ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CONSTANTINIDES ν. VIMA LTD. (1983) 1 CLR 348
Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217
Γεωργιάδης Δώρος (Αρ. 3) (2002) 1 ΑΑΔ 1455
Χριστοφίδου-Παταπίου Νατάσα ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και Άλλης (2002) 4 ΑΑΔ 306
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.27
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:A412
22 Νοεμβρίου, 2017
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
Εφεσείουσας/Ενάγουσας
Και
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
-----------------
Λ. Λουκαΐδης, για Εφεσείουσα
Π. Πολυβίου, για Εφεσίβλητους
ΠΑΝΑΓΗ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι χήρα του Ανδρέα Χριστοφίδη, ο οποίος απεβίωσε στη Λευκωσία στις 22.6.1998.
Δύο χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου της, στις 7.4.00, η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) για να της καταβληθεί σύνταξη χηρείας, αφού ο σύζυγος της είχε διατελέσει Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος μέχρι τις 22.7.1983 που υπέβαλε παραίτηση για να αναλάβει καθήκοντα Κυβερνητικού Εκπροσώπου. Το αίτημα της όμως απορρίφθηκε, στις 10.4.00, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 27 των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Σχέδιο Συντάξεων και Χορηγημάτων εις Υπαλλήλους του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και Εξαρτημένων Αυτών) Κανονισμών του 1987 (Κ.Δ.Π.205/87) καθότι ο γάμος της με τον αποβιώσαντα είχε τελεστεί στις 16.2.86 και σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου «δεν λαμβάνεται υπ΄ όψιν γάμος του αποθανόντος μέλους, τελεσθείς μετά την αφυπηρέτησή του».
Η απόρριψη του προαναφερθέντος αιτήματος δεν βρήκε σύμφωνη την εφεσείουσα, η οποία, με τηλεφωτομήνυμα των δικηγόρων της ημερ. 19.4.00, ζήτησε όπως το θέμα τύχει επανεξέτασης. Χωρίς όμως να επιτύχει το επιδιωκόμενο, αφού το ΡΙΚ με επιστολή του ημερ. 8.5.00 της επανέλαβε ότι σύμφωνα με τους Κανονισμούς του Ιδρύματος ήταν αδύνατο να της παραχωρηθεί σύνταξη χηρείας.
Εναντίον της εκ νέου απόρριψης του αιτήματος της, η εφεσείουσα καταχώρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, πλην όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 3.4.02 αποφάνθηκε ότι η επιστολή ημερ. 8.5.00 δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική της απόφασης ημερ. 10.4.00 και ως εκ τούτου απέρριψε την προσφυγή (βλ. Νατάσα Παταπίου Χριστοφίδου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.α. (2002) 4 Α.Α.Δ. 306).
Εννέα χρόνια μετά την απόρριψη της προσφυγής, στις 27.6.11, η εφεσείουσα κατέθεσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την υπ΄ αρ. 4521/11 αγωγή, αξιώνοντας Δήλωση του Δικαστηρίου ότι είναι νόμιμος δικαιούχος της σύνταξης χηρείας του Α. Χριστοφίδη και πως το ΡΙΚ έχει νομική υποχρέωση να της καταβάλει την εν λόγω σύνταξη. Περαιτέρω διατύπωσε και αξίωση για αποζημιώσεις ανερχόμενες στο ποσό της σύνταξης που δεν της είχε καταβληθεί.
Το ΡΙΚ, αντέδρασε στην αγωγή της εφεσείουσας με αίτηση δυνάμει της Δ.27 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών για διαγραφή της αγωγής ως καταχρηστικής, ενοχλητικής, σκανδαλώδους και ανεπίτρεπτης, κάτι που πέτυχε μετά από ακροαματική διαδικασία. Συναφώς, με αναφορά σε σχετική νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η αγωγή (α) συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, (β) δεν είχε προοπτική επιτυχίας εφόσον δεν αποκάλυπτε αιτία αγωγής, (γ) ήταν επιπόλαιη και ενοχλητική (frivolous and vexatious) και ως εκ τούτου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της Δ.27 θ.3 και (δ) στερείται νομικής βάσης.
Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και στα τέσσερα ως άνω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία προσβάλλει με την παρούσα με αντίστοιχους λόγους έφεσης. Και αυτό με κύριο επιχείρημα ότι με την αγωγή η εφεσείουσα απέβλεπε σε αρνητική δήλωση (negative declaration) και στην περίπτωση της συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έγερσης τέτοιας αγωγής ως αυτές καθορίστηκαν στην London Passenger Transport Board v. Moscrop (1942) 1 All E.R. 97. Επεσήμανε επί του προκειμένου ότι η όποια απόφαση στην παρούσα υπόθεση θα έχει επιπτώσεις και σε αριθμό παρόμοιων αγωγών που εκκρεμούν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στοιχείο βεβαίως που δεν έχει επιπτώσεις για την τύχη της παρούσας υπόθεσης.
Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση του ΡΙΚ που υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές, επισημαίνοντας πως αυτή είναι εκτός του πλαισίου του δικαιϊκού μας συστήματος εφόσον η νομιμότητα διοικητικών πράξεων - όπως ήταν η απόρριψη του αιτήματος για να της χορηγηθεί σύνταξη χηρείας - ελέγχεται μόνο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Να υπενθυμίσουμε κατ΄ αρχάς ότι η Δ.27 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει τη διαγραφή και κατ' επέκταση την απόρριψη αγωγής όπου διαφαίνεται από τα δικόγραφα πως είναι επιπόλαιη ή ενοχλητική (frivolous or vexatious).
Πρόκειται για εξαιρετική και δραστική δικαιοδοσία η οποία πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο σε προφανείς και ξεκάθαρες περιπτώσεις (βλ. Σάουρου κ.ά. ν. Φιλίππου (2012) 1Γ Α.Α.Δ. 2141) όταν, μεταξύ άλλων, δεν αποκαλύπτεται καλή και εύλογη αιτία αγωγής αλλά και όταν η ίδια η άσκηση αγωγής τείνει προς την κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα είχε επιδιώξει την ακύρωση διοικητικής απόφασης απορριπτικής του αιτήματος της για σύνταξη χηρείας, με προσφυγή της στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη διότι η προσβληθείσα πράξη, όπως διαπιστώθηκε, είχε βεβαιωτικό χαρακτήρα και συνεπώς δεν ήταν εκτελεστή.
Με την αγωγή που ακολούθησε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η εφεσείουσα επανάφερε ουσιαστικά το ίδιο ζήτημα με διαφορετικό ένδικο μέσο ζητώντας από το Δικαστήριο να εκδώσει δηλωτική απόφαση ότι είναι η νόμιμη δικαιούχος της σύνταξης του Α. Χριστοφίδη και να επιδικάσει υπέρ αυτής ανάλογες αποζημιώσεις.
Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Τόσο με βάση της δικονομικές πρόνοιες της Δ.27 θ.3 όσο και βάσει της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου να ελέγχει την ενώπιον του διαδικασία και να παρεμποδίζει, περιστέλλει ή απορρίπτει οτιδήποτε συνιστά κατάχρηση της. Με δεδομένη την προηγηθείσα απορριπτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε προσφυγή της με το ίδιο αντικείμενο, η αγωγή ήταν εκ των πραγμάτων επιπόλαιη και ενοχλητική και εντός της εμβέλειας της Δ.27 θ.3, ως ορθώς αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Επιπρόσθετα, πάγια νομολογία αναγνωρίζει στο Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία επέμβασης όταν η άσκηση μιας αγωγής ή ενός ενδίκου μέσου εκτρέπει την πορεία απονομής της δικαιοσύνης και καταχράται τις παρεχόμενες από το νόμο θεραπείες και διαδικασίες. Το ίδιο συμβαίνει και όταν παρατηρείται πολλαπλότητα διαδικασιών που επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα. Εν προκειμένω τόσο η προσφυγή αρ. 978/2000 που απορρίφθηκε όσο και η αγωγή αρ. 4521/2011 που ακολούθησε απέβλεπαν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην καταβολή προς όφελος της εφεσείουσας της σύνταξης του αποβιώσαντος Α. Χριστοφίδη. Όπως συναφώς τονίσθηκε στην υπόθεση Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd and others (1983) 1 C.L.R. 348:
"The power of the Court to control judicial proceedings and restrain abuse of process, is an attribute of the autonomy of the Judiciary and a necessary tool for the efficacy of the judicial process. The decisions in Mavrommatis and Mouzouris, supra though bearing on a different subject, are nonetheless illustrative of the need to stop a party to a proceeding from undermining the authority of the Court and making nonsense of the judicial process.
The administration of justice in Cyprus is modelled on the administration of justice under the common law judicial system, subject to this clarification: The autonomy and separateness of the Judiciary in Cyprus is entrenched by a written constitution. A Court of Law has inherent power to control proceeding before it - R. v. Bloomsbury [1976] 1 All E.R. 897 (CA)- as well as restrain abuse of the judicial process Castanho v. Brown and Root (U.K.) Ltd and Another [1981J11 All E.R. 143 (H.E.). Abusive acts or conduct are easy to identify but hard to encompass in an a priory definition. Abuse of process of the court may take a variety of forms and may on occasion be subtle to the point of deception. It is, therefore, best to concentrate on instances of abuses of process judicially recognized, in order to distill therefrom the prevailing judicial trends, as well as ascertain the ambit of the power of the court to restrain abuses".
Υφίσταται επομένως και σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να εμποδίσει την άσκηση ενός νόμιμου από τυπικής απόψεως δικαιώματος, όταν διαπιστώνεται ότι αυτό οδηγεί σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ή η προώθηση του αποβλέπει ουσιαστικά στην εξασφάλιση ενός παράλληλου πλεονεκτήματος με την μορφή - όπως στη παρούσα υπόθεση- ενός πρόσθετου ένδικου μέσου (βλ. Wayplay Technologies Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2014 κ.ά., ημερ. 11.5.2015).
Δεν είναι αποδεκτή η θέση της εφεσείουσας ότι η παρούσα δεν συνιστά καταχρηστική περίπτωση, καθότι η αγωγή απέβλεπε σε διαφορετικό αποτέλεσμα ήτοι σε αναγνωριστική δήλωση του Δικαστηρίου περί της υπάρξεως νόμιμου δικαιώματος σε σύνταξη και επιδίκαση αποζημιώσεων[1] ενώ η προσφυγή περιορίζεται στην ακύρωση διοικητικής πράξης. Και αυτό καθότι, κατ΄ ουσία, η εφεσείουσα, τόσο με την προσφυγή όσο και με την αγωγή, επεδίωξε την ίδια θεραπεία:- Την παραχώρηση σ' αυτήν της αιτηθείσας σύνταξης. Το ότι το αποτέλεσμα της προσφυγής σε περίπτωση επιτυχίας θα ήταν απλά και μόνο ακυρωτικού χαρακτήρα δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα καθότι η Διοίκηση θα ήταν υποχρεωμένη να επανεξετάσει το ζήτημα με βάση τα δικαστικά ευρήματα και ενδεχομένως να ενέκρινε το αίτημα. Σε περίπτωση δε μη συμμόρφωσης, θα υπήρχε αξίωση αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.
Ούτε και η χρονική απόσταση μεταξύ της άσκησης της προσφυγής και της αγωγής μπορεί να συνυπολογισθεί ως στοιχείο που αποκλείει εκ προοιμίου την εξουσία του Δικαστηρίου για εντοπισμό και καταστολή καταχρηστικών ένδικων μέσων και διαβημάτων. Η κατάχρηση της διαδικασίας δεν μπορεί εκ των προτέρων να προσδιοριστεί με γενικό κανόνα. Μπορεί αυτή να προσλαμβάνει διάφορες μορφές και αποτελεί θέμα που εξετάζεται κατά περίπτωση από το καθ' ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, το οποίο έχει την εξουσία να ελέγχει την ενώπιον του διαδικασία και να παρεμβαίνει αποτελεσματικά σε περίπτωση εκτροπής (βλ. Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd and others (πιο πάνω)). Προς τούτο σχετικές είναι οι Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Melita Manufacturers Limited v. Chris Ioannou Ltd (1996) IB Α.Α.Δ. 1238, Αναφορικά με την αίτηση του Δώρου Γεωργιάδη (Αρ. 3) (2002) 1 ΑΑΔ 1455, όπου τονίστηκε πως η επιδίωξη της ίδιας θεραπείας με ξεχωριστά ένδικα μέσα αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Όπως δε πρόσφατα επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Ερωτοκρίτου ν. Διευθυντή των Φυλακών κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 161/2017, ημερ. 25.10.2017, η παράλληλη υιοθέτηση δύο ένδικων μέσων για την επιδίωξη όμοιου σκοπού συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, έστω και αν οι ζητούμενες θεραπείες είναι από τυπικής απόψεως διαφορετικές.
Η καταχωρηθείσα λοιπόν αγωγή της εφεσείουσας έκδηλα συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τις προϋποθέσεις για έκδοση αρνητικών δηλώσεων (negative declaration) - όπως είναι το βασικό παράπονο της εφεσείουσας - εφόσον κάτι τέτοιο μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον θα είχε.
Για όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/κβπ
[1] Η αξίωση για αποζημιώσεις αποσύρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης.