ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Γ.Γεωργιάδης και Ντ.Βαρωσιώτη, (κα), για τον εφεσείοντα Αθ.Αθανασιάδου, (κα), για Γεωργιάδη amp;amp;amp; Πελίδη ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-11-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΤΣΩΝΙΑ ν. CLR STOCKBROKERS LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 464/2011, 8/11/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D397

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 464/2011

 

8 Νοεμβρίου, 2017

 

Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ.

 

        ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΤΣΩΝΙΑ

 

Εφεσείων-ενάγων

και

 

1.   CLR STOCKBROKERS LTD

2.   ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ

 

Eφεσίβλητοι-εναγόμενοι

 

ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ.17.5.2006

 

           ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΤΣΩΝΙΑ

 

Εφεσείων-ενάγων

και

 

1.    CLR STOCKBROKERS LTD

2.    ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ

3.    CLR ASSET MANAGEMENT LTD

 

Eφεσίβλητοι-εναγόμενοι

 

-------------------

Γ.Γεωργιάδης και Ντ.Βαρωσιώτη, (κα), για τον εφεσείοντα

Αθ.Αθανασιάδου, (κα), για Γεωργιάδη & Πελίδη ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους

 

Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  O εφεσείων ως ενάγων καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων εναγομένων καταλογίζοντας σε αυτούς αριθμό επιληψίμων πράξεων ή παραλείψεων σε σχέση με τον κατ΄ισχυρισμό χειρισμό του χαρτοφυλακίου του αξιώνοντας κυρίως ΛΚ900,000 για μείωση της αξίας χαρτοφυλακίου καθώς και άλλες επιμέρους θεραπείες.    Ενώπιον του Δικαστηρίου για την πλευρά του εφεσείοντα δόθηκε μαρτυρία εκ μέρους του ιδίου, του λογιστή αδελφού του Δ.Κοτσώνια (ΜΕ2), του Γ.Γεωργίου συνεταίρου του στην εταιρεία (ΜΕ4).  Επίσης δόθηκε μαρτυρία από δύο οικονομολόγους  ως εμπειρογνώμονες για τις επικαλούμενες ζημιές ως προς τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα, των Μ.Μαυρίδη (ΜΕ3) και  Μ.Ολύμπιου (ΜΕ5). 

 

Η εκδοχή του εφεσείοντα μπορεί να συνοψιστεί στα κύρια σημεία ως ακολούθως:  Είχε δραστηριοποιηθεί σε επενδύσεις και χρηματιστηριακές πράξεις από το 1999 απευθυνόμενος προς τούτο στην εφεσίβλητη 1,  υπογράφοντας δε σχετικό γενικό πληρεξούσιο, εφόσον οι εργασίες του στο εξωτερικό δε του επέτρεπαν να ασχοληθεί ενεργά με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του.  Κατά την περίοδο 13.4.-31.12.99 η εφεσίβλητη 1 εκτέλεσε για λογαριασμό του «χιλιάδες αγοραπωλησίες μετοχών ύψους ΛΚ6,909.328 και είσπραξε ως προμήθεια ΛΚ49,917 (τεκμ.1)».  Στις 31.12.1999 η αξία του χαρτοφυλακίου ανερχόταν βάσει κατάστασης της εφεσίβλητης 1 στο ποσό των Λ.Κ.1.037.000 περίπου (τεκμ.2).  Τότε, η εφεσίβλητη 1, μέσω του χρηματιστή της Γ. Οικονομίδη, και του διευθυντικού της στελέχους Λ. Παναγιωτίδη προέτρεψαν τον εφεσείοντα να ενταχθεί σε ένα νέο σχέδιο «επενδυτικής διαχείρισης» για πελάτες με αξία χαρτοφυλακίου πέραν του 1 εκατομμυρίου λιρών Κύπρου (Millionaire Club), εισήγηση που αποδέχτηκε αφού τον διαβεβαίωσαν ότι με τα χρήματα των πελατών αυτών η εφεσίβλητη 1 θα τους εξασφάλιζε καλύτερες συμφωνίες με λιγότερο επενδυτικό ρίσκο.

 

Πέντε περίπου μήνες μετά την ένταξη του στο πιο πάνω σχέδιο, στις 1.6.00, οι εναγόμενοι του απέστειλαν με φαξ συμφωνία διαχείρισης χαρτοφυλακίου (Fund Management Agreement) υπογεγραμμένη από την εφεσίβλητη 3 (τεκμ.3), την οποία υπέγραψε και ο ίδιος και τους την επέστρεψε με φαξ.  Συνεπώς τα προφορικώς συμφωνηθέντα διατυπώθηκαν και γραπτώς.

 

Από τις αρχές λοιπόν του 2000 τους παρέδωσε το χαρτοφυλάκιο του, προσδοκώντας ότι οι εφεσίβλητοι θα το διαχειρίζονταν με τρόπο που θα διασφάλιζε τα συμφέροντα του και γενικά ότι θα εκπλήρωναν όλες τις υποχρεώσεις που ανάλαβαν έναντι του. Ωστόσο οι προσδοκίες του διαψεύσθηκαν, αφού ήδη από το 2000 έβλεπε να μειώνεται αισθητά η αξία του χαρτοφυλακίου του.  ΄Οταν κοινοποίησε στους εναγόμενους τις ανησυχίες του και ζήτησε εξηγήσεις, αυτοί τον καθησύχαζαν συνεχώς «ότι όλα θα ήταν εντάξει». Δεν ήταν όμως γιατί από 1.1 μέχρι 31.12.00 το χαρτοφυλάκιο του παρουσίασε ζημίες ύψους Λ.Κ.701.632 (τεκμ. 6), με αποτέλεσμα η αξία του να μειωθεί τέλος του 2001 από Λ.Κ.1.037.000 που ήταν το 1999 στις Λ.Κ.50.000. 

 

Σύμφωνα πάντα με την εκδοχή του, διερεύνησε το θέμα και ανακάλυψε ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενήργησαν προς το συμφέρον του.  Ως λεπτομέρειες αυτής της παραβίασης των συμφωνηθέντων κατάθεσε για συγκεκριμένες ενέργειες ή παραλείψεις από τις οποίες προκύπτει η αμέλεια των εφεσιβλήτων, συνεπεία της οποίας υπέστη τις κατ΄ισχυρισμόν ζημιές που αξιώνει.

 

Η πλευρά των εφεσιβλήτων προώθησε τις θέσεις της δια της μαρτυρίας μίας μόνο μάρτυρος της κας Τουμπουρή Διευθύντριας των εφεσιβλήτων 1 και 3 και αδελφής του εφεσίβλητου 2,  η οποία και ανέφερε ότι η εφεσίβλητη 1 ως χρηματιστηριακή εταιρεία εκτελούσε απλώς χρηματιστηριακές εντολές των πελατών της.  Ο εφεσείων υπήρξε πελάτης της εφεσίβλητης 1 από τον Απρίλη του 1999 μέσω του Γ.Οικονομίδη από τη Λάρνακα, ο οποίος τότε εργαζόταν αυτοτελώς ως σύμβουλος επενδύσεων και διεκπεραίωνε τις συναλλαγές των πελατών του μέσω της εφεσίβλητης 1.  Η μόνη εξουσία που παραχώρησε ο εφεσείων στην εφεσίβλητη 1 ήταν δυνάμει πληρεξουσίων με πρώτον το πληρεξούσιο ημερ. 27.9.1999 (τεκμ.7) ώστε τα έγγραφα εντολών του να υπογράφονται από την εφεσίβλητη 1.  Αναφέρθηκε επίσης και στο πληρεξούσιο τεκμ.8 ημερ. 9.1.2002 με το ίδιο περιεχόμενο.  Συναφώς προωθήθηκε η θέση ότι η εφεσίβλητη 1 δεν ανέλαβε ποτέ ούτε μπορούσε να αναλάβει δια των υφισταμένων εγγράφων οποιανδήποτε διαχείριση χαρτοφυλακίου.  Σ΄ό,τι αφορά την εφεσίβλητη 3, μητρική εταιρεία της εφεσίβλητης 1, αυτή συστάθηκε στις 24.2.2000 με σκοπό τη διαχείριση χαρτοφυλακίων και η σύσταση της κοινοποιήθηκε στους πελάτες της εφεσίβλητης 1.  Συνεπώς πριν τις 24.2.2000 δεν ήταν δυνατό να αναλάβει είτε από μόνη της είτε από κοινού με τους λοιπούς εφεσίβλητους οποιαδήποτε διαχείριση χαρτοφυλακίων και ειδικά του εφεσείοντα, ως η θέση του.  Εν αντιθέσει η μάρτυρας ανέφερε ότι την 1.6.2000 η εφεσίβλητη 1 εργοδότησε τον εν λόγω Οικονομίδη στη θέση του Συμβούλου Επενδύσεων και με την εργοδότηση του, του ανατέθη να εξυπηρετεί και όσους πελάτες έφερε μαζί του.  Μέσα σ΄αυτούς ήταν και ο εφεσείων.  Συνακόλουθα οι εντολές του διαβιβάζονταν στην εφεσίβλητη για εκτέλεση μέσω του Οικονομίδη, όπως γινόταν και προηγουμένως.  Ο τελευταίος υπήρξε υπάλληλος της εφεσίβλητης 1 μόνο για την περίοδο 1.6.00-30.6.01 ενώ μετά εργαζόταν όπως και πριν την προηγούμενη περίοδο αυτοτελώς.  

 

Σημαντικό στοιχείο στη διαφορά των διαδίκων υπήρξε η συμφωνία ημερ. 1.6.2000, τεκμ.3.  Η θέση της μάρτυρος είναι ότι η συμφωνία αυτή υπεγράφη μεταξύ της εφεσίβλητης 3 και του εφεσείοντα μετά την εργοδότηση του Οικονομίδη πλην όμως ποτέ δεν ενεργοποιήθηκε, για τους λόγους που εξήγησε.  Σε σχέση με τις 3 επιταγές για τις οποίες ο εφεσείων διατύπωσε σχετικό παράπονο ανέφερε ότι αυτές εξεδόθηκαν στο όνομα του και αφού υπογράφηκαν με δύο υπογραφές εξαργυρώθηκαν.  Μία εκ των οπισθογραφήσεων έγινε από τον Οικονομίδη.  Η εξαργύρωση δεν έγινε από τους εφεσίβλητους οι οποίοι δεν είχαν πληρεξούσιο για κάτι τέτοιο. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση ενδελεχούς ανάλυσης της μαρτυρίας και λεπτομερούς αξιολόγησης των δοθεισών θέσεων, προέβη στα ακόλουθα ευρήματα και συμπεράσματα:  (α) η φύση και το είδος της συνεργασίας της εφεσίβλητης 1 με τον εφεσείοντα προσδιορίζονται με σαφήνεια από το περιεχόμενο των σχετικών πληρεξουσίων που κατατέθηκαν και αναιρούν τον ισχυρισμό του εφεσείοντα και του ΜΕ4 ότι η εφεσίβλητη είχε παραλάβει ή διαχειρίστηκε το χαρτοφυλάκιο του.   (β)  Απέρριψε ομοίως τη θέση του εφεσείοντα ως προς το ρόλο και την ιδιότητα του Οικονομίδη.  Συγκεκριμένα αποδέκτηκε ότι ο εφεσείων έγινε πελάτης της εφεσίβλητης 1 τον Απρίλη του 1999 μέσω του φίλου και κουμπάρου του Οικονομίδη, ο οποίος τότε εργαζόταν αυτοτελώς χωρίς να υπογράψει οποιονδήποτε πληρεξούσιο και όπως ήταν κοινά αποδεκτό η εφεσίβλητη του άνοιξε λογαριασμό.   (γ) Η εφεσίβλητη 1 δεν διενεργούσε διαχείριση του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα αλλά ως χρηματιστηριακή εταιρεία απλώς εκτελούσε τις εντολές του.  Γι΄αυτό εξάλλου αποφασίστηκε η σύσταση της εφεσίβλητης 3.  (δ)  ΄Οτι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι παρέδωσε στους εφεσίβλητους ή σε οποιονδήποτε απ΄αυτούς το χαρτοφυλάκιο του για διαχείριση αρχές του 2000 δεν ευσταθεί. 

 

Προσθέτως, θεώρησε ότι η συμφωνία τεκμ.3 μεταξύ του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 3 ουδέποτε ενεργοποιήθηκε για 4 λόγους.  (1)  Ο εφεσείων δεν κατέθεσε σε μετρητά ΛΚ1,000,000, όπως προνοούσε η συμφωνία, ο δε ισχυρισμός του ότι τους παρέδωσε χαρτοφυλάκιο πέραν του ΛΚ1,000,000 δεν ευσταθεί με βάση την ίδια τη μαρτυρία του, η οποία παρουσιάζει ως αξία άλλα ποσά.  (βλ. σελ.43 της πρωτόδικης απόφασης).   (2)  Δεν ανοίχθηκε με βάση τη συμφωνία οποιοσδήποτε λογαριασμός διαχείρισης, ούτε χρεώθηκε ο εφεσείων με οποιονδήποτε ποσό διαχείρισης.  (3)  Ο μόνος λογαριασμός που τηρείτο για τον εφεσείοντα ήταν ο προηγούμενος λογαριασμός ο οποίος συνέχισε να λειτουργεί όπως και προηγουμένως. (4) Σημείο που καταδεικνύει τη μη ενεργοποίηση του λογαριασμού είναι και η θέση του ίδιου του εφεσείοντα ότι δεν είναι δικό του θέμα αν ενεργοποιήθηκε ή όχι η συμφωνία, ενώ το αγώγιμο του δικαίωμα βασίζεται σε κατ΄ισχυρισμό «διαχείριση του χαρτοφυλακίου». 

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου είναι ότι ούτε η συμφωνία ενεργοποιήθηκε ούτε η εφεσίβλητη 3 έκαμε διαχείριση του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα.  Στη βάση δε αυτή θεωρήθηκε αλυσιτελής ή ως μη έχουσα χρησιμότητα η μαρτυρία των ΜΕ3 και 5 αφού η γνώμη τους οικοδομήθηκε στη βάση του ισχυρισμού της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου. 

 

Συνεπώς δεν τίθεται θέμα, συμπέρανε το Δικαστήριο, για εξέταση των ζημιών αφού δεν καταδείχθηκε διαχείριση χαρτοφυλακίου.

 

Ως προς τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι κατά ή περί τα μέσα προς τέλη του 2000 οι εφεσίβλητοι εισέπραξαν με δική τους πρωτοβουλία από τον τραπεζικό του λογαριασμό ΛΚ220,000, το πρωτόδικο Δικαστήριο τον απορρίπτει στη βάση του αναξιόπιστου της εκδοχής τόσο του εφεσείοντα όσο και του ΜΕ2, αλλά και του ΜΕ4. 

 

Καταλήγει το Δικαστήριο ως εξής:

 

«Κατ΄ακολουθίαν των πιο πάνω καταλήγω ότι ουδείς από τους εναγόμενους διαχειρίσθηκε το χαρτοφυλάκιο του ενάγοντα, αλλά απλώς η εναγόμενη 1 εκτελούσε τις εντολές του και προς τούτο τηρούσε σχετικό λογαριασμό (το Λογαριασμό ) που άνοιξε επ' ονόματι του με τον κωδικό "KOTSA 01". Όπως δε γίνεται αντιληπτό, η κατάληξη αυτή εκθεμελιώνει και τα παράπονα αναφορικά με τις επιλήψιμες πράξεις ή παραλείψεις που με την αγωγή και τη μαρτυρία που προσκόμισε καταλόγισε στους εναγόμενους. Περαιτέρω, για τους λόγους που παρατίθενται πιο πάνω, δεν γίνεται αποδεκτός και ο ισχυρισμός του ότι δήθεν οι εναγόμενοι απέσυραν από τον «τραπεζικό λογαριασμό» του £208.000, αφού όπως προέκυψε από την προσκομισθείσα μαρτυρία το ποσό αυτό αποτελεί χρεώσεις στο Λογαριασμό για αντίστοιχες επιταγές που η εναγόμενη 1 του είχε εκδώσει και με τις οποίες πληρώθηκαν οι μετοχές «Brainstorm» που αγόρασε με ιδιωτική τοποθέτηση.»

 

Στη βάση δε του εκτεταμένου σκεπτικού του απορρίπτει καθ΄ολοκληρία στις ουσιώδεις πτυχές την εκδοχή της πλευράς του εφεσείοντα και απορρίπτει την αγωγή.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης.  Κατά πρώτον επικαλείται πλάνη περί το νόμο και ή λανθασμένη ερμηνεία του νόμου.  Στη δε εκτεταμένη αιτιολογία του πρώτου λόγου αναφέρεται στο ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και ή παρερμήνευσε τις αρχές που προκύπτουν σε σχέση με το καθήκον επιμέλειας και επιδεξιότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων και μάλιστα ανεξαρτήτως από την ύπαρξη συμφωνίας.  Γίνεται δε ισχυρισμός ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αμερικανική νομολογία που τέθηκε από τον εφεσείοντα η οποία υποστηρίζει ότι υπάρχει αυστηρό καθήκον επιμέλειας των χρηματιστών ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν διαχειρίζονται το χαρτοφυλάκιο των πελατών τους.  (Ειδικά τις Duffy v. Cavalier (1989) 215 Cal.App.3d 1517 (264 Cal.Rptr.740 και Williams v. Deutsche Bank Securities, Inc. 04 Civ. 7588 (GEL) 13.6.2005).

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας ενώ έλαβε υπόψη επουσιώδη στοιχεία.  Συγκεκριμένα επ΄αυτής της πτυχής αποδίδεται πλημμέλεια στο πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι μηδένισε τη μαρτυρία των ΜΕ3 και 5 καθώς και του ΜΕ4. 

 

Θα λέγαμε ότι με την εκτεταμένη αιτιολογία του λόγου αυτού πλήττεται συλλήβδην το έργο της αξιολόγησης τόσο ως προς τη μη αποδοχή της μαρτυρίας της πλευράς του εφεσείοντα, όσο και ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας της πλευράς των εφεσιβλήτων. 

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης πλήττεται η πρωτόδικη κρίση επί το ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και ή δεν αιτιολόγησε δεόντως ή επαρκώς την απόφαση και τα ευρήματα του. 

 

Είναι σαφές ότι και οι τρεις λόγοι έφεσης συμπλέκονται αφού είναι η αξιολόγηση της μαρτυρίας που οδήγησε στα ευρήματα του Δικαστηρίου και η αιτιολόγηση των ευρημάτων συναρτάται και με την αξιολόγηση.

 

΄Εχουμε λοιπόν στη βάση του πρίσματος των λόγων έφεσης εξετάσει προσεκτικά την πρωτόδικη θεώρηση σε όλες τις συναφείς πτυχές.  Αναφορικά με το έργο της αξιολόγησης διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο με ενδελέχεια και προσοχή έχει ενδιατρίψει σ΄όλους τους σχετικούς ισχυρισμούς που δόθηκαν από την εκτεταμένη μαρτυρία που στήριζε την αγωγή, αλλά και την Υπεράσπιση.  Θεωρούμε ότι το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει εκτελεστεί με επιμέλεια.   Βάσει της πάγιας νομολογιακής αρχής δεν υφίσταται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου επί του έργου της αξιολόγησης, παρά μόνο εάν καταδεικνύεται ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή ότι τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολο της.  (Βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 ΑΑΔ 1056, και Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ.1) (1998) 1 ΑΑΔ 634).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση το Δικαστήριο έδωσε εκτεταμένη αιτιολογία για τους λόγους που δεν αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα και των μαρτύρων του, συσχετίζοντας την με τα τεθέντα τεκμήρια και ειδικά με το ίδιο το περιεχόμενο της συμφωνίας, τεκμ.3 αλλά και με επιμέρους στοιχεία.  Με τον ίδιο τρόπο αξιολόγησε ως θετική τη μαρτυρία που οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν, μαρτυρία που εν πολλοίς προέκυπτε και από τα ίδια τα από κοινού κατατεθέντα τεκμήρια, δηλαδή εκτός του τεκμ.3, κυρίως τα κατατεθέντα πληρεξούσια τα οποία καταδείκνυαν άλλη υφή στις σχέσεις των διαδίκων απ΄αυτή που ο εφεσείων προέβαλε. 

 

Εξ άλλου δεν πρέπει να λησμονείται πως είναι στους ώμους του εφεσείοντα να πείσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να πιστέψει ή όχι ένα μάρτυρα ή για το επισφαλές των ευρημάτων του.  (βλ.  Σάββα ν. Αντωνίου, Πολ.έφ.134/09, 27.9.2017), ECLI:CY:AD:2017:A318Αυτό το βάρος ο εφεσείων δεν το έχει αποσείσει. 

 

Αναφορικά δε με τους μάρτυρες εμπειρογνώμονες οικονομολόγους, είναι πέραν από σαφές ότι η μαρτυρία τους στηρίχθηκε στο υπόβαθρο της ύπαρξης συμφωνίας διαχείρισης, συμφωνίας που το Δικαστήριο εξήγησε, με εκτεταμένη αιτιολογία, γιατί θεώρησε ότι ουδέποτε είχε ενεργοποιηθεί. 

 

Περαιτέρω είναι διάχυτο από όλη την απόφαση, χωρίς τη μικροσκοπική θεώρηση που ο εφεσείων επιχειρεί, ότι η εκδοχή της πλευράς του εφεσείοντα έπασχε εγγενώς αφού τα δοθέντα στοιχεία (κυρίως τα πληρεξούσια) κατεδείκνυαν ότι η εφεσίβλητη 1 ενεργούσε αυστηρά υπό το πρίσμα των οδηγιών του.  Ορθή ήταν επίσης η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αν πράγματι ο εφεσείων είχε παραδώσει στην εφεσίβλητη 1 τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του την 1.1.2000, δεν θα είχε νόημα η υπογραφή πληρεξουσίου στις 9.1.2002 - τεκμ. 8 με το οποίο απλώς την εξουσιοδοτούσε να εκτελεί τις εντολές του.  Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο, αφού το μείζον (εξουσία διαχείρισης) περιέχει το έλασσον  (εκτέλεση οδηγιών).

 

Αναφορικά δε με τη σχετική αμερικανική νομολογία που προσφέρθηκε από τον εφεσείοντα να επισημάνουμε ότι είχε διαφορετικά στοιχεία, διαφορετικό νομικό πλαίσιο και περιστάσεις ιδιαίτερα ως προς τη νομική σχέση μεταξύ των διαδίκων, σχέση που εν προκειμένω, δεν έχει στοιχειοθετηθεί.

 

Περαιτέρω έχουν δίκαιο οι εφεσίβλητοι στον ισχυρισμό τους ότι ακόμη και αν ετίθετο η συμφωνία διαχείρισης σε ισχύ από την ημέρα υπογραφής της (δηλαδή 1.6.2000) προφανώς, και πάλιν θα υπήρχε κενό στην εκδοχή του εφεσείοντα αφού ισχυρίζεται πως η διαχείριση που του προκάλεσε ζημία ξεκίνησε από την 1.1.2000.  Ακόμα αξίζει παρατήρησης ότι εφόσον το Δικαστήριο δέχθηκε (και ορθά) ότι ο εφεσείων αποφάσιζε ο ίδιος για τις αγοραπωλησίες που θα διενεργούντο, με δεδομένη τη μη ενεργοποίηση της συμφωνίας, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με ποίο τρόπο θα στοιχειοθετείτο ευθύνη των εφεσιβλήτων.  Συνεπώς ορθά εκρίθη ότι δεν στοιχειοθετείτο καθήκον επιμέλειας αλλά και καμία αμέλεια δεν αποδείχθηκε έναντι των εφεσιβλήτων. 

 

Για τους λόγους που έχουμε εξετάσει η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της με έξοδα €2,500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

                                                                  Π.

 

                                                                 Δ.

 

                                                                  Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο