ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Δημήτρης Βάκης για Χρίστος Βάκης amp;amp;amp; Σία, για τους Εφεσείοντες / Ενάγοντες Ρία Χαραλάμπους (κα) για Ν. Παπαγεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους / CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-11-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ κ.α. ν. ΑSTROBANK LIMITED (πρώην ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ), Πολιτική Έφεση Αρ. 102/2012, 8/11/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A393

                                                                                                                          ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 102/2012)

 

8 Νοεμβρίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/στές]

 

1.   ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

2.   ΜΑSSIF STOCKS LTD 

Εφεσειόντων / Εναγομένων

και

ΑSTROBANK LIMITED (πρώην ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ)

Εφεσιβλήτων / Εναγόντων

 

_________________________

 

Δημήτρης Βάκης για Χρίστος Βάκης & Σία,  για τους Εφεσείοντες / Ενάγοντες

Ρία Χαραλάμπους (κα) για Ν. Παπαγεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους /

Εναγόμενους

__________________________

 

       Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Με την αγωγή της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Ενάγουσα Τράπεζα - Εφεσίβλητη, η οποία, σύμφωνα με το πρωτόδικο εύρημα, τον Οκτώβριο του 2008, εξαγόρασε νόμιμα τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της εταιρείας Euroinvestment & Finance LtdEuroinvestment), αξίωσε από τους Εναγόμενους-Εφεσείοντες:

 

(α) Απόφαση δια ποσόν £270.898.42 (€462.857,43) με τόκο 10,5% ετησίως από 7.8.2002 και έξοδα, εναντίον του Εναγόμενου 1 και

 

(β) Διάταγμα, εναντίον της Εναγόμενης 2, για πώληση  91.000 μετοχών της Libra Holidays Group Libra) προκειμένου το προϊόν να κατατεθεί έναντι των υποχρεώσεων του Εναγόμενου 1 και τυχόν περίσσευμα να επιστραφεί στην Εναγόμενη 2. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του ημερομηνίας 13.1.2012, αφού αναφέρθηκε στα πολυσέλιδα δικόγραφα, τα επίδικα θέματα και την ενώπιον του μαρτυρία, την οποία και αξιολόγησε, προέβη σε ευρήματα αναφορικά με τα γεγονότα και εφάρμοσε τις σχετικές νομικές αρχές επί των γεγονότων, καταλήγοντας σε έκδοση απόφασης υπέρ της Εφεσίβλητης - Ενάγουσας και εις βάρος του πρώτου Εναγόμενου - πρώτου Εφεσείοντα για ποσό €451.500,75 με τόκο 10,5% ετησίως από 7.8.2002 και έξοδα και εις βάρος της Εναγόμενης 2 - Εφεσείουσας 2 εξέδωσε το προαναφερόμενο διάταγμα. 

 

Οι Εναγόμενοι - Εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει υπεράσπιση και ανταπαίτηση, στην οποία ισχυρίζονταν:

 

(α) ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ημερομηνίας 20.8.1999 (η πρώτη συμφωνία) ήταν παράνομη και άκυρη επειδή η Εφεσίβλητη δεν είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, άδεια ασκήσεως τραπεζικών εργασιών

 

(β) ότι η Εφεσίβλητη ήταν υπόλογη για απάτη, ψευδείς παραστάσεις και απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων, καθώς και αμέλεια κατά τη διαχείριση του λογαριασμού του Εναγόμενου 1 και

 

(γ) με την ανταπαίτηση αξιούσαν το ποσό των £191.000,00, το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία των μετοχών που ενεχυρίασαν προς όφελος της Εφεσίβλητης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση και την ανταπαίτηση με την οποία ζητείτο το προαναφερόμενο ποσό με τόκο 9% ετησίως από 18.12.2000 καθώς και δηλωτική απόφαση ότι οι δύο συμφωνίες που υπογράφησαν μεταξύ των διαδίκων ήταν άκυρες και, κατά συνέπεια, το αξιούμενο χρέος του Εναγόμενου 1, μη υφιστάμενο.

 

Κατά την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη την μαρτυρία των μαρτύρων Εναγόντων 1 και 2 και απέρριψε ως αναξιόπιστη  την  μαρτυρία  του  Εναγόμενου  1.    Αναφορικά  με   τον   ΜΕ 2 κ. Κ. Πουλλή, Ανώτερο Διευθυντή της Διεύθυνσης Ρυθμίσεως και Εποπτείας Τραπεζικών Ιδρυμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν παρείχετο έδαφος μη αποδοχής οποιουδήποτε σημείου της μαρτυρίας του, αφενός λόγω της ιδιότητος του και αφετέρου λόγω της φύσεως της μαρτυρίας του.  Η μαρτυρία του έγινε στο σύνολό της δεκτή.  Δεκτή έγινε και η μαρτυρία του ΜΕ 1, ως προς τα βασικά της σημεία. 

 

Η μαρτυρία του Εναγόμενου 1 - Εφεσείοντα 1, απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη.  Έγινε, όμως, δεκτό το σημείο της μαρτυρίας του  ότι η πρώτη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων δεν υπογράφηκε την 1.9.1999, όπως αναγράφεται σε αυτήν, αλλά σε ημερομηνία μεταξύ 20.8.1999 και 24.8.1999.  Ο Εναγόμενος 1 ήταν ο κύριος μέτοχος και διευθυντής της Εναγόμενης 2.

 

Με βάση τα προαναφερόμενα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προαναφερόμενη εταιρεία Euroinvestment, ασκούσε, με άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, περιορισμένης φύσεως τραπεζικές εργασίες, πολύ πιο πριν από τις 27.8.1999, που εξασφάλισε την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα και με την επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 27.8.1999, Τεκμήριο 2.   Ο Εναγόμενος 1 - Εφεσείων 1 υπέβαλε αίτηση για δανειοδότηση από την Euroinvestment ύψους £50.000, υπό την μορφή πιστωτικού ορίου για σκοπούς επενδύσεων στο ΧΑΚ, η οποία εγκρίθηκε την 31.8.1999 (Τεκμήριο 5) και την επόμενη, υπεγράφη και η σχετική συμφωνία χρηματοδότησης, (Τεκμήρια 11 και 11α), η οποία ήταν η πρώτη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.  Κατ' ακολουθίαν της πρώτης συμφωνίας ανοίχθηκε υπ' ονόματοι του Εναγόμενου 1, λογαριασμός και η πρώτη χρηματιστηριακή πράξη έγινε στις 24.8.1999, με χρέωση στις 25.8.1999.  Η Euroinvestment έστελλε ειδοποιήσεις στον Εφεσείοντα 1 για τις χρηματιστηριακές πράξεις και για υπέρβαση του εγκριθέντος ορίου του.  Με την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας, η προαναφερόμενη εταιρεία έθεσε στη διάθεση του Εναγόμενου 1 πιστωτικό όριο ύψους £50.000 για αγοραπωλησίες μετοχών, μέσω της χρηματιστηριακής εταιρείας CLR, προς την οποίαν ο Εναγόμενος 1 είχε ήδη δώσει, από την 1.8.1999, σχετικό πληρεξούσιο.  Τρεις μήνες μετά την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας, στις 29.11.1999, το πιστωτικό όριο του Εφεσείοντα 1 αυξήθηκε, κατόπιν αιτήσεως του, στις £100.000, και στη συνέχεια, στις 26.1.2001, αυξήθηκε μόνιμα στις £150.000 με ενδιάμεση προσωρινή αύξηση στις  £200.000.

 

Δεκαέξι μήνες μετά την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας, στις 18.12.2000, ο πρώτος Εφεσείοντας ακύρωσε το πληρεξούσιο προς την CLR και στη θέση της διόρισε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του το χρηματιστηριακό γραφείο C.N. H"GAVRIEL STOCKBROKERS LTD.  Κατ' ακολουθίαν, υπογράφηκε αυθημερόν η δεύτερη συμφωνία και το έγγραφο ενεχυρίασης από την Εφεσείουσα 2 των 91.000 μετοχών της προαναφερόμενης εταιρείας Libra.  Οι όροι της δεύτερης συμφωνίας είναι ταυτόσημοι με τους όρους της πρώτης, με μόνη διαφορά την αλλαγή του χρηματιστή και την παροχή της περαιτέρω εξασφάλισης με την ενεχυρίαση των 91.000 μετοχών της Libra.   Η δεύτερη συμφωνία τερματίστηκε λόγω υπέρβασης του ορίου, η Euroinvestment προχώρησε σε πώληση των μετοχών του Εφεσείοντα 1 που ήταν εγγεγραμμένες επ' ονόματοι της θυγατρικής της εταιρείας EMF, όχι όμως και των 91.000 μετοχών της LibraTο χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του πρώτου Εφεσείοντα διαμορφώθηκε στις £262.635,35. 

 

Τον Οκτώβριο του 2008, η Τράπεζα Πειραιώς, που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Αstrobank Ltd, εξαγόρασε μόνιμα τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της προαναφερόμενης Euroinvestment

 

Τα επίδικα θέματα, όπως τα εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν:

 

(α) το κατά πόσον η Ενάγουσα νομιμοποιείτο στη συνέχιση της αγωγής

 

(β) κατά πόσον η πρώτη συμφωνία ήταν άκυρη και αντικαταστάθηκε από τη δεύτερη συμφωνία,

 

(γ) κατά πόσον η Euroinvestment είχε τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του Εναγόμενου 1 και, αν ναι, κατά πόσον επέδειξε αμέλεια ή παράβαση καθήκοντος κατά τη διαχείριση του

 

(δ) κατά πόσον η συμφωνία ενεχυρίασης των μετοχών LIBRA ήταν έγκυρη, και

 

(ε)  κατά πόσον οι Εναγόμενοι - Εφεσείοντες νομιμοποιούνταν στις θεραπείες που αξίωναν με την ανταπαίτηση τους.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής απάντησε τα προαναφερόμενα ερωτήματα ως εξής: 

 

Η Ενάγουσα - Εφεσίβλητη δικαιούτο να προωθήσει την αγωγή της εφόσον εξαγόρασε νόμιμα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Euroinvestment και έγινε και σχετική δημοσίευση της γνωστοποίησης της μεταβίβασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου (Ν.64(1)/1997). Σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 3, 4 και 5 του Νόμου, οποιαδήποτε αγωγή εκκρεμούσε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, μπορούσε να συνεχιστεί από την αποκτώσα τράπεζα και, επομένως, δεν υπήρχε κώλυμα στη συνέχιση της αγωγής, από την Εφεσίβλητη.

 

Αναφορικά με την εγκυρότητα της πρώτης συμφωνίας και την αντικατάσταση της από τη δεύτερη, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πρώτη συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ 20 και 24.8.1999, σε καμμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να κριθεί ως άκυρη στη βάση παρανομίας, εφόσον η Euroinvestment ασκούσε, με άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, περιορισμένης φύσεως τραπεζικές εργασίες και πριν τις 27.8.1999.   Ακόμα, όμως, και αν η πρώτη συμφωνία ήταν παράνομη, το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι η δανειοδότηση του Εναγόμενου 1 δεν ήταν παράνομη πράξη και βασίστηκε στην υπόθεση Παπαδόπουλος v Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 A.A.Δ. 2091.  Ως προς την αντικατάσταση της πρώτης συμφωνίας με την δεύτερη, το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε καταφατικά, ότι δηλαδή η πρώτη συμφωνία αντικαταστάθηκε από την δεύτερη.

 

Για την κατ' ισχυρισμόν διαχείριση του χαρτοφυλακίου του Εναγόμενου 1 από την Euroinvestment, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε και σε σχετική νομολογία, όπου τέθηκαν παρόμοια θέματα, όπως στην Παπαδόπουλος  (ανωτέρω), συμπέρανε ότι η Euroinvestment δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του πρώτου Εφεσείοντα, υπό την έννοια της άσκησης διακριτικής ευχέρειας και λήψης αποφάσεων για οποιανδήποτε αγοραπωλησία του, αλλά το μόνο που έκανε ήταν η χρηματοδότηση των συναλλαγών του.   Έπεται ότι η κατ' ισχυρισμόν αμέλεια ή παράβαση καθήκοντος της Εφεσίβλητης για πώληση των μετοχών του Εναγόμενου 1 - Εφεσείοντα 1 δεν μπορούσε να γίνει δεκτή.

 

Σε σχέση με την εγκυρότητα της συμφωνίας ενεχυρίασης των 91.000 μετοχών της LIBRA, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Euroinvestment νόμιμα τερμάτισε την μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και ότι η Ενάγουσα - Εφεσίβλητη δικαιούτο σε απόφαση για το ποσό των €451.500,75 (£264.251,65) πλέον τόκο 10,5% ετησίως από 7.8.2002, το οποίο αντιστοιχεί στο υπόλοιπο που παρουσίαζε ο λογαριασμός την αντίστοιχη ημερομηνία.  Επίσης δικαιούτο και σε διάταγμα για πώληση των 91.000 ενεχυριασθεισών μετοχών της LIBRA.  Τελικά, απέρριψε την ανταπαίτηση με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων.

 

Με την υπό εξέταση έφεση, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη, με οκτώ λόγους.

 

Ο πρώτος λόγος αφορά στο κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένο πρωτόδικο εύρημα ότι η Euroinvestment είχε άδεια, από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, διεξαγωγής περιορισμένης φύσης τραπεζικών εργασιών, πριν την 27.8.1999.

 

Ο δεύτερος λόγος αφορά στην κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ2 κ. Πουλλή στο σύνολό της.

 

Ο τρίτος λόγος αφορά και πάλι σε κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, από το τεκμήριο 2, επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας, ημερομηνίας 27.8.1999, επιβεβαιώνεται ότι η Euroinvestment ασκούσε, με άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, περιορισμένης φύσεως τραπεζικές εργασίες πολύ πριν από τις 27.8.1999.

 

Ο τέταρτος λόγος αφορά στο κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η δανειοδότηση του Εναγόμενου 1 - Εφεσείοντα 1, δυνάμει της πρώτης συμφωνίας, δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, παράνομη.

 

Ο πέμπτος λόγος αφορά, και πάλι, στην κατ' ισχυρισμόν παρανομία της πρώτης συμφωνίας.

 

Ο έκτος λόγος αφορά στο κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένο πρωτόδικο εύρημα ότι η πρώτη συμφωνία αντικαταστάθηκε από τη δεύτερη.

 

Ο έβδομος λόγος αφορά σε κατ' ισχυρισμόν σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση για ποσό €451.500,75 με τόκο προς 10,5% ετησίως, χωρίς οποιανδήποτε απόδειξη εκ μέρους της Ενάγουσας - Εφεσίβλητης για το ύψος του οφειλόμενου ποσού και το ύψος του επιτοκίου.

 

Ο όγδοος λόγος προσβάλλει ως εσφαλμένη την, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έκδοση διατάγματος πωλήσεως των ενεχυριασθεισών μετοχών της Εναγόμενης 2 - Εφεσείουσας 2, στη Libra.

 

Μελετήσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και καταλήξαμε στα εξής συμπεράσματα.  

 

Το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η Euroinvestment είχε άδεια, από την Κεντρική Τράπεζα, διεξαγωγής περιορισμένης φύσης τραπεζικών εργασιών πριν την 27.8.1999, είναι ορθό και βασίζεται στην αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ 2 Πουλλή, την οποία αξιολόγησε ως αξιόπιστη, αλλά και στο τεκμήριο 2, επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας, ημερομηνίας 27.8.1999.   Ο ΜΕ2 Πουλλής κρίθηκε καθόλα αξιόπιστος μάρτυρας και λόγω της θέσης του, αλλά και λόγω της φύσης της μαρτυρίας του.  Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, λόγω της ιδιότητας και της φύσης της μαρτυρίας του ο ΜΕ2 ήταν αξιόπιστος.   Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην ιδιότητα του μάρτυρα δεν δείχνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την μαρτυρία του, εκ προϊμίου, ως αξιόπιστη χωρίς να την αξιολογήσει, απλά και μόνο λόγω της ιδιότητας του.  Αντίθετα, η μαρτυρία του έτυχε της δέουσας αξιολόγησης, κρίθηκε αξιόπιστη και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση.  Το τεκμήριο 2, το οποίο έλαβε υπόψιν του το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρεία Euroinvestment «θα συνεχίσει τις τρέχουσες δραστηριότητες της υπό το φως των ρυθμίσεων που έχουν εισαχθεί με τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο του 1997.»  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, από το τεκμήριο 2, που έχει ημερομηνία 27.8.1999 και υπογράφεται από τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, συνάγεται ότι η εταιρεία Euroinvestment διεξήγαγε τραπεζικές εργασίες περιορισμένης φύσης και έκτασης σύμφωνα με τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο, και πριν τις 27.8.1999.  Με βάση, λοιπόν, το τεκμήριο 2 και την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ2, το πρωτόδικο συμπέρασμα ήταν δικαιολογημένο και ορθό.  Επομένως, οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στο συμπέρασμα ότι, έστω και αν η πρώτη συμφωνία ήταν παράνομη, η δανειοδότηση του Εναγόμενου 1 δεν ήταν παράνομη.  Το πρωτόδικο αυτό συμπέρασμα είναι επίσης ορθό.   Στην Παπαδόπουλος  (ανωτέρω), στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε ρητή και εκτεταμένη αναφορά, το Εφετείο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι ο δανεισμός χρημάτων δεν συνιστά, αφ' εαυτού, τραπεζική εργασία, σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου (Ν. 66(1)/1997) εκτός αν τα χρήματα που χορηγούνται ως δάνειο προέρχονται από την ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού, υπό την μορφή καταθέσεων, αξιογράφων ή άλλων στοιχείων αποδεικτικών οφειλής. Στην υπόθεση Παπαδόπουλος (ανωτέρω) υπήρχε συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, και τέθηκε ζήτημα παρανομίας, το οποίο απορρίφθηκε.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το εύρημα του ότι η δανειοδότηση του Εναγόμενου 1 στα πλαίσια της συμφωνίας χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου δεν ήταν παράνομη, εν πάση περιπτώσει.   

 

Ο πέμπτος λόγος αφορά και πάλι στην κατ' ισχυρισμόν παρανομία της πρώτης συμφωνίας και, για τους λόγους που εξηγήσαμε, και ο πέμπτος λόγος, όπως και ο τέταρτος, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.  

 

Όσον αφορά τον έκτο λόγο, συμφωνούμε και πάλι με το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η πρώτη συμφωνία αντικαταστάθηκε από την δεύτερη, δεδομένου ότι οι δύο συμφωνίες είναι πανομοιότυπες και η μόνη ουσιαστική διαφορά είναι η αλλαγή του χρηματιστή.

 

Για τον έβδομο λόγο, παρατηρούμε ότι υπήρχε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΕ1 και 2 αναφορικά με τα χρεωστικά υπόλοιπα και το σχετικό επιτόκιο, κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Υπήρχαν, επίσης, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά τεκμήρια, όπως τα τεκμήρια 16, 16α και 25.  Από το τεκμήριο 16 φαίνεται, μεταξύ άλλων ότι, στις 19.8.2004, το οφειλόμενο υπόλοιπο ήταν £270.898,42, ότι στις 20.7.2005 ενεχυριάσθησαν οι 91.000 μετοχές της LIBRA που είχαν αξία £2.730,00 και στις 31.12.2007 προστέθηκε κεφαλαιοποιημένος τόκος που ανείρχετο στις £97.477,34, καθιστώντας το οφειλόμενο υπόλοιπο, στις 31.12.2007, £365.645,76. 

 

Θεωρούμε ότι, με βάση τη μαρτυρία και τα τεκμήρια που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, δικαιολογείτο η έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης εις βάρος του πρώτου Εφεσείοντα. 

 

Αναφορικά με τον όγδοο λόγο έφεσης, για την έκδοση, δηλαδή, του διατάγματος εκποίησης των ενεχυριασθεισών μετοχών από την Εναγόμενη 2, και πάλι συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε, ορθά, κατά την κρίση μας, ότι το αντάλλαγμα για τη συμφωνία ενεχυρίασης των μετοχών της Εναγόμενης 2, ήταν η συνέχιση παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων στον Εναγόμενο 1. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν μετά την δεύτερη συμφωνία έγινε παραχώρηση περαιτέρω πιστωτικών διευκολύνσεων στον πρώτο Εφεσείοντα.  Σημασία έχει ότι η συμφωνία ενεχυρίασης των μετοχών ήταν έγκυρη και για νόμιμο αντάλλαγμα.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, θεωρούμε την έφεση ως εξολοκλήρου  αβάσιμη και την απορρίπτομε, με έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εις βάρος των Εφεσειόντων και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

                                                      Π.

 

 

                                                      Δ.

 

 

                                                      Δ.

 

/ΜΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο