε ποτέ σε ισχύ, ούτε και με τη δημοσίευσή της, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Ν. 158(Ι)/1999. Το νομικό αυτό γεγονός μπορεί να διαπιστωθεί δικαστικώς, στο πλαίσιο παρεμπίπτοντος ελέγχου, διενεργουμένου από δικαστήριο οποιασδήποτε δικαιοδοσίας, (βλ. Nicosia Race Club v. Republic (1984) 3 C.L.R. 791 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Παπαντωνίου (1992) 2 Α.Α.Δ. 403). Επομένως, το προαναφερθέν τεκμήριο νομιμότητας, περιοριζόμενο από τις πιο πάνω πρόνοιες, έχει συγκεκριμένη εφαρμογή, ενώ η κανονιστική πράξη, στην οποία αυτό αφορά, εφόσον έχει, ως ανωτέρω, ελεγχθεί, είναι ακυρωτέα. Η επίδραση δε από την ακύρωσή της είναι ωσάν αυτή να μην υπήρξε ποτέ. Σύμφωνα με το άρθρο 60(1) του Ν. 158(Ι)/1999 είναι ανίσχυρη.
Μια περίπτωση, όπου αυτό μπορεί να συμβεί, είναι όταν διαπιστώνεται πως συγκεκριμένη κανονιστική πράξη είναι ultra vires ως προς τον εξουσιοδοτούντα την έκδοσή της νόμο, πτυχή, στην οποία, βασικά, αφορούν οι τρεις πρώτες περιπτώσεις του άρθρου 60(1) του Ν. 158(Ι)/1999, (βλ. Miltiades Christodoulou and The Republic (Collector of Customs Nicosia) 1 R.S.C.C. 1, Ethnikos v. Κ.Ο.Α. (1984) 3 C.L.R. 1150 και Δημοκρατία ν. Μυρτιώτη κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 39). ΄Ιδιο, όμως, είναι το αποτέλεσμα, όταν, κατά το προαναφερθέν άρθρο, δεν τηρείται ο αναγκαίος για την έγκυρη έκδοση της κανονιστικής πράξης τύπος. Μάλιστα, κατά μια άποψη, εμπίπτει και η κατηγορία αυτή κάτω από το δόγμα του ultra vires. Σύμφωνα με ό,τι λέχθηκε στην υπόθεση Ethnikos v. K.O.A., ανωτέρω, από το Στυλιανίδη, Δ., (όπως ήταν τότε), στη σελίδα 1156: "Subordinate legislation may be ultra vires (a) as to the extent and contents of it, or (b) as to the mode in which it has been made". Σε κάθε περίπτωση, κλασσικό παράδειγμα στον τομέα αυτό αποτελεί η παράλειψη δημοσίευσης της κανονιστικής πράξης, όταν αυτό απαιτείται από τον εξουσιοδοτούντα νόμο∙ η ίδια ουδέποτε αποκτά ισχύ. Συγκεκριμένα, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ploussiou v. Central Bank (1983) 3 C.L.R. 398, από τον Πική, Δ., (όπως ήταν τότε), στη σελίδα 409: "In the absence of publication, the Regulations in question never come into being."
Στο Διοικητικό Δίκαιο, «αναγκαίο τύπο» αποτελεί και η απαίτηση για νόμιμη υπόσταση του εκδίδοντος μια πράξη διοικητικού οργάνου, ειδικά, από την άποψη της συγκρότησής του. ΄Οπως, συγκεκριμένα, παρατηρεί ο Καλλής, Δ., στην υπόθεση A. J. Pericleous (Services) Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 224, στη σελίδα 232: «Απόφαση που λαμβάνεται λόγω μη νόμιμης συγκρότησης του συλλογικού οργάνου είναι ακυρωτέα λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου 'διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως' (Αποφάσεις Στ.Ε. 681/1936 και 1481/56).», (βλ., επίσης, «Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959», σελίδες 266 έως 267). Η απαίτηση αυτή, στη γενική της μορφή, έχει προβλεφθεί στο άρθρο 15 του Ν. 158(Ι)/1999, ειδικά με αναφορά σε διοικητική πράξη, ως εξής: «Βασική προϋπόθεση για να είναι μία διοικητική πράξη έγκυρη είναι η νόμιμη υπόσταση του οργάνου που την εκδίδει».
Η πιο πάνω αρχή, η οποία τύγχανε εφαρμογής και πριν από τη θέσπιση του Ν. 158(Ι)/1999, εφαρμόστηκε στην υπόθεση Ναύτη κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 50. Υπό κρίση στην υπόθεση εκείνην ήταν διοικητική πράξη, η οποία είχε στηριχθεί σε προηγούμενη απόφαση του παράνομα συγκροτημένου Διοικητικού Συμβουλίου του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. ΄Οπως δε εμφαντικά λέχθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στη σελίδα 55:-
«΄Ο,τι συνετελέσθη από το παράνομα συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο ήταν ανύπαρκτο. Η ακυρωτική απόφαση, ως εκ του λόγου της, ανέτρεχε σε κάθε προπαρασκευαστική πράξη που εκπορεύθηκε από αυτό.»
΄Οταν αναφέρεται σε «ακυρωτική απόφαση», εννοεί την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, στην οποία είχε διαπιστωθεί ότι ήταν αντισυνταγματικός ο περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμος του 1988, (Ν. 149/1988), δυνάμει του οποίου το τότε Διοικητικό Συμβούλιο του προαναφερθέντος Ιδρύματος είχε συγκροτηθεί. ΄Οπως δε επισημαίνεται, επιπρόσθετα, από τον Πική, Δ., (όπως ήταν τότε), στην απόφαση εκείνη, στις σελίδες 183 έως 184: «Κατ' επέκταση το διοικητικό συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. που έλαβε την επίδικη απόφαση δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο, και οι αποφάσεις του δεν είχαν δικαιϊκό αντίκρυσμα και ήταν επομένως άκυρες.»
Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος ήταν η ανυπαρξία του ιδίου του διοικητικού οργάνου, λόγω της παράνομης συγκρότησής του. Ο Πικής, Π., στην υπόθεση Σύνδ. Ασφ. Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτρ. Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, στη σελίδα 322, (απόφαση μειοψηφίας[6]), επισημαίνει: «Η κατά νόμο συγκρότηση της αρχής ή του οργάνου αποτελεί προϋπόθεση για τη λειτουργία τους.» Πιο κάτω δε, στη σελίδα 324, τονίζει και το εξής: «Η συγκρότηση του οργάνου έχει να κάμει με την ύπαρξή του, ...». Επί του ιδίου θέματος, στο σύγγραμμα του Ηλία Γ. Κυριακοπούλου, «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Β Γενικόν Μέρος, ΄Εκδοσις Τετάρτη (1961), στις σελίδες 20 έως 21, αναφέρεται: «Απαραίτητος προϋπόθεσις της εννόμου λειτουργίας του συλλογικού οργάνου είναι η νόμιμος αυτού συγκρότησις. ... διά ν' αποκτήση τούτο γένεσιν και μορφήν συλλογικού οργάνου.» Η πιο πάνω διατύπωση από τον Κυριακόπουλο έχει παρατεθεί με επιδοκιμασία στις υποθέσεις Andreas Gavriel v. Republic (Minister of Education) (1967) 3 C.L.R. 638, Ευάγγελος Ηλιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 202/98, 23.3.1999 και Παντελής Πούλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 207/1998, 6.9.1999. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε, επί του προκειμένου, και η απόφαση στη Χριστόδουλου Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 921/2011, 29.11.2013, με την προσθήκη, από το Ναθαναήλ, Δ., ότι: «Αν η συγκρότηση του οργάνου πάσχει εξαρχής τότε το ζήτημα ανάγεται στην ουσία του πράγματος και το διοικητικό όργανο δεν νομιμοποιείται να λειτουργεί ούτως ή άλλως, ...».
Η Επιτροπή, κατά τον προαναφερθέντα ουσιώδη χρόνο, στη βάση αυτών που έχουν αναφερθεί στη νομολογία, ανωτέρω, ουδέποτε έλαβε υπόσταση ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αφού αυτή είχε συγκροτηθεί κατά παράβαση των προνοιών του Ν. 64(Ι)/2001, ο οποίος προέβλεπε για τη δημιουργία της. Συνεπώς, ήταν ανύπαρκτη. Το γεγονός αυτό, εύλογα, θα μπορούσε να διαπιστωθεί από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας μιας διοικητικής πράξης, καθώς, επίσης, από δικαστήριο οποιασδήποτε άλλης δικαιοδοσίας, στο πλαίσιο διενέργειας περεμπίπτοντος ελέγχου. Στην πραγματικότητα, αυτό, ακριβώς, είχε συμβεί, με έλεγχο, ως προς τη νομιμότητα της συγκρότησής της κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο οποίος διενεργήθηκε στην υπόθεση Aspis Holdings Public Company Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ανωτέρω, με συνεπακόλουθο την ακύρωση της εκεί προσβληθείσας διοικητικής πράξης επιβολής στην αιτήτρια διοικητικού προστίμου[7], η οποία, για το λόγο, ανωτέρω, είχε κριθεί παράνομη.
Τηρουμένων των σχετικών διαδικασιών, ανάλογη διοικητική πράξη, ήτοι επιβολής διοικητικού προστίμου, θα μπορούσε να είχε εκδοθεί από την Επιτροπή σε σχέση με τους αιτητές, δυνάμει του άρθρου 23(1) και (2) του Νόμου, ήτοι για παράβαση του άρθρου 4(δ)(iv) της Κ.Δ.Π. 445/2005, όπως είναι, άλλωστε, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός στις κατηγορίες. Είναι βέβαιο πως, και στην περίπτωση αυτή, η συγκεκριμένη διοικητική πράξη θα είχε, για τον ίδιο λόγο, την τύχη που είχε η διοικητική πράξη στην προαναφερθείσα υπόθεση. Θα κρινόταν και τούτη παράνομη και, κατά συνέπεια, άκυρη, λόγω του ανυπόστατου, κατά νόμο, της Επιτροπής, ως εκ της παράνομης συγκρότησής της.
Στην περίπτωση, όμως, των αιτητών, για ευνόητους λόγους, αντί της λήψης του πιο πάνω διοικητικού μέτρου, επιλέγηκε η ποινική διαδικασία. Η εν λόγω επιλογή είναι εφικτή, δυνάμει του άρθρου 23(3) του Νόμου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που έχουν, προηγουμένως, συζητηθεί. Εμπλεκόμενος φορέας στη διεξαγωγή της και επιβολή, ενδεχόμενα, των σχετικών κυρώσεων, δεν είναι, πλέον, η Επιτροπή, αλλά το Κακουργοδικείο. Στο συγκεκριμένο δε διαδικαστικό πλαίσιο, στο οποίο αυτή προωθείται, ο λόγος ακυρότητας, που, στην περίπτωση του διοικητικού προστίμου, θα αναφερόταν στο ανυπόστατο της Επιτροπής που θα το είχε επιβάλει, σαφώς, διαφοροποιείται. Ακριβώς, ο ίδιος λόγος, δηλαδή το ανυπόστατο της Επιτροπής, λαμβάνει τη μορφή υπεράσπισης έναντι συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος, προκειμένου, αυτήν τη φορά, να καταδειχθεί, συγχρόνως, το ανίσχυρο της Κ.Δ.Π. 445/2005, απότοκου της εξουσίας της Επιτροπής η οποία είχε δημιουργήσει το εν λόγω, κατ' ισχυρισμό, αδίκημα. ΄Οπως έχει, προηγουμένως, καταδειχθεί, το ανυπόστατο, εν προκειμένω, της Επιτροπής, λόγω της παράνομης συγκρότησής της, παραπέμπει στη μη τήρηση του αναγκαίου για την έγκυρη έκδοσή της τύπου, κατά το άρθρο 60(1) του Ν. 158(Ι)/1999. Κατά συνέπεια, η Κ.Δ.Π. 445/2005 ήταν ανίσχυρη, λόγω, ακριβώς, παράβασης του ουσιώδους αυτού τύπου, υποκείμενη σε διαπίστωση ότι είναι άκυρη εξαρχής, όπως μπορεί να διαπιστωθεί και για τις λοιπές περιπτώσεις του άρθρου 60(1). Εμφανώς πρόκειται για σύνθετη υπεράσπιση.
Στήριξη για την πιο πάνω κατάληξη παρέχει η απόφαση του Στ.Ε. 1542/1995. Σε αυτή, μετά την παράθεση των γεγονότων, το Στ.Ε. κατέληξε ως εξής:-
«Με τα δεδομένα όμως αυτά, η παραπάνω κανονιστική υπουργική απόφαση αναφέρεται σε θέματα προσωπικού της Α.Τ.Ε. και συνεπώς, εν όψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, έδει να συμπράξει κατά την έκδοσίν της και ο Υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως. Αναρμοδίως, επομένως, η πράξη αυτή εξεδόθη μόνον από τους δύο προαναφερθέντες Υπουργούς, διό και νομίμως ανεκλήθη με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση των ιδίων κατ' επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 1 του ν.δ/τος 170/74, έγκειται δε στην έννοια του θεσμού της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως η εντός πάντως συντόμου κατ' εύλογον κρίσιν χρόνου και για λόγους ασφαλείας δικαίου και αποφυγής ακυροτήτων ανάκλησις κανονιστικής διοικητικής πράξεως, λόγω διαπιστωθείσης αναρμοδιότητος των οργάνων που την εξέδωσαν. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου λοιποί λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ως και η υπό κρίσιν αίτησις εν όλω.»
Αντιθέτως, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, δε θεωρείται ότι είναι δυνατό, κατά νόμο, να προσφέρει στήριξη στη διαφορετική άποψη για μη αναδρομική κατάργηση της Κ.Δ.Π. 445/2005 ο Lex Barbarius Philippus, ο οποίος παραπέμπει στη θεωρία του "de facto" οργάνου∙ ειδικά, όταν η εφαρμογή του θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό ή την κατάργηση δικαιωμάτων των διοικουμένων, (βλ. Θεοδώρου κ.α. ν. ΡΙΚ (1991) 4 Α.Α.Δ. 2056)∙ πόσο μάλλον όταν εκείνα που διακυβεύονται είναι τα συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, μη εξαιρουμένου του δικαιώματος στο ΄Αρθρο 12.1 του Συντάγματος.
Στην αγγλική υπόθεση Boddington v. British Transport Police [1998] 2 All ER 203 (HL), αποφασίστηκε ότι, κατά το Αγγλικό Δίκαιο, στο πλαίσιο του, κατά αναλογία, παρεμπίπτοντος ελέγχου ο οποίος διενεργείται στο Κυπριακό Δίκαιο, μπορεί να εγερθεί, σε ποινική υπόθεση, ως υπεράσπιση, το παράνομο δευτερογενούς νομοθεσίας, (the unlawfulness of subordinate legislation), η παράβαση της οποίας συνιστά το κατ' ισχυρισμό αδίκημα. Σε σχέση με το θέμα αυτό, παρατηρείται, στη σελίδα 208, πως:-
"The question of the extent to which public law defences may be deployed in criminal proceedings requires consideration of fundamental principle concerning the promotion of the rule of law and fairness to defendants to criminal charges in having a reasonable opportunity to defend themselves."
Υπό το φως των ανωτέρω, τίθεται, εν προκειμένω, εύλογα το ερώτημα: Είναι δυνατό η προαναφερθείσα ποινική διαδικασία να αφεθεί να προχωρήσει, καταλήγοντας, ενδεχόμενα, και σε καταδίκη των αιτητών, όταν το ποινικό αδίκημα στο οποίο αφορούν οι κατηγορίες εδράζεται στο άρθρο 4(δ)(iv) της Κ.Δ.Π. 445/2005 (επί της οποίας, όπως έχει προαναφερθεί, δε θα μπορούσε, κατά νόμο, να στηριχθεί η επιβολή διοικητικής ποινής), δεδομένου του ανυπόστατου της Επιτροπής, όπως μπορεί, εύλογα, να διαπιστωθεί, λόγω της παράνομης συγκρότησής της κατά το χρόνο έκδοσής της και, κατά συνέπεια, του παράνομου και άκυρου αυτής εξ αρχής; Ανάλογο ερώτημα με αυτό είχε τεθεί από το Λόρδο Somervell, στην υπόθεση Director of Public Prosecutions v. Head [1958] 1 All E.R. 679 (H.L.), στη σελίδα 687, ως εξής:-
"Is a man to be sent to prison on the basis that an order is a good order when the court knows it would be set aside if proper proceedings were taken?[8]"
Το πιο πάνω ερώτημα, το οποίο απαντήθηκε, τότε, με τη φράση "I doubt it", τέθηκε εκ νέου στην υπόθεση Boddington v. British Transport Police, ανωτέρω. Απαντήθηκε δε, ευθέως, πλέον, από το Λόρδο Irvine LC, στη σελίδα 209, ως εξής:-
"In my judgment the answer to Lord Somervell's question must be No. It would be a fundamental departure from the rule of law if an individual were liable to conviction for contravention of some rule which is itself liable to be set aside by a court as unlawful."
Το ζήτημα το οποίο εγείρεται στην ποινική υπόθεση 17977/2015, η οποία ευρίσκεται ενώπιον του Κακουργοδικείου, είναι, ουσιαστικά, το ίδιο που ηγέρθη και στην προαναφερθείσα αγγλική υπόθεση. Δεν παρέχεται έδαφος διαφοροποίησής της, όχι για άλλο λόγο αλλά, κυρίως, επειδή το δικαιϊκό σύστημα της Κύπρου διαπνέεται από την ίδια θεμελιακή αρχή του κράτους δικαίου, επίκληση της οποίας είχε γίνει στην υπόθεση εκείνη∙ ακόμα δε περισσότερο, επειδή το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς το σκοπό διασφάλισης της υπεροχής της εν λόγω αρχής, όρισε ρητώς, στο ΄Αρθρο 35, όπως, μεταξύ άλλων, «Αι ... δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, ...». Η αναφορά είναι στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, όπου προβλέπονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου, περιλαμβανομένου του προαναφερθέντος δικαιώματος στο ΄Αρθρο 12.1 αυτού. Το Κακουργοδικείο, απέτυχε να διαπιστώσει τα όσα προκύπτουν από τη συζήτηση η οποία έχει προηγηθεί και, δη, το παράνομο και άκυρο, εξαρχής, και, ειδικά, κατά τον ουσιώδη χρόνο, της Κ.Δ.Π. 445/2005, επί της οποίας στηρίζονται οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι αιτητές, συνεπεία του ανυπόστατου του οργάνου που την είχε εκδώσει, ήτοι της Επιτροπής.
Με την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης (αυτή έχει αρχίσει, δεδομένης της απάντησης των αιτητών στις κατηγορίες), σημειώθηκε παραβίαση του προαναφερθέντος θεμελιώδους δικαιώματος. Προς το σκοπό δε παροχής, συναφώς, της αναγκαίας προστασίας του και κατίσχυσης, τοιουτοτρόπως, του κράτους δικαίου, δε χωρεί αναβολή στην απόδοση της προβλεπόμενης, υπό τις περιστάσεις, θεραπείας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την άμεση έκδοση εντάλματος certiorari. ΄Επειτα, ως γνωστό, δε χωρεί έφεση σε σχέση με την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργοδικείου ημερομηνίας 7.4.2017. Οι αιτητές θα έχουν τέτοιο δικαίωμα, με το πέρας της δίκης, σε περίπτωση καταδίκης τους. Στην πραγματικότητα, όμως, το μέτρο αυτό ουδόλως αποτελεί εναλλακτικό ένδικο μέσο αμφισβήτησης της ορθότητας της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργοδικείου και, δη, προς αποκατάσταση της προαναφερθείσας παραβίασης θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος, η οποία έχει συντελεστεί, ευθύς μόλις οι αιτητές απάντησαν στις κατηγορίες. Η παραβίαση δε αυτή θα εξακολουθήσει να υφίσταται, με επίτασή της, εφόσον επιτραπεί να συνεχίσει η ποινική δίκη, η οποία θα διεξάγεται, όπως έχουν τα πράγματα, σε σχέση με άκυρο κατηγορητήριο, δεδομένου ότι οι υπό αναφορά κατηγορίες στερούνται νομικού ερείσματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με την υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας ν. Παπαλαζάρου & άλλοι, η δίκη που θα διεξαχθεί θα είναι άκυρη εξαρχής.
Για τους λόγους, λοιπόν, που έχουν, πιο πάνω, αναφερθεί, η αίτηση επιτυγχάνει, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπολοίπων νομικών σφαλμάτων που, επίσης, αποδίδονται στο Κακουργοδικείο, αφού, εν πολλοίς, αυτά έχουν, ουσιαστικά, καλυφθεί από την εξέταση η οποία έχει προηγηθεί. Επομένως, εκδίδεται ένταλμα certiorari, στο πλαίσιο του οποίου διατάσσεται η ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Μόνιμου Κακουργοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 7.4.2017.
Τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος των αιτητών και εναντίον του καθ' ου η αίτηση, να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] Πριν από την τροποποιητική ενδιάμεση απόφαση του Κακουργοδικείου στην πιο πάνω ποινική υπόθεση, ημερομηνίας 23.2.2017, η έκθεση αδικήματος είχε ως εξής: «Χειραγώγηση της αγοράς, κατά παράβαση των άρθρων 19, ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(2), και 23(3) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005 (116(Ι)/2005) και του άρθρου 4(δ)(iv) της οδηγίας 3/2005, Κ.Δ.Π. 445/2005 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.»
[2] «Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής ...»
[3] «48. (1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι η αρμόδια αρχή υπεύθυνη για να εξασφαλίζει την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών, καθώς και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ...»
[4] Στο μεταξύ, αυτός καταργήθηκε με τον περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο του 2009, (Ν. 73(Ι)/2009).
[5] «'Νόμος' σημαίνει οποιοδήποτε νομοθέτημα της αρμόδιας νομοθετικής εξουσίας της Δημοκρατίας ...»
[6] Ουδόλως αντίκειται προς την απόφαση της πλειοψηφίας στο συγκεκριμένο σημείο.
[7] δυνάμει του περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμου του 2007, (Ν. 41(Ι)/2007).
[8] Εννοούσε κατά τη λήψη ακυρωτικών μέτρων, στο πλαίσιο της ανάλογης αγγλικής αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.