ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D392
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 159/2017
7 Νοεμβρίου, 2017
[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΛΙΤΣΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΖΟΥΓΚΡΟΥ ΓΙ' ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΆΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠOΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 2112/14 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ Η/ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11/4/2014 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ' ΑΡ. 2112/14
ΚΑΙ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΟΝΤΕΑΣ
Παραπονούμενη
ΚΑΙ
ΛΙΤΣΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΖΟΥΓΚΡΟΥ,
Κατηγορούμενης
..........
K. Kώστα (κα) για Κωνσταντίνου ΔΕΠΕ, για την αιτήτρια
..........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Με την υπό εξέταση αίτηση, η αιτήτρια εξαιτείται άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση της απόφασης και/ή του πρακτικού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 11/4/14 στην Ποινική Υπόθεση 2112/14. Επιδιώκεται επίσης άδεια του Δικαστηρίου για μεταφορά του φακέλου της υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο καθώς και αναστολή της ισχύος του εντάλματος φυλάκισης με αρ. 4314/14 που εκδόθηκε στα πλαίσια της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί από πλευράς αιτήτριας με την ένορκη δήλωση της που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, είχε καταχωρηθεί εναντίον της η Ποινική Υπόθεση με αρ. 2112/14 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας που αφορούσε στο αδίκημα της παράλειψης καταβολής προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή αριθμού δόσεων κατά τις ημερομηνίες που κατέστησαν πληρωτέες, δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία κατά παράβαση των άρθρων 3(1)(γ)(3) και 4(2)(3) του Νόμου 60(1)/08.
Συγκεκριμένα το κατηγορητήριο αφορούσε στις δόσεις από 1/3/09 μέχρι 1/2/14. Στις 11/4/14 η αιτήτρια εμφανίστηκε στο Δικαστήριο στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης αρ. 2112/14 και μη γνωρίζοντας από δικαστικές διαδικασίες αποδέχθηκε να εκδοθεί εναντίον της διάταγμα καταβολής του ποσού των €30.000 πλέον €125 έξοδα πλέον ΦΠΑ και €11 έξοδα επίδοσης. Εκτός από το διάταγμα πληρωμής των πιο πάνω ποσών εκδόθηκε και διάταγμα αναστολής εκτέλεσης πληρωμής τους για περίοδο έξι μηνών από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος. Επιβλήθηκε περαιτέρω στην αιτήτρια και πρόστιμο εκ €300. Στη συνέχεια εκδόθηκε το ένταλμα με αρ. 4314/14 για το συνολικό ποσό των €30.459,75. Είναι εισήγηση της αιτήτριας ότι το Δικαστήριο δεν άσκησε με ορθό τρόπο τη διακριτική του ευχέρεια και/ή εξουσία κατά την έκδοση του πιο πάνω διατάγματος και/ή απόφασης. Η διαδικασία δε που ακολούθησε το Δικαστήριο είναι καταχρηστική και η απόφαση λανθασμένη εφόσον δεν προηγήθηκε του διατάγματος πληρωμής του ποσού, αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 4(3) του Νόμου 60(1)/2008.
Κατά την ακρόαση της υπό κρίση αίτησης η δικηγόρος που εμφανίστηκε για την αιτήτρια τόνισε στην αγόρευση της το δικαιολογημένο της αίτησης υποστηρίζοντας ότι ο χρόνος που διέρρευσε δεν είναι τέτοιος που να εμποδίζει την αιτήτρια να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο για certiorari, ενόψει του ότι μόλις πρόσφατα πληροφορήθηκε τα διαβήματα για εκτέλεση της απόφασης.
Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση.» Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. (Βλ. Αίτηση του Dmytro Firtash (2013) 1 (Γ) AAΔ 2491, και Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.α. (2012) 1 (Α) ΑΑΔ 878).
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Aίτηση του Σάββα Ιωάννη Κασπαρή (2013) 1(Γ) ΑΑΔ 2476 και Αίτηση Μarewave Shipping & Trading Company Ltd. (1992) 1 AAΔ 116).
Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, Κεφ. 4, σελ. 127-128 αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με ένταλμα της φύσης certiorari δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις. Δεν είναι αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας. Όταν όμως, πάντοτε εκ πρώτης όψεως, η διαδικασία είναι κανονική και το κατώτερο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για certiorari δεν θα εκδώσει σχετικό διάταγμα επειδή το Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο. Όπως αποφασίστηκε επίσης στην Αίτηση Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ. (αρ. 3) (1996) 1(Β) ΑΑΔ 1066 το ένταλμα certiorari δεν αποτελεί υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε ενεργεί ως έφεση υπό μεταμφίεση και ούτε ως μέσο επανακρόασης των ιδίων ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο δικαστήριο.
Όπως επισημάνθηκε στη δικηγόρο της αιτήτριας απουσιάζει από το φάκελο τόσο το πρακτικό του Δικαστηρίου όσο και το συνταγμένο διάταγμα που να βεβαιώνουν τα όσα η αιτήτρια υποστηρίζει ότι έλαβαν χώρα κατά τη δικάσιμο της 11/4/14 που είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση του διατάγματος πληρωμής του ποσού των €30.000 πλέον ΦΠΑ και των εξόδων μαζί με την επιβολή προστίμου. Ως εκ τούτου το παρόν Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να βεβαιώσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενήργησε το Δικαστήριο εκδίδοντας το διάταγμα όπως και το περιεχόμενο του, που συνιστά το αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης.
Από την Κυπριακή νομολογία προκύπτει ότι εντάλματα της φύσης certiorari μπορούν να εκδοθούν σε περίπτωση όπου παρίσταται ανάγκη διόρθωσης νομικού σφάλματος ή αντικανονικότητας της διαδικασίας που είναι καταφανή από τα πρακτικά (βλ. Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα Πέτρου Αρτέμη, παραγ. 4.23, σελ. 125 και R. V. Northumberland Compensation Appeal Tribunal - Ex parte Shaw (1952) 1 All. E.R. 122). Η έννοια του πρακτικού υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση R. ν. Preston, Supplementary Benefits Appeal Tribunal, Ex. Parte Moore (1975) 2 All E.R. 807, όπου στη σελ. 810 αναφέρονται τα εξής:
"The two cases before us arise out of applications for an order of certiorari. They are brought under the established power of the High Court to supervise inferior tribunals. The High Court can quash any decision of an inferior tribunal for error of law which appears on the face of the record. The 'record' is generously interpreted so as to cover all the documents in the case. An 'error of law' is also interpreted generously so as to include a wrong interpretation of an act or a wrong application of it to the facts of the case."
Ο όρος «πρακτικό» (record) σημαίνει κατά κανόνα το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και οτιδήποτε άλλο που με ρητή αναφορά ενσωματώνεται σε αυτό (βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδ. παραγρ. 84, σελ. 107 και Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Πέτρου Αρτέμη, παραγρ. 4.30, σελ. 129). Το νομικό σφάλμα πρέπει να είναι έκδηλο στο πρακτικό και το πρακτικό, χωρίς προσθήκες ή ένορκες δηλώσεις, είναι η ελεγχόμενη απόφαση. Στην Αίτηση Ονουφρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 315, αποφασίστηκε ότι εφόσον δεν είχε παρουσιαστεί η επίδικη απόφαση ή το διάταγμα, το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τους ισχυρισμούς του αιτητή και να καταλήξει σε συμπέρασμα αν και κατά πόσον υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα.
Ενόψει των πιο πάνω η παράλειψη προσκόμισης του πρακτικού της 11/4/14 στο οποίο να εμφαίνονται οι εμφανίσεις και οι δηλώσεις της κάθε πλευράς που οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης καθώς και της ίδιας της απόφασης στην οποία να καταγράφεται το περιεχόμενο της ώστε να διαφανεί κατά πόσο προκύπτει συζητήσιμη υπόθεση, εκθεμελιώνει το υπόβαθρο και το σύννομο της αίτησης.
Παρά την πιο πάνω διαπίστωση και στη περίπτωση ακόμα που παρουσιάζετο το πρακτικό και η απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 11/4/14 και επιβεβαιώνοντο τα όσα ισχυρίζεται η αιτήτρια στην ένορκη δήλωση της δεν θα της παραχωρείτο η αιτούμενη άδεια, εφόσον εκείνο που επιζητεί ουσιαστικά δεν είναι ο έλεγχος της νομιμότητας του διατάγματος, αλλά η αναθεώρηση της ορθότητας και/ή ανατροπή της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 11/4/14 που μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια έφεσης. Δεν είναι όμως αυτός ο σκοπός του εντάλματος certiorari.
Σύμφωνα με τη νομολογία η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για έλεγχο με προνομιακό ένταλμα certiorari αποτελεί επίσης λόγο άρνησης του. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για έκδοση εντάλματος certiorari λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης. (Βλ. Halsbury΄s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 1(1) παραγρ. 170).
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα (ανωτέρω) παραγρ. 4.68 και 4.69, στην Κύπρο δεν εκδόθηκε Διαδικαστικός Κανονισμός που να ρυθμίζει τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων, όμως διαπιστώνεται από τη νομολογία μας ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ακολουθεί τους Αγγλικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς υιοθετώντας ανάλογη πρακτική. Αυστηρός χρονικός περιορισμός για λήψη μέτρων προς εξασφάλιση προνομιακού εντάλματος δεν ισχύει στην Κύπρο. Αναφέρεται περαιτέρω ότι το θέμα της προθεσμίας για ένταλμα certiorari αντιμετωπίζεται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης, χωρίς να καθορίζονται χρονικά πλαίσια. Σε τέτοια περίπτωση η κάθε υπόθεση εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των δικών της περιστατικών και το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια μπορεί να αρνηθεί την έκδοση προνομιακού εντάλματος αν διαπιστώσει την ύπαρξη μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης. Η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα στις υποθέσεις In Re Smith (1989) 1 C.L.R. 416, όπου η αίτηση καταχωρήθηκε 18 μήνες μετά την έκδοση του διατάγματος, και Αίτηση Σταυρή Θεοδούλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 428, όπου η αίτηση καταχωρήθηκε μετά 8 χρόνια. Επίσης στην υπόθεση In Re Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 302 αναφέρθηκε ότι το θέμα του χρόνου είναι ουσιώδους σημασίας και στην απουσία επαρκούς δικαιολογίας για την καθυστέρηση δικαιολογείται το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση.
Στην υπό κρίση περίπτωση δεν τέθηκε καμιά δικαιολογία για την καθυστέρηση που παρατηρείται στην προώθηση της αίτησης. Το χρονικό διάστημα των 31/2 χρόνων περίπου που παρήλθε από την έκδοση της απόφασης, έθετε αυξημένο βάρος στην αιτήτρια να δικαιολογήσει την καθυστέρηση. Δεν απέσεισε το βάρος αυτό. Το γεγονός ότι αρχές Οκτωβρίου του 2017 πληροφορήθηκε από την Αστυνομία για το εναντίον της ένταλμα δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για να δικαιολογηθεί η καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης. Με βάση τα στοιχεία που η ίδια παρέθεσε με την ένορκη δήλωση της, ήταν παρούσα κατά την έκδοση της απόφασης και συνεπώς γνώστρια του περιεχομένου της και σε τι αφορούσε. Το ένταλμα ήταν απόρροια της απόφασης η ακύρωση της οποίας σκοπείται με τη διαδικασία certiorari. Συνεπώς η παρούσα αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης δια κλήσεως για certiorari θα πρέπει να απορριφθεί επιπρόσθετα και γι' αυτό το λόγο.
Για τους πιο πάνω λόγους η παρούσα αίτηση δεν εγκρίνεται και απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΚΑΣ