ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
"KAFIEROS & ANOTHER THEOCHAROUS & OTHERS" ν. THEOCHAROUS & OTHERS (1978) 1 CLR 619
Αθανάση κ.α. ν. "Χ""Μάμα κ.α." (1990) 1 ΑΑΔ 208
Παναγιώτου ν. " Χ""Κυριάκου" (1991) 1 ΑΑΔ 362
Κάκουλλου ν. Ποχουζούρη και άλλης (Αρ. 1) (1992) 1 ΑΑΔ 1143
Χ''Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 844
Mιχαήλ Mιχαήλ Aριστοδήμου ν. Aντωνίας Aνδρέα Aντωνίου κ.ά (1998) 1 ΑΑΔ 1376
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:A388
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2011)
6 Νοεμβρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
1. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΠΥΡΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
2. ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ,
Εφεσείουσες
- ΚΑΙ -
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΑΘΑΝΑΣΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσίβλητου
--------------------------------------
Ε. Πουλλά-Μακαρούνα (κα), για τις Εφεσείουσες.
Μ. Κορακίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
--------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 16.4.2003 ο Διευθυντής του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας εξέδωσε σχετική απόφαση επί αιτήσεως των εφεσειουσών για επίλυση συνοριακής διαφοράς. Οι εφεσείουσες επεδίωξαν την ακύρωση της εν λόγω απόφασης στη βάση των άρθρων 58 και 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224, ως τροποποιήθηκε, και των σχετικών Κανονισμών του 1956.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε εναντίον των εφεσειουσών απορρίπτοντας την έφεση-αίτηση που αυτές υπέβαλαν για τους λόγους που εξηγεί, επισημαίνοντας ότι το βάρος απόδειξης ότι η απόφαση του Διευθυντή δεν ήταν ορθή το είχαν οι ίδιες οι εφεσείουσες (Kafieros v. Theocharous (1978) 1 C.L.R. 619), το οποίο βάρος αυτές δεν απέσεισαν στο πλαίσιο των δεδομένων της διαφοράς διότι, μεταξύ άλλων, ενώπιον του Διευθυντή υπήρξε φιλική διευθέτηση των επί τόπου υποδειχθέντων από τους αρμοδίους λειτουργούς συνόρων, με αποτέλεσμα να μην χρειαζόταν οποιαδήποτε περαιτέρω αιτιολόγηση της απόφασης. Τα παράπονα των εφεσειουσών, όπως αυτά αναπτύχθηκαν στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1 και συμπληρωματική αυτής, καθώς επίσης και στην ένορκη δήλωση του τοπογράφου Κυριάκου Παναγιώτου, ανάγονταν στο παρελθόν και σε στάδια που προηγήθηκαν της αίτησης για επίλυση της συνοριακής διαφοράς που δεν είχαν νομίμως αμφισβητηθεί, ενώ θέματα δόλου και λαθών δεν θα μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να εξεταστούν από το Διευθυντή σε αίτηση για επίλυση συνοριακής διαφοράς. Η πλευρά του εφεσίβλητου είχε, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ορθά ισχυριστεί στη σχετική ένσταση του ότι προς εξέταση της συνοριακής διαφοράς που είχε προκύψει μεταξύ των διαδίκων και των προκατόχων τους είχε ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από το Νόμο και Κανονισμούς διαδικασία, ο δε Διευθυντής αιτιολογημένα αποφάσισε ότι το αμφισβητούμενο τμήμα γης αποτελούσε μέρος του δικού του ακινήτου.
Το Δικαστήριο, περαιτέρω, αφού σημείωσε ότι δεν έγινε οποιαδήποτε αντεξέταση με τους διαδίκους να παραμένουν στο περιεχόμενο των αντιστοίχων ενόρκων δηλώσεων τους, κατέγραψε τα συμπεράσματα του μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, παραθέτοντας τα ουσιώδη γεγονότα: Οι εφεσείουσες ήταν και είναι ιδιοκτήτριες κατά ένα τρίτο και δύο τρίτα μερίδια αντίστοιχα του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 2873, τεμάχιο 724 στο χωριό Κάτω Πύργος, ενώ ο εφεσίβλητος είναι ο σημερινός ιδιοκτήτης συνορεύοντος ακινήτου με αρ. τεμαχίου 725. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του τοπογράφου Κ. Παναγιώτου, υπήρξαν προγενέστερες διαδικασίες και το Κτηματολόγιο είχε προβεί σε διαχωρισμό του αρχικού τεμαχίου 408 από το οποίο προέκυψαν νέοι τίτλοι μεταξύ των οποίων τα τεμάχια 724 και 725 των διαδίκων. Το 1984, η εφεσείουσα 2 ως ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 408/2, το οποίο είχε προκύψει ως ένα από τα τρία τεμάχια μετά το διαχωρισμό του τεμαχίου 408, αποτάθηκε στον Έπαρχο Λευκωσίας για διαχωρισμό του σε δύο νέα τεμάχια, αλλά επειδή τέθηκε ο όρος στη σχετική εγκριθείσα άδεια να υπάρχει δρόμος πλάτους 12 ποδών, όρος που δεν πληρώθηκε, η αίτηση διαχωρισμού δεν προχώρησε. Το 1999 υπήρξε φιλονικία μεταξύ άλλης ιδιοκτήτριας γειτονικού των εφεσειουσών τεμαχίου και του τεμαχίου 725, στην οποία φιλονικία αρχικά κλήθηκαν να παρευρεθούν οι εφεσείουσες οι οποίες όμως κατά λάθος είχαν ειδοποιηθεί από το Κτηματολόγιο με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση του Διευθυντή στις 15.5.2002 αναφορικά με τα εν λόγω ακίνητα 284 και 725. Είχε επίσης αρχίσει διαδικασία διόρθωσης λάθους, η οποία διόρθωση έγινε από το ίδιο το Κτηματολόγιο εφόσον αρχικά ζητήθηκε από τις εφεσείουσες η απόσυρση των υπογραφών που δόθηκαν και οι οποίες δεν αποσύρθησαν. Όταν οι εφεσείουσες υπέβαλαν αίτηση για συνοριακή διαφορά μεταξύ των τεμαχίων 724 και 725 έγινε επιτόπια επίσκεψη στις 16.4.2003 των Ροβέρτου Διόλα και Αιμίλιου Τσίγκη, χωρομέτρη και κτηματολόγου, αντίστοιχα. Ο Διευθυντής στη βάση του ότι η χωρομετρική εργασία που διεξήχθη είχε ελεγχθεί ως ορθή και ότι τα υποδειχθέντα σύνορα είχαν γίνει αποδεκτά με επί πλέον το γεγονός ότι είχε υπογραφεί δήλωση φιλικής διευθέτησης με σχετικό σχεδιάγραμμα, αποφάσισε ότι το μέρος που φαινόταν με κόκκινο χρώμα επί του σχεδίου που επισύναψε στην απόφαση του, ανήκε στο τεμάχιο του εφεσίβλητου.
Το Δικαστήριο από τα πιο πάνω ευρήματα προέβηκε στα εξής συμπεράσματα: Όταν στις 5.7.2000, ο Διευθυντής προχώρησε στη διόρθωση λάθους οι εφεσείουσες δεν προχώρησαν με έφεση κατά της απόφασης, αλλά ακολούθησε η αίτηση τους για επίλυση συνοριακής διαφοράς. Αυτό, κατά το Δικαστήριο, σήμαινε ότι δεν μπορούσε πλέον ο Διευθυντής να λάβει υπόψη του δεδομένα προηγηθέντα τα οποία δεν είχαν αμφισβητηθεί με έφεση επί προηγούμενης απόφασης του. Περαιτέρω, ζητήματα που προέκυψαν από τη μαρτυρία του τοπογράφου Παναγιώτου παρέπεμπαν σε ισχυρισμούς για αμέλεια, δόλο και απάτη σε βάρος των εφεσειουσών εκ μέρους του Κτηματολογίου και από την άλλη παρέπεμπαν σε διεκδίκηση εμβαδού και λωρίδας γης στη βάση του αρχικού διαχωρισμού του τεμαχίου 408 από το οποίο και προέκυψαν τα σημερινά επίδικα τεμάχια 724 και 725. Τα θέματα αυτά, όμως, δεν θα μπορούσαν να εξεταστούν στο πλαίσιο επίλυσης συνοριακής διαφοράς, αλλά μόνο στο πλαίσιο αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου σύμφωνα με την υπόθεση Χατζηϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844 και τη νομολογία που την ακολούθησε. Ούτε ήταν δυνατό να εξεταστούν από το Διευθυντή ή το Δικαστήριο οι θέσεις των εφεσειουσών για ανακρίβειες στο σχεδιάγραμμα σε σχέση με το αυθεντικό σχέδιο του 1920-1923 που μόνο με αίτηση για διόρθωση λάθους θα μπορούσε να γίνει. Επομένως, ούτε οι παραλείψεις υπαλλήλων του Κτηματολογίου οι οποίες προκάλεσαν κατ΄ ισχυρισμόν μείωση στο εμβαδόν του ακινήτου των εφεσειουσών, ούτε οι υποψίες για επεμβάσεις ή αλλοιώσεις σε σχέδιο μετά την ετοιμασία του, μπορούσαν να εξεταστούν εφόσον ήσαν ζητήματα που μόνο στο πλαίσιο αγωγής θα μπορούσαν να αποφασιστούν.
Εν τέλει το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη. Ενώπιον του Διευθυντή υπήρχε το στοιχείο της αποδοχής των υποδειχθέντων συνόρων, η υπογραφή φιλικής διευθέτησης με το περιεχόμενο του συμβιβασμού, δηλαδή το σχεδιάγραμμα το οποίο υπογράφηκε από τις εφεσείουσες, ως αναφέρεται στο έγγραφο της διευθέτησης, να είχε μεταφερθεί στην απόφαση του Διευθυντή. Ο ισχυρισμός ότι οι εφεσείουσες ξεγελάστηκαν από το Κτηματολόγιο για να δώσουν την υπογραφή τους σε φιλική διευθέτηση δεν μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο της αίτησης επίλυσης συνοριακής διαφοράς.
Είναι η θέση των εφεσειουσών μέσα από το περίγραμμα τους ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απόφαση του Διευθυντή ημερ. 13.6.2005 είναι αιτιολογημένη διότι κανένα σχεδιάγραμμα δεν υπάρχει είτε συνημμένο στην απόφαση του Διευθυντή, είτε στο φάκελο της υπόθεσης. Οι καταμετρήσεις των υπαλλήλων του Κτηματολογίου που υπέδειξαν τα σύνορα δεν καταγράφησαν πουθενά και επομένως είναι άξιον απορίας επί ποίων μετρήσεων βασίστηκε ο Διευθυντής προς έκδοση της απόφασης του. Το Δικαστήριο έσφαλε επίσης διότι όφειλε και μπορούσε να ελέγξει τα όλα δεδομένα στο πλαίσιο της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας διότι ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε σχεδιάγραμμα του γραπτού συμβιβασμού βάσει του οποίου εκδόθηκε η απόφαση του Διευθυντή, ενώ στις εφεσείουσες άλλα υποδείχθηκαν ως σύνορα επί τόπου και άλλα αναφέρονται στην απόφαση. Πρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε το Νόμο και τη νομολογία συγκρίνοντας το ζήτημα ακύρωσης απόφασης του Δικαστηρίου που προήλθε από συμβιβασμό με ακύρωση απόφασης του Διευθυντή, η οποία προήλθε από φιλική διευθέτηση. Τέλος, λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε την έφεση με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών ενόψει του ότι η ευθύνη βάρυνε το Διευθυντή του Κτηματολογίου με εμφανή τα λάθη που έγιναν σε όλη την πορεία της επίδικης διαφοράς.
Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου στο δικό του περίγραμμα εστιάζει στην απόλυτα ικανοποιητική αιτιολογία της απόφασης του Διευθυντή, ο οποίος εξηγεί με επάρκεια τους λόγους για τους οποίους έλαβε την απόφαση. Τα όσα οι εφεσείουσες προβάλλουν στο περίγραμμα αγόρευσης τους δεν αφορούν την επάρκεια της αιτιολογίας, αναμειγνύονται δε πολλά άλλα ζητήματα που δεν σχετίζονται, ούτε και υποστηρίζουν την εισήγηση για ανεπάρκεια της αιτιολογίας. Ο εφεσίβλητος επισημαίνει επίσης ότι οι εφεσείουσες δεν εφεσιβάλλουν την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι έπρεπε αυτές να εφεσιβάλουν την προηγούμενη απόφαση για διόρθωση λάθους και ότι στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησης για επίλυση συνοριακής διαφοράς δεν μπορούν να προσβάλουν την προηγηθείσα απόφαση που αφορούσε σε διόρθωση λάθος. Ούτε και εφεσιβάλλουν την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι τα όσα υποστήριξε ο τοπογράφος Κυριάκος Παναγιώτου αφορούσαν ζητήματα για τα οποία θα έπρεπε να εγερθεί αγωγή προς επίλυση τους. Ως προς τα έξοδα, ορθά το Δικαστήριο επεδίκασε τα έξοδα εναντίον των εφεσειουσών, οι οποίες με τους ισχυρισμούς τους οδήγησαν τον εφεσίβλητο σε μια αχρείαστη διαδικασία και ταλαιπωρία.
Η διαδικασία που προνοείται από το άρθρο 80 του Κεφ. 224 καθορίζεται από τους Κανονισμούς του 1956 και επιτρέπει, σύμφωνα με την Κάκουλλου ν. Ποχουζούρη κ.ά. (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1143, την ουσιαστική αναψηλάφηση της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου κατά την οποία το Δικαστήριο ακολουθεί τη διαδικασία που ακολουθεί το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία στον τομέα του διοικητικού δικαίου. Η υπόθεση Kafieros v. Theophanous - πιο πάνω - επίσης αποτελεί αυθεντία ότι το Δικαστήριο με βάση το άρθρο 80, έχει εξουσία και ευχέρεια να υποκαταστήσει με την απόφαση του την απόφαση του Διευθυντή ασκώντας τη δική του διακριτική ευχέρεια στη βάση των επίδικων γεγονότων.
Τα πιο πάνω αποτελούν τον γενικό κανόνα ο οποίος θα πρέπει να εφαρμοστεί στο πλαίσιο του άρθρου 58 του Κεφ. 224 που αφορά τις συνοριακές διαφορές. Τέτοια διαφορά υφίσταται όποτε το σύνορο που περιγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας ή διαγράφεται σε σχέδιο, αντανακλά στην πράξη και επί του εδάφους, τον τίτλο ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τις υποθέσεις Παναγιώτου ν. Χατζήκυριακου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362 και Μιχαήλ ν. Αντωνίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1376, το άρθρο 58 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου το ζήτημα είναι η τοποθέτηση επί του εδάφους των συνόρων όπως αυτά περιγράφονται στον τίτλο ή εμφαίνονται στο σχετικό τοπογραφικό σχέδιο. Δεν εφαρμόζεται όταν το ερώτημα ή η διαφορά σχετίζεται με το κατά πόσο η περιγραφή στον τίτλο ή το διάγραμμα στο σχέδιο είναι ή όχι ορθό, (δέστε Sherife Moustafa Moulla Ibrahim v. Mehmed Salih Souleyman (1953) 19 C.L.R. 237, Rodothea Papageorghiou v. Komodromou (1962) 2 C.L.R. 221 και Melpomeni Chrysanthou v. Antoniades (1961) 1 C.L.R. 622).
Είναι πρόδηλο ότι εκείνο που επιδιώχθηκε από τις εφεσείουσες ήταν η πλήρης εξέταση και αναθεώρηση των προηγηθεισών αποφάσεων του Κτηματολογίου, οι οποίες είτε δεν αμφισβητήθηκαν, είτε κατέληξαν σε φιλική διευθέτηση με τη συνυπογραφή των εφεσειουσών ως ιδιοκτητριών. Ούτε θέματα δόλου, ούτε θέματα απάτης θα μπορούσαν να εξεταστούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της συνοριακής διαφοράς, συνοριακή διαφορά που στην ουσία έληξε με τη «Δήλωση Επίλυσης Συνοριακής Διαφοράς με το άρθρο 58, Κεφ. 224» που οι εφεσείουσες υπέγραψαν στις 16.4.2003, στο φάκελο ΑΧ 315/02 που είχε ανοιχθεί σχετικά. Στη δήλωση αυτή καταγράφηκε ότι έγινε επιτόπια εξέταση την ίδια ημερομηνία από τους Αιμίλιο Τσίγκη και Ροβέρτο Διόλα ως εκπροσώπων του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου, οι οποίοι και υπέδειξαν στους διαδίκους το εγγεγραμμένο κοινό σύνορο μεταξύ των ακινήτων 724 και 725. Καταγράφηκε επίσης ότι η διαφορά είχε επιλυθεί φιλικά σύμφωνα με το εγγεγραμμένο κοινό σύνορο όπως φαινόταν στο σχεδιάγραμμα που επισυνάφθηκε και ότι θα εκδιδόταν αργότερα απόφαση του Διευθυντή, όπως και έγινε στις 13.6.2005, στην οποία απόφαση είχε επικολληθεί το σχετικό χωρομετρικό σχέδιο.
Το κύριο παράπονο που προβάλλει από το περίγραμμα των εφεσειουσών σχετίζεται με την ανυπαρξία του σχεδιαγράμματος που αναφέρεται στο έγγραφο της Δήλωσης Επίλυσης Συνοριακής Διαφοράς, το οποίο η ομνύουσα Κατερίνα Σπύρου Οικονόμου, εφεσείουσα 1, επισύναψε στην αίτηση-έφεση της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ως Τεκμήριο 23. Όλες οι επιμέρους αιτιολογίες του πρώτου και κύριου λόγου έφεσης σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με αυτό τον ισχυρισμό. Ισχυρισμός όμως ο οποίος ουδόλως τέθηκε με την αίτηση-έφεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο και συνεπώς απαραδέκτως αναφύεται ενώπιον του Εφετείου. Άλλωστε στην απόφαση του Διευθυντή ημερ. 13.6.29005, ενσωματώνεται το εν λόγω σχεδιάγραμμα, όπως και οι ίδιες οι εφεσείουσες αποδέχονται με την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1, στην παράγραφο 5. Στην αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή ηερ. 2.11.2005, που κατατέθηκε στο πλαίσιο της εκδίκασης της αίτησης-έφεσης σύμφωνα με τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1956, γίνεται παραπομπή στο εν λόγω σχέδιο, και ότι η χωρομετρική εργασία που έγινε επί τόπου από τους Τσίγκη και Διόλα, ελέγχθηκε ως ορθή, αυτή δε περιλάμβανε και τη διαφιλονικούμενη έκταση που φαινόταν με κόκκινο χρώμα στο χωρομετρικό σχέδιο που επικολλήθηκε στην απόφαση ημερ. 13.6.2005.
Η Δήλωση Επίλυσης Διαφοράς θέτει τέρμα στην εκ των υστέρων αμφισβήτηση της εργασίας που έγινε από τους Τσίγκη και Διόλα και η οποία εν πάση περιπτώσει ελέγχθηκε αργότερα ως ορθή. Είναι, περαιτέρω, λανθασμένη η εισήγηση των εφεσειουσών ότι η Ελπίδα Χαραλάμπους Κάουρου που «φέρεται» να υπέγραψε την εν λόγω Δήλωση δεν είναι μια των σημερινών εφεσειουσών. Ως δηλούσα υπ΄ αρ. 1, φαίνεται το σημείο του αντίχειρα της, ενώ βεβαίως στις 7/1/2008, μετά από σχετική αίτηση, αυτή αντικαταστάθηκε με σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου με την Ανδριανή Πολυκάρπου, εφεσείουσα 2, ως η «νέα εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια» του τεμαχίου, δόθηκε δε και άδεια συνέχισης της διαδικασίας με τη νέα ιδιοκτήτρια.
Η απόφαση του Διευθυντή με κανένα τρόπο δεν είναι αναιτιολόγητη ως ο έτερος ουσιαστικός ισχυρισμός των εφεσειουσών. Ο Διευθυντής έθεσε όλα τα δεδομένα και προσδιόρισε με επάρκεια το ζητούμενο που δεν ήταν άλλο από τον καθορισμό των συνόρων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Όπως συμβαίνει συχνά σ΄ αυτού του είδους τις υποθέσεις, οι διαπληκτισμοί και οι διαφορές των ιδιοκτητών των συνορευόντων ή όμορων τεμαχίων γης έχουν μακρύ ιστορικό και η εμπλοκή του αρμοδίου Κτηματολογίου είναι δεδομένη. Σε κάθε όμως απόφαση του Διευθυντή επιβάλλεται, αν υπάρχει αμφισβήτηση, να λαμβάνεται το ανάλογο ένδικο μέσο. Άλλως, τα ζητήματα θεωρούνται λελυμένα προς βλάβη του εκ των υστέρων παραπονούμενου ιδιοκτήτη. Έτσι, πολύ ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα θέματα που υπέδειξε ο τοπογράφος των εφεσειουσών δεν θα ήταν δυνατό να επιλυθούν επί διαφοράς μιας απλής συνοριακή αντιδικίας. Είχαν ήδη δημιουργηθεί τετελεσμένα που δημιούργησαν ένα πραγματικό υπόβαθρο επί της γης.
Όπως έχει λεχθεί, το Δικαστήριο ερευνά όχι μόνο αν η απόφαση του Διευθυντή ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις, αλλά και αν ήταν ουσιαστικά ορθή, (Αθανάση ν. Χατζημάμα (1990) 1 Α.Α.Δ. 208 και Κουμή ν. Κούντουρου (1992) 1 Α.Δ.Δ. 1312). Αλλά, αυτό πάντοτε υπό το φως της συγκεκριμένης διαφοράς που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου και συναρτώμενη προς αυτό. Όπως τέθηκε στην Κάκουλλου ν. Ποχουζούρη κ.ά. - πιο πάνω -, «Η δικαιοδοσία αφορά την αναθεώρηση απόφασης διοικητικού οργάνου που επενεργεί στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.». Η αιτιολογία μιας απόφασης είναι επαρκής ή πλήρης όπου το Δικαστήριο μπορεί να ανατρέξει σε όλα τα δεδομένα που στηρίζουν την απόφαση και να τα ελέγξει. Και αυτό ακριβώς έγινε και στην υπό κρίση περίπτωση, χωρίς να διαπιστώνεται επ΄ αυτού λάθος.
Τέλος, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην επιδικασθούν τα έξοδα εναντίον των εφεσειουσών πρωτοδίκως, ακολουθώντας τον πάγιο κανόνα ότι ο διάδικος που χάνει την υπόθεση που υποστηρίζει, επωμίζεται και τα έξοδα.
Προστίθεται ότι έχει παρατηρηθεί ότι η έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταχωρήθηκε σε χρόνο πέραν των 14 ημερών ως προβλέπει ο Κανονισμός 13 του περί Ακινήτων Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμού του 1956. Ενώ η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 25.7.2011, η έφεση καταχωρήθηκε στις 30.8.2011. Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση Βασιλείου ν. Αντωνίου, Πολ. Έφ. Αρ. 6/2014, ημερ. 20.9.2017, έφεση από απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου επί αιτήσεως-εφέσεως εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, πρέπει να καταχωρείται εντός της ως άνω προθεσμίας, ενώ διαπιστώθηκε ότι δεν τίθεται βάσιμο ζήτημα αντισυνταγματικότητας των Κανονισμών ή ειδικά του Κανονισμού 13.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών και υπέρ του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ