ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α. Ιωάννου (κα) για κ. Δημόκριτος Αριστείδου amp;amp;amp; Σία, για την Εφεσείουσα Π. Μπενάκης, για τους Εφεσίβλητους 1 - 5 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-11-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΣΤΕΛΙΟΥ Χ"ΛΟΙΖΟΥ ν. ΜΑΡΙΝΟΥ ΧΡ. ΛΟΙΖΙΔΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 162/2012, 28/11/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A422

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 162/2012)

 

 

28 Νοεμβρίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., T. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/στές]

 

Μεταξύ:

ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΣΤΕΛΙΟΥ Χ"ΛΟΙΖΟΥ

Εφεσείουσας / Ενάγουσας,

ΚΑΙ

1.   ΜΑΡΙΝΟΥ ΧΡ. ΛΟΙΖΙΔΗ

2.   ΓΙΑΝΝΟΥ ΧΡ. ΠΗΛΑΒΑΚΗ

3.   ΔΩΡΑΣ ΧΡ. ΠΗΛΑΒΑΚΗ

4.   ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΧΡ. ΠΗΛΑΒΑΚΗ

5.   ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ (ΑΝΤΙΑΣ) ΧΡ. ΜΑΝΙΩΡΗ

6.   ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ

ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΔΕΛΦΟΙ ΛΟΙΖΙΔΗ ΛΤΔ

Εφεσιβλήτων / Εναγομένων

_________________________

Α. Ιωάννου (κα) για κ. Δημόκριτος Αριστείδου & Σία, για την Εφεσείουσα                

Π. Μπενάκης, για τους Εφεσίβλητους 1 - 5

__________________________

       Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ημερομηνίας 15.2.2012, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, με έξοδα υπέρ των Εναγομένων-Εφεσιβλήτων και εις βάρος της Εφεσείουσας-Ενάγουσας, την Αγωγή 1524/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού η οποία, ορθά, χαρακτηρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως παράγωγη αγωγή (derivative action).

 

Η Ενάγουσα-Εφεσείουσα, μετά από τροποποίηση του τίτλου, αντικατέστησε τον αποβιώσαντα σύζυγό της Στέλιο Χατζηλοϊζου (ο αποβιώσας), ως διαχειρίστρια της περιουσίας του. 

 

Ο αποβιώσας και οι Εναγόμενοι-Εφεσίβλητοι 1-5 ήταν μέτοχοι της έκτης Εναγόμενης-Εφεσίβλητης εταιρείας, η οποία τέθηκε υπό εκκαθάριση.  Με την παράγωγη αγωγή της Εφεσείουσας, αξιώθηκε απόφαση εναντίον των Εφεσιβλήτων 1-5 και προς όφελος της Εφεσίβλητης 6 εταιρείας, για:

 

(α)   ΛΚ 50.000 που αντιπροσωπεύουν ενοίκια, από κατάστημα της εταιρείας στην Πάφο, τα οποία, κατ' ισχυρισμόν, παρακρατούν και ή οικοιοποιήθηκαν οι Εφεσίβλητοι 1-5

 

(β)   ΛΚ 10.000 τον χρόνο, ως αποζημιώσεις για απώλεια κερδών,

 

(γ)   ΛΚ 25.000 ως αποζημιώσεις για την πώληση των εμπορευμάτων της υπό εκκαθάριση εταιρείας Αδελφοί Λοϊζίδη Λτδ (η εταιρεία) «του κουτουρού» και/ή σε εξευτελιστικές τιμές

 

(δ)   ΛΚ 20.000 ως αποζημιώσεις για απώλεια χρεωστών

 

(ε)    ΛΚ 15.000 για πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις

 

(στ) ΛΚ 12.000 για απώλεια φήμης και πελατείας

 

(ζ)    Γενικές και/ή τιμωρητικές και/ή αυξημένες αποζημιώσεις για παράβαση των καθηκόντων των Εφεσιβλήτων 1-5 έναντι της προαναφερόμενης εταιρείας και/ή για συνωμοσία προς εξαπάτηση και/ή οικειοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων.

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ο αποβιώσας και οι Εφεσίβλητοι 1-5 ήταν μέτοχοι της εταιρείας.  Αρχικά, μέτοχοι και διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας ήταν ο αποβιώσας, ο Χριστάκης Πηλαβάκης και ο Χρύσανθος Λοϊζίδης.  Μετά τον θάνατο του Χριστάκη Πηλαβάκη, στη θέση του, ως διοικητικός σύμβουλος, διορίστηκε ο Εναγόμενος 2, στις 13.1.1991 και στη θέση του ως μετόχου, τον διαδέχθηκαν οι κληρονόμοι του, Εναγόμενοι 2-5.  Ο Εναγόμενος 1 ενεργούσε, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ως αντιπρόσωπος και/ή υποκατάστατος σύμβουλος, του Χρύσανθου Λοϊζίδη.

 

Η εταιρεία, από της ιδρύσεως της και μέχρι το τέλος του 1993 ή αρχές του 1994, εμπορευόταν ξυλεία και άλλα οικοδομικά και ξυλουργικά υλικά.  Οι Εναγόμενοι 1 και 2, ως διευθυντές της εταιρείας, αλλά και με την εξουσιοδότηση των Εναγομένων 3, 4 και 5, κατ' ισχυρισμόν, παράνομα, αυθαίρετα και αδικαιολόγητα, από το 1991, έβαλαν περιορισμούς στην εταιρεία για εισαγωγή ξυλείας από το εξωτερικό και περιόρισαν και τις αγορές της από τις Δασικές Βιομηχανίες Κύπρου.  Με τις ενέργειες τους αυτές, εναντίον της εταιρείας, ασκούσαν πίεση στον αποβιώσαντα και την οικογένεια του, και το αποτέλεσμα ήταν οι εργασίες της εταιρείας να μην αποδίδουν ικανοποιητικά κέρδη και, στην πορεία, να προκαλούνται ζημιές και απώλειες.

 

Σύμφωνα πάντα με την έκθεση απαίτησης, οι Εναγόμενοι 1-5 παράνομα, αυθαίρετα, αδικαιολόγητα και/ή δόλια άρχισαν να εισπράττουν και να οικειοποιούνται το ενοίκιο καταστήματος στην Πάφο, περιουσία της εταιρείας, που ξεπερνά τις ΛΚ5.000 τον χρόνο.   Περαιτέρω, οι Εναγόμενοι 1-5 οικειοποιήθηκαν και/ή κατακράτησαν τις εισπράξεις από τις πωλήσεις εμπορευμάτων της εταιρείας που έκαμναν «του κουτουρού», από τις οποίες εισέπραξαν ποσό ΛΚ5.000.

 

Ήταν ο ισχυρισμός της Ενάγουσας-Εφεσείουσας ότι, όλα τα προαναφερόμενα ποσά ανήκουν στην εταιρεία Εφεσίβλητη 6, και οι Εφεσίβλητοι 1-5 από κοινού και/ή ξεχωριστά, οφείλουν να τα επιστρέψουν στα ταμεία της εταιρείας.

 

Κατά ή περί της 20.10.1993, οι Εναγόμενοι 1 και 2 συνήλθαν, απροειδοποίητα, σε συνεδρία και αυθαίρετα και παράνομα τερμάτισαν τις υπηρεσίες του αποβιώσαντα, από την ίδια μέρα και ανέστειλαν και/ή διέκοψαν τις εργασίες της εταιρείας, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν ζημιές και/ή απώλειες που ισούνται με διαφυγόντα κέρδη, υπολογιζόμενα σε ΛΚ10.000 τον χρόνο.  Περαιτέρω, εξαιτίας των προαναφερόμενων πράξεων, η εταιρεία απώλεσε το καλό της όνομα, τη φήμη και την πελατεία της και υπέστη ζημιά και απώλεια ύψους ΛΚ12.000.  Οι Εναγόμενοι 1 και 2, επίσης, μέσα στα πλαίσια της κακής διαχείρισης της εταιρείας που έκαναν, πέταξαν και κατέστρεψαν τα λογιστικά βιβλία, τις αποδείξεις και τα τιμολόγια της εταιρείας, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν την εταιρεία σε αδυναμία είσπραξης ΛΚ15.000 - ΛΚ20.000, από τους χρεώστες της.  Εκτός από τα προαναφερόμενα, οι Εναγόμενοι 1 και 2 παρέλειψαν να διευθετήσουν έγκαιρα τις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας και προκάλεσαν σ' αυτήν πρόσθετες επιβαρύνσεις και ζημιές που ξεπερνούν τις ΛΚ15.000. Αυτές οι ενέργειες των Εναγομένων 1 και 2, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, εγκρίθηκαν και ήταν το αποτέλεσμα της εξουσιοδότησης και της συνεργασίας των Εναγομένων 3, 4 και 5.

 

Στην έκθεση υπεράσπισης των Εναγομένων, εγείρεται «προδικαστική ένσταση» ότι:

 

(1) Η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να εγείρει παράγωγη αγωγή εκ μέρους της Εναγόμενης 6 εταιρείας και την ίδια στιγμή να προωθεί την Αγωγή 1260/2005 (προφανώς του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού) εναντίον της και

 

(2) Οι Εναγόμενοι 3, 4 και 5 δεν μπορεί να είναι διάδικοι (εναγόμενοι) σε μια παράγωγη αγωγή, εφόσον αυτοί, ως μέτοχοι της εταιρείας, δεν είχαν κανέναν έλεγχο πάνω σε αυτή. 

 

Οι Εναγόμενοι ζήτησαν επίσης από το Δικαστήριο να απαντήσει το ερώτημα, αν ο αποβιώσας μειοψηφών μέτοχος (minority shareholder) δικαιούται να καταχωρήσει παράγωγη αγωγή, ως προκαταρκτικό θέμα ώστε να διευκρινιστεί το κατά πόσον η Αγωγή εμπίπτει στα όρια των εξαιρέσεων του κανόνα της υπόθεσης Foss v. Harbottle (1843) 2 Hare 461. Περαιτέρω, οι Εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι ο αποβιώσας δεν δικαιούται να εγείρει παράγωγη αγωγή, εκ μέρους της εταιρείας, επειδή δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις, καθυστέρησε δώδεκα χρόνια αφότου έκλεισαν οι εργασίες της τον Ιούνιο του 1995 και ο ίδιος είχε τον απόλυτο έλεγχο των εργασιών της εταιρείας.

 

Ως προς την πρώτη «προδικαστική ένσταση», η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι, εφόσον με την Αγωγή 1260/2005 η Ενάγουσα απαιτούσε εναντίον της εταιρείας κάποιο ποσό ως υπόλοιπο συμφωνημένου και παραδεκτού λογαριασμού, δηλαδή πάνω σε διαφορετική βάση αγωγής από ότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν εμποδιζόταν να προωθήσει την παρούσα αγωγή.  Αυτό το μέρος της πρωτόδικης απόφασης δεν εφεσιβάλλεται.

 

Στα πλαίσια της εξέτασης της θέσης των Εναγομένων-Εφεσιβλήτων 1-5, ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για έγερση αγωγής, σύμφωνα με τις εξαιρέσεις στον κανόνα της Foss (ανωτέρω), το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των μαρτύρων, αξιολόγηση που προσβάλλεται, έντονα, με την παρούσα έφεση.

 

ΜΕ1 ήταν η διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα συζύγου της, κα Γιαννούλα Χατζηλοϊζου, Ενάγουσα στην Αγωγή, μετά από σχετική τροποποίηση.  Τη μαρτυρία της, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αόριστη και ατεκμηρίωτη.  Έδωσε παραδείγματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με την αοριστία της μαρτυρίας της, όπως, π.χ. ότι απαντώντας σε ερώτηση αναφορικά με την οικονομική κατάσταση της εταιρείας είπε ότι «είχαν καλή φήμη στο παζάρι απ' ότι άκουσα έκαμναν κέρδη.».  Η μάρτυρας δεν θυμόταν οτιδήποτε αναφορικά με τους λογαριασμούς που κατατέθηκαν ως τεκμήριο 1, αλλά ούτε και θυμόταν επ' ακριβώς την αξία του «stock» της εταιρείας.  Δεν γνώριζε επίσης τις ζημιές ή τους χρεώστες της εταιρείας, αλλά ούτε και θυμόταν πότε εργάστηκε ο γιός της (ΜΕ2) στην εταιρεία.  Αυτά οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία της ΜΕ1 ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να βασιστεί σ' αυτήν.

 

ΜΕ2 ήταν ο κ. Χριστάκης Χατζηλοϊζου, γιος της ΜΕ1 και του αποβιώσαντος.  Για τον μάρτυρα αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι, ενώ ήταν γιος του αποβιώσαντος και υπάλληλος της εταιρείας, ο οποίος παρουσιάστηκε ως γνώστης της κατάστασης της εταιρείας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορούσε να απαντήσει, με σαφήνεια, για την αξία του «stock» της εταιρείας.  Για τα κέρδη της εταιρείας η απάντηση του ήταν αόριστη.  Είπε σχετικά, «το κέρδος μπορεί να ήταν 5%, μπορεί και πιο κάτω, μπορεί και κόστος γιατί το stock ήταν παλιό» ενώ δεν γνώριζε για τα κέρδη της εταιρείας τα έτη 1991-1993.  Δεν θυμόταν, ακόμα, τους χρεώστες της εταιρείας, αλλά ούτε και τα οφειλόμενα ποσά.  Η μαρτυρία του συνίστατο, ουσιαστικά, στη δική του, κατά προσέγγιση, εκτίμηση για το «stock» της εταιρείας, την αξία του, και τα κέρδη της εταιρείας, χωρίς τεκμηρίωση και σαφήνεια, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

ΜΕ3 ήταν η κα Νίκη Δημητρίου, δικηγόρος.  ΜΕ4 ήταν ο κ. Γιώργος Δημητρίου, εγκεκριμένος λογιστής.  ΜΕ5 ήταν ο κ. Παύλος Σιεπής.  Οι ΜΕ6, 7 και 9 ήταν τυπικοί μάρτυρες, όπως είπε το Δικαστήριο, και ΜΕ8 ήταν ο κ. Χαράλαμπος Στεφάνου. 

 

Οι Εναγόμενοι 1-5 δεν πρόσφεραν οποιανδήποτε μαρτυρία και η Εναγόμενη 6 εταιρεία απέσυρε την ανταπαίτηση της εναντίον του αποβιώσαντος, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Για την ΜΕ3, το πρωτόδικο Δικαστήριο είπε ότι, στον βαθμό που αυτή γνώριζε προσωπικά τα γεγονότα, η μαρτυρία της ήταν αξιόπιστη, απέρριψε, όμως, τα συμπεράσματα της, εφόσον αυτά άγγιζαν τα επίδικα θέματα για τα οποία το μόνο αρμόδιο να τα κρίνει είναι το Δικαστήριο.

 

Για τον ΜΕ4, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε πως τα στοιχεία που ο μάρτυρας έλαβε ως δεδομένα για να ετοιμάσει τα τεκμήρια 8 και 9, οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας των ετών 1990 - 2006, δεν είχαν ασφαλές ή συμφωνημένο υπόβαθρο και, επομένως, τα συμπεράσματά του δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως μαρτυρία στην οποία το Δικαστήριο να μπορεί να βασιστεί.  Ο μάρτυρας έλαβε υπόψιν του ως δεδομένα, στοιχεία που αμφισβητούνταν, είτε από τους Εναγόμενους είτε από την Ενάγουσα, καθώς και καταστάσεις κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας, για τις οποίες ο ίδιος (ο ΜΕ4) δέχθηκε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρείας.  Ως αποτέλεσμα των προαναφερομένων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι καταστάσεις λογαριασμών που παρουσίασε ο μάρτυρας, ως τεκμήρια 8 και 9, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν ασφαλές υπόβαθρο για το Δικαστήριο και δεν τις αποδέχθηκε.

 

Για το τεκμήριο 4, που ήταν η έκθεση του ΜΕ4 για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, το πρωτόδικο Δικαστήριο επανέλαβε ότι είπε και για τα τεκμήρια 8 και 9, ότι, δηλαδή, βασιζόταν σε καταστάσεις λογαριασμών που οι Εναγόμενοι αμφισβητούν.  Δηλαδή, έλαβε ως δεδομένα στοιχεία που δεν μπορούσαν να αποτελέσουν ασφαλές πραγματικό υπόβαθρο.  Γι' αυτό, το Δικαστήριο ορθά δεν αποδέχτηκε και το τεκμήριο 4.

 

Για τον ΜΕ5 το πρωτόδικο Δικαστήριο είπε ότι ήταν ένας αναξιόπιστος μάρτυρας που μοναδικό σκοπό είχε να βοηθήσει την υπόθεση της Ενάγουσας και απέρριψε την μαρτυρία του.

 

Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα προαναφερόμενα ευρήματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην νομική πτυχή της υπόθεσης και ανέλυσε την υπόθεση Foss (ανωτέρω) παρατηρώντας ότι, ο κανόνας της υπόθεσης εκείνης είναι ότι, τα Δικαστήρια αρνούνται να ικανοποιήσουν αγωγές μειοψηφούντων μετόχων, οι οποίες εγείρονται προς όφελος και για λογαριασμό της εταιρείας, αναφορικά με τη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας από την πλειοψηφία ή από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, και δεν επεμβαίνουν στη διεύθυνση της εταιρείας, εκτός κατ' εξαίρεση στις εξής περιπτώσεις:

 

(α)   όταν η πράξη της εταιρείας έγινε καθ' υπέρβαση εξουσίας ή είναι παράνομη

 

(β)   όταν η πράξη συνιστά δόλο εναντίον της μειοψηφίας και οι αδικοπραγούντες διαθέτουν τον έλεγχο της εταιρείας

 

(γ)   όταν έχει παρατηρηθεί παρατυπία κατά τη ψήφιση ψηφίσματος, το οποίο απαιτούσε ειδική πλειοψηφία που δεν τηρήθηκε και

 

(δ)   όταν υπάρχει πράξη της εταιρείας η οποία παραβιάζει τα προσωπικά δικαιώματα συγκεκριμένου μετόχου.

 

Στη βάση των ευρημάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι οι αποβιώσας ήταν μειοψηφών μέτοχος στην εταιρεία, εφόσον κατείχε 700 από τις 2100 μετοχές της εταιρείας.  Έκρινε, ακόμη, ότι ο Εναγόμενος 4 δεν είχε οποιανδήποτε ανάμειξη στη διαχείριση της εταιρείας και αυτό προέκυπτε από τη μαρτυρία του ΜΕ2.  Από τη μαρτυρία που πρόσφερε η Ενάγουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης έκρινε ότι δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας για συμμετοχή και της Εναγόμενης 5 στις δραστηριότητες της εταιρείας, ή συγκατάθεσή της στις πράξεις και ενέργειες των Εναγομένων 1 και 2. 

 

Για την Εναγόμενη 3, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η μόνη μαρτυρία που την ενέπλεκε ήταν αυτή του ΜΕ5 αναφορικά με την πώληση «παλιοπραγμάτων» της εταιρείας, «του κουτουρού».  Το Δικαστήριο ορθά θεώρησε αυτή τη μαρτυρία ανεπαρκή για να καταλήξει σε οποιονδήποτε ενοχοποιητικό εύρημα.

 

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας για δόλο της πλειοψηφίας (δηλαδή των Εναγομένων) εναντίον του αποβιώσαντος μειοψηφούντος μετόχου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε. Συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε ότι οι Εναγόμενοι επωφελήθηκαν παράνομα από τα ενοίκια καταστήματος της εταιρείας και ότι δεν αποδείχθηκε αμέλεια των Εναγομένων στην πώληση εμπορευμάτων της εταιρείας σε τιμή υπέρμετρα και αδικαιολόγητα χαμηλή με παράλληλο όφελος για τους Εναγόμενους.  Για τα ενοίκια, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, σύμφωνα με τα ενώπιον του στοιχεία, και ιδιαίτερα τα τεκμήρια 2 και 11 (Δήλωση προς τον Επίσημο Παραλήπτη, Εκκαθαριστή της Εταιρείας), υπήρχε παραδοχή από πλευράς Εναγομένου 2, ότι τα ενοίκια που εισπράχθηκαν από το 1992 και μετά από τους Εναγόμενους 1 και 2, ανήκαν στην εταιρεία και γι' αυτά ήταν υπόλογοι οι Εναγόμενοι 1 και 2.

 

Για την κατ' ισχυρισμόν αμέλεια των Εναγομένων 1 και 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι αυτοί πώλησαν αντικείμενα της εταιρείας, τα οποία, όμως, η ίδια η Ενάγουσα χαρακτήρισε ως «παλιοπράγματα» και, επομένως, δεν διαπιστώθηκε πώληση εμπορευμάτων, αξίας, σε χαμηλότερη τιμή.

 

Για την πώληση εμπορευμάτων στις αποθήκες της εταιρείας, και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τεκμηριώθηκε οποιοσδήποτε δόλος.

 

Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, από τη μαρτυρία που προσκόμισε η Ενάγουσα, δεν στοιχειοθετούνταν οι ισχυρισμοί για πράξεις που συνιστούσαν δόλο εναντίον της μειοψηφίας, ή ότι οι Εναγόμενοι, ως αδικοπραγούντες, είχαν τον έλεγχο της εταιρείας, κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Κατά συνέπεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Ενάγουσα δεν δικαιούτο να καταχωρήσει παράγωγη αγωγή, αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τις εξαιρέσεις στον κανόνα της υπόθεσης Foss (ανωτέρω).  Περαιτέρω, όμως, η μαρτυρία που προσκόμισε η Ενάγουσα ήταν και τόσο αόριστη και αναξιόπιστη που δεν θα μπορούσε να αποδείξει τις απαιτήσεις της εναντίον των Εναγομένων.

 

Οι λόγοι έφεσης είναι είκοσι. 

 

Με τον πρώτο λόγο, προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως μη αποφασίζουσα όλα τα επίδικα θέματα και ως παραγνωρίζουσα ουσιώδεις ισχυρισμούς των Εφεσειόντων.

 

Με τον δεύτερο λόγο, προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η Ενάγουσα ήταν αναξιόπιστη μάρτυρας.  Αντί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να την κηρύξει ως ανίκανη μάρτυρα.

 

Με τον τρίτο λόγο, προσβάλλεται το πρωτόδικο εύρημα ότι η μαρτυρία του ΜΕ2 δεν αποτελούσε ασφαλές υπόβαθρο για να στηριχθεί σ' αυτό το Δικαστήριο.

 

Με τον τέταρτο λόγο, προσβάλλεται το πρωτόδικο εύρημα αναφορικά με τη μαρτυρία της ΜΕ3. 

 

Με τον πέμπτο λόγο, προσβάλλεται το πρωτόδικο εύρημα για τη μαρτυρία του ΜΕ4.

 

Με τον έκτο λόγο, προσβάλλεται το πρωτόδικο εύρημα ότι ο ΜΕ5 ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας.

 

Με τον έβδομο λόγο, προσβάλλεται το εύρημα ότι η μαρτυρία των ΜΕ6, 7 και 9 ήταν τυπική και ότι τα τεκμήρια που κατατέθηκαν από αυτούς δεν πρόσθεταν οτιδήποτε στην ουσία της υπόθεσης.  Οι ΜΕ7 και 9 είναι το ίδιο πρόσωπο (Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου) που κατέθεσε  τεκμήρια δύο φορές. 

 

Με τον όγδοο λόγο, προσβάλλεται η κατάληξη ότι η μαρτυρία του ΜΕ8 ήταν τυπική και δεν πρόσθετε οτιδήποτε στην ουσία της υπόθεσης.

 

Με τον ένατο λόγο προσβάλλεται η κατάληξη ότι από το τεκμήριο 11 συνάγεται ότι τα ενοίκια που εισπράχθηκαν από το 1992 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2008 από τους Εναγόμενους 1 και 2 θα αποστέλλονταν στον εκκαθαριστή της εταιρείας, ως λανθασμένη.

 

Με τον δέκατο λόγο, προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη ότι στη βάση της μαρτυρίας του ΜΕ5 δεν αποδείχθηκε αμέλεια των Εναγομένων 1 - 5.

 

Με τον ενδέκατο λόγο, προσβάλλεται και πάλι, εύρημα του Δικαστηρίου αναφορικά με το τεκμήριο 11, και, σύμφωνα με τον λόγο αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν έκρινε ότι το τεκμήριο 11 δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψιν σε σχέση μόνο με έναν ισχυρισμό και να αγνοηθεί για άλλους ισχυρισμούς.

 

Με τον δωδέκατο λόγο προσβάλλεται η παράλειψη να προβεί σε εύρημα για την αποδεικτική αξία του τεκμηρίου 4, το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Με τον δέκατον τρίτον λόγο προσβάλλονται τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αναφορικά με το τεκμήριο 1. 

 

Με τον δέκατον τέταρτο λόγο προσβάλλονται τα πρωτόδικα συμπεράσματα αναφορικά με το τεκμήριο 4.

 

Με τον δέκατον πέμπτο λόγο προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε δόλος εναντίον της μειοψηφίας.

 

Με τον δέκατον έκτον λόγο προσβάλλεται και πάλι το πρωτόδικο εύρημα για αοριστία και αναξιοπιστία της μαρτυρίας της Ενάγουσας.

 

Με τον δέκατον έβδομο λόγο προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη ως προς τα έξοδα, δηλαδή ότι αδικαιολόγητα επιδίκασε έξοδα υπέρ της Εναγόμενης 6 και εναντίον της Ενάγουσας.

 

Με τον δέκατον όγδοο λόγο προσβάλλεται ως αδικαιολόγητη η μη απόρριψη της ανταξίωσης των Εναγομένων 1-5 και, κατ' ακολουθίαν, η μη επιδίκαση εξόδων υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1-5.

 

Με τον δέκατον ένατο λόγο προσβάλλεται η μη επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων υπέρ της Ενάγουσας, στην περίπτωση που η Αγωγή θα επιτύγχανε και

 

Με τον εικοστό λόγο η Εφεσείουσα επιφυλάσσεται απλά να προσθέσει ή να τροποποιήσει λόγους έφεσης, αφού πάρει τα πρακτικά της υπόθεσης.

 

Μεγάλο μέρος των λόγων έφεσης αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.   Η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι πλούσια αναφορικά με το ζήτημα αυτό.   Το Εφετείο συνήθως δεν επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα, εκτός εάν αυτά καταλήγουν σε παράλογα αποτελέσματα ή φανερώνουν σφάλμα αρχής.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ή παράλογο αποτέλεσμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στην διατύπωση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ανέλυσε την ενώπιον του μαρτυρία και κατέληξε σε σαφή συμπεράσματα. 

 

Αναφορικά με την Ενάγουσα, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ήταν τόσο αόριστη και ασαφής η μαρτυρία της, που δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο στο οποίο να μπορεί να στηριχθεί το Δικαστήριο.  Για τον ΜΕ2, επίσης συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο μάρτυρας δεν έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις ούτε σαφή μαρτυρία αναφορικά με γεγονότα που θα έπρεπε να γνωρίζει ως υπάλληλος της εταιρείας κατά τον ουσιώδη χρόνο, και ως υιός του αποβιώσαντος διευθυντή της εταιρείας. Επομένως, δεν μπορούμε να επέμβουμε ούτε στο εύρημα για τον ΜΕ2.  Για την ΜΕ3, η οποία ήταν μία από τους δικηγόρους της Ενάγουσας, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, παρόλο που η μάρτυρας ήταν φιλαλήθης, δεν θα ήταν ορθό το πρωτόδικο Δικαστήριο απλώς να υιοθετήσει τα δικά της συμπεράσματα επί των επιδίκων θεμάτων.  Δεν είναι οι μάρτυρες που αποφασίζουν τα επίδικα θέματα, αλλά το Δικαστήριο. 

 

Για τον ΜΕ4, και πάλι συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, τα στοιχεία που έλαβε υπόψιν του ως δεδομένα για να ετοιμάσει τις μη ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας των ετών 1990 - 2006, τεκμήρια 8 και 9, δεν ήταν, στην πραγματικότητα, δεδομένα, εφόσον αμφισβητούνταν από τη μία ή την άλλη πλευρά.  Ο μάρτυρας, λοιπόν, θεώρησε ότι ενεργούσε πάνω σε συμφωνημένη βάση, ενώ, στην πραγματικότητα, αυτό δεν ίσχυε.  Για τον ΜΕ5, συμφωνούμε με το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας.  Ο μάρτυρας αυτός, ενώ δεν είδε το περιεχόμενο των βιβλίων και των αποδείξεων που καταστράφηκαν και πετάχτηκαν από το κατάστημα της εταιρείας, δήλωνε βέβαιος ότι ήταν τα βιβλία και οι αποδείξεις της εταιρείας, χωρίς, όμως, να έχει γνώση.  Ενώ συμφώνησε ότι τα αντικείμενα που πωλήθηκαν σ' αυτόν προς ΛΚ2.500 ήταν «παλιοπράγματα», εντούτοις προσπάθησε να αποδώσει αμέλεια και ευθύνη στους Εναγόμενους για την πώληση αυτών των αντικειμένων.  Συμφωνούμε, ακόμα, με την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή ότι, οι ΜΕ6 και 7 ήταν τυπικοί μάρτυρες, αφού παρουσίασαν μόνο τεκμήρια, και συγκεκριμένα τα τεκμήρια 11, 12, 13, 20, 21 και 22.  Όση σημασία και αν είχαν τα παρουσιασθέντα τεκμήρια, συμφωνούμε πως η συμβολή των μαρτύρων αυτών στην όλη παρουσίαση της υπόθεσης της Εφεσείουσας ήταν τυπική.  Ο ΜΕ8, ο οποίος ήταν ενοικιαστής του καταστήματος της εταιρείας στην Πάφο κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν αντεξετάστηκε και, προφανώς, η μαρτυρία του έγινε δεκτή.   Αυτός ο μάρτυρας κατέθεσε τα τεκμήρια 14 - 19 και, συγκεκριμένα, από το τεκμήριο 16 φαίνεται ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 υπογράφουν «δια την εταιρεία Αδελφοί Λοϊζίδη Λτδ».   Ορθά, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία των ΜΕ6, 7, 8 και 9 ήταν τυπική και, πέραν από την κατάθεση των τεκμηρίων, δεν πρόσθεσαν, ουσιαστικά, στην ουσία της υπόθεσης. Συναφώς, παρατήρησε το Δικαστήριο ότι οι ΜΕ7 και 9 ήταν η ίδια η Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία κλητεύθηκε δύο φορές για να καταθέσει τεκμήρια.

 

Δεν μπορούμε, επομένως, να συμφωνήσουμε με την Εφεσείουσα ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, μεμπτά.  Ούτε και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει σημαντική μαρτυρία. 

 

Αναφορικά με το τεκμήριο 11, επίσης δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την Εφεσείουσα.  Το τεκμήριο 11 ήταν κατάθεση του Εναγόμενου 2 στον Επίσημο Παραλήπτη - Εκκαθαριστή αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, η οποία βρίσκεται σε εκκαθάριση.  Ο Εναγόμενος 2, στην κατάθεση-δήλωση του, παραδέχεται ότι, τα ενοίκια από το 1992, του καταστήματος της εταιρείας στην Πάφο, εισπράττονταν από τον ίδιο και τον Εναγόμενο 1, οι οποίοι ήταν υπόλογοι γι' αυτά.  Επομένως, δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι από το τεκμήριο 11 αποδεικνύεται δόλος (δόλια απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων) εκ μέρους των Εναγομένων 1 και 2 και εις βάρος της εταιρείας ή της μειοψηφίας, δεδομένου ότι επρόκειτο για επίσημη δήλωση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, στον Επίσημο Παραλήπτη ως εκκαθαριστή της εταιρείας.

 

Κρίνουμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, λεπτομερώς και ορθά προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα ευρήματα αξιοπιστίας, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψιν του ενώπιον του μαρτυρία ή τεκμήρια, τα τεκμήρια ορθά τα αξιολόγησε, και ορθά παραγνώρισε συμπεράσματα του ΜΕ4, τα οποία δεν είχαν στέρεο υπόβαθρο, και, συγκεκριμένα, ορθά αξιολόγησε, μεταξύ άλλων, τα τεκμήρια 1, 4, 8 και 11.

 

Στηριζόμενο, λοιπόν, στα προαναφερόμενα ευρήματα και συμπεράσματα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετούνταν οι ισχυρισμοί για δόλο των Εναγομένων εναντίον της μειοψηφίας, ή εναντίον της εταιρείας ή για αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων των Εναγομένων 1 και 2, ή οποιουδήποτε άλλου ή για οτιδήποτε άλλο μεμπτό η Ενάγουσα καταλόγισε στους Εναγόμενους 1 και 2 και, κατ' επέκταση, στους Εναγόμενους 3, 4 και 5.

 

Κατά την εκτίμηση μας, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ορθά εφάρμοσε τις σχετικές νομικές αρχές και ιδιαίτερα τον κανόνα στη Foss v. Harbottle και τις εξαιρέσεις.  Ο κανόνας της προαναφερόμενης παλιάς αυθεντίας είναι ότι δεν επιτρέπονται αγωγές από μετόχους μειοψηφίας για λογαριασμό και προς όφελος της εταιρείας, οι οποίες αφορούν στη διαχείριση-διεύθυνση της εταιρείας, εκτός αν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις για να επιτραπεί κάτι τέτοιο.  

 

Τα Δικαστήρια δεν ενθαρρύνουν την καταχώρηση αγωγών, από μειοψηφούντες μετόχους σε σχέση με τη διαχείριση-διεύθυνση μιας εταιρείας, όταν εκείνο για το οποίο παραπονείται ο μειοψηφών μέτοχος μπορεί να θεραπευθεί με επικυρωτική απόφαση της πλειοψηφίας της εταιρείας, και τούτο διότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, η καταχώρηση αγωγής από τη μειοψηφία καθίσταται άνευ αντικειμένου όταν η αδικοπραξία θεραπευθεί από απόφαση της πλειοψηφίας της εταιρείας.  Στην περίπτωση αδικοπραξίας που δεν θεραπεύεται με επικυρωτική απόφαση της πλειοψηφίας της εταιρείας, αναγνωρίζεται δικαίωμα σε μειοψηφούντα μέτοχο να εγείρει αγωγή, εναντίον των μετόχων πλειοψηφίας που έχουν τον έλεγχο της εταιρείας, για λογαριασμό και προς όφελος της εταιρείας, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις όπου η εταιρεία ενεργεί ultra vires ή με δόλο εναντίον της μειοψηφίας (Δέστε Gower and Davies' Principles of Modern Company Law, 7η έκδοση, σελ. 449 και επόμενες).  Στην Αγγλία, βέβαια, υπήρξε νομοθετική παρέμβαση, η οποία έθεσε αυτά τα ζητήματα του εταιρικού δικαίου πάνω σε διαφορετική βάση, στην Κύπρο όμως, ακολουθούμε τις αρχές του κοινοδικαίου, όπως διατυπώθηκαν στην Foss (ανωτέρω) και σε επόμενες σχετικές αποφάσεις.

 

Στην υπόθεση Πιρίλλης v. Κουή (2004) 1 Α.Α.Δ. 136, το Εφετείο ασχολήθηκε με ζήτημα παράγωγης ή/και αντιπροσωπευτικής αγωγής (derivative action) σε περίπτωση όπου οι δύο μέτοχοι είχαν από 50% ο καθένας.  Έγινε αναφορά στην Foss (ανωτέρω) και τονίστηκε ότι οι περισσότερες υποθέσεις, στις οποίες επιτρέπεται παράγωγη αγωγή, αφορούν σε περιπτώσεις όπου οι πλειοψηφούντες μέτοχοι έχουν τον έλεγχο της εταιρείας και καταδολιεύουν τη μειοψηφία ή την εταιρεία, χρησιμοποιώντας, ταυτόχρονα, τον έλεγχο τους επί της εταιρείας για να μην εγείρουν οποιανδήποτε αγωγή εκ μέρους της.  Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι, διευθυντές ή διοικητικοί σύμβουλοι μιας εταιρείας, δεν έχουν δικαίωμα να θυσιάζουν τα συμφέροντα της εταιρείας προς όφελος των ιδίων (Δέστε Cook v. Deeks (1916) 1 AC 554, PC (Can)).

 

Έχοντας υπόψιν τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τον νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης και κατέληξε σε ορθό αποτέλεσμα.  Η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η ανάλυση του ως προς τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δεν παρουσιάζουν οποιονδήποτε σφάλμα, ούτε και η αξιολόγηση των ενώπιον του τεκμηρίων παρουσιάζει οτιδήποτε το μεμπτό. 

 

Το ζήτημα των εξόδων της αγωγής ήταν στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία ασκήθηκε ορθά.   Εφόσον κρίθηκε ότι η αγωγή ήταν αβάσιμη και ατεκμηρίωτη, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος να μην επιδικαστούν έξοδα εις βάρος της Ενάγουσας-Εφεσείουσας, ενώ η ανταπαίτηση της εταιρείας αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά ή αξίωση για έξοδα.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, θεωρούμε όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους και, κατά συνέπεια, η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

 

 

                                                        Π.

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

/ΜΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο