ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Γ.Παπαθεοδώρου, για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-12-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΕΚΜΑ FURNISHINGS LTD, Πολιτική Εφεση Αρ. 273/2012, 19/12/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A471

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 273/2012)

 

19 Δεκεμβρίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Εφεσείων/Εναγόμενος,

και

ΕΚΜΑ FURNISHINGS LTD

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.

_ _ _ _ _ _

 

Ο εφεσείων προσωπικά.

Γ.Παπαθεοδώρου, για την Εφεσίβλητη

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, διάταγμα εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου για εκκένωση και παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής μέρους του ακινήτου το οποίο κατείχε δυνάμει συμφωνίας με την εφεσίβλητη καθώς και απόφαση υπέρ αυτής για το ποσό των €2.050,40 (αντίστοιχο του ποσού μηνιαίου ενοικίου εκ ΛΚ300 Χ 4) ως οφειλόμενα και καθυστερημένα ενοίκια για τους μήνες Ιούνιο έως Σεπτέμβρη του 2007 και για ποσό €512,60 (αντίστοιχο του ποσού των ΛΚ300 μηνιαίως) ως αντιπροσωπεύον ενοίκια ή ενδιάμεσα οφέλη από 1.10.2007 μέχρι παράδοσης της κατοχής.  Επιδικάστηκαν επίσης έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας ενώ η ανταπαίτηση του εφεσείοντα απερρίφθη χωρίς έξοδα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες που η εφεσίβλητη προσκόμισε, δηλαδή το διευθυντή της Μιχάλη Χ΄Κωστή (Μ.Ε.1) και τον Ιάκωβο Κεραμιδά (Μ.Ε.2), ενώ κατέταξε αρνητικά ως μάρτυρα τον ίδιο τον εφεσείοντα/εναγόμενο και τον υπάλληλο του, Παναγιώτη Πτωχόπουλο (Μ.Υ.3).  Οι δύο άλλοι μάρτυρες υπεράσπισης, δηλαδή η Λειτουργός του Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού Ελένη Κουπεπίδου (Μ.Υ.1) και ο υπάλληλος της ΑΗΚ Χρίστος Τζιακούρης (Μ.Υ.2) θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ανεξάρτητοι μάρτυρες και η μαρτυρία τους έγινε αποδεκτή. 

 

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου, παρά το εκτενές του περιεχομένου τους, θα πρέπει να παρατεθούν για σκοπούς ευχερέστερης εξέτασης της έφεσης.

 

Η εφεσίβλητη εταιρεία με βάση γραπτή σύμβαση μίσθωσης γης ημερ. 16.1.92 την οποία σύναψε με το Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας για αρχική περίοδο 30 ετών είναι η νόμιμη εκμισθωτής βιομηχανικού γηπέδου που βρίσκεται στη Βιομηχανική Περιοχή Εργατών.   Επί του εν λόγω γηπέδου η εφεσίβλητη έχει ανεγείρει εργοστασιακούς και αποθηκευτικούς χώρους.

 

Ο εφεσείων ζητούσε χώρο να ενοικιάσει για να μεταφέρει εκεί τα μηχανήματα που είχε και που άνηκαν στην εταιρεία Α. Ιωάννου & Υιός Λτδ.  Ψάχνοντας για χώρο, συναντήθηκε με τον ΜΕ2 στον οποίο γνωστοποίησε την επιθυμία του και ο ΜΕ2 τον έφερε σε επαφή με τον ΜΕ1.

 

Στις 28.11.06 η εφεσίβλητη υπέγραψε σύμβαση με τον εφεσείοντα, με την οποία ενοικίασε σ΄αυτόν μέρος του εργοστασιακού της χώρου για ένα χρόνο με δικαίωμα ανανέωσης. Η ενοικίαση άρχιζε την 1.12.06 και έληγε στις 30.11.07.  Για όλη τη διάρκεια της ετήσιας ενοικίασης είχε συμφωνηθεί ως ενοίκιο το ποσό ΛΚ3.600, δηλαδή ΛΚ300 μηνιαίως. Σύμφωνα με το ενοικιαστήριο έγγραφο ο εφεσείων υποχρεωνόταν να καταβάλλει μηνιαίως, εκτός από το ενοίκιο, τα έξοδα για την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και κοινοχρήστων. Πριν να υπογραφεί η συμφωνία ο εφεσείων επιθεώρησε τον χώρο και τον βρήκε της αρεσκείας του και κατάλληλο για το σκοπό που ήθελε.  Eπιθεώρησε επίσης τον τρόπο λειτουργίας των μετρητών της ΑΗΚ, συμφωνώντας με τον τρόπο κατανομής του κοινού λογαριασμού.

 

Στις 28.11.06 ο εφεσείων πλήρωσε το ποσό των ΛΚ600 ως προκαταβολή δύο ενοικίων και αργότερα πλήρωσε τα ενοίκια Δεκεμβρίου 2006, Ιανουαρίου 2007 και Φεβρουαρίου 2007 με σχετικές αποδείξεις στο όνομα του. Το ενοίκιο επίσης καταβλήθηκε και για τους τρεις επόμενους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του 2007 αλλά για τους μήνες αυτούς οι αποδείξεις που εκδόθηκαν από την εφεσίβλητη ήταν στο όνομα Δ. Ιωάννου & Υιός (Έπιπλα) Λτδ.  Ωστόσο κανένα ποσό υπό μορφή ενοικίου ή άλλως δεν έχει πληρωθεί από τον εφεσείοντα ή την υπό αναφορά εταιρεία στην εφεσίβλητη μετά τον Μάιο του 2007.

 

Στη συνέχεια ο εφεσείων με επιστολές του ημερ. 30.5.07 και 8.6.08 ανέφερε στην εφεσίβλητη διάφορους ισχυρισμούς που αφορούν διάφορα πρoβλήματα που παρουσίαζε το ακίνητο και συγκεκριμένα πλημμύρισμα βόθρων, μπάσιμο νερών από τη στέγη και αδυναμία πρόσβασης στο δωμάτιο που βρίσκονταν οι μετρητές της ΑΗΚ. Τίθεται και ο ισχυρισμός του ότι παράνομα έχει μειωθεί το ηλεκτρικό φορτίο από 63 αμπέρ σε 32.  Τους ισχυρισμούς αυτούς αρνήθηκε η εφεσίβλητη με επιστολή και καλώντας τον εφεσείοντα να εξοφλήσει τα καθυστερημένα ενοίκια και λογαριασμούς που αφορούν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, τελικά τερμάτισε τη σύμβαση ενοικίασης.  Μέχρι σήμερα διάφορα μηχανήματα και/ή εξαρτήματα και/ή εμπορεύματα που ανήκουν στον εφεσείοντα βρίσκονται στο ακίνητο της εφεσίβλητης η οποία δεν έχει ελεύθερη την κατοχή του ακίνητου και ούτε της έχει πληρωθεί οποιοδήποτε ποσό υπό μορφή ενοικίου ή άλλως πως μετά τον Μάιο του 2007.

 

Είναι σημαντικά και τα κάτωθι από τα ευρήματα του Δικαστηρίου:

Δυο μήνες μετά την υπογραφή της ενοικίασης, η εφεσίβλητη είχε υποβάλει αίτηση στις 25.1.07 στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας με την οποία ζητούσε έγκριση να υπενοικιάσει μέρος των υποστατικών της στην Βιομηχανική Περιοχή Εργατών σε τρία πρόσωπα μεταξύ των οποίων και στον εφεσείοντα.  Το Υπουργείο ζήτησε μελέτη βιωσιμότητας και συμπλήρωση εντύπου αίτησης για παραχώρηση χώρου σε βιομηχανική περιοχή από τον εφεσείοντα για να μπορέσει να εξετάσει την αίτηση. Τα έγγραφα αυτά ουδέποτε υποβλήθηκαν από τον εφεσείοντα.  Επίσης το Υπουργείο είχε ζητήσει από την εφεσίβλητη να υποβάλει αρχιτεκτονικά σχέδια για επεκτάσεις που είχε πραγματοποιήσει στο ακίνητο χωρίς την προηγούμενη έγκριση για να εξεταστεί το ενδεχόμενο παραχώρησης καλυπτικής άδειας οικοδομής διαφορετικά την προειδοποιούσαν με λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον της για παράνομα υποστατικά.  Η εφεσίβλητη υπέβαλε τροποποιημένα αρχιτεκτονικά σχέδια για τις προεκτάσεις των κτιρίων τον Φεβρουάριο του 2011.

 

Είναι εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επίσης ότι ουδέποτε δόθηκε στην εφεσίβλητη, από το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας άδεια ή έγκριση για την υπενοικίαση του ακινήτου στον εφεσείοντα καθότι ο ίδιος ουδέποτε συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας, δηλαδή να υποβάλει μελέτη βιωσιμότητας και ουδέποτε συμπλήρωσε τα έντυπα για την παροχή άδειας για να μισθώσει Βιομηχανικό Τεμάχιο. 

 

Διάφορα νομικά σημεία ή προδικαστικές ενστάσεις που είχε εγείρει πρωτοδίκως η πλευρά του εφεσείοντα απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Ο εφεσείων, ως έχων το βάρος, όπως προκύπτει από τη νομολογία, θα πρέπει να πείσει το Εφετείο ότι η πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη.  Το εφετήριο του περιέχει 25 λόγους έφεσης.  Σίγουρα δε, τόσο το εφετήριο όσο και το περίγραμμα του χαρακτηρίζονται από ασάφεια, γενικότητες και πλατειασμό και το έργο μας ήταν δύσκολο στην προσπάθεια εξέτασης των λόγων έφεσης.  Προκύπτει ωστόσο πως η λογική που διατρέχει όλο το εφετήριο είναι η κατ΄ισχυρισμόν λανθασμένη αξιολόγηση που συντελέστηκε πρωτοδίκως, όσον αφορά τη θετική αξιολόγηση των Μ.Ε.1 και 2 και την αρνητική του ιδίου του εφεσείοντα και του Μ.Υ.3.  Προσθέτως προσβάλλεται και η θετική κατάταξη της μαρτυρίας της Μ.Υ.1 Κουπεπίδου και εμμέσως του Μ.Υ.2 Τζιακούρη.

 

Στο σύστημα δικαίου που ισχύει στην Κύπρο το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ο βασικός κριτής αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Υπάρχουν βέβαια περιθώρια επέμβασης του Εφετείου, ως έχουν καθοριστεί από τη νομολογία.  Στην υπόθεση Καλομοίρα Σάββα Σολωμού ν. Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises ltd, (1998)1 ΑΑΔ 300, τίθενται τα πλαίσια μέσα στα οποία θα πρέπει να ενεργεί το Εφετείο, ως εξής:

«Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου v. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8784/19.5.94, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).

Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.

Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208)».

Αν προσεχθεί το εφετήριο και το περίγραμμα του εφεσείοντα συνάγεται ότι για αντίστοιχες θέσεις που εξέφρασαν οι μάρτυρες διατυπώνονται ισάριθμοι λόγοι έφεσης.  Ωστόσο αυτός ο κατατεμαχισμός της μαρτυρίας δεν είναι ούτε ορθός ούτε προσφέρεται για επιμέρους ανάλυση.  Το κυρίαρχο με βάση ακριβώς τη νομολογία είναι να κριθεί εάν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εφόσον δεν θα γίνει, στο παρόν στάδιο, επαναξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά απλώς θα εξεταστεί εάν υπάρχουν πλημμέλειες τέτοιες που να επιτρέπουν ακριβώς επέμβαση του Εφετείου, σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές.

 

Με   όσο δυνατή ευρύτητα και να εξετάσαμε τις κατ΄ισχυρισμόν πλημμέλειες του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εντοπίσαμε ο,τιδήποτε που να μπορεί - έστω κατ΄ελάχιστον - να δώσει περιθώριο επέμβασης μας.  Οι μάρτυρες αξιολογήθηκαν με πλήρη αιτιολογία και σε συσχετισμό με τα επίδικα θέματα.  Η δε θετική κατάταξη των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 έχει συναρτηθεί με τις πλήρεις εξηγήσεις που αυτοί έδωσαν σε σχέση με τις συνθήκες ενοικίασης και τις παραστάσεις που έγιναν από τον εφεσείοντα για το θέμα.  Υποδείχθηκε δε ότι η μαρτυρία - ειδικά του Μ.Ε.1 - εναρμονιζόταν με τη μαρτυρία της Μ.Υ.1 Κουπεπίδου, η οποία εκρίθη ανεξάρτητη μάρτυρας.  Συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η καλή εντύπωση που δημιουργήθηκε από τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 στηριζόταν και στο γεγονός ότι δεν δίστασε να απαντήσει σε ερωτήσεις που ενδεχομένως να θεωρείτο ότι θα έβλαπταν την υπόθεση του.  Όπως για παράδειγμα το θέμα των αδειών οικοδομής και της έγκρισης για υπενοικίαση.  Θετικά έκρινε το Δικαστήριο και τον Μ.Ε.2 και πάλι με την επισήμανση της αφοσίωσης του να αποδώσει τα πράγματα όπως τα γνώριζε, αυστηρά, χωρίς να υπεισέρχεται σε οτιδήποτε που δεν γνώριζε. Ακριβώς υποδεικνύεται ότι η μαρτυρία του περιοριζόταν στο σκοπό της ενοικίασης του ακινήτου από τον εφεσείοντα και της επίκλησης επείγουσας κατάστασης απ΄αυτόν για να τον επιτύχει. 

 

Με την ίδια λεπτομέρεια το Δικαστήριο αιτιολόγησε γιατί δεν αποδέχθηκε τον εφεσείοντα ως θετικό μάρτυρα.   Οι δε παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του ήταν ιδιαίτερα έντονες αφού εκρίθη ότι απαντούσε εντέχνως «για να φέρει τα θέματα εκεί που ο ίδιος ήθελε», τονίζοντας ότι του ενοικίασαν παράνομα υποστατικό και δεν ανταποκρίθηκαν σε καμία από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.  Παρατηρεί ταυτόχρονα το Δικαστήριο ότι οι ισχυρισμοί του παρέμειναν μετέωροι και το μόνο που καταδείχθηκε ήταν ότι η πρόσβαση του στο δωμάτιο των μετρητών της ΑΗΚ έγινε μετά από παρέμβαση λειτουργού της ΑΗΚ που εξέτασε παράπονο του ιδίου.  Αιτιολόγησε επίσης το Δικαστήριο ότι η κατ΄ισχυρισμόν αδυναμία του να προχωρήσει και να εκτελέσει εργασίες της εταιρείας του «λόγω του ανεπαρκούς φορτίου του ηλεκτρισμού» δεν ενισχύθηκαν ούτε καν από τον υπάλληλο του, Μ.Υ.3.  Προχωρεί δε το Δικαστήριο να αναφερθεί σε κάθε μια από τις θέσεις του και να τις απορρίψει με λιτή αλλά συμπυκνωμένη αιτιολογία.  Σαφώς δε γίνεται ανάλυση της μαρτυρίας του Μ.Υ.3 ο οποίος, παρά την εκδηλούμενη πρόθεση του να βοηθήσει τον εργοδότη του, δεν πρόσφερε σ΄αυτόν την επιδιωκόμενη στήριξη αφού όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο «εντελώς επιδερμικά αναφέρθηκε σε κάποια προβλήματα παροχής ηλεκτρισμού και ότι αναγκάστηκαν να ζητήσουν ηλεκτρισμό από άλλο εργοστάσιο όπως και κάποια προβλήματα με τους βόθρους». Ωστόσο, όταν ρωτήθηκε, κατά την αντεξέταση, να δώσει περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες, βρισκόταν σε αδυναμία να το πράξει, ομολογώντας εν τέλει άγνοια σε σχέση με τις διαφορές των διαδίκων.

 

Σε σχέση με την Μ.Υ.1 Κουπεπίδου που ο ίδιος ο εφεσείων κλήτευσε, παρατηρείται το παράδοξο «να πλήττει» την αποδοχή της αξιοπιστίας της σε επιμέρους σημεία τα οποία θεώρησε «ως εχθρικά της εκδοχής του».  Δεν χρειάζεται να υποδείξουμε το κατ΄αρχήν εσφαλμένο της ενέργειας του εφεσείοντα να αμφισβητήσει άνευ ετέρου το δικό του μάρτυρα.  Εν πάση περιπτώσει η Μ.Υ.1 κατέθεσε σχεδόν επί αντικειμενικών δεδομένων και αδιαμφισβήτητων εγγράφων.  Ορθά δε έγινε αποδεχτή από το Δικαστήριο.  Το ίδιο ισχύει και για τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 Τζιακούρη της ΑΗΚ, τον οποίο ομοίως το Δικαστήριο αποδέχθηκε και ο εφεσείων αμφισβητεί. 

 

Πέραν από την αξιολόγηση της μαρτυρίας την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε με ορθό και υποδειγματικό τρόπο και η ενασχόληση του με τη νομική πτυχή δεν παρουσιάζει οποιονδήποτε λάθος. 

 

Παραπονείται βεβαίως ο εφεσείων ότι δεν καταδείχθηκε η ιδιοκτησία της εφεσίβλητης για το επίδικο ακίνητο, οπότε το ενοικιαστήριο ήταν επί ανύπαρκτου δικαιώματος της εφεσίβλητης εταιρείας.  Σχετική είναι και η θέση του για παρανομία της συμφωνίας λόγω κυρίως της μη έγκρισης της ενοικίασης από τις αρμόδιες αρχές και άλλες παρεμφερείς θέσεις. 

 

Σίγουρα, η επίδικη ενοικίαση αφορούσε κρατική περιουσία και η εφεσίβλητη εταιρεία δεν ήταν ιδιοκτήτρια.  Όμως, ήταν δικαιούχος και στα πλαίσια που καθορίζονταν συμβατικά, είχε δικαίωμα υπενοικίασης.  Σύμφωνα δε με τα πιο πάνω ευρήματα είχε ενεργοποιήσει τη σχετική διαδικασία προς το σκοπό λήψης της έγκρισης.  Η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε από υπαιτιότητα  του εφεσείοντα.  Όπως ορθά τίθεται πρωτοδίκως δεν πρόκειται για παρανομία της επίδικης σύμβασης μεταξύ των διαδίκων.  Και αυτό κατ΄επίκληση των άρθρων 23 και 24 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149.  Να σημειώσουμε ότι το άρθρο 23 προνοεί ότι παράνομη είναι η σύμβαση που η αντιπαροχή ή ο σκοπός της δεν είναι νόμιμος γιατί είτε είναι απαγορευμένος από οποιονδήποτε νόμο είτε συνιστά απάτη, είτε επιφέρει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου, ή αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημοσία τάξη.  Το δε άρθρο 24 προνοεί ότι τέτοια συμφωνία είναι παράνομη και άκυρη εξ υπαρχής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρεται στα σχετικά άρθρα, καταλήγει στα εξής: 

Στην παρούσα περίπτωση είναι η θέση μου ότι η σύμβαση ενοικίασης μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένου δεν είναι παράνομη, εφόσον ούτε ο σκοπός για τον οποίο είχε γίνει απαγορεύεται από οποιοδήποτε νόμο ούτε η αντιπαροχή που δόθηκε είναι παράνομη ούτε συνιστά απάτη ούτε έχει επιφέρει οποιαδήποτε βλάβη είτε στο πρόσωπο είτε την περιουσία του Εναγομένου. Το γεγονός ότι δεν δόθηκε η άδεια του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας για την υπενοικίαση θα μπορούσε να φέρει ακυρότητα στη σύμβαση αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε η σύμβαση αυτή να κηρυχτεί ως παράνομη. Σχετική καθοδήγηση αντλώ για το συμπέρασμα μου αυτό από την απόφαση A & C Antoniou Resort Ltd v. Eleonora Hotel Apartments Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 1321.

 

Είναι η θέση μου ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου για να θεωρήσει το Δικαστήριο ότι θα πρέπει η Ενάγουσα να επιστρέψει όλα τα χρήματα που έχει πληρώσει ο Εναγόμενος υπό μορφή ενοικίου και/ή να τον αποζημιώσει καθ' οιονδήποτε τρόπο για τα ενοίκια που έχει καταβάλει, καθότι θεωρώ ότι η παρούσα σύμβαση η οποία αφορά σύμβαση ενοικίασης, έστω και αν θεωρηθεί άκυρη ως ανωτέρω αναφέρεται, σύμφωνα με τη νομολογία η οποία καθορίζει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η ενοικίαση καθίσταται ενοικίαση από έτος εις έτος ή από μήνα σε μήνα ανάλογα με το αν με βάση το συμβόλαιο το ενοίκιο είναι πληρωτέο ετήσια ή κατά μήνα στις περιπτώσεις όπου ο ενοικιαστής λαμβάνει κατοχή του ακινήτου και πληρώνει το συμφωνηθέν ενοίκιο με βάση το άκυρο ενοικιαστήριο έγγραφο έχει καταστεί έχει σύμβαση ενοικίασης από μήνα σε μήνα. Σχετική είναι η υπόθεση Nicos Christou Developments Ltd v. Παναγιώτη Τοφινή (1998) 1 ΑΑΔ 1990 και το Σύγγραμμα Woodfall's Law of Landlord and Teanant 27η έκδοση Τόμος 1 παρ.446 και 663.

 

 

Kαι παρακάτω στις σελ.24 και 25 αναφέρονται τα κάτωθι:

 

Στην παρούσα περίπτωση με βάση το ενοικιαστήριο συμβόλαιο μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένου, Τεκμήριο 2, το ενοίκιο έχει καθοριστεί στις ΛΚ3600 για ολόκληρο το χρόνο που θα διαρκούσε η ενοικίαση πληρωτέο δια μηνιαίων δόσεων εκ ΛΚ300 μηνιαίως προπληρωτέο την πρώτη μέρα εκάστου μηνός αρχής γενομένης από την 1.12.06. Από το Τεκμήριο 11 προκύπτει ότι ο Εναγόμενος από τις 8.12.06 και για το αμέσως επόμενο διάστημα των 6 μηνών πλήρωνε ανελλιπώς το μηνιαίο ενοίκιο που είχε συμφωνηθεί. Έτσι αποτελεί εύρημα μου ότι το υπό εξέταση άκυρο συμβόλαιο, Τεκμήριο 2, αφού προνοούσε για πληρωμή μηνιαίου ενοικίου, κατέστησε τη σύμβαση μίσθωσης σύμβαση από μήνα σε μήνα. Για να θεωρηθεί η ενοικίαση ως λήξασα θα πρέπει να έχει λήξη η περίοδος ενοικίασης που αναφέρεται στο άκυρο ενοικιαστήριο έγγραφο ή να έχει δοθεί νόμιμη ειδοποίηση τερματισμού. Αποτελεί αναντίλεκτο ουσιαστικά γεγονός ότι η Ενάγουσα με επιστολή της ημερ. 24.7.07, Τεκμήριο 3, προέβηκε στον τερματισμό της εν λόγω συμφωνίας και κάλεσε τον Εναγόμενο να παραδώσει σε αυτή κενή την κατοχή του υποστατικού.

 

 

Δεν έχει διασαλευθεί η δυναμική των πιο πάνω συμπερασμάτων και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ανατροπή τους.

 

΄Αλλα επιμέρους θέματα που εγείρει δια των λόγων έφεσης ο εφεσείων (π.χ. για το ηλεκτρικό ρεύμα, τη μείωση του ρεύματος, τη συνεργασία της εφεσίβλητης με το Υπουργείο, το θέμα εκμίσθωσης σε άλλη εταιρεία, τις ζημιές του και άλλα) έχουν κριθεί δια της επικυρώσεως του έργου της πρωτόδικης αξιολόγησης και δεν μπορούν να επανεξεταστούν εκτός του πλαισίου της αξιοπιστίας. 

 

Πριν τη διατύπωση της τελικής μας κρίσης πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με το θέμα που είχε εγερθεί ενώπιον μας για τις προθεσμίες των περιγραμμάτων.  Η έφεση εκρίθη στην ουσία της με βάση τις θέσεις του εφεσείοντα και αφού θεωρήθηκε ότι ο τελευταίος δεν απέσεισε το σχετικό βάρος, το θέμα τελειώνει εδώ.

 

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2,000 πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης.

 

                                                                   ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                                   ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                                   Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο