ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μακρίδης Έκτορας (2014) 1 ΑΑΔ 756, ECLI:CY:AD:2014:A238
Edrinotio Ltd και ’λλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 1461, ECLI:CY:AD:2015:D477
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:D398
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 99/2017
8 Νοεμβρίου, 2017
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964), ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
- και -
αναφορικα με τα αρθρα 15, 16, 25, 26, 28 και 35 του συνταγματοσ, με τον περι της κυρωσεωσ της συμφωνιασ μεταξυ της ελληνικησ δημοκρατιασ και της κυβερνησησ της δημοκρατιασ της κυπρου (παιγνιδια που διεξαγονται από τον οπαπ α.ε.) νομο του 2003 ν. 34(ΙΙΙ)/2003, τα ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 8 της ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ,
- και -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ στις 14/06/2017, ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΩΝΤΑς τους ΑΝΑΚΡΙΤΕΣ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΑ ΠΡΟΒΟΥΝ ΣΕ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ
- και -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ της ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
---------------------------
Χριστάκης Χριστοφίδης για Λ. Παπαφιλίππου & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, Ηλίας Στεφάνου και Πέτρος Σταύρου, για τους Αιτητές.
(Την υπόθεση χειρίστηκε ο κ. Ηλίας Στεφάνου)
Ζαχαρίας Λ. Συμεού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Οι αιτητές, ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, (στους οποίους θα αναφέρομαι και ως «ΟΠΑΠ») είναι κυπριακή εταιρεία η οποία συστάθηκε με σκοπό την οργάνωση, λειτουργία, διεξαγωγή και διαχείριση των παιχνιδιών της ΟΠΑΠ Α.Ε. στην Κύπρο, στη βάση συμφωνίας η οποία συνήφθη μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Κύπρου (παιγνίδια που διεξάγονται από τον ΟΠΑΠ Α.Ε.) και κυρώθηκε με το Νόμο 34(ΙΙΙ)/2003 (στο εξής «η Διακρατική Συμφωνία»).
Μετά την παραχώρηση σχετικής άδειας από το Δικαστήριο, οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση, με την οποία αιτούνται την έκδοση εντάλματος της φύσης certiorari προς ακύρωση του εντάλματος έρευνας το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 14.6.2017 στη βάση ένορκης δήλωσης του Υπαστυνόμου Χριστάκη Χριστοδούλου του Γραφείου Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος Αρχηγείου Αστυνομίας (στο εξής «ο ανακριτής»).
Με το εν λόγω ένταλμα εξουσιοδοτείτο η αστυνομική έρευνα των γραφείων των αιτητών στη Λευκωσία στη βάση ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι εκεί βρίσκονταν συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία περιγράφονται στο ένταλμα (με αρ. 1α μέχρι 1ε, 2α μέχρι 2στ και 3α μέχρι 3ζ), καθώς και «οποιαδήποτε άλλα έγγραφα σε ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή τα οποία έχουν σχέση με τα τρία (3) πιο πάνω θέματα» - στα «θέματα» αυτά αναφέρομαι κατωτέρω - περιλαμβανομένου και του Γενικού Καθολικού για τα έτη 2015 και 2016. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του εντάλματος έρευνας, τα έγγραφα αυτά «θα παράσχουν απόδειξη» για τη διάπραξη των αδικημάτων της συνωμοσίας για καταδολίευση, της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της πλαστογραφίας, της κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και της δόλιας ιδιοποίησης ή τήρησης ψευδών λογαριασμών, «αδικήματα που διαπράχθηκαν στη Λευκωσία κατά τη χρονική περίοδο 1/01/2015 μέχρι 31/12/2016» από τους αιτητές σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι η θέση των αιτητών ότι με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και, κυρίως, το περιεχόμενο της Διακρατικής Συμφωνίας, «δεν δικαιολογείτο και δεν ήταν αναγκαία και επιθυμητή η έκδοση του εντάλματος έρευνας». Ισχυρίζονται συναφώς ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, εκδίδοντας το υπό αναφορά ένταλμα έρευνας, ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία ή καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας, η απόφαση του Δικαστηρίου είναι το αποτέλεσμα πλάνης πρόδηλης στο πρακτικό, υπήρξε παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων, καθώς και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας καθότι επιζητείτο η έκδοση του εντάλματος έρευνας για σκοπό άλλο από αυτόν που νομοθετικά και νομολογιακά επιτρέπεται να εκδίδεται.
Αντικρούοντας τις παραπάνω θέσεις των αιτητών, οι καθ' ων η αίτηση εμμένουν στο νομότυπο της έκδοσης του εντάλματος έρευνας, αφού, εισηγούνται, συνέτρεχαν όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την έκδοση του, με βάση τα γεγονότα που εκτέθηκαν στην ένορκη δήλωση του ανακριτή η οποία υποστήριζε το αίτημα τους (στο εξής «ο όρκος»).
Τις πιο πάνω θέσεις υποστήριξαν οι συνήγοροι των διαδίκων με τις εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις τους. Κατά τη συζήτηση δε της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου, ο κ. Στεφάνου προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των θέσεων των αιτητών.
Ο όρκος αναφέρεται σε καταγγελία που έγινε στις 20.3.2017 στο Γραφείο Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος της Αστυνομίας, από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για «πράξεις ή παραλήψεις (sic), ενέργειες, στον ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, τα οποία χρήζουν διερεύνησης, για τυχόν παράβαση της Νομοθεσίας και διάπραξη ποινικών αδικημάτων», σε σχέση με τρία συγκεκριμένα θέματα. Το πρώτο αφορούσε πληρωμή ύψους 35.700 σε συγκεκριμένη δικηγόρο για παροχή δικηγορικών υπηρεσιών προς τους αιτητές για το έτος 2015. Το ποσό αυτό περιλαμβάνεται, σύμφωνα με καταθέσεις που λήφθηκαν, στις οικονομικές καταστάσεις των αιτητών για το έτος που έληξε την 31.12.2015, οι οποίες υποβάλλονται στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας (στο εξής «το Γενικό Λογιστήριο»), στο έξοδο «Legal and Professional fees» και φαίνεται στην ανάλυση των λειτουργικών εξόδων. «Για τις ίδιες υπηρεσίες» προς τους αιτητές, η συγκεκριμένη δικηγόρος εισέπραξε το 2016 επιταγή για το ποσό των 29.750. Ο διευθύνων σύμβουλος των αιτητών, κ. Αλετράρης, στις 17.11.2016 ανέφερε, ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής, ότι ο ΟΠΑΠ δεν συνεργάζεται με οποιοδήποτε δικηγορικό γραφείο στην Κύπρο, ούτε προέβη σε απευθείας πληρωμή στην εν λόγω δικηγόρο, δήλωση την οποία διέψευσε αργότερα μιλώντας σε λειτουργό του Γενικού Λογιστηρίου κατά τον έλεγχο που διενήργησε στα γραφεία των αιτητών στη Λευκωσία, λέγοντας ότι στη Βουλή έκανε λάθος. Κατά τον εν λόγω έλεγχο, που έγινε στις 16-19.1.2017 οι αιτητές αρνήθηκαν να δώσουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και διευκρινίσεις για τις πληρωμές αυτές προς τη δικηγόρο και να επιτρέψουν πρόσβαση στο λογιστικό τους σύστημα. Επίσης, όταν τους ζητήθηκε να δώσουν στοιχεία και υποστηρικτικά έγγραφα αναφορικά με τα νομικά και επαγγελματικά έξοδα (Legal and Professional Fees) τα οποία, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις, κατά το έτος 2015 ανήλθαν στο ποσό των 363.239, ενώ το 2014 ανέρχονταν στο ποσό των 57.526, ο κ. Αλετράρης ανέφερε ότι αυτά αφορούσαν νομοτεχνικά έξοδα τα οποία πληρώθηκαν σε συμβούλους για ενημέρωση της εταιρείας για το νομοσχέδιο που είχε ετοιμάσει το Υπουργείο Οικονομικών για τον ΟΠΑΠ, αρνήθηκε όμως να δώσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και διευκρινίσεις και δεν επέτρεψε την πρόσβαση στο λογιστικό σύστημα του ΟΠΑΠ, με αποτέλεσμα το Γενικό Λογιστήριο να μην μπορεί να «επιβεβαιώσει τη νομιμότητα» της αναφερόμενης αύξησης.
Το δεύτερο θέμα αφορούσε ποσό ύψους 238.000, το οποίο φαίνεται στην ανάλυση των λειτουργικών εξόδων στις οικονομικές καταστάσεις των αιτητών για το έτος που έληξε στις 31.12.2015 και, βάσει καταθέσεων που λήφθηκαν, αφορά πληρωμή στους εξωτερικούς ελεγκτές του ΟΠΑΠ για την παροχή υπηρεσιών κατά το έτος 2015. Σύμφωνα με τον όρκο, ο κ. Αλετράρης στις 17.11.2016 προέβη σε δήλωση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής, ότι πληρώθηκε στους συγκεκριμένους λογιστές το ποσό των 119.000 βάσει τιμολογίου ημερομηνίας 21.12.2015. Το γεγονός δε ότι το τιμολόγιο εκδόθηκε κατά την ίδια ημερομηνία που οι εν λόγω λογιστές υπέγραψαν engagement letter (επιστολή δέσμευσης) με τον ΟΠΑΠ, για την παροχή υπηρεσιών, δημιουργεί εύλογες υποψίες για το γνήσιο της παροχής των υπηρεσιών προς τον ΟΠΑΠ. Περαιτέρω, εφόσον οι υπηρεσίες των λογιστών προς τον ΟΠΑΠ δεν είχαν παρασχεθεί πλήρως μέχρι την 31.12.2015, και ενδεχομένως να μην είχαν παρασχεθεί καθόλου αφού η ανάθεση έγινε στις 21.12.2015, με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς η εγγραφή του σχετικού εξόδου δεν έπρεπε να είχε γίνει παρά μόνο για το ποσό που αφορούσε την αξία των παρασχεθεισών υπηρεσιών μέχρι την 31.12.2015.
Κατά τον έλεγχο από το Γενικό Λογιστήριο, ο κ. Αλετράρης ανέφερε σε λειτουργό του Γενικού Λογιστηρίου, ότι οι υπηρεσίες των λογιστών αφορούσαν επαγγελματικά έξοδα (Other Professional Fees) για τη διεξαγωγή ερευνών σε σχέση με το καθεστώς τυχερών παιχνιδιών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κληθείς δε να παρουσιάσει τη σχετική συμφωνία, αυτός παρουσίασε μόνο την πρώτη σελίδα από το Engagement Letter ημερομηνίας 21.12.2015, αρνούμενος να παραδώσει αντίγραφα του Engagement Letter και «το αποδεικτικό της υπηρεσίας» που παρείχαν οι λογιστές στον ΟΠΑΠ με τη δικαιολογία ότι φοβόταν για διαρροές που θα επηρεάσουν τα συμφέροντα του ΟΠΑΠ. Ως αποτέλεσμα της άρνησης του κ. Αλετράρη δεν έγινε «απρόσκοπτος και πλήρης έλεγχος» από το Γενικό Λογιστήριο.
Το τρίτο θέμα αφορούσε το έμβασμα ποσού ύψους 25.000 μηνιαίως από τους αιτητές, μέσω τραπεζικού λογαριασμού τους, σε τραπεζικό λογαριασμό στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα του οποίου δικαιούχος είναι συγκεκριμένο, κατονομαζόμενο στον όρκο, πρόσωπο. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός από τον κ. Αλετράρη σε λειτουργούς του Γενικού Λογιστηρίου πως η μητρική εταιρεία του ΟΠΑΠ, ΟΠΑΠ Α.Ε. Ελλάδος, ήθελε να συνεργαστεί με έμπιστο πρόσωπο για να ενεργεί ως σύνδεσμος της με το Ντουμπάϊ, με σκοπό την επέκταση των εργασιών της στα ιπποδρομιακά στοιχήματα. Λόγω των περιοριστικών μέτρων στις ελληνικές τράπεζες, αποφασίστηκε η πρόσληψη του συγκεκριμένου προσώπου και όπως η πληρωμή του γίνεται από το μισθολόγιο του ΟΠΑΠ. Αναφέρεται, ακόμη, ότι σε περίπτωση που το συγκεκριμένο πρόσωπο συμπεριλήφθηκε στο μισθολόγιο του ΟΠΑΠ «δεν θεωρείται συνήθης πρακτική, αφού οι όποιες υπηρεσίες του, θα παρέχονταν στην εταιρεία ΟΠΑΠ Α.Ε. Ελλάδος. Η ύπαρξη περιοριστικών μέτρων στις ελληνικές τράπεζες θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογήσει τη διενέργεια από τον ΟΠΑΠ Κύπρου οποιασδήποτε πληρωμής εκ μέρους του ΟΠΑΠ Α.Ε. Ελλάδος, όμως ακολούθως θα πρέπει να γίνει ισόποση τιμολόγηση από τον ΟΠΑΠ Κύπρου προς του (sic) ΟΠΑΠ Α.Ε. Σε καμία όμως περίπτωση δεν δικαιολογείται η επιβάρυνση του ΟΠΑΠ Κύπρου με δαπάνες που δεν τον αφορούν». Και σε αυτή την περίπτωση, οι λειτουργοί του Γενικού Λογιστηρίου ήρθαν αντιμέτωποι με την άρνηση του ΟΠΑΠ όταν κατά τον έλεγχο που έκαναν στις 16-19.1.2017 στα γραφεία του, ζήτησαν σχετικά στοιχεία, δικαιολογητικά και διευκρινίσεις, ενώ ο ΟΠΑΠ δεν επέτρεψε πρόσβαση στο λογιστικό του σύστημα. Ως εκ τούτου, το Γενικό Λογιστήριο δεν επιβεβαίωσε το αληθές της εν λόγω πράξης.
Οι καθ' ων η αίτηση, μέσω της ένορκης δήλωσης του ανακριτή η οποία υποστηρίζει την ένσταση τους (στο εξής «η ένορκη δήλωση του ανακριτή»), αποδέχονται τη θέση των αιτητών ότι κατά τον έλεγχο, υποδείχθηκαν σε δύο λειτουργούς του Γενικού Λογιστηρίου διάφορα έγγραφα, τα οποία περιγράφονται στην ένορκη δήλωση του κ. Αλετράρη που υποστήριζε την αίτηση των αιτητών για άδεια, σε σχέση και με τα τρία θέματα που αφορούσε η καταγγελία, οι οποίοι έλαβαν και σημειώσεις. Διατείνονται, όμως, ότι οι αιτητές αρνήθηκαν να τους παραδώσουν αντίγραφα ώστε να προβούν σε σωστή έρευνα. Κατά τους αιτητές, η ενέργεια τους αυτή, να υποδείξουν τα έγγραφα, καθώς και η ύπαρξη γνωματεύσεων των δικηγόρων τους αναφορικά με το εύρος του ελέγχου που μπορεί να διενεργεί ο εκάστοτε Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας με βάση το άρθρο 8 της Διακρατικής Συμφωνίας[1], και ότι εν τέλει αποδέχτηκαν πλήρως τον έλεγχο της Γενικής Λογίστριας, ήταν καθοριστικά ώστε το Επαρχιακό Δικαστήριο να είχε πλήρη εικόνα προτού ασκήσει την κρίση του και έπρεπε να είχαν αποκαλυφθεί στον όρκο. Παραπέμπουν δε και σε άλλα, μη αποκαλυφθέντα, κατά την εισήγηση τους, γεγονότα στα οποία δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά στο παρόν στάδιο.
Να σημειωθεί εδώ ότι σύμφωνα με γνωμάτευση που οι αιτητές κατείχαν κατά το χρόνο διεξαγωγής του ελέγχου (16-19.1.2017) ο έλεγχος, με βάση το άρθρο 8 της Διακρατικής Συμφωνίας, «γίνεται κατόπιν σχετικού αιτήματος που υποβάλλει o Γενικός Λογιστής όπως προσκομιστούν σε αυτόν αντίγραφα των λογιστικών καταστάσεων της ΟΠΑΠ Α.Ε. ΚΥΠΡΟΣ» - δικαίωμα που οι δικηγόροι τους χαρακτηρίζουν ως συμβατικό - επισημαίνοντας πως αυτός είναι «ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Γενικός Λογιστής έχει το δικαίωμα να διεξάγει τον οικονομικό έλεγχο των λογαριασμών της ΟΠΑΠ Α.Ε. ΚΥΠΡΟΣ.ο Γενικός Λογιστής δεν έχει το δικαίωμα να επισκεφθεί τα γραφεία του ΟΠΑΠ, να κάμει έλεγχο επί τόπου και να λάβει αντίγραφα των εγγράφων τα οποία ο ίδιος επιθυμεί». Παράλληλα επισήμαναν το άρθρο 2 της Διακρατικής Συμφωνίας.[2] Δεν αμφισβητείται από τους καθ΄ ων η αίτηση ότι η γνωμάτευση αυτή απεστάλη στη Γενική Λογίστρια στις 24.1.2017, μετά το πέρας του ελέγχου, όπως, και άλλες δύο γνωματεύσεις για το ίδιο ζήτημα. Ούτε ότι ακολούθησαν άλλες σχετικές επικοινωνίες μεταξύ της Γενικής Λογίστριας και των αιτητών σε σχέση και με όρο που έθεταν οι αιτητές, για να παραδώσουν τα στοιχεία που αυτή ζητούσε, δηλαδή να υπέγραφε δέσμευση εμπιστευτικότητας, θεωρώντας, οι αιτητές, ότι τα ζητηθέντα «καλύπτονται από θέματα εμπιστευτικότητας και απόρρητης επικοινωνίας». Τελικώς, με βάση νομική γνωμάτευση που έλαβε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η Γενική Λογίστρια με επιστολή της ημερομηνίας 28.2.2017 πληροφόρησε τους αιτητές πώς αδυνατούσε να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση εμπιστευτικότητας και ότι θεωρούσε πως οι αιτητές δεν εφάρμοζαν τις πρόνοιες του άρθρου 8 της Διακρατικής Συμφωνίας όσον αφορά τον οικονομικό έλεγχο. Μετά τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, οι αιτητές με σχετική επιστολή τους ημερομηνίας 2.3.2017 προς τη Γενική Λογίστρια, η οποία κοινοποιήθηκε και στο Γενικό Εισαγγελέα από τους δικηγόρους τους, αποδέχθηκαν πλήρως τον έλεγχο, ως έχει αναφερθεί.
Το ’ρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 θέτει τις προϋποθέσεις για την έκδοση εντάλματος έρευνας.[3] Η δε έκδοση ή μη του εντάλματος ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή.
Εν προκειμένω, η ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μαρτυρία για έξοδα και πληρωμές που εμφανίζονται στις οικονομικές καταστάσεις των αιτητών, οι οποίες εκφεύγουν από τη συνήθη πορεία των συναλλαγών τους, τόσο ως προς τη φύση, όσο και ως προς το ύψος τους, και χωρίς την παροχή των ζητηθέντων σχετικών δικαιολογητικών, θα μπορούσε να είναι ικανοποιητική, υπό το φως της νομολογίας, για σκοπούς έκδοσης του εντάλματος έρευνας[4]. Η νομιμότητα έκδοσης του, όμως, δεν ελέγχεται αποσπασματικά αλλά με αναφορά στη σφαιρική θεώρηση από το Δικαστήριο του συνόλου των γεγονότων που περιέχονται στον όρκο. Εδώ, παρόλο που το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει απόλυτα με την εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων των αιτητών ότι η πρόσβαση δεν επιζητείτο επειδή υπήρχαν πράγματι υποψίες για την τέλεση αδικημάτων από τους αιτητές - κάτι τέτοιο δεν προκύπτει με την απαραίτητη σαφήνεια από τον όρκο - αφήνεται τούτο να αιωρείται με τις αναφορές του ανακριτή στο τέλος του κάθε «θέματος» που πραγματεύεται ο όρκος, ότι: «.το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει την νομιμότητα της αναφερόμενης αύξησης» (θέμα 1)˙ «Αποτέλεσμα της άρνησης του κ. Αλετράρη ήταν να μην γίνει απρόσκοπτος και πλήρης έλεγχος» από το Γενικό Λογιστήριο (θέμα 2)˙ και «Είναι σημαντικό να γίνει έλεγχος κατά πόσο η σύμβαση εργοδότησης του [αναφέρεται το όνομα του προσώπου] έχει πραγματικό υπόβαθρο και περιεχόμενο, και σε περίπτωση που όντως έχει, τότε πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσο η αμοιβή του.που ομολογουμένως είναι υπό τις περιστάσεις ασυνήθιστα υψηλή, συνάδει με τις υποχρεώσεις του και τις παρασχεθείσες από αυτόν υπηρεσίες» (θέμα 3). Αναφορές οι οποίες παραπέμπουν στη συμβατική σχέση του ΟΠΑΠ και της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο συμβατικό δικαίωμα του Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 8 της Διακρατικής Συμφωνίας για «οικονομικό έλεγχο των λογαριασμών» των αιτητών.
Είναι, πρόσθετα, και η θέση των αιτητών περί παράβασης του καθήκοντος των καθ' ων η αίτηση για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, κατά το στάδιο που επιζητούσαν την έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας.
Ο αιτών την έκδοση εντάλματος έρευνας έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων. Το τι θα πρέπει να τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη, εξαρτάται πρωτίστως από το νομικό πλαίσιο από το οποίο διέπεται το αίτημα και κατά δεύτερο λόγο, από τη φύση της υπόθεσης (Αναφορικά με την αίτηση των Endrinotio Ltd κ.ά, Πολιτική Έφεση Αρ. 363/2012, ημερ. 3.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:D477).
Εν προκειμένω, γίνεται αντιληπτό από το περιεχόμενο του όρκου του ανακριτή ότι η έρευνα των λειτουργών του Γενικού Λογιστηρίου έγινε στα πλαίσια της Διακρατικής Συμφωνίας. Το δε αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας, όπως αναδύεται από τον όρκο, και επιβεβαιώνεται με την ένορκη δήλωση του ανακριτή[5], ερείδετο και στη συμπεριφορά των αιτητών, συγκεκριμένα του κ. Αλετράρη, κατά τον διεξαγόμενο έλεγχο από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας. Αναφέρεται μάλιστα, στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, ότι αντικείμενο της διερεύνησης των προαναφερθέντων ποινικών αδικημάτων «είναι η συμπεριφορά των αιτητών κατά τον οικονομικό έλεγχο τους από το Γενικό Λογιστήριο, ήτοι η άρνηση παροχής εγγράφων ή και στοιχείων τα οποία να δικαιολογούν τα ως άνω θέματα ως περιγράφονται στον όρκο του ανακριτή .».
Όπως παρουσιάζεται από τους αιτητές και υποστηρίζεται από την αλληλογραφία μεταξύ των αιτητών και των δικηγόρων τους αφενός, και της Γενικής Λογίστριας αφετέρου, η αποδιδόμενη με τον όρκο συμπεριφορά των αιτητών κατά τον εν λόγω έλεγχο συναρτάτο με την ερμηνεία που αυτοί προσέδιδαν στα άρθρα 2 και 8 της Διακρατικής Συμφωνίας, με βάση τις σχετικές γνωματεύσεις των δικηγόρων τους, σε σχέση με το επιτρεπόμενο εύρος του ελέγχου από την Γενική Λογίστρια, ερμηνεία με την οποία η τελευταία, τελικώς, δεν συμφώνησε. ’λλωστε, αυτό δεν αμφισβητείται από τους καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι, μάλιστα, παρουσιάζουν με την ένορκη δήλωση του ανακριτή στα πλαίσια της ένστασης, επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 3.3.2017 με τίτλο που υποδηλώνει ότι τα «εμπόδια» στον απρόσκοπτο οικονομικό έλεγχο των αιτητών ήταν νομικά («Νομικά Εμπόδια στην απρόσκοπτη διενέργεια του οικονομικού ελέγχου της ΟΠΑΠ Α.Ε. Κύπρος για τα έτη 2013-2016»). Συνακόλουθα, η αντίθετη θέση των αιτητών ως προς τη σωστή ερμηνεία των παραπάνω προνοιών - στους οποίους δεν γίνεται αναφορά στον όρκο, παρά μόνο σε ένα μέρος του άρθρου 8 της Διακρατικής Συμφωνίας - ήταν ουσιώδης, όχι ως προς την ουσία του θέματος αλλά ως εξήγηση για τη συμπεριφορά των αιτητών επί της οποίας εδραζόταν το αίτημα της Αστυνομίας «σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα γεγονότα που αναφέρονται στον όρκο», τα οποία, κατά τον ανακριτή, δημιουργούσαν εύλογη υπόνοια για τη διάπραξη των διερευνώμενων αδικημάτων. Όπως ορθά επισήμανε ο κ. Στεφάνου αγορεύοντας ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν ήταν μια άρνηση χωρίς υπόβαθρο. Είχαν καθήκον, λοιπόν, οι καθ' ων η αίτηση να θέσουν υπόψη του εκδώσαντος το ένταλμα Δικαστηρίου τους λόγους της άρνησης των αιτητών αλλά και την αποδοχή τους να υποβληθούν, εν τέλει, στον έλεγχο που ζητούσε η Γενική Λογίστρια, και να αφεθεί το Δικαστήριο να σχηματίσει ολοκληρωμένη άποψη.
Πέραν τούτου, στα πλαίσια του καθήκοντος για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να είχαν θέσει υπόψη του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με τον όρκο του ανακριτή, ότι κατά τον έλεγχο, οι αιτητές υπέδειξαν στους λειτουργούς του Γενικού Λογιστηρίου έγγραφα που αφορούσαν τα τρία θέματα που αναφέρονται στον όρκο, οι οποίοι πήραν και σημειώσεις, και πως το παράπονο έγκειτο στην άρνηση των αιτητών να τους παραδώσουν αντίγραφα ούτως ώστε να προβούν σε σωστή έρευνα. Γεγονός για το οποίο γίνεται αναφορά για πρώτη φορά στην ένορκη δήλωση του ανακριτή, συμφωνώντας με την προβληθείσα περί τούτου θέση των αιτητών. Πρόκειται για γεγονός που τείνει να δώσει μια διαφορετική εικόνα ως προς τα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα την «άρνηση» των αιτητών, το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να επηρεάσει τη σκέψη του εκδώσαντος το ένταλμα Δικαστηρίου.
Πρόσθετα, το περιεχόμενο του όρκου ήταν, τουλάχιστον σε κάποια σημεία, ανακριβές. Όπως αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τους καθ' ων η αίτηση, η αποδιδόμενη με τον όρκο αναφορά του κ. Αλετράρη, ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής στις 17.11.2016, ότι πληρώθηκε ποσό ύψους 119.000 από τους αιτητές προς τους λογιστές τους, μεταγενέστερα αποδείχθηκε λανθασμένη καθότι, με βάση τα πρακτικά της Βουλής, ο κ. Αλετράρης δεν ανέφερε κάτι τέτοιο.
Δεν μπορεί παρά να τονιστεί η σημασία και το αυξημένο καθήκον των ανακριτικών αρχών, λόγω της δραστικότητας του μέτρου, να ενεργούν επιμελώς ώστε να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται του αιτήματος έκδοσης του εντάλματος, είτε είναι σύλληψης είτε έρευνας, αληθή και ακριβή γεγονότα προς αποφυγή του κινδύνου παραπλάνησης.
Εν προκειμένω, δεν μπορεί να γνωρίζει το Δικαστήριο σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο επέδρασε η αποδιδόμενη στον κ. Αλετράρη δήλωση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής, στην κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα Δικαστηρίου, σε συνάρτηση και με το σύνολο των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του. Αυτό απαντά και στη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι το γεγονός έκδοσης τιμολογίου από τους λογιστές για ποσό 119.000 την ίδια μέρα που υπογράφηκε η επιστολή δέσμευσης, από μόνο του μπορεί να δημιουργήσει εύλογες υποψίες αναφορικά με το γνήσιο της παροχής των υπηρεσιών προς τους αιτητές.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν στην επιτυχία της αίτησης.
Εκδίδεται ένταλμα της φύσης certiorari και ακυρώνεται το εκδοθέν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 14.6.2017 ένταλμα έρευνας.
Τα έξοδα της παρούσας αίτησης καθώς και αυτά της Πολιτικής Αίτησης υπ' αρ. 91/2017 για τη λήψη άδειας, επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Το άρθρο 8 προνοεί: «Ο Γενικός Λογιστής της Κυπριακής ∆η΅οκρατίας δικαιούται όπως διεξάγει κάθε έτος χωρίς κα΅ία επιβάρυνση τον οικονο΅ικό έλεγχο των λογαριασ΅ών της «ΟΠΑΠ Α.Ε. ΚΥΠΡΟΣ». Προς το σκοπό του ελέγχου αυτού η «ΟΠΑΠ Α.Ε. ΚΥΠΡΟΣ» υποχρεούται όπως κατόπιν σχετικού αιτή΅ατος του Γενικού Λογιστή της Κυπριακής ∆η΅οκρατίας προσκο΅ίζει σε αυτόν αντίγραφα των λογιστικών καταστάσεών της .»
[2] Το άρθρο 2 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι ο ΟΠΑΠ «.θα λειτουργεί ΅ε ιδιωτικοοικονο΅ικά κριτήρια στο πλαίσιο των αρχών και συ΅φωνιών που περιλα΅βάνονται στην παρούσα Συ΅φωνία, χωρίς να απαιτείται έγκριση των δαπανών της από την Κυπριακή ∆η΅οκρατία ΅ε τους περιορισ΅ούς που προβλέπονται στην παρούσα Συ΅φωνία.».
[3] «27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφο δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε, ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς της διάπραξη ποινικού αδικήματος, ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,
Ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως «ένταλμα έρευνας»), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό -
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο, και
(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»
[4] Δέστε τις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση των Αρτέμη Ιακώβου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2016, ECLI:CY:AD:2017:A349, ημερ. 10.10.2017 και Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτορα Μαρκίδη, Πολιτική Έφεση αρ. 514/2012, ECLI:CY:AD:2014:A238, ημερ. 2.4.2014, σχετικά με την έννοια του όρου «εύλογη υποψία».
[5] Παράγραφοι 27 και 29 της ένορκης δήλωσης του ανακριτή.